Μήτσος Παπανικολάου (1900 – 1943)
Λυρικός, μοναχικός, σχεδόν ξεχασμένος σήμερα
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
Ο βοριάς πλαταγίζοντας ξεδιπλώνει σημαίες,
παραμονεύουν τέρατα στους δρόμους,
έχει σκεπάσει η θάλασσα τις προκυμαίες·
το παραμύθι ξαναζεί με τους γλυκούς του τρόμους.
Λαχτάριζα την ώρα αυτή μήνες, μέρα τη μέρα—
την κλειστή κάμαρη, τη λάμπα την αγαπημένη.
Ανάλλαγη, σαν είκοσι χρονών, είναι η μητέρα·
τα μάτια της χαμογελούν, το στόμα της σωπαίνει.
Ήμουν θλιμμένος, άρρωστος, χωρίς χαρά κι ελπίδα,
περιπλανήθηκα στη γη, χρόνια πολλά, πολλά…
Μα απόψε απ’ τα ταξίδια μου γύρισα στην πατρίδα
και βρήκα τη μητέρα που χαμογελά.
Είναι όλα πάλι γνώριμα μες στο σπιτίσιο βράδυ:
Η κάμαρη, τα πράματα, το φως και το σκοτάδι.
Φωνάζει απ’ έξω ο άνεμος με τα χίλια του στόματα
ονόματα κι ονόματα…
Μα κι η βροχή μού φαίνεται σα ν’ απαγγέλλει στίχους,
παράλληλη και ρυθμική καθώς πέφτει στη γης.
Είμαι καλά στους τέσσερις της κάμαρής μου τοίχους:
Έφτασα στο λιμάνι της στοργής.
Συνεργάτης πολλών εντύπων από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. μέχρι και τον θάνατό του, ο λογοτέχνης, κριτικός και μεταφραστής ξένης λογοτεχνίας και δοκιμιογραφίας Μήτσος Παπανικολάου (1900-1943) δεν εξέδωσε, όσο ζούσε, καμιά συλλογή των δημοσιευμένων κειμένων του. Οι αναγνώστες και οι μελετητές του έργου του βασίζονταν σε εκδόσεις που αποτύπωναν μερικώς το εύρος της παρουσίας του στα γράμματά μας. Η έρευνα στον Τύπο της εποχής έφερε στο φως πολλά νέα ευρήματα, που αφορούν όλο το φάσμα της συγγραφικής του δραστηριότητας.
«Ποιητής του σκιόφωτος» ή «ποιητής της ερημιάς», ο Παπανικολάου ήταν μια ιδιαίτερη φωνή στη χορεία των ποιητών της Γενιάς του 1920, όχι τόσο λόγω της πολυτάραχης και βασανισμένης προσωπικής του ζωής ούτε λόγω του «ελάσσονος λυρισμού» του. Η ποιητική του ιδιοφωνία αποδίδεται κυρίως στην κλιμάκωση της προσπάθειάς του να χαρτογραφήσει και να κατανοήσει τις κερματισμένες όψεις του εαυτού: Κι εγώ βρίσκομαι ξένος | μέσα στον κόσμο αυτό, γράφει το 1936, έχοντας την αίσθηση ότι ζει σαν ένας πεθαμένος | στον ίδιο του εαυτό. Αποξενωμένος και από την εξωτερική πραγματικότητα που τον περιβάλλει και συχνά και από την ίδια την ποιητική γραφή, ο ποιητής εκλαμβάνει τον ίδιο τον εαυτό του ως άλλον, ως μια ψυχική, συναισθηματική και συγγραφική οντότητα απαρτισμένη από θραύσματα και συγκρούσεις, στοιχείο που αφενός συνδέει την ποίησή του με το κλίμα του Μοντερνισμού και αφετέρου τη συντονίζει με σύγχρονους με το δικό μας παρόν προβληματισμούς και με απόκρημνες περιοχές ψηλάφησης του προσώπου μας.
Ποιος ήταν ο Μήτσος Παπανικολάου
Ο Μήτσος Παπανικολάου γεννήθηκε στην Ύδρα το 1900. Η οικογένειά του ταξίδεψε όταν αυτός ήταν παιδί στην Τύνιδα, τη Μάλτα, τη Νότια Ιταλία και την Τριπολίτιδα (της Λιβύης) και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Το 1907, σε ηλικία μόλις επτά ετών έγραψε το πρώτο του ποίημα με θέμα τον θάνατο του Αθανάσιου Διάκου πάνω στο εξώφυλλο του πρώτου βιβλίου που διάβασε και είχε τίτλο «Παύλος και Βιργινία». Το 1916 ξεκινά τη συνεργασία του με το περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων» όπου με το ψευδώνυμο «Νικητής της Αύριον» δημοσιεύει το πρώτο ποίημά του με τίτλο «Θύελλα». Παράλληλα, αρχίζει συνεργασία και με το περιοδικό «Οικογένεια» με το ψευδώνυμο «Ευπαλίνος».

Το 1917 αποφοιτά από το Γυμνάσιο Πειραιά και γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1918 ως το 1920 συνεργάζεται με τα περιοδικά «Βωμός», «Μούσα» και «Νουμάς» ως Δημήτρης Παπανικολάου.
Παράλληλα, υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στη Χωροφυλακή, καθώς υπήρχε τότε αυτή η δυνατότητα. Το 1919 δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική μετάφραση στη «Διάπλασιν των Παίδων». Πρόκειται για το ποίημα «Το Δέντρο» του Ελληνογάλλου ποιητή Jean Moreas (Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου). Τον ίδιο χρόνο δημοσιεύει τέσσερα πρωτότυπα ποιήματα: «Επί Ξύλου», «Χωρισμός», «Χαμένη Αγάπη» και «Χειμώνας». Επίσης, συνδέεται φιλικά με τους Τέλλο Άγρα, Ρώμο Φιλύρα και Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Το 1920 εγκατέλειψε οριστικά τη Νομική και στράφηκε στη δημοσιογραφία αναλαμβάνοντας την αρχισυνταξία στο μαθητικό περιοδικό του Γαλλικού Λυκείου Αθηνών «Παιδικός Αστήρ». Το 1921 δημοσίευσε τα ποιήματα «Μια λύπη» και «Εν’ Απόγευμα». Το 1922 εκδόθηκε η ποιητική ανθολογία του Τέλλου Άγρα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου) «Οι Νέοι», με την οποία ο Παπανικολάου καθιερώνεται ως ποιητής. Σ’ αυτή την ανθολογία δημοσιεύθηκαν τα ποιήματά του «Νοσταλγία» και «Βαρύ Τραγούδι του Καημού». Ανεξάρτητα δημοσιεύει και τα ποιήματα: «Βράδιασμα», «Βραδινοί Θάνατοι Ι» και τέσσερις μεταφράσεις.
Το 1923 έγινε βοηθός αρχισυντάκτη στο περιοδικό «Μπουκέτο». Δημοσίευσε τέσσερα ποιήματα: «Αφιέρωμα», «Γράμμα νοσταλγικό σε καλό φίλο», «Νέοι στίχοι» και «Βραδινοί Θάνατοι» καθώς και μια μετάφραση. Το 1924 έγινε αρχισυντάκτης στο περιοδικό «Μπουκέτο» και δημοσίευσε μια μετάφραση. Το 1925 έγραψε το ποίημα «Όρκος» που δημοσιεύθηκε 25 χρόνια αργότερα (1950) και πιθανόν και το ποίημα «A Jean Cocteau», ενώ δημοσίευσε και δυο μεταφράσεις. Το 1926 δημοσίευσε το ποίημα «Της Μεγάλης Παρασκευής», επτά μεταφράσεις και το πρώτο του άρθρο με τίτλο «Η αναδυομένη» που δημοσιεύθηκε στο «Μπουκέτο» στις 19/9/1926. Το 1927 δημοσίευσε επτά ποιήματα: «Μέσα στη Βουή του Δρόμου», «Φθινοπωρινό σχεδίασμα», «Αποχαιρετισμός», «Λυρικό», «Αρρώστια», άτιτλο («In questa tomba»), «Εισαγωγή» και τρεις μεταφράσεις. Παράλληλα δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα «Φθινοπωρινή βραδιά», ενώ ξεκίνησε τη συνεργασία του με το περιοδικό «Νέα Εστία». Το 1928 έγραψε το ποίημα «Sonnet» που δημοσιεύθηκε μόλις το 1947 και τα ποιήματα «Ώρες» και «Αποκριάτικα».
Το 1929 δημοσίευσε το ποίημα «Υποσχέσεις», το 1930 το ποίημα «Ραντεβού» και το δεύτερο διήγημά του με τίτλο «Ο Ατσίγγανος» ενώ το 1931 δημοσίευσε δύο ποιήματα «Κυριακή» και «Φαντάσματα». Το 1933 δημοσίευσε το ποίημα «Μίσος» και το 1935 μία μετάφραση. Το 1936 δημοσίευσε τα ποιήματα «Ένα Χέρι Μαύρο», «Δεν είν’ εδώ» και «Χειμώνας» και τρεις μεταφράσεις. Το 1937 δημοσίευσε το ποίημα «Domestica» και 11 μεταφράσεις. Από τότε ως το 1941 δημοσίευσε πολλά άρθρα για Έλληνες και ξένους ποιητές. Μάλιστα ήταν από τους πρώτους που δημοσίευσαν επαινετική κριτική για τον Οδυσσέα Ελύτη (1938), ενώ αντίθετα αρνητική ήταν η κριτική που δημοσίευσε για τον Γιάννη Ρίτσο το 1940. Θετική ήταν επίσης η κριτική που έγραψε για τον Γιώργο Σεφέρη (1941).

«Θάλασσα του Βορρά», «Παιχνίδι», «Στήλη», «Αθανασία», «Νοσταλγία», «Ύδρα 1910», «Εξοχικό Όνειρο», «Παραίσθηση», «Εαρινό» και «Φαύνοι» και οκτώ μεταφράσεις. Το 1939 δημοσίευσε τα ποιήματα «Εσωτερικό» και «Τοπίο» και τρεις μεταφράσεις. Το 1941 ,αν και ζούσε σε άθλιες συνθήκες δημοσίευσε το τρίτο του διήγημα με τίτλο «Το φωτισμένο παράθυρο» και κάποιες βιβλιοκριτικές. Το 1942 δημοσίευσε το πεζοτράγουδο «Ο δρόμος της θάλασσας». Το 1943 δημοσίευσε οχτώ διηγήματα στο «Μπουκέτο» όμως η υγεία του είχε κλονιστεί. Κλείστηκε στο τμήμα τοξικομανών του Δημόσιου Ψυχιατρείου με σκοπό την αποτοξίνωση. Αν και αρχικά είχε κάποια θετικά αποτελέσματα, τελικά υποτροπίασε και πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών.Όλα τα παραπάνω στοιχεία, που ίσως είναι λίγο κουραστικά, αλλά σίγουρα ενδιαφέροντα, υπάρχουν στο «Χρονολόγιο» («Ο Μήτσος Παπανικολάου και η Εποχή του») του βιβλίου «ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Ποιητικά έργα και Αθησαύριστα Πεζά». Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον επιμελητή του βιβλίου Μιχάλη Χ. Ρέμπα και για τη συγκεκριμένη ενότητα σε αυτό.
Ομοφυλοφιλία, ναρκωτικά και επαιτεία: Ο αυτοκαταστροφικός Μήτσος Παπανικολάου
Ο Μήτσος Παπανικολάου παραδόθηκε «στον κυκεώνα των παθών του και τη φθορά του κορμιού και της ψυχής ξεπουλώντας την πολύτιμη πραμάτεια του για να τα βγάλει πέρα με τα έξοδα της χθαμαλής του ζήσης και να ζαρώσει σε μια χαμοκέλα της Κοκκινιάς…» γράφει ο Θωμάς Κοροβίνης και συνεχίζει: «Σπαράγματα της χαμοζωής των στερνών του χρόνων μας έχουν παραδοθεί: αδειάζει τη βιβλιοθήκη του Λαπαθιώτη και την πουλάει στα παλιατζίδικα δίνοντάς του ελάχιστα απ’ τα κέρδη που αγανακτισμένος ο άλλος τον κάνει πέρα, σέρνεται πελιδνός (=χλομός, ωχρός) κουρελής στα Χαυτεία, ψωμοζήτουλας στα παρασόκακα της Ομόνοιας, ικέτης σε εκδότες για λίγες δεκάρες, με τους άλλους ποιητές και λογίους που δεν τους ταίριαζε η εικόνα του και δεν ενέκριναν τα τερτίπια του να τον περιφρονούν και να τον αποπαίρνουν. Φαντάζεται κανείς τι μπορεί να είδε, να αφουγράστηκε, να βίωσε ο Μήτσος στα εκστασιακά του ταξίδια στην νταμίρα (=το χασίς, η λέξη είναι γνωστή κυρίως από ρεμπέτικα τραγούδια) της ουτοπίας, στις μυτιές και στις ενδοφλέβιες, σε συνοπτικές συνευρέσεις με βίαιους μαχαλόμαγκες και εκβιαστές σε τεκεδάκια και χαμαιτυπεία της Τρούμπας, σε άγρια μεθύσια παρέα με τον Ναπολέοντα (Λαπαθιώτη) σε τέτοιες και άλλες εμπειρίες, παράμερα από την «βουή του δρόμου» όπου σχηματίστηκε η «μορφή της ποιήσεώς» του μιας χούφτας ποιημάτων δηλαδή που έγραψε, δημοσίευσε σε περιοδικά αλλά δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη συλλογή με τ’ όνομά του» (Από τον Πρόλογο Ι στο βιβλίο των εκδόσεων όγδοο για τον Μήτσο Παπανικολάου).

Στον πρόλογο ΙΙ του ίδιου βιβλίου ο Γιώργος Μαρκόπουλος γράφει για «την πραγματικότητα του Πειραιά, όπου πέρασε την εφηβεία του, με τα φτηνά κρασοπουλειά, τα καταγώγια, τις χαμοκέλες (=χαμηλά και φτωχικά σπίτια), τα χασισοποτεία και τους τεκέδες των λαϊκών συνοικιών των προαστίων της Αθήνας, επίσης το κάθε λογής αγοραίο ερωτικό «ψωνιστήρι» του κέντρου όταν βράδιαζε ή τα πλινθόκτιστα της Κοκκινιάς όπου μέσα στην παγερή δυστυχία μιας καμαρούλας με τα δυο τεράστια μάτια μιας λυπημένης μάνας που του ξυπνούσαν ασταμάτητα τις ενοχές για το κατάντημά του, πέρασε στα στερνά του χρόνια, πριν η (πιο) μοιραία δόση των ναρκωτικών που κρυφά πήρε, στο Δημόσιο ψυχιατρείο όπου οι φίλοι του από φιλευσπλαχνία για απεξάρτηση τον είχαν στείλει, βρίσκοντάς τον κουρελή, βρόμικο και ζητιάνο, έφερε και το τέλος του…
Μια κριτική για τον Μήτσο Παπανικολάου
Οι κριτικές για τον Μήτσο Παπανικολάου συνοψίζονται σε λίγες γραμμές από τον Γιώργο Μαρκόπουλο: «στην ποίησή του ολόκληρη βασιλεύει το φθινόπωρο, ο χειμώνας, ο Γενάρης, η σκοτεινιά, οι αποχαιρετισμοί, το απόγευμα, οι χωρισμοί, οι χαμένες εφήμερες αγάπες, τα φαντάσματα, οι παραισθήσεις, οι «ίσκιοι», τα άδεια καφενεία και οι βραδινοί θάνατοι».
Το έργο του Μήτσου Παπανικολάου
Μόλις το 1966 ο Τάσος Κόρφης συγκέντρωσε τα έργα του Μ. Παπανικολάου (42 ποιήματα). Το 1968 ο ίδιος δημοσίευσε 51 ποιητικές μεταφράσεις και 9 πρωτότυπα κείμενα. Το 1971 ο Φραγκίσκος Φαρμάκης «παρουσίασε» αθησαύριστα ποιήματα του Παπανικολάου. Στο βιβλίο «ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Ποιητικά έργα και Αθησαύριστα Πεζά», περιλαμβάνονται 65 ποιήματα του Παπανικολάου (τα δύο «Jean Cocteau» και «Βραδινοί Θάνατοι» («Πόσα Παιδιά θα δούμε τώρα») για πρώτη φορά και 11 πεζά, αθησαύριστα ως τώρα. Παραθέτουμε εδώ το ποίημα «Βραδινοί Θάνατοι» («Πόσα Παιδιά θα δούμε τώρα»).
Βραδινοί θάνατοι
Πόσα παιδιά θα δούμε τώρα
τώρα την ώρα που βραδιάζει,
με των γερόντων το μαράζι
να πλημμυρίζουνε τη χώρα.
Κι είν’ το μαράζι τους που σφάζει
κι είν’ ο καημός τους, σε μιαν ώρα
τόσο γλυκιά κι ελπιδοφόρα,
σαν ένα δάκρυ που δε στάζει…
Χτίζουνε σπίτια στ’ ακρογιάλι
τ’ άλλα παιδιά στην αμμουδιά,
και τούτα χτίζουν σπίτια πάλι…
Κι ίσως να το ’χει καταλάβει
που όλο κλαίει αυτή η βραδιά
για σας, παιδιά, –και σκλάβοι!…

