Ήταν ένα σαββατιάτικο μεσημέρι, όταν έκλεισα πίσω μου το βόμβο μιας κεντρικότατης αθηναϊκής οδού και αφέθηκα, μπροστά σε ένα φλιτζάνι αχνιστό καφέ, στη συζήτηση με έναν από τους πιο αξιόλογους και απαιτητικούς ανθρώπους αυτής της πόλης. Ο συνομιλητής μου θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ξεφύγει από τις σελίδες ενός Μπαλζάκ ή ενός Μπέκετ, τόσο αληθινός, τόσο γοητευτικός ήταν ο τρόπος που υπερασπιζόταν τις επιλογές του. Μόλις λίγες μέρες πριν είχα παρακολουθήσει άναυδη από την πρώτη σειρά των καθισμάτων του θεάτρου «Τόπος Αλλού» την παράσταση του Νίκου Αλεξίου «Κόλχαας» σε διασκευή, σκηνοθεσία και αφήγηση δική του. Τη ρούφηξα πρόταση πρόταση. Λέξη λέξη εκείνος έπλεξε μια μυθική διήγηση. Ίδια με σήραγγα φωτεινή που σε οδηγεί στην αλήθεια. Διασκευή τόσο φροντισμένη σαν καλοοργωμένο χωράφι. Επί σκηνής ο ηθοποιός Νίκος Αλεξίου, φωτισμός, μουσική και ένα κάθισμα. Μόνον. Συλλαμβάνω τον εαυτό μου να αφήνεται σ’ ένα «ξεφλούδισμα εσώτερο», που αποκαλύπτει το κουκούτσι των αναμνήσεων από λησμονημένα και θεϊκά νεανικά αναγνώσματα, σαν σκιρτήματα από αναδρομές που ίσως μόνον στο φαντασιακό τοπίο υπήρξαν. Ένας συγγραφέας του 19ου αιώνα, ο Χάινριχ φον Κλάιστ, αποκτά αίφνης μια παράξενη οικειότητα που τον μεταβάλλει σε προσιτό και διαχρονικό. Το έργο του αναλύεται με εμβρίθεια και αποδίδεται με υπευθυνότητα το αίσθημα δικαίου που το διαπερνά απ’ άκρου εις άκρον. Μια νωπογραφία υπέροχης φαντασίας, μια πυξίδα αξιών, μια σήμανση προς τα σημαντικά της ζωής. Γαλήνη, ψίθυρος, ρυθμός, καλπασμός, κρότος, σάλπισμα, αντάρα μάχης. Πείσμα, πάθος για δικαιοσύνη, εκδίκηση. Η τραγική ιστορία του επαναστάτη Μίχαελ Κόλχαας χωρίς ανάσα. Και παραφράζοντας τον Κλάιστ, θέλω να επισημάνω πως μπορεί μεν το θέατρο να είναι δύσκολο παιχνίδι, ο Νίκος Αλεξίου όμως τράβηξε το πιο σωστό χαρτί κι ας μην ήξερε τα κόζια.
Παρακολουθήστε τη συζήτησή μας.
Τη φωτογράφηση πραγματοποίησε ο Αντώνης Ψαρράς.
Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με το θέατρο, κύριε Αλεξίου;
* Η σχέση μου με το θέατρο ξεκίνησε στα χρόνια του σχολείου. Πήγαινα στη Σχολή Μωραΐτη. Υπήρχε εκεί ένα πολύ καλό θεατρικό τμήμα στο οποίο ήταν υπεύθυνος ο Τάσος Λιγνάδης. Είχαμε κάνει και κάποιες καλές παραστάσεις, όπως “Η τύχη της Μαρούλας” και το “Παραμύθι χωρίς Όνομα”.
Η πρώτη φορά που συμμετείχατε σε παράσταση ποια ήταν;
* Η πρώτη φορά που πήρα μέρος σε θεατρικό ήταν σε μια σχολική γιορτή. Με είχε διαλέξει ο Τάσος Λιγνάδης από τον τρόπο που περπατούσα, έλεγε, μέσα στο γήπεδο. Μου έχει μείνει αυτό. Δεν ξέρω τι εννοούσε και πώς περπατούσα. Πάντως αυτή ήταν η αρχή.
Κάποια στιγμή, εκτός από τη Νομική επιστήμη, αποφασίσατε να σπουδάσετε και Υποκριτική.
* Μετά μπήκα στη Νομική και στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Τα έκανα παράλληλα. Είχα προλάβει ως δάσκαλο τον Κάρολο Κουν. Συμμετείχα στο Χορό των παραστάσεων του Αριστοφάνη. Το να πάω στη δραματική σχολή ήταν για μένα μια χειμαρρώδης και αυθόρμητη διαδικασία.
Έχετε πάθει ποτέ κενό μνήμης εν ώρα παράστασης; Αυτό που εσείς οι ηθοποιοί λέτε «σεντόνι»;
* Θυμάμαι σε μια παράσταση στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, στην «Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» του Φρίντριχ Ντίρενματ, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στην επίσημη πρώτη του έργου, είχα πάθει ένα μικρό κενό. Επηρεάστηκα κι αυτή η αίσθηση μου είχε μείνει και μετά το διάλειμμα. Είχα τρομάξει λίγο. Είχα κάνει τόσες επίσημες και δεν μου είχε ξανασυμβεί. Ήταν σαν ένα μικρό εγκεφαλικό. Άρχισα να πιστεύω σε διάφορα μεταφυσικά φαινόμενα τα οποία κατά βάση περιφρονώ.
Τι θυμάστε από τους δασκάλους σας;
* Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω. Θυμάμαι τον Δημήτρη Χατζημάρκο. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για τον Χατζημάρκο και τον Λαζάνη. Ο Γιώργος Λαζάνης για μένα ήταν μια πατρική φιγούρα. Μετά τον είδα, θυμάμαι, όταν είχα φύγει από το «Τέχνης» και είχα πάει να τον δω στον «Ληρ», έπαιζε Βασιλιά Ληρ στο Υπόγειο, πήγα να τον δω στο καμαρίνι. Είχε αρχίσει ήδη η κατάρρευση και αμέσως έβαλα κάτι κλάματα… ανεξέλεγκτα κλάματα. Είναι ιστορίες φοβερές με όλους αυτούς τους ανθρώπους. Μάλιστα ο Λαζάνης με είχε αποβάλει από τη Σχολή… Θυμάμαι με τον Χατζημάρκο, που μου είχε δώσει να παίξω ένα κομμάτι από την «Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου», το «Zoo Story», του Έντουαρντ Άλμπι, όταν ήμουν στο δεύτερο έτος όπου για λόγους πειθαρχίας και γενικά στάσης απέναντι στη σχολή και στο θέατρο, ήμουν ο πρώτος υποψήφιος για να διώξουν. Είχα ερμηνεύσει λοιπόν αυτό το κομμάτι που μου είχε δώσει ο Χατζημάρκος και από ‘κει αίφνης τα πράγματα αναποδογύρισαν άρδην. Από ‘κει που ήμουν το μαύρο πρόβατο ξαφνικά, κυρίως με αυτό το κομμάτι –αν και γενικά ήταν καλές οι εξετάσεις μου– όλα πήραν άλλο δρόμο και έκανε καλές κριτικές για μένα. Μάλιστα, έπειτα από αυτό, μια δυο φορές είχαμε πάει και στο σπίτι του Κουν και μιλάγαμε, όσο ήταν δυνατόν βέβαια κανείς να μιλήσει με τον Κουν γιατί γενικά ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να μείνει αμίλητος για ώρες. Επίσης, όταν πέθανε ο Χατζημάρκος, την εποχή που εμείς είμαστε στο τρίτο έτος, και πήγαινα στη Σχολή που ήταν τότε στα Εξάρχεια, συνάντησα ένα συμμαθητή μου και που λέει: Πού πας; Στη σχολή, του απαντώ. Καλά δεν τα ‘μαθες; μου λέει… Πέθανε ο Χατζημάρκος. Λέω, πλάκα κάνεις… Όμως ήταν αλήθεια. Είχε πεθάνει στον ύπνο του από καρδιά. Πήγαμε κατευθείαν να τον αποχαιρετήσουμε και θυμάμαι ότι έγραψα τον επικήδειο εκ μέρους των παιδιών της Σχολής, στο πίσω μέρος του βιβλίου που μελετούσα (Πιραντέλο, «Ερρίκος ο 5ος»). Ο Χατζημάρκος ήταν καθαρός άνθρωπος, καθαρός σε σχέση με άλλους. Μάλιστα τον είχαν περιθωριοποιήσει εκεί στη σχολή και στο θέατρο οι άλλοι. Ήταν αυτός που έλεγε τις μεγάλες αλήθειες, ώρες ώρες στο μάθημα μέσα για το Θέατρο Τέχνης, γιατί το Θέατρο Τέχνης έχει και μια σκοτεινή πλευρά, ήταν εν πολλοίς και «Βυζάντιο». Πολλά γίνονταν υπογείως…
Το έργο που παίζετε τώρα, τον «Κόλχαα» του Χάινριχ φον Κλάιστ, πώς το επιλέξατε; Το είχατε δει στην Ιταλία; Και το μεταφράσατε…
* Ναι, το μετέφρασα και πιστεύω ότι η δική μου μετάφραση είναι καλύτερη από το πρωτότυπο…
Κυκλοφορεί όμως και μια μετάφραση…
* Ναι. Αυτό είναι το κανονικό αφήγημα του Χάινριχ φον Κλάιστ. Η δική μου διασκευή, για να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους, είναι μετάφραση μιας διασκευής, την οποία έχω λίγο επεξεργαστεί. Δεν μπορώ να πω ότι ξεκίνησα από το «μηδέν». Όχι… Η διασκευή ήταν του Ιταλού, που είχα δει. Απλώς θεωρώ ότι το δικό μου κείμενο είναι καλύτερο επειδή έχει έναν εσωτερικό ρυθμό που προσπάθησα να του δώσω.
Πώς λέγεται ο Ιταλός;
* Είναι ο Μάρκο Μπαλιάνι.
Πώς αισθάνεστε που είστε μόνος στη σκηνή και δεν έχετε υποστήριξη, ούτε από σκηνικά, ούτε από κάποιο, έστω, αντικείμενο…
* Το άγχος είναι μόνο μην πέσω σε κάποιο «σεντόνι» και χάσω το κείμενο… Όλα τα άλλα ελέγχονται.
Και αυτό πώς το αντιμετωπίζετε;
* Επαφίεμαι στην τύχη… Βέβαια πρέπει να σας πω ότι κάθε φορά το «περνάω» το κείμενο στο σπίτι πριν από την παράσταση. Τουλάχιστον μία φορά, μέσα στο μυαλό μου και βεβαίως κάνω πριν από την παράσταση –στο σπίτι πάλι– ασκήσεις για την άρθρωση και την αναπνοή. Χρειάζεται προετοιμασία γιατί αλλιώς το διάφραγμα μετά πονάει… γιατί θέλω να έχει ένα ρυθμό. Οι παραστάσεις είναι εν γνώσει μου εξοντωτικές.
Είναι τόσο δυνατή η παράσταση που εγώ συνέπασχα. Εσείς αυτό το καταλαβαίνετε από τους θεατές; Φθάνουν σε σας τα συναισθήματα των θεατών;
* Εδώ, που δεν βλέπω τους θεατές, γιατί πρώτα το έπαιζα κάτω στη μικρή αίθουσα του θεάτρου «Τόπος Αλλού», εκεί έβλεπα λίγο ενώ τώρα με τα φώτα όχι. Οπότε τώρα δεν μπορώ να πω ότι έχω πλήρη αντίληψη του τι γίνεται. Απλώς καταλαβαίνω μόνο στο χειροκρότημα αν ήταν καλή η παράσταση εκείνης της μέρας ή όχι…
Αυτός ο άνθρωπος, εννοώ ο Κόλχαας, ήταν ένας φιλήσυχος άνθρωπος πριν αρχίσει την αφήγησή του. Πώς μπορεί ένας τόσο ήσυχος άνθρωπος που έχει τόσο δυνατό το αίσθημα του δικαίου να περάσει στο άλλο άκρο;
* Εμένα, αυτό με συγκινεί. Ίσως το γεγονός ότι πήγα στη Νομική να μου έχει ενισχύσει το περί δικαίου αίσθημα και πολλές φορές κι εγώ έχω κάνει πράγματα που έρχονται σε σύγκρουση με εργοδότες και με άλλους που βρίσκονται πάνω από μένα. Ενώ θα μπορούσα να κάνω την «πάπια», όπως την κάνουν άλλοι, και να μην έρθω σε σύγκρουση με ένα πολύ μικρό τίμημα.
Για παράδειγμα;
* Θυμάμαι, για παράδειγμα, τον Βαγγέλη Λιβαδά, τότε που πήγα να του ζητήσω ένα μεροκάματο που δεν μας είχε δώσει. Ήμουν ο μόνος από ένα θίασο είκοσι δύο ατόμων που πήγα να διαμαρτυρηθώ επειδή θεωρούσα άδικο αυτό που είχε γίνει. Ουσιαστικά έκλεισα την πόρτα των θεάτρων του. Είχε κόστος αυτή η κίνησή μου… Αλλά, κάποια στιγμή μου το έδωσε… Μέσα στο γραφείο εκεί, σταθερά και ευγενικά δεν υποχωρούσα… μέχρι που τελικά το έκανε ζητώντας παράλληλα να μη με ξαναδεί μπροστά του. Αυτό είναι κάτι που είναι δικό μου σε μικρές καθημερινές πράξεις, μου αρέσει η έννοια του δικαίου από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο.
Έχετε την αίσθηση του δικαίου. Δεν υποφέρετε όμως σ’ αυτή τη χώρα;
* Γι’ αυτό και βεβαίως υποφέρω σε αυτή την πόλη και σε αυτή τη χώρα. Εδώ υπάρχει αυτή η έννοια της ανοχής και της ατιμωρησίας σε βαθμό που αντί να κάνει τη ζωή μας πιο εύκολη τη δυσκολεύει, εξ ου και έχουμε φθάσει εδώ που φθάσαμε και εξακολουθούμε να έχουμε τα ίδια μυαλά εν πολλοίς… Σαν να μας χρωστάνε…
Όπως λέτε έχουμε εμμονές, μήπως έχει εμμονές και αυτό ο άνθρωπος, ο Κόλχαας; Σε πρώτη ανάγνωση βλέπουμε πως ό, τι κάνει το κάνει για δύο άλογα…
* Αυτό είναι. Είναι αυτό που σας έλεγα προηγουμένως. Είναι ότι σπάει ο κύκλος του σωστού και του δίκαιου του κόσμου. Είναι ότι διαρρηγνύεται αυτό το πλέγμα… Διασπάται ο κύκλος… Αυτή η ισορροπία που υπάρχει… Είναι ένα δίκαιο ουσιαστικά, όχι μόνο της Πολιτείας, αλλά και ένα δίκαιο συμπαντικό, κοσμικό… το οποίο παραβιάζεται και αυτός έχει αυτή την ιδέα, την αίσθηση αυτή του δικαίου, του σωστού. Από εκεί ξεκινάει και φτάνει στη βία, στην εξέγερση και στο αίμα. Κάποια στιγμή μάλιστα συνειδητοποιεί ότι αυτό δεν τον βγάζει πουθενά και πως αδικεί πλέον ο ίδιος…
Θέλετε να μου πείτε για τον Κλάιστ, που ήταν στην εποχή του παραγνωρισμένος…
* Δεν μπορώ να πω ότι τον έχω μελετήσει πάρα πολύ τον Κλάιστ. Και μάλιστα επειδή η διασκευή αυτή που παίζω διαφέρει αρκετά από το πρωτότυπο, μιας που δεν υπάρχουν όλες οι λεπτομέρειες και τα ονόματα. Το πρωτότυπο είναι πολύ λεπτομερειακό. Η ιστορία βέβαια είναι η ίδια, πρόκειται για αληθινή ιστορία…
Που συνέβη το 1500 και ο Κλάιστ την έγραψε το 1810…
* Ναι, και παρόλο που υπάρχει αυτό το μεταφυσικό στοιχείο που έχει βάλει ο ίδιος με την Τσιγγάνα… Όμως όταν εγώ διάβασα εκ των υστέρων τον Κλάιστ, επειδή απείχε τόσο πολύ από τη διασκευή, εννοώ μορφικά, με τις λεπτομέρειες και τα ονόματα, δεν εντρύφησα τόσο πολύ στο αρχικό κείμενο επειδή δεν ήθελα να ξεφύγω από το σύμπαν του κειμένου που παίζω εγώ. Μπορεί κάποιος που έχει διαβάσει το πρωτότυπο, να πει ότι ξεφεύγω. Μάλιστα μια κυρία που σχολίασε την παράσταση έγραψε ότι προδόθηκε το πνεύμα του συγγραφέα. Βέβαια αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι τελείως ανόητο. Είναι κάποιοι άνθρωποι που έχουν μια φιλολογίζουσα άποψη. Παρόλο που κι εγώ είμαι «ψείρας», μου αρέσει η ακρίβεια, όμως δεν μπορώ να δεχτώ αυτούς που βάζουν φιλολογίζοντα κριτήρια όταν καταθέτουν τις απόψεις τους.
Βλέπω πως εσείς είστε πολύ σχολαστικός… Όλα τα έχετε εικονογραφήσει… Τα ζωντανεύετε…
* Ναι. Πάντα στη δουλειά μου είμαι σχολαστικός και με τη λεπτομέρεια… Βέβαια ξέρω πού πρέπει να είσαι σχολαστικός και πού δεν πρέπει…
Είναι περίεργα μοντέρνα η γραφή του Κλάιστ. Δεν μοιάζει με των συγχρόνων του. Έχει μια δωρικότητα, πολύ αρρενωπή γραφή. Χωρίς πολλά περιττά. Χωρίς περιγραφές τοπίων και παρόμοια, όπως έκαναν εκείνη την εποχή.
* Και στο πρωτότυπο κείμενο, μάλιστα, υπάρχει ένας καταπληκτικός εσωτερικός ρυθμός. Επειδή όλη η ιστορία ξεκινά από δύο άλογα. Υπάρχει η έννοια του καλπασμού, η έννοια του trot, του γρήγορου βαδίσματος… Αυτά τα ρυθμικά πράγματα υπάρχουν στο κείμενο του Κλάιστ. Υπάρχει από κάτω αυτός ο εσωτερικός ρυθμός. Όπως αυτός ο ρυθμός υπάρχει και στα κείμενα του Προυστ. Εγώ προσπάθησα και στο κείμενο που κάνω να υπάρχει αυτός ο ρυθμός. Πότε καλπασμός, πότε αργό βάδισμα, πότε γρήγορο βάδισμα, αλλά από κάτω υπάρχει πάντα το άλογο. Βέβαια ο άλλος δεν το συνειδητοποιεί άμεσα, αλλά αυτό λειτουργεί ασυνείδητα.
Μου άρεσε πολύ που μεταφέρετε την κίνηση του αλόγου με έναν ιδιαίτερο τρόπο αν και είσαστε καθιστός. Μου έκανε εντύπωση πάλι, το πώς 200 χρόνια μετά φαίνεται τόσο σύγχρονη η γραφή του Κλάιστ, ο οποίος και διέφερε από τους συγχρόνους του αλλά και δεν γνώρισε τότε την επιτυχία. Ακόμη είχε ένα περίεργο θάνατο… Πολλοί μάλιστα τον παραλληλίζουν με τον Γκέοργκ Μπίχνερ…
* Οι Γερμανοί δεν είναι τυχαίοι. Το λέω αυτό επειδή σε μας υπάρχει μια διάχυτη αντιγερμανικότητα. Εγώ αυτόν το λαό τον θαυμάζω. Έχουν οι Γερμανοί μια απολυτότητα. Ενώ εμείς διακρινόμαστε για το μέτρο και το… μέτριο, εκείνοι διακρίνονται για το απόλυτο και στο καλό τους και στο κακό τους. ‘Όμως είναι λαός με υπόβαθρο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Αυστριακούς, που εμείς θεωρούμε ότι είναι ένας… ξενέρωτος λαός, εκεί στην τέχνη τους και κυρίως στη «μαύρη» τέχνη έχουν δημιουργήσει μεγάλα έργα.
Το έργο σήμερα είναι επίκαιρο;
* Εγώ θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Βέβαια ο καθένας βλέπει ό, τι θέλει να δει και ό, τι μπορεί να δει. Άλλος βλέπει την εξέγερση, άλλος βλέπει το άδικο, εγώ αυτό που έβλεπα κυρίως ήταν η εμμονή στο δίκαιο και επίσης, το λέω και το ξαναλέω, στο τέλος η ανάληψη της προσωπικής ευθύνης, της ευθύνης των πράξεων. Δηλαδή στο τέλος τιμωρείται και διαλέγει την τιμωρία του, ενώ θα μπορούσε να ξεφύγει με ένα ελάχιστο αντίτιμο. Προτιμά να είναι συνεπής με τις απόψεις του και με την ιδέα του δικαίου. Έχει παρανομήσει, έχει αδικήσει και ακολουθεί το δρόμο της ψυχής του και του μυαλού του μέχρι το τέλος.
Αντιλαμβάνεται την προσωπική του ευθύνη…
* Είναι και η εμφάνιση, νομίζω, του ανθρώπου μέσα στην Πολιτεία, η ανάληψη της προσωπικής ευθύνης και της ευθύνης των πράξεων, είναι που –για μένα και τις δικές μου τις ιδέες και το δικό μου το μυαλό– αυτό που λείπει πάρα πολύ από την Ελλάδα. Από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο, αυτή η αποφυγή της ανάληψης της ευθύνης υπάρχει διάχυτη στην κοινωνία και είναι νομίζω ένας από τους λόγους που μας έφερε εδώ που μας έφερε. Κανείς δεν είναι ποτέ υπεύθυνος για κάτι. Κανείς… Κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του. Εξ ου και η ατιμωρησία ή η ανοχή. Βέβαια νομίζω ότι έχει να κάνει και με την ορθοδοξία σε σχέση με τον προτεσταντισμό. Γιατί εκεί υπάρχει η έννοια της αμαρτίας και της τιμωρίας που, όπως φαίνεται, σε αυτές τις κοινωνίες έχει δώσει και κάτι καλό. Ενώ σε μας αυτή η ανοχή, που υπάρχει στην ορθοδοξία και όλοι είμαστε σε θέση να σφάλουμε αλλά υπάρχει για όλους η συγγνώμη εκ προοιμίου. Οπότε αν υπάρχει εκ προοιμίου η συγγνώμη κάποια στιγμή…
Μα δεν είναι και τυχαίο που αυτοί προοδεύουν περισσότερο, εργάζονται περισσότερο, είναι πιο συνεπείς στην εργασία, πιο σκληροί, πιο πειθαρχημένοι..
* Εμείς αντιθέτως λέμε ότι είμαστε οι καλύτεροι, λέμε τι ωραία που περνάμε και κάποια στιγμή φτάνουμε εδώ που φτάσαμε…
Εσείς μέσα από το θέατρο μαθαίνετε να συγχωρείτε τις αδυναμίες των ανθρώπων; Είστε πιο επιεικής με τους άλλους;
* Δεν ξέρω αν έκανα κάποια άλλη δουλειά πώς θα ήμουνα, αλλά ούτως ή άλλως όταν έρχεται κανείς σε επαφή με κείμενα, με συγγραφείς, όσο να ‘ναι η ψυχή του λειαίνεται. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κι εγώ στην προσωπική μου ζωή δεν έχω φτάσει σε ακραίες καταστάσεις ανεξέλεγκτες, θυμού, σχεδόν παράνοιας, ακόμη και τώρα δηλαδή, πολύ πρόσφατα, έκανα ακραίες πράξεις. Μπορεί μετά να καταλαβαίνω ότι ήταν ακραίες και με το μυαλό μου να μετανιώνω αλλά τις έχω κάνει. Βέβαια πρέπει να κρίνουμε αυστηρά τους άλλους, όμως είπαμε ότι υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους μια σκοτεινή πλευρά, υπάρχουν απωθημένα, υπάρχουν συμπλέγματα, υπάρχουν τραύματα από την παιδική ηλικία και από τις σχέσεις με τους γονείς, έτσι κάποια στιγμή μπορούν να βγουν αυτά…
Ήθελα να σας πω ότι ο Κόλχαας κάπου σας σφραγίζει, είναι ένα πολύ σημαντικό έργο και ίσως κάποια στιγμή θα θέλατε να το ξανακάνετε. Τι σκέπτεστε για τη συνέχεια;
* Αυτό σίγουρα θα ήθελα να το ξανακάνω. Τώρα όμως θέλω να κάνω κάτι άλλο. Ένα άλλο κείμενο…
Είναι πάλι μονόλογος;
* Δεν ξέρω πώς θα γίνει αυτό. Απλώς το έχω στο μυαλό μου και κάποια στιγμή θα το δουλέψω αλλά ακόμη δεν έχω καταλήξει. Είναι ένα κείμενο που από τότε που το διάβαζα, πολύ μικρός, με συγκινούσε βαθιά. Είναι ένα διήγημα Έλληνα συγγραφέα. Αλλά ακόμη είναι νωρίς για να πω κάτι παραπάνω.
Θα το περιμένουμε τότε…
* Αυτό θα ήθελα…
Ρόλοι άλλοι από το κλασικό ρεπερτόριο υπάρχουν στα σχέδιά σας; Όπως ο Ριχάρδος…
* Όχι, όχι. Τίποτα. Απλώς επειδή έκανα πέρυσι και πρόπερσι το «Τέλος του Παιχνιδιού» του Σάμιουλ Μπέκετ, εκεί υπάρχουν τέσσερις ρόλοι. Οι δύο κύριοι και οι δύο γονείς που είναι μέσα στους σκουπιδοντενεκέδες. Υπάρχει λοιπόν ο Χαμ, που είναι καθισμένος σε μια αναπηρική πολυθρόνα και δεν βλέπει. Υπάρχει και ο Κλοβ, ο οποίος είναι συνέχεια όρθιος και κινείται. Δεν μπορεί να καθίσει. Λοιπόν, εγώ έκανα τον Κλοβ. Έτρεχε ο ιδρώτας… Θα μου άρεσε λοιπόν κάποια φορά να παίξω τον τυφλό και ανήμπορο Χαμ. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτός ο ρόλος…
Ως καλλιτέχνης αισθάνεστε ευτυχής σήμερα ή αισθάνεστε κάπως μουδιασμένος με αυτή την κατάσταση που επικρατεί; Αυτό που συμβαίνει στην εποχή μας τι συναισθήματα δημιουργεί στον καλλιτέχνη;
* Σίγουρα δεν τον ωφελεί σε τίποτα. Σίγουρα εμένα με κάνει να ξυπνάω με την αγωνία. Αντί να κάθομαι να διαβάζω και να βλέπω πράγματα χρήσιμα για τη δουλειά μου, αναγκάζομαι να διαβάζω τις οικονομικές εφημερίδες και τις οικονομικές σελίδες που πριν δεν τις διάβαζα. Η κατάσταση αυτή δεν μας ωφελεί σε τίποτα. Εντάξει, μπορεί στην καθημερινή ζωή να βλέπεις πράγματα που δεν τα έβλεπες πριν αλλά και πάλι νομίζω ότι ευαισθητοποιείται καθενός η ματιά όταν είσαι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής. Όταν π.χ. είσαι άνεργος ή έχεις ένα πρόβλημα υγείας, εκεί βλέπεις πράγματα που πριν δεν τα έβλεπες. Δεν σημαίνει όμως πως όταν εσύ είσαι σχετικά καλά και γύρω σου υπάρχει μιζέρια, βλέπεις πράγματα περισσότερα από πριν. Όχι. Πρέπει εσύ ο ίδιος να ‘σαι μέσα.
Υπάρχει ένα θέμα ανασφάλειας τώρα;
* Θυμάμαι πως όταν ήμουν άνεργος ή κάποτε που είχα σπασμένο πόδι και κυκλοφορούσα με πατερίτσες, τότε ένιωθα και έβλεπα πράγματα που όταν ήμουν στα καλά μου δεν τα έβλεπα. Αλλά τώρα, ένα μάγκωμα το νιώθω, πέρα από το θέμα της ενδημικής ανασφάλειας της δικιάς μας δουλειάς. Κάθε χρόνο δεν ξέρεις αν θα βρεις δουλειά, τι δουλειά θα βρεις, πώς θα σε πληρώσουν, αν θα σε πληρώσουν, πότε θα σε πληρώσουν και όλα αυτά, αν θα πάει το έργο. Τώρα υπάρχει παραπάνω ανασφάλεια και που δυστυχώς εντείνεται από το γεγονός ότι όλοι γύρω σου, οι περισσότεροι δηλαδή, κάνουν ακριβώς ό, τι δεν πρέπει… Είναι σαν όλοι να τραγουδάμε θούρια για να πέσουμε στο Ζάλογγο… Κανονικά… Υπάρχει μια απίστευτη αυτοκαταστροφικότητα που δεν ξέρω πού οφείλεται. Σε βλακεία; Σε ημιμάθεια; Σε διάφορα εθνικά συμπλέγματα; Τέλος πάντων, ας μην μπούμε σε τέτοια συζήτηση.
Ας πάμε τότε στους αγαπημένους σας συγγραφείς.
* Διάφοροι και φαντάζομαι θα υπάρχουν κι άλλοι που δεν τους έχω διαβάσει και αν τους διάβαζα θα γίνονταν αγαπημένοι μου. Υπάρχουν και μεγάλοι συγγραφείς που δεν τους έχω διαβάσει ποτέ, οφείλω να πω και ελπίζω κάποια στιγμή να τους διαβάσω. Θυμάμαι διάφορους βέβαια. Είχα ενθουσιαστεί με τον Μαρσέλ Προυστ. Υπήρχε μια φράση, στον πρώτο τόμο, «Από τη μεριά του Σουάν», που έλεγε για την όσφρηση και τη γεύση, ότι είναι οι δύο αισθήσεις που παραμένουν πιο ζωντανές στο πίσω μέρος του μυαλού του ανθρώπου. Δηλαδή ότι μια μυρωδιά μπορεί να σου φέρει πράγματα από το απώτατο παρελθόν. Ήταν μια καταπληκτική φράση που την είχε μεταφράσει εξαιρετικά ο Παύλος Ζάννας μέχρις ενός σημείου γιατί πέθανε και δεν την ολοκλήρωσε.
Θυμάστε το απόσπασμα;
* Θα προσπαθήσω. Έγραψε, λοιπόν, ο Μαρσέλ Προυστ στο «Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο»: «Όταν όμως από ένα μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές, αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, σα τις ψυχές, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω σ’ όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν χωρίς να λυγίζουν, πάνω στη μικρή σχεδόν άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης». (Σ.σ.: «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο. Από τη μεριά του Σουάν». Μετάφραση Παύλος Ζάννας).
Εξαιρετικό κείμενο…
* Μετά μάλιστα βγήκε και ο τελευταίος τόμος σε μετάφραση δύο άλλων που κανονικά θα έπρεπε να συλληφθούν. Κάποιος, ας πούμε, έχει το θράσος να πει ότι μεταφράζω Προυστ και να είναι αυτό το πράγμα. Κανονικά ήθελα να πάω στο βιβλιοπωλείο και να ζητήσω πίσω τα λεφτά μου και να πάω στον εισαγγελέα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Ειλικρινά. Τέλος πάντων, ας γυρίσω στη φράση για τη γεύση. Αυτή τη φράση λοιπόν την είχα γράψει σε ένα χαρτάκι και πήγαινα το βράδυ στο μπαρ και έλεγα σους γνωστούς μου να την ακούσουν. Ακόμη είχα λατρέψει και τον Τολστόι στο «Πόλεμος και Ειρήνη».
Πείτε μου τώρα τι θα θέλατε να αλλάξετε στη νοοτροπία του διπλανού σας; Αν μπορούσαμε να αλλάξουμε κάτι. Που πετάει τα σκουπίδια στο δρόμο; Που δεν σέβεται το δημόσιο χώρο;
* Ναι. Αυτό. Κυρίως αυτό. Μου φαίνεται αδιανόητο, για παράδειγμα, που αφήνουν τα διαφημιστικά έντυπα στις πόρτες. Πάει λοιπόν ο άλλος και με ένα σπρώξιμο του ποδιού τα ρίχνει στο πεζοδρόμιο. Μια φορά είδα κάποιον να το κάνει και ήρθαν και μας χωρίσανε. Βέβαια εγώ έχω κάποιες εμμονές. Μαζεύω σκουπίδια από νησιά, από εξοχές, από την πόλη. Στα νησιά δεν εννοώ στις παραλίες, εννοώ στα πλαϊνά των δρόμων. Με τη μοτοσικλέτα γυρίζω, μαζεύω και όταν φεύγω το νησί είναι πεντακάθαρο. Επίσης άλλο ένα πράγμα που δεν συλλαμβάνει το μυαλό μου είναι αυτό που γίνεται τα τελευταία χρόνια, όπου βλέπω διαφόρους με ένα μπουκαλάκι νερό στο χέρι, λες και θα πάθουν αφυδάτωση αν δεν πιουν νερό για ένα τέταρτο της ώρας… έχει γίνει και αυτό μόδα… και πίνουν πέντε γουλιές και μετά το κλείνουν και το πετάνε… Το ότι πετάνε το νερό, και δεν το ρίχνουν έστω στο πεζοδρόμιο να εξατμιστεί και να κάνει τον κύκλο του. Εφ’ όσον συμβαίνει αυτό δεν μπορούμε να συζητάμε για τίποτα άλλο. Αφού οι άνθρωποι κάνουν αυτό, δεν μπορούμε να συζητάμε ούτε για οικολογική συνείδηση, ούτε για κοινωνική συνείδηση, ούτε για δημόσιους, ούτε για ιδιωτικούς χώρους. Αυτό θα έπρεπε να είναι ένα ένστικτο…
Εμείς οι Έλληνες θέλουμε να είμαστε παστρικοί στο σπίτι μας, στο δημόσιο χώρο είμαστε το ακριβώς αντίθετο… Νομίζουμε ότι θα περάσει ο υπηρέτης από πίσω και θα μαζέψει…
* Αυτό! Αυτό είναι! Αυτό είναι που μου κάνει τη ζωή μου κόλαση. Θα ήθελα γι’ αυτό πάρα πολύ να ζήσω σε μια χώρα της Κεντρικής Ευρώπης. Στη Γερμανία, στην Αυστρία, στην Ελβετία. Βέβαια δεν ξέρω πώς θα είναι κάποιοι άλλοι τομείς της ζωής. Τα αυτονόητα είναι εκεί λυμένα και από ‘κει και πέρα ο καθένας κοιτάζει τα δικά του προβλήματα. Όμως το γεγονός ότι εδώ δεν λειτουργεί ούτε το πιο απλό πράγμα, είναι εξοντωτικό… Εκτός αν είσαι και συ με την πλευρά αυτών που δεν καταλαβαίνουν τίποτα… αν είσαι και συ αποκτηνωμένος. Είναι βασανιστική η καθημερινή ζωή από κάθε άποψη…
Σε άλλες χώρες ταξιδεύεις και δεν ενοχλεί τίποτα το μάτι σου. Ούτε η παραμικρή διαφημιστική ταμπέλα…
* Και αυτά είναι τα λιγότερα γι’ αυτό ώρες ώρες εξαγριώνομαι και κάνω απίθανες σκέψεις… για την ανευθυνότητα, την αφερεγγυότητα…
Να κλείσουμε, με μια ερώτηση που κάνω πάντα στους καλεσμένους του www.catisart.gr. Ποια είναι η σχέση σας με τα ζώα;
* Έχω πολύ καλή σχέση με τα ζώα και όχι μόνο με γάτες και σκύλους. Θυμάμαι μια φορά με είχε ακολουθήσει ένας γάιδαρος, ενώ κάποτε είχα σχεδόν συναισθηματική σχέση με μία πάπια που δεν ήταν δική μου. Ήταν σε μια αυλή που περνούσα και έβαζα μέσα το χέρι μου για να τη χαϊδέψω… Ακόμη και στο Σύνταγμα όταν περνούσα -κάποτε- και έβλεπα αδέσποτα σκυλιά, ενώ σε όλους γαβγίζανε, μόλις πλησίαζα εγώ και χωρίς να κάνω τίποτα άρχιζαν να έρχονται σε μένα κουνώντας την ουρά… Τα λατρεύω τα ζώα. Γίνομαι ένα…
Λέει πολλά αυτό. Έχει σημασία… Σας ευχαριστώ για τη συνομιλία…
* Και εγώ σας ευχαριστώ…
* Το cat is art ευχαριστεί τον Αντώνη Ψαρρά για τις φωτογραφίες.
* Ο «Κόλχαας» του Χάινριχ φον Κλάιστ παίζεται στο θέατρο «Τόπος Αλλού». Κεφαλληνίας 17 και Κυκλάδων, Κυψέλη. Σκηνοθεσία: Νίκος Αλεξίου. Ερμηνεύει ο Νίκος Αλεξίου. Παραστάσεις: Δευτέρα 23 και Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012.