Νικολάι Μπουχάριν – Στάλιν: Πεθαίνω εξαιτίας αχρείων, ανθρώπινων καθαρμάτων, αηδιαστικών κακούργων
Γραμμένη στο κελί του μελλοθάνατου, ουσιαστικά, η επιστολή αυτή του, κατά τον Λένιν, αγαπημένου παιδιού του κόμματος, του Νικολάι Μπουχάριν (1888-1938) προς τον πανίσχυρο Ιωσήφ Στάλιν, θα μπορούσε να είναι η σύνοψη της «επαναστατικής ιδεολογίας», η οποία εκμηδενίζει την προσωπικότητα, εν ονόματι της μάζας, κονιορτοποιεί τον άνθρωπο εν ονόματι του μέλλοντος θριάμβου μίας κοινωνίας ομοιόμορφων, ομογενοποιημένων ανθρώπων, υπάκουων στα κελεύσματα του κομματικού ιερατείου, μοναδικού φορέα της μίας, μοναδικής και απόλυτης αλήθειας.
Ταυτόχρονα, είναι η δικαίωση της φράσης του Δαντόν, λίγο πριν η γκιλοτίνα του κόψει του κεφάλι: «Η επανάσταση πάντα τρώει τα παιδιά της».
Αφού βασανίστηκε άγρια, ο Μπουχάριν, κάνει μία τελευταία προσπάθεια, γράφοντας μία επιστολή στον παλιό του σύντροφο Στάλιν, ελπίζοντας πως εκείνος θα δει το λάθος του μηχανισμού και θα τον σώσει.
Πιθανόν, να γνώριζε. Πιθανόν, να υποπτευόταν, πως πίσω από αυτή την τρομακτική σε ισχύ, έκταση και μίσος επιχείρηση της Μεγάλης Τρομοκρατίας το διάστημα 1936 – 1938 ήταν εμπνευσμένη από τον υποτιθέμενο «σωτήρα» του, με μοναδικό στόχο την εγκαθίδρυση της δικής του, προσωπικής απολυταρχίας.
Πριν από τον Μπουχάριν, άλλοι είχαν βρεθεί σε αυτή τη θέση και πριν από αυτούς άλλοι, δημιουργώντας μια αιματοβαμμένη αλυσίδα που ξεκινάει το 1917.
Η μοίρα του Μπουχάριν δεν αποφασίστηκε στην περιβόητη δίκη της Μόσχας. Ήταν προκαθορισμένη από τη στιγμή που σε νεαρή ηλικία αποφάσισε να ενταχθεί στο λεγόμενο ρωσικό επαναστατικό κίνημα. Θα μπορούσε να το φανταστεί; Ίσως ναι, ίσως όχι. Θα μπορούσε να το ξέρει; Στο ερώτημα αυτό η απάντηση είναι μονοσήμαντη: ναι. Γιατί όταν θεωρείς τον εαυτό σου και το κίνημα το οποίο υπηρετείς συνέχεια των Ιακωβίνων της Γαλλικής Επανάστασης, είναι ζήτημα χρόνου να πάρει τη θέση του Δαντόν στην αδηφάγο γκιλοτίνα της επανάστασης.
* * *
15 Δεκεμβρίου 1936
Προς τον σύντροφο Στάλιν
Προσωπικό.
Αγαπητέ σύντροφε Στάλιν
Το σημερινό άρθρο της «Πράβντα» (και όλοι γνωρίζουν τι σημαίνουν τέτοια άρθρα), είναι πλέον μακράν της «απόδειξης» ανήκουστα βαριών κατηγοριών εναντίον των ηγετών των δεξιών (κα προφανώς, ανάμεσα σε αυτούς και εμένα).
Το άρθρο αυτά με έκανε ευθέως, να καταρρεύσω.
Θα πρέπει να πω πως στην ολομέλεια της Κ.Ε. και στις κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεις, όταν μου επιτέθηκαν με τρομακτικές κατηγορίες, νόμισα πως στο μυαλό εκρήγνυνται βόμβες και εγώ, από κάποιο θαύμα, παραμένω σώος. Μερικές φορές νόμιζα πως όλα αυτά δεν συμβαίνουν σε εμένα, αλλά σε κάποια κινηματογραφική ταινία, τόσο τραγικά ανόητη, που θεωρούσα απλά αδύνατη κάθε κατηγορία. Δεν έχω λόγια ανθρώπινα για να τα περιγράψω όλα αυτά.
Θα πρέπει να πω πως το παρελθόν μου έχει για τα καλά φύγει από τη μνήμη μου: τα τελευταία χρόνια ζούσα με τελείως διαφορετικά αισθήματα και σκέψεις και όσο κι αν μου δηλητηρίαζαν τη ζωή, ορισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι με αγαπούσαν ιδιαιτέρως, είχα κυριευτεί από ένα πανίσχυρο αίσθημα δημιουργίας και αυτό φαινόταν σε όλη μου τη δουλειά. Για τον λόγο αυτό δεν κατάφερα να θυμηθώ μία σειρά γεγονότων. Στη συνέχεια, όμως, τα θυμήθηκα.
Για παράδειγμα, η κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με τον Κουλικόφ. Ο Κουλικόφ ισχυρίστηκε πως μαζί θέλαμε να «χειριστούμε τις καταστάσεις» και πως εκείνοι ξέφυγαν νωρίτερα, για αυτό και «θύμωσα». Θυμώνουν θολά πως η αποχώρησή τους ήταν 1) αναπάντεχη και πως 2) (Ο Ουγκλάνοφ συν ο Κουλικόφ) επιδεικτικά δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση μαζί μου. Ο Κουλικόφ αυτό το αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Αυτές τις ημέρες, ξεκοκάλισα την «Πράβντα» του 1929. Εκεί, στο τεύχος της 18ης Νοεμβρίου 1929, σελίδα 2, στο τέλος της δήλωσης των Ουγκλάνοφ – Κουλικόφ, αναφέρει:
«Ενώπιόν μας ετέθη το ζήτημα: τι θα κάνουμε παρακάτω; Να αποχωρήσουμε από το κόμμα και την εργατική τάξη και να υποστηρίξουμε τους σ.σ. Μπουχάριν, Ρίκοφ και Τόμσκι ή να συμβαδίσουμε με όλο το κόμμα; Θεωρούμε αναγκαίο να είμαστε μαζί με το κόμμα και την εργατική τάξη και νικηφόρα να πολεμήσουμε για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Ν. Ουγκλάνοφ
Ε. Κουλικόφ»
Αυτό το επιτηδευμένα, προσωπικό ύφος, η επίδειξη διακοπής κάθε σχέσης και η αντιπαράθεση του Μπουχάριν κ.λπ. με την εργατική τάξη και το κόμμα τότε (εννοείται, όχι τώρα!), μου δημιούργησε την εντύπωση ότι έχει διαμορφωθεί η άποψη: μακριά από τον Ουγκλάνοφ! Έτσι, είχαν τα πράγματα και μπορούμε με ακρίβεια να διαπιστώσουμε ότι από τότε, ανάμεσα σ’ εμένα, από την μία πλευρά, και τον Ουγκλάνοφ και τους ανθρώπους του, από την άλλη, είχε επέλθει πλήρης ρήξη. Πώς μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι μετά από την ρήξη των σχέσεων, μετά από την κατάθεσή δήλωσης, κατά την διάρκεια τυχαίας συνάντησης στον δρόμο, μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και μετά τις ύβρεις εκ μέρους του Κουλικόφ ( ο οποίος με αποκήρυξε δημόσια και μάλιστα με τι ύφος), και μάλιστα μετά την πικρή εμπειρία κατά του Κουλικόφ, ότι εγώ μιλούσα… για τρομοκρατία! (Κόμπα, (το κομματικό ψευδώνυμο του Στάλιν σ.τ.μ.) αναποδογυρίζουν τα μάτια μου μόνο και μόνο γιατί υποχρεώθηκα να δικαιολογηθώ για αυτά τα πράγματα). Είναι παραμύθια για παιδιά!
Ή το γεγονός ότι ο Κουλικόφ μιλούσε για την πλατφόρμα του Ριούτιν. Αφού ο ίδιος ο Κουλικόφ έλεγε πως με είδε τελευταία φορά, την άνοιξη του 1932. Η ημερομηνία της πλατφόρμας του Ριούτιν είναι πολύ μεταγενέστερη. Πώς μπορούσε να ακούσει από μένα γι’ αυτή; Κι όμως το είπε!
Τότε, δεν είχα καταλάβει (γενικά εξαιτίας των βασανιστηρίων έχει αδυνατίσει η μνήμη μου και μειώθηκε η αντίληψή μου, χρειάζομαι περισσότερο χρόνο για να ξεδιαλύνω τα συκοφαντικά δεσμά). Γενικά, όμως, δεν είναι ανόητο να σκεφτεί κανείς πως εγώ, που με θεωρούσαν όλοι ιδεολογικό ηγέτη και ειδικό στην συγγραφή, είχα ανάγκη την ξένη πλατφόρμα του Ριούτιν, και αν, γενικά, χρειαζόταν την εποχή εκείνη πλατφόρμες;
Τελευταία φορά είδα τον Ουγκλάνοφ μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, λίγο πριν φύγω για διακοπές το καλοκαίρι του 1932. Δεν έγινε λόγος για καμία πλατφόρμα. Φοβόμουν πως ο Ουγκλάνοφ θα αρχίσει να φωνάζει, να κουνάει τα χέρια του κ.λπ. φοβόμουν πως αυτή η φασαρία θα στραφεί εναντίον μας και θα με κατηγορήσουν για έλλειψη νομιμοφροσύνης απέναντι στο κόμμα. Για τον λόγο αυτό πήγα στον Ουγκλάνοφ και επέμενα για απόλυτη αφοσίωση στο κόμμα. Ο Ουγκλάνοφ συμφώνησε. Το θυμάμαι αυτό πολύ καλά. Προφανώς, στην συνέχεια, κάτι άλλαξε σε αυτούς. Αυτό, όμως, δεν το γνωρίζω. Και όλα αυτά για μένα παραμένουν ένα άλυτο αίνιγμα. Δεν αποκλείω πως ο Ουγκλάνοφ θα μπορούσε «για λόγους κύρους» να κυκλοφόρησε το όνομά του, γιατί αυτός είναι ένας σχεδόν ακαταλόγιστος (εξαιτίας της αρρώστιας του) άνθρωπος (και κάθε άλλο παρά, βράχος είναι). Σε αυτό όμως, εγώ δεν έχω καμία σχέση, όπως δεν έχω και για την αντίστοιχη «δουλειά» του Σλεκπόφ και Co, την οποία, προφανώς, έκανε, ανεξάρτητα από την δήλωση συμφωνίας μου με το κόμμα.
Όλα αυτά, θα μπορούσα να τα πω στην κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με τον Κουλικόφ, αλλά δεν τα θυμήθηκα. Υπάρχουν, όμως, πράγματα που αξίζει να τα σκεφτεί κανείς.
Ειλικρινά σου λέω: πολλά απλά δεν τα καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω την συμπεριφορά των τροτσκιστών, συμπεριλαμβανομένου του Πιατακόφ, του Σοσνόφσκι. Αυτή είναι η τακτική τους, εξίσου εκλεπτυσμένη (μα διαφορετική) από το 1928, όταν ο Πιατακόφ «εγκάρδια» συζητούσε και αμέσως ενημέρωνε (δεν είμαι εναντίον αυτού, αλλά η φόρμα, αλλά η φόρμα!) Τώρα μετανοεί και αμέσως με την πρώτη ευκαιρία πνίγει τον αθώο (ορίστε, κάθαρμα∙ νόμισες πως θα δουλέψεις, εγώ για την αποχώρησή σου από την αντιπολίτευση, θα σου περάσω την θηλιά στον λαιμό). Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου, όταν ο Σοσνόφσκι επινόησε ακόμη και λεπτομέρειες (μόνο με το σημείωμα έκανε λάθος!). Επαναλαμβάνω, όμως, όλα αυτά, λίγο – πολύ τα καταλαβαίνω.
Δεν καταλαβαίνω όλους αυτούς τους Κουλικόφ, τους Κότοφ κ.λπ. Μιλάω μόνο για μένα. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην πω πως όταν λένε πως τάχα ο Κότοφ ισχυρίζεται ότι ο Ρίκοφ τον πίεζε να κάνει τρομοκρατική πράξη, ξέρεις, δεν θα το πιστέψω ποτέ αυτό, ακόμη κι αν μπήξεις στο κεφάλι μου ένα παλούκι.
Θυμάμαι ένα περιστατικό, το οποίο, νομίζω, έγινε το 1930. Μία φορά, ήρθε να με βρει με προβοκατόρικη διάθεση, κάποιος Βάνκα Κοροτκόφ, πρώην Σοσιαλεπαναστάτης, κατάδικος. Τον έβρισα και του δήλωσα πως θα τηλεφωνήσω στην ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ. Έφυγε γρήγορα. Δεν ενημέρωσα γι’ αυτό για τον απλό λόγο πως ήξερα καλά πως δούλευε στην ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ. Τα ήξερα, για τον απλούστατο λόγο: Εγώ και Τζερζίνσκι ήμασταν οι κομματικοί του νονοί∙ εμείς τον πήραμε στο κόμμα, μετά την ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ και μαζί του, «διαλύσαμε» του Εσέρους κ.λπ. Μετά από αυτήν την επίσκεψη (εγώ, μεταξύ των άλλων, γνώριζα, δεν θυμάμαι από ποιον ότι ο Κοροτκόφ κυκλοφορεί στο περιβάλλον του Ουγκλάνοφ και πως είχε κάποια σχέση με την δήλωση των Ουγκλάνοφ – Κουλικόφ) ο Κοροτκόφ «χάθηκε».
Σκέφτομαι μερικές φορές: Κι αν υπάρχει και τώρα κάποιος τέτοιος ζηλωτής; Γιατί να μην υπάρχει; Και μάλιστα, σε τέτοια ατμόσφαιρα! Και μάλιστα, σε συνθήκες όταν τα υπεύθυνα στελέχη του κόμματος μιλάνε για μένα, σαν να είμαι ήδη ένοχος. Και μάλιστα, σε συνθήκες, όταν η κατηγορία έχει απαγγελθεί και σε άλλους και έχει ήδη δημοσιευτεί; Και όταν με αυτό το κόστος οι κατηγορούμενοι προσπαθούν να δημιουργήσουν μία εικόνα «ειλικρίνειας μέχρι το τέλος»; (Όπως ο Σοσνόφσκι: ούτε το στρατόπεδο συγκέντρωσης, ούτε η Καμπαρντία, ούτε η ανθρώπινη αντιμετώπιση του, ούτε η απόφαση του Πολιτικού Γραφείου για αυτόν, δεν τον ανάγκασαν να μετανοήσει ουσιαστικά, αλλά η σύλληψη τον βοήθησε να επανέλθει στα λογικά του μέσα σε μία νύχτα και η «ειλικρίνειά» του, «αποδεικνύεται» πως ακόμη και τον Μπουχάριν που τόσο ανθρώπινα του φέρθηκε, «εν ονόματι του κόμματος» τον «αποκαλύπτει!» Και με πόση ηρεμία! Δεν τον αναγνωρίζει κανείς σε σχέση με εκείνον τον βασανισμένο Σοσνόφσκι, ο οποίος ερχόταν στην εφημερίδα, όταν πήρε από εμένα το σημείωμα…).
Έχω, όμως, περιορισμένα στοιχεία. Εσύ τα έχεις όλα ή μπορείς να τα έχεις. Εσύ ξέρεις καλύτερα…
Τώρα, μετά το άρθρο στην «Πάβντα», πολιτικά είμαι νεκρός. Είναι πια τέτοια η θερμοκρασία, όταν τα πάντα θολώνουν. Πιστεύω πως κάποτε θα δεις κι εσύ πως εδώ έχετε κάνει λάθος. Για άλλη μία φορά σου λέω: δεν κρατάω καθόλου κακία: είναι αυτή η καταραμένη ζώνη. Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά, είναι κρίμα η τιμή του επαναστάτη να πεθαίνει, όταν έχει συνδέσει όλη του την ζωή με αυτή. Εσύ, νομίζω, πως καταλαβαίνεις ότι ο πολιτικός θάνατος είναι τα πάντα. Δεν έχω λόγια για να εκφράσω τον πόνο μου για τις ψεύτικες κατηγορίες, προσβολές, την ντροπή, από την οποία μέχρι την απόλυτη απόγνωση, είναι μόλις ένα μικρό βήμα.
Τι να κάνω τώρα; Είμαι κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, δεν μπορώ να δω ανθρώπους, δεν πηγαίνω πουθενά. Οι δικοί μου είναι σε απόγνωση. Εγώ είμαι σε απόγνωση, γιατί είμαι σχεδόν αδύναμος να πολεμήσω τη συκοφαντία που εκπορεύεται από παντού. Ήλπιζα ότι εσύ που έχεις στα χέρια σου όλα τα συμπληρωματικά στοιχεία, με γνωρίζεις πολύ καλά. Νόμιζα ότι με γνωρίζεις καλύτερα από τους άλλους και παρά την ορθότητα του γενικού κανόνα δυσπιστίας αυτή η στιγμή θα υπολογιστεί σε κάποιο βαθμό κατά την κρίση σου. Προφανώς, το αποτέλεσμα είναι ότι οι εχθρικές απέναντί μου δυνάμεις, δρουν κι εγώ δεν μπορώ να απαντήσω σε όλα, γιατί δεν γνωρίζω κι όταν απαντώ, τότε το κάνω με πάρα πολύ κόπο (όπως στην κατ’ αντιπαράσταση εξέταση). Στις εφημερίδες, πάει να πει πως «άρχισε» το τέλος της υπόθεσης. Πώς να ζήσω, πες μου.
Πιθανόν, έχεις την εντύπωση: ας είναι τουλάχιστον ο Μπουχάριν ευγνώμων που τον περιποιούνται, και παρ’ όλα αυτά, προφανώς, φταίει για πολλά. Αν όμως ο Μέχλις υπερβάλει, δεν είναι πρόβλημα. Για ποιον λόγο, άλλωστε, να με λυπηθεί;
Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι έτσι. Δούλεψα με οδηγό την πίστη και την αλήθεια. Και με την ψυχή μου. Και με ζήλο. Δεν καταλαβαίνω καλά τους ανθρώπους, αυτό είναι αυτό. Αυτό είναι το αμάρτημά μου. Πάλεψα, όμως, για το κόμμα. Απέκτησα το μίσος των εχθρών (για αυτό, οι παριζιάνοι φασίστες- τροτσκιστές – και αυτό είναι γεγονός – ήθελαν να με εκδικηθούν).
Στο εξωτερικό με αποκαλούσαν «ο φιλόσοφος του σταλινισμού». Κατανόησα, ελπίζω, τα βαθύτερα αίτια των λαθών μου. Υπέμεινα πολλά, σκέφτηκα ακόμη περισσότερα. Και παρ’ όλα αυτά πέφτω από τα χτυπήματα μίας οργανωμένης και σκόπιμης συκοφαντίας, που ακόμη και τα πιο φωτεινά μυαλά του κόμματος, στα οποία είμαι αφοσιωμένος τώρα, τιμωρούν για ανύπαρκτα εγκλήματα.
Εσύ είχες πεις στην ολομέλεια: «Ο Μπουχάριν χτυπάει εδώ για την ειλικρίνεια».
Κάνεις λάθος: Δεν «χτυπώ» επ’ ουδενί.
Είμαι σε τέτοια ψυχική κατάσταση που είμαι μισοζώντανος. Σκέφτομαι ήδη με έννοιες, οι οποίες γράφονται με μεγάλα γράμματα, για τα τελευταία, οριακά μεγάθη της δουλειάς, της τιμής, της ζωής, του θανάτου.
Πεθαίνω εξαιτίας αχρείων, εξαιτίας ανθρώπινων καθαρμάτων, εξαιτίας αηδιαστικών κακούργων.
Δικός σου
Ν. Μπουχάριν
15 Δεκεμβρίου 1936
Μόσχα
Η απόφαση του Στάλιν:
Προς τον σύντροφο Μέχλις. Το ζήτημα για τους πρώην δεξιούς (Ρίκοφ, Μπουχάριν) αναβλήθηκε για την επόμενη ολομέλεια της Κ.Ε. Συνεπώς, θα πρέπει να σταματήσουν οι ύβρεις στους Μπουχάριν (και Ρίκοφ) μέχρι τη διευθέτηση του ζητήματος. Δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς αυτή τη στοιχειώδη αλήθεια.
Ι. Στάλιν.
Κιβώτιο 17, Κατάλογος 171, Φάκελος 262, φύλλα 17-23. Αυτόγραφο. Γραμμένο με μπλε μελάνι σε διπλωμένες σελίδες χαρτιού γραφής.
* Ρωσικά Κρατικά Αρχεία Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας
Ф. 17. Oп. 171. Д. 262. Л. 17-23. Чистовой автограф.
Написано фиолетовыми чернилами на половинках писчей бумаги.