Κάθε τόσο που ερχόταν η Άνοιξη
μούδινε την υπόσχεση πως θάρθεις.
Στο περιβόλι τ’ ουρανού
τ’ αστέρια ανθισμένα
για σένα μου μιλούσαν.
Κι ήρθες απλή, γλυκιά,
σαν τριανταφυλλένι’ αυγή.
Στην καρδιά μου κρεμάστηκαν
χαρούμενες αχτίδες
ανοιξιάτικου ήλιου,
και γέμισε λες
υάκινθους
και άλικα ρόδα.
Μ’ αυτά στολίζω
το σταρένιο καταρράχτη
των μαλλιών σου.
Ήρθες κι άπλωσες
σαν κλαδιά μυγδαλιάς
τα δυο σου χέρια
και μ’ έβγαλες στους φλογισμένους
από παπαρούνες κάμπους.
Στ’ άδειο πεντάγραμμο
της καρδιάς μου,
τα μικρά σου δάχτυλα γράψανε
το πιο τρυφερό τραγούδι του κόσμου.
Καθώς έπεσ’ η μορφή σου
στις νεκρές λίμνες των ματιών μου
ζωντάνεψε χιλιάδες νούφαρα.
Τα μάτια σου παράξενα
-σα να ‘κλεψαν τα όνειρα των άστρων-
με κοίταξαν
και με πήρανε τα σύννεφα της δύσης
-χρυσαφένιες γαλέρες-
και με ταξιδεύουν
στο γαλάζιο ατλαζένιο χάος.
Περπατήσαμε μαζί
και τα χλωμά φώτα των δρόμων
μας άγγιξαν παράξενα.
Καθώς ανηφορίζαμε,
τα δέντρα σκύψανε
να χαϊδέψουν τα μαλλιά σου.
Θα μπορούσα να περπατάω
αιώνες πλάι σου
και στ’ αποτυπώματα των ποδιών μας
θ’ άνθιζαν υάκινθοι.
Θα μπορούσα να στόλιζα
μ’ άστρα τα μαλλιά σου.
Τώρα
με τη φλόγα που καίει εντός μου
στολίζω το στρώμα
που απλώνεις
τα κρίνα του κορμιού σου.
Μίμης Φωτόπουλος
Από το βιβλίο:
ΠΟΙΗΜΑΤΑ,
ΗΜΙΤΟΝΙΑ – ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ
Στις φωτογραφίες
ο Μίμης Φωτόπουλος με τη
σύζυγό του Μαργαρίτα Τσάλα.
