Με έργα διάσημων Ελλήνων ζωγράφων η εντυπωσιακά ανακαινισμένη Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας είναι ο απόλυτος προορισμός για όποιον αγαπά την τέχνη και αναζητά τα ίχνη της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας μέσα από αυτή.
Ανάμεσα στα αριστουργήματα του ελληνικού χρωστήρα, μια ξύλινη βεντάλια, ζωγραφισμένη με τέμπερα το 1943, μπορεί να ξαφνιάσει τον επισκέπτη. Είναι δημιουργία του Γιάννη Τσαρούχη, ένα πραγματικό έργο Τέχνης τού ζωγράφου που αγαπούσε να μεταμφιέζεται και να κρατάει βεντάλιες.
Στον τρίτο όροφο της Εθνικής Πινακοθήκης, μια μικρή έκπληξη με όλη την ιδιοσυγκρασιακή τόλμη του Γιάννη Τσαρούχη, τραβάει τα βλέμματα των επισκεπτών -και κυρίως τις μέρες του καύσωνα δημιουργεί νέους συνειρμούς.
Πρόκειται για μια βεντάλια που ζωγράφισε ο Πειραιώτης εικαστικός το 1943, την εποχή που αγαπούσε να μεταμφιέζεται, να παίζει ρόλους σε γιορτές και συνάξεις φίλων και συνήθως να συμπληρώνει τη μεταμφίεσή του με μια ευφάνταστη βεντάλια.
Τέμπερα σε ξύλο, διαστάσεων 16 επί 32 εκατοστών, είναι η περιγραφή για το έργο που δώρισαν στην Εθνική Πινακοθήκη ο Κάρολος και η Λίλη Αρλιώτη και που είχε εκτεθεί στο παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης στην Κέρκυρα. Τώρα βρήκε τη θέση του πλάι σε άλλα έργα του Τσαρούχη στην ανακαινισμένη Πινακοθήκη της Αθήνας.
Η βεντάλια αναπαριστά θέματα ταυτοτικά του Τσαρούχη, σε απόδοση που συνδυάζει τις ρίζες του δημιουργού στη βυζαντινή αγιογραφία και στον ευρωπαϊκό μοντερνισμό.
Ενας ναύτης, ανάμεσα σε δύο γυμνούς ερωτιδείς, άνδρες με φτερά, στη φύση, στεφανωμένους με λουλούδια στην κορυφή της βεντάλιας. Πραγματικά σκέφτεται κανείς πως αν η Εθνική Πινακοθήκη δημιουργούσε πιστά αντίγραφα της βεντάλιας για το πωλητήριο, αυτές θα γίνονταν ανάρπαστες.
Το έργο του Γιάννη Τσαρούχη με απόλυτη σημασία στη λεπτομέρεια και τη λειτουργικότητα -παρατηρήστε ακόμα και τον μπρούτζινο κρίκο στην άκρη της βεντάλιας / Εθνική Πινακοθήκη
Διαβάζουμε στην περιγραφή της Εθνικής Πινακοθήκης:
«Στη βεντάλια αυτή συγκεντρώνει ο Τσαρούχης τις μεγάλες του αγάπες, που χαρακτηρίζουν το σύνολο του έργου του. Ο ναύτης, σύμβολο αντρικού κάλλους και ρώμης, αλλά και συμπύκνωση του ελληνικού αντρικού προτύπου, αναπαύεται σε ένα ήπιο τοπίο, ενώ τον παραστέκουν ερωτιδείς. Πρόκειται για μία από τις εικόνες που επανέρχονται σε όλη την πορεία του έργου του.
Οι ερωτιδείς, αναφορά στην ελληνική αρχαιότητα, αλλά και την ευρωπαϊκή ζωγραφική παράδοση, γίνονται για την προσωπική μυθολογία του Τσαρούχη νεαροί, εύρωστοι άνδρες που πετούν, συλλογίζονται, παραστέκουν μελαγχολικούς ναύτες.
Η ζωγραφική του Τσαρούχη, ένα ιδίωμα όπου κατασταλάζει η μελέτη του για τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, τη βυζαντινή και την αρχαιοελληνική τέχνη, δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την απλότητα της γραφής αλλά και από την ιδιαίτερη ερμηνεία της καθημερινότητας, που εξαίρει τη μοναχικότητα και τη συμφιλίωση του ατόμου με το φυσικό τοπίο.
Ο χώρος, χώρος πραγματικός, γίνεται μία μεγάλη σκηνή, όπου συνυπάρχει αρμονικά ο Τσαρούχης ζωγράφος με τον Τσαρούχη σκηνογράφο και σκηνοθέτη. Η βεντάλια προφανώς ολοκληρώνει μία από τις αγαπημένες του θεατρικές μεταμφιέσεις, που συνήθιζε συντροφιά με φίλους του».
«Γιάννη μου, όπου δεν έφτανε η φωνή σου έφτανε η βεντάλια σου»
Ναι, ήταν θρυλικές οι μεταμφιέσεις του Τσαρούχη: με απλά ευτελή υλικά έφτιαχνε κοστούμια που φορούσε για να ερμηνεύσει ρόλους γυναικών στην όπερα κυρίως.
Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη, που όταν τον είδε να ερμηνεύει την Κυρία με τις Καμέλιες, στην Τραβιάτα, αναφώνησε: «Γιάννη μου, ήσουνα υπέροχος. Κι όπου δεν έφτανε η φωνή σου, έφτανε η βεντάλια σου!..». Πολύτιμες είναι οι μαρτυρίες που καταγράφονται στο βιβλίο της Μαρίας Καραβία «Ο στοχαστής του Μαρουσιού. Μνήμες και συνομιλίες με τον Γιάννη Τσαρούχη», Εκδόσεις Καπόν.
«Η “Τραβιάτα” ήταν με τη φουστανέλα του παππού μου, κάτω κάτω, να σούρνεται, και μια φανέλα αθλητική για ντεκολτέ, χάρτινα λουλούδια από λαμπάδα και γάντια άσπρα, μακριά. Στη μέση ήταν ντραπαρισμένο ένα σεντόνι ριγωτό, άσπρο, από αυτά, τα υφαντά… Η πρώτη παράσταση δόθηκε στο σπίτι της Δανάης. Αλλά ήταν διάσημο το κοινό το οποίο παρακολουθούσε, όπως ο Βεάκης, η Κοτοπούλη, η Παπαδάκη, ο πρεσβευτής Αλέξανδρος Μάτσας. Η Μαρία Κοτοπούλη εκτιμούσε πολύ αυτές τις παραστάσεις και απαγόρευε στον κόσμο να γελάει, ενώ ήταν κωμικές, διότι έλεγε “Προσέχτε την τεχνική του”. Αρχικώς ήταν υπέρ της αντιστάσεως αυτές οι παραστάσεις. Μετά τις έκανα υπέρ του… ταμείου μου. Γινόταν στον κύκλο του θεάτρου, όπου κάναμε διάφορες παραστάσεις και μαζεύανε λεφτά για τους αντάρτες, αλλά μετά τις έκανα κατά πρόσκληση. Ελεγαν θέλουμε την παράσταση αυτή. Η τελευταία παράσταση δόθηκε στο θέατρο Κατερίνας, όπου παίχτηκαν όλα τα νούμερα. Αυτή η τελευταία παράσταση έγινε στην απελευθέρωση…».