Το Καστελόριζο ή Μεγίστη είναι το ανατολικότερο νησί του Αιγαίου και της Ελλάδας. Κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια και έχει να επιδείξει μια σπουδαία ιστορική διαδρομή.
Το νησί «ανακαλύφθηκε» τουριστικά τις τελευταίες δεκαετίες και ολοένα και περισσότεροι φίλοι των ταξιδιών αγκυροβολούν στο όμορφο αυτό αιγαιοπελαγίτικο λιμάνι. Αφορμή στάθηκε η βραβευμένη με Όσκαρ ταινία Mediterraneo, σκηνές της οποίας γυρίστηκαν στο νησί. Έτσι, το Καστελόριζο απέκτησε μεγάλη φήμη.
Το Καστελόριζο προσφέρεται για γαλήνιες διακοπές και επιβραβεύει κάθε επισκέπτη του με τις μοναδικές ομορφιές του, τις υπέροχες θάλασσές του και τη μοναδική φιλοξενία των κατοίκων του, που σε κάνουν να νιώσεις σαν στο σπίτι σου.
Το Καστελόριζο είναι ένα αναπτυσσόμενο τουριστικό θέρετρο. Οι μέχρι τώρα υποδομές του καλύπτουν τις ανάγκες των επισκεπτών του. Λειτουργούν ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Διερευνώντας το νησί, θα βρείτε πολλά ενδιαφέροντα ερείπια του παρελθόντος, μάρτυρες της παλιάς του δόξας, καθώς υπήρξε από τους πιο ένδοξους τόπους στο Αιγαίο.
Παραλίες δεν έχει, μόνο βαθιά και καθαρά νερά για βουτιές. H Μεγίστη πήρε το όνομα Καστελόριζο εξαιτίας των κόκκινων βράχων του λόφου όπου είναι κτισμένο το Κάστρο των Ιπποτών ή αλλιώς Καστέλο Ρόσο. Παρότι ανήκει στην άγονη γραμμή, διατηρεί κάτι από τον κοσμοπολιτισμό που του κληροδότησαν οι Ιταλοί που το «ανακάλυψαν» στα 70s, αγόρασαν σπίτια εδώ κι έρχονται και ξανάρχονται. Όχι άδικα, αφού όλος ο οικισμός είναι διατηρητέος και τα μικρά, χρωματιστά νεοκλασικά που στεφανώνουν το φυσικό λιμάνι μοιάζουν με σκηνικό, καθώς αντανακλούν πάνω στα διάφανα πράσινα νερά. Είναι ιδανικό για ερωτευμένα ζευγάρια, για όσους αποζητούν την απόλυτη χαλάρωση και για εκείνους που θέλουν να ξεχάσουν τον ήχο των αυτοκινήτων! Ο μοναδικός δρόμος, εξάλλου, συνδέει το λιμάνι (όπου βρίσκεται και ο οικισμός) με το αεροδρόμιο. Το αεροπλάνο είναι ο καλύτερος τρόπος για να το επισκεφθείτε: υπάρχει καθημερινή σύνδεση με τη Ρόδο, αλλά καλό θα είναι να κάνετε νωρίς κράτηση. Αρχικά μπορεί να σας φανεί αδύνατο να περάσετε πάνω από δύο ημέρες στο νησί, αλλά όταν μπείτε στο ρυθμό του ο χρόνος περνά πολύ ευχάριστα. Με βόλτες στον κουκλίστικο μόλο (Κορδόνι), ρεμβάζοντας με θέα στα αναστηλωμένα σπίτια, με ψαρομεζέδες στις λιγοστές ταβέρνες αλλά και μικρές εκδρομές. Μπορείτε να κάνετε το γύρο του νησιού, ο οποίος περιλαμβάνει μπάνιο στη Ρω κι επίσκεψη και μπάνιο στο Γαλάζιο Σπήλαιο, ή να περάσετε με καΐκι στο Κας της Τουρκίας για να επισκεφτείτε τη βυθισμένη πολιτεία της Κέκοβα, τον Άγιο Νικόλαο και τους Λυκιακούς Τάφους.
Στο παλιό μας Καστελλόριζο – Ν. Λυγερός
Στο παλιό μας Καστελλόριζο
βρίσκονται τα παιδιά
που αφήσαμε να μεγαλώσουν
την ώρα που παλεύουμε
για το απέραντο γαλάζιο
αυτό όμως δεν σημαίνει
ότι τα ξεχάσαμε
αφού η δασκάλα μας
είναι πάντα κοντά τους
και μόλις γίνει η θέσπιση
θα βρεθούμε και πάλι
στα ακριτικά μέρη
που τόσο αγαπούμε
γιατί εκεί είναι
οι επόμενοι δικοί μας
που θα δουν με τα μάτια τους
τα δικαιώματά τους
για να καταλάβουν
ότι το κάστρο μας
δεν είναι μόνο σύμβολο
αλλά και ο χώρος
του μουσείου μας
όπου θα υπάρχει
όχι μόνο το παρελθόν
αλλά και το μέλλον
διότι το νησί μας
γίνεται όλο και πιο μεγάλο
με το γαλάζιο της θάλασσας
και του ουρανού μας.
Ο μοναδικός οικισμός του νησιού, το ομώνυμο Καστελόριζο, βρίσκεται γύρω από το φυσικό λιμάνι και αποτελείται από τις συνοικίες Πηγάδια, Χωράφια και Μανδράκι. Στον οικισμό υπάρχουν πολλά παλιά αρχοντικά, τα περισσότερα από τα οποία έχουν ερημώσει, αφού οι περισσότεροι κάτοικοι έχουν μεταναστεύσει εδώ και χρόνια στην Αυστραλία.
Τα σπίτια που έχουν αναστηλωθεί σήμερα αποτελούν αυθεντικά δείγματα παραδοσιακής δωδεκανησιακής αρχιτεκτονικής: αμφιθεατρικά κτισμένα γύρω από τη θάλασσα, προκαλούν εντύπωση με την ομοιομορφία τους, που οφείλεται στα κοινά υλικά, όπως ντόπια πέτρα, ξύλο από τη Μικρά Ασία, σιδεριές, κεραμίδια από την Αττάλεια και τη Μασσαλία.
Εντυπωσιακά βαμμένα, δίπατα ή τρίπατα, τα αρχοντικά βρίσκονται κατά μήκος της ακτογραμμής, μπροστά από έναν επιβλητικό κόκκινο βράχο. Στην κορυφή, το ερειπωμένο πια μεσαιωνικό κάστρο, χτισμένο πάνω στα αρχαία ελληνιστικά κρηπιδώματα της εποχής του Σωσικλή Νικαγόρα, είναι αυτό που έδωσε και το όνομά του στο νησί (Castello Rosso, δηλ. το Κόκκινο Κάστρο). Ο παραδοσιακός οικισμός του Καστελόριζου έχει χαρακτηριστεί διατηρητέος.
Ιστορία
Αν και μικρό σαν νησί, το Καστελόριζο έχει μεγάλη ιστορία, αφού είχε κατοικηθεί ήδη από τη νεολιθική εποχή, ενώ στη συνέχεια αποικίστηκε από τους Δωριείς, όπως και όλα τα Δωδεκάνησα. Αυτοί έδωσαν στο νησί και το όνομα Μεγίστη, όπως ακόμα ονομάζεται επίσημα ο Δήμος. Ένας θρύλος αποδίδει τη βάπτιση στον πρώτο οικιστή που λεγόταν Μεγιστέας, όμως μάλλον οφείλεται στο ότι ξεχωρίζει σε μέγεθος από τις γύρω βραχονησίδες. Ο Στέφανος ο Βυζάντιος την αναφέρει “Πολυΐστωρ”, ενώ ο Στράβων παραθέτει παρά την ονομασία Μεγίστη το όνομα Κισθήνη, που πιθανόν να ήταν όνομα αρχαίας πόλης επί της νήσου. Οι Άραβες την ονόμαζαν «Μαγιάς» και οι οθωμανοί Μεΐς.
Την ονομασία Καστελόριζο έλαβε περί το τέλος του 14ου αιώνα, από τους Ιωαννίτες Ιππότες, επί του 8ου Μαγίστρου του Τάγματος, όταν έκτισαν επί του κοκκινωπού βράχου παρά την είσοδο του λιμένα, κάστρο υπό το οποίο αναπτύχθηκε η πόλη (στου Καστελίου τη ρίζα).
Το νησί φέρεται να είχε ανεπτυγμένο πολιτισμό, από την προϊστορική περίοδο αν κρίνει κανείς από τα αρχαία ευρήματα, προϊστορικούς πελέκεις, που οι ντόπιοι αποκαλούν «αστροπελέκια», επιγραφές, μυκηναϊκούς τάφους, τα πολυγωνικά, ισοδομικά και κυκλώπεια τείχη, αλλά και τα ερείπια του ναού του Τριοπίου Απόλλωνα, παρά την «Τριόπια άκρα», σημερινό «Κάβο Κριός», ή Απόλλωνος Μεγιστέως, η λατρεία του οποίου ήταν διαδεδομένη στο νησί, καθώς και στα μικρασιατικά παράλια, όπως στα Πάταρα της Λυκίας.
Σημειώνεται ότι το 1913, σε έναν από τους αρχαίους τάφους στο οροπέδιο του Αγίου Γεωργίου αποκαλύφθηκε μαρμάρινη σαρκοφάγος εντός της οποίας φέρονταν μεταξύ άλλων και χρυσός στέφανος μυκηναϊκής εποχής, τον οποίο δώρησε η κοινότητα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Ροδιακή ακμή, ελληνιστικοί και ρωμαϊκοί χρόνοι
Πρώτοι κάτοικοι της Μεγίστης που έλαβε και μέρος στην εκστρατεία της Τροίας μαζί με τ’ άλλα Δωδεκάνησα ήταν οι Δωριείς που είχαν κατοικήσει στη Ρόδο με την οποία συνδέονταν πολιτικά και διοικητικά, και αργότερα υποχρεώθηκε εκ του κινδύνου κατάληψής της να «συμμαχήσει» με τους Αθηναίους, προκειμένου να τους βοηθήσει στους αγώνες εναντίον των Περσών. Στα χρόνια της ροδιακής ακμής, από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., οι Μεγιστείς τέθηκαν υπό τον έλεγχο των Ροδίων. Το νησί διακυβερνήθηκε από ενάρετους και δραστήριους Ρόδιους διοικητές, τους λεγόμενους «Επιστάτες» (αντίστοιχοι με τους αρχαίους Σπαρτιάτες «Αρμοστές»).
Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι από το 333 π.Χ. μέχρι το 304 π.Χ. η Μεγίστη έκοβε δικά της νομίσματα, τούτο σημαίνει ότι την περίοδο αυτή ήταν τουλάχιστον αυτόνομη. Πάντως επί Δημητρίου του Πολιορκητού η Μεγίστη επανήλθε στην πλήρη εξάρτηση της Ρόδου ακολουθώντας την τύχη αυτής.
Τη Ροδιακή εξουσία καταλύει στη συνεχεία ο τύραννος Ιδριεύς της Αλικαρνασσού και τη δική του οι στόλαρχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μετά το θάνατο του οποίου όλα τα νησιά του Αιγαίου περιέρχονται στη δικαιοδοσία του Πτολεμαίου Α’ και κατόπιν καταλαμβάνονται από τους Ρωμαίους.
Ο Λογγίνος Κάσσιος κατέστησε τη Μεγίστη ορμητήριο Ρωμαϊκού στόλου εναντίον των Καρών και Κιλίκων πειρατών, χωρίς να υποψιάζεται πως το διθάλαμο ενάλιο «γαλάζιο σπήλαιο» ήταν χώρος απόκρυψης της πειρατικής λείας. Η Μεγίστη απέκτησε μερική αυτονομία, που καταργήθηκε το 38 π.Χ. από τον Αυτοκράτορα Βεσπασιανό και μετά τη διαίρεση του Ρωμαϊκού κράτους, περιήλθε στο Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Βυζαντινοί χρόνοι και ξένοι κατακτητές
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, το νησί περιλαμβάνεται στο «Θέμα των Κυβυραιωτών», όπως και η Ρόδος. Το 1306 καταλαμβάνεται από τους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου, από τον Μέγα Μάγιστρο Φουλκ ντε Βιλλαρέ. Την περίοδο αυτή, οι ιππότες εξόριζαν στο Καστελόριζο τους ανεπιθύμητους και γενικότερα όλους εκείνους που ήθελαν να τιμωρήσουν. Ανοικοδόμησαν γι’ αυτό το ψηλό κάστρο του νησιού με τα υπερύψηλα διπλά του τείχη και τις πολεμίστρες, κάνοντάς το ένα από τα δυνατότερα οχυρά του Αιγαίου πελάγους. Από την εποχή αυτή η Μεγίστη αλλάζει το όνομά της με την ξενική λέξη Καστελόριζο, προερχόμενη, όπως προαναφέρθηκε, από παραφθορά του Καστέλ-Ρόσο, επειδή οι ψηλοί βράχοι που ορθώνεται το κάστρο είναι κατακόκκινοι.
Το 1440 καταλαμβάνεται από τον Αιγυπτιακό Στόλο του Τζελάλ ελ Ντιν, που ερείπωσε την πόλη και μετέφερε τους κατοίκους αιχμάλωτους στην Ανατολή. Το 1461 περιέρχεται στην κατοχή των Καταλανών και το 1470 περνά στο βασιλιά της Νεάπολης. Το 1480, το νησί ερημώνεται και πάλι από τους Τούρκους, ενώ το 1498 το ανακαταλαμβάνει ο βασιλιάς της Νεάπολης. Το 1512, το καταλαμβάνουν οι Ισπανοί και το 1523 ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής. Από το 1570 μέχρι το 1659 κυριαρχούν οι Ενετοί και ύστερα από αυτούς οι Οθωμανοί Τούρκοι υπό το σουλτάνο Σουλεϊμάν Β’.
Τουρκοκρατία, Ελληνική Επανάσταση και νεότερη ιστορία
Η Μεγίστη υποτάσσεται δίχως αντίσταση στον τουρκικό ζυγό, πληρώνοντας μόνο έναν ετήσιο φόρο (μακτού) και κατορθώνει να διατηρήσει τα προνόμια της θρησκείας, της γλώσσας και τις εθνικές της παραδόσεις, ενώ ο εμπορικός στόλος της παίρνει περίβλεπτη θέση ανάμεσα στην εμπορική δωδεκανησιακή ναυτιλία. Κατά την περίοδο αυτή παρουσιάστηκε η ακμή της ναυτιλίας και της οικονομίας γενικότερα. Οι κάτοικοι του νησιού δημιούργησαν αποικίες στα παράλια της Μικράς Ασίας: Καλαμάκι, Αντίφυλλο, Τρίστομη, Κάκαβα, Μύρα, Λιβίσι, Φοίνικα. Οι κάτοικοι του νησιού με ένα στόλο από 500 ιστιοφόρα επιδόθηκαν στο εμπόριο της ξυλείας, του κάρβουνου, των χαλιών και άλλων ειδών, τα οποία αγόραζαν από την Ανατολή και τα πουλούσαν στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη, στην Κύπρο, στα νησιά του Αιγαίου, ακόμα και στην Ιταλία.
Νέα επιδρομή όμως πάλι ανακόπτει την πρόοδο, καθώς το 1659 κυριεύουν το νησί οι Βενετοί, το ξαναπαίρνουν όμως πάλι πίσω οι Τούρκοι. Τον Ιούλιο του 1788, ο Λάμπρος Κατσώνης με τους άνδρες του πολιόρκησε το νησί. Ύστερα από διήμερη προσπάθεια, οι πολιορκημένοι ύψωσαν λευκή σημαία και παραδόθηκαν, υπό τον όρο να μεταβούν με ασφάλεια στην απέναντι ασιατική ακτή, για να επιστρέψουν πάλι μόλις αποχώρησε ο Κατσώνης.
Όταν κηρύχτηκε η επανάσταση του 1821, οι κάτοικοι του Καστελόριζου συμμετείχαν στον αγώνα προσφέροντας τα πλοία τους ενάντια στον τουρκικό στόλο, κατορθώνοντας σημαντικές επιτυχίες και αποκτώντας λάφυρα. Τα γυναικόπαιδα του νησιού είχαν φυγαδευτεί στην Κάρπαθο, την Κάσο και την Αμοργό.
Μετά την επιτυχή απελευθέρωση της Ελλάδας, το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 όριζε στα Δωδεκάνησα να ξαναγυρίσουν υπό την τουρκική κυριαρχία, ωστόσο το Καστελόριζο δεν έχασε τη ναυτιλιακή του ζωτικότητα. Το 1841, ο Άγγλος περιηγητής Φέλοους, έγραφε χαρακτηριστικά:
«Βάρκες και πλοία γεμίζουν το λιμάνι. Φτιάχνουν καράβια, χτίζουν σπίτια, οι άνθρωποι εδώ είναι πολύ δραστήριοι και σφύζουν από εμπορικό πνεύμα».
Οι ναυτικοί του νησιού δεν δίστασαν να ριχτούν σε ριψοκίνδυνες μα κερδοφόρες επιχειρήσεις: κατάφεραν να σπάσουν τον αποκλεισμό της Γαλλίας από τον Αγγλικό στόλο, εφοδιάζοντας τους Γάλλους με τροφές και πολεμικό υλικό. Οι Γάλλοι τους ονόμαζαν «Σαν-ντραπό» (γαλλικά: sans-drapeau), δηλαδή χωρίς σημαία.
Οι κάτοικοι του νησιού επέδειξαν ιδιαίτερη μέριμνα και για την πνευματική εκπαίδευση: ιδρύθηκαν σχολεία, όπως η Σαντράπεια Σχολή το 1903 (δαπάνη των ευεργετών Λουκά και Αναστασίας Σαντραπέ), που μαζί με το Παρθεναγωγείο συγκέντρωνε 1.000 μαθητές. Χτίστηκαν επίσης εκκλησίες και τέμπλα, όπως ο Μητροπολιτικός Ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του Αγίου Γεωργίου του Λουκά, του Αγίου Γεωργίου Πηγαδιώτου και άλλες μικρότερες, ως πολλά μοναστήρια και εξωκλήσια.
20ός αιώνας
Στο διάστημα αυτό, ο ναυτικός εμπορικός στόλος του Καστελόριζου βρισκόταν στη μεγάλη του άνθηση και το μικρό νησί από τις αρχές του 20ου αιώνα στη μεγαλύτερή του ακμή. Το Καστελόριζο αριθμούσε τότε περί τους 12-14 χιλιάδες κατοίκους.
Το 1904-1905, με την επικείμενη στρατολόγηση νέων από την Τουρκία, αρχίζει η μετανάστευση από το νησί. Το Μάρτη του 1913, με τη βοήθεια σώματος Κρητών, οι κάτοικοι του Καστελόριζου επαναστατούν, διώχνουν τους ελάχιστους Τούρκους και ζητούν ένωση με την Ελλάδα, κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε. Επί δύο χρόνια το Καστελόριζο αυτοδιοικείται.
Με την έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, η Γαλλία, επιδιώκοντας να καταστήσει το νησί ναυτική βάση, το κατέλαβε με δόλο στις 28 Δεκεμβρίου 1915. Τότε ο οικισμός άρχισε να πλήττεται με οβίδες μεγάλου διαμετρήματος, που εκτινάσσονταν από γερμανική πυροβολαρχία εγκατεστημένη στις απέναντι τουρκικές ακτές. Οι Γάλλοι, υποβοηθούμενοι από τον πληθυσμό, αντιμετώπισαν αποτελεσματικά την εχθρική δραστηριότητα με τέσσερα τηλεβόλα των 120mm. Για την πάνδημη αυτή συμβολή του, η Γαλλική Δημοκρατία απένειμε στο Καστελόριζο στις 23 Οκτωβρίου 1920 το παράσημο ανδρείας και τιμητικό δίπλωμα.
Την 1η Μαρτίου 1921 ωστόσο, η Γαλλία παραχώρησε το νησί στην Ιταλία έναντι αδράς αμοιβής. Η ναυτιλία, το εμπόριο και τα γράμματα πέφτουν σε μαρασμό, ενώ οι κάτοικοι του νησιού, μην αντέχοντας τον ιταλικό ζυγό και τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, αρχίζουν να εκπατρίζονται προς την Αυστραλία, Αίγυπτο, Αθήνα, Ρόδο και αλλού, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να περιοριστεί σε 2 χιλιάδες. Οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν το νησί ως σταθμό επιβατηγών υδροπλάνων. Το 1926, ισχυρός σεισμός μεγέθους 8 Ρίχτερ κατάστρεψε πάρα πολλά σπίτια.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκει το Καστελόριζο με αισθητά μειωμένο πληθυσμό, ο οποίος υποδέχθηκε ενθουσιωδώς Άγγλους κομάντος που αποβιβάσθηκαν στο νησί την αυγή της 24ης Φεβρουαρίου 1941. Μέσα σε παραληρήματα χαράς οι κάτοικοί του κομματιάζουν τη σημαία του κατακτητή και σηκώνουν τη Γαλανόλευκη με τις καμπάνες να χτυπούν αναστάσιμα. Αλίμονο όμως. Σε τρεις μέρες φεύγουν οι σύμμαχοι και η Μαύρη Αρμάδα που καταφτάνει την άλλη μέρα σπέρνει τη συμφορά με τους ξυλοδαρμούς και τις φυλακίσεις. Σιδηροδέσμιους, παίρνουν για τις φυλακές της Ιταλίας 29 Καστελοριζιούς, τρεις από τους οποίους θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή εκεί. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1943, το αντιτορπιλικό «Ναύαρχος Κουντουριώτης» καταπλέει με όλο του το μεγαλείο στα ήσυχα νερά του λιμανιού.
Το Καστελόριζο είναι το πρώτο κομμάτι ελληνικής γης που απελευθερώνεται ανοίγοντας συμβολικά το δρόμο που θα φέρει και στους υπόλοιπους τη λευτεριά. Μαζί με τον κατάπλου του «Κουντουριώτης» αποβιβάζονται στο νησί Άγγλοι κομάντος, Ινδοί και άλλοι σύμμαχοι. Το Καστελόριζο οχυρώνεται και μεταβάλλεται από τους Εγγλέζους σε κέντρο ανεφοδιασμού του συμμαχικού στόλου. Το νησί γίνεται ο μεγάλος πολεμικός στόχος των Γερμανών και στις 17 Οκτωβρίου 1943 το βομβαρδίζουν δίχως διάκριση, δίχως οίκτο.
Ο Άγγλος Διοικητής του Καστελόριζου διατάζει την εκκένωση του νησιού. Με μάτια βουρκωμένα και την καρδιά πλακωμένη οι κάτοικοι, θάβουν βιαστικά τους 20 και πάνω νεκρούς αδελφούς τους, μανταλώνουν «άρον-άρον» τα σπίτια τους και φεύγουν για την απέναντι μικρασιατική ακτή. Μόνο η «Κυρά της Ρω», Δέσποινα Αχλαδιώτη, παρέμεινε στην ομώνυμη βραχονησίδα της για να υψώνει κάθε πρωί την ελληνική σημαία, όπως επί σαράντα χρόνια συνήθιζε να κάνει. Οι Καστελοριζιοί, αφού παρέμειναν λίγες μέρες στις απέναντι ακτές, προωθούνται στην Κύπρο σε πρόχειρους καταυλισμούς.
Ύστερα από λίγο καιρό, τους μετακινούν για μακρότερη προσφυγιά στα στρατόπεδα προσφύγων της Παλαιστίνης. Δύο χρόνια στα τσαντίρια, στη μέση της αφιλόξενης ερήμου 1.500 άνθρωποι – ένα ολόκληρο νησί! Δύο χρόνια προσφυγιάς μ’ όλες τις στερήσεις που μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου και τον Οκτώβριο του 1945 παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Και είναι περίπου 900 ψυχές. Αλλά φαίνεται ότι το τίμημα της Ελευθερίας είναι πολύ βαρύ. Ο φόρος του αίματος των Καστελοριζιών είχε ένα χρεωστικό υπόλοιπο, και στην τρομερή φωτιά που ξεσπάει πάνω στο «Εμπάιρ Πατρόλ» – το πλοίο που έφερνε πίσω ένα μέρος των προσφύγων – χάνονται άλλοι 33 πατριώτες και καίγονται αρκετοί. Τα ονόματα των απολεσθέντων ατόμων είναι γραμμένα σε ειδικό πίνακα, που βρίσκεται στον καθεδρικό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Εν τω μεταξύ από το Καστελόριζο περνούσαν όλες οι φυλές της Κοινοπολιτείας, από Ινδούς και Πακιστανούς μέχρι και Μαόρι, εκπληρώνοντας τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις προς την αυτοκρατορία τους. Έπεσαν πάνω στους θησαυρούς που έκλειναν μέσα τους τα εγκαταλειμμένα σπίτια των Καστελοριζίων. Οι υπεύθυνοι για τη λεηλασία των αρχοντικών του νησιού, προκειμένου να καλύψουν τις όποιες ευθύνες τους βάζουν φωτιά και καίνε εν ψυχρώ όλη την αρχοντογειτονιά, που περιλάμβανε γύρω στα 1.400 σπίτια.
Οι Καστελοριζιοί, όμως είχαν ήδη αντικρίσει στα παζάρια της Μέσης Ανατολής να πωλούνται τα κλεμμένα νοικοκυριά τους, καθώς και τ’ ασήμι, τ’ αφιερώματα και οι ιερές εικόνες των κουρσεμένων εκκλησιών του νησιού… Ήταν τόσο μεγάλος ο πόνος και το σοκ, που ένιωσαν οι Καστελοριζιοί μόλις αντίκρισαν το κατερειπωμένο και πυρπολημένο νησί, που τα μάτια παρέμειναν στεγνά. Κάποτε το αποκαλούσαν το διαμάντι του Αιγαίου. Τώρα υπήρχαν μονάχα άμορφα ερείπια και αποκαΐδια τραγικά. Βουβοί και αμίλητοι περιφέρονταν στα ερείπια της νέας αυτής Πομπηίας προσπαθώντας να περισώσουν, να νοικοκυρέψουν ό,τι ο ανελέητος βομβαρδισμός των Γερμανών άφησε και όσα καταδέκτηκαν να μην κλέψουν οι Εγγλέζοι κι οι λοιποί «σύμμαχοι».
Το νησί πολλές φορές βομβαρδίστηκε, κάηκε, λεηλατήθηκε και γενικά καταστράφηκε εντελώς. Παρέμεινε υπό συμμαχική στρατιωτική κατοχή, όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, μέχρι τις 7 Μαρτίου του 1948, οπότε ενώθηκε επισήμως με την Ελλάδα.
Με την εφαρμογή της νέας διοικητικής διαίρεσης της χώρας κατά το Πρόγραμμα Καλλικράτης το 2011, ουδεμία μεταβολή επήλθε στο Δήμο Καστελόριζου, σύμφωνα με το άρθρο 1,§ 2.10.Γ. αυτού.
Αξιοθέατα
Η βάρκα αποτελεί το μοναδικό μέσο μετακίνησης προς δυσπρόσιτες ακτές και σπηλιές, αλλά και για τα γειτονικά νησάκια Ρω, Άγιο Γεώργιο και Στρογγυλή. Την αρχαία Αντίφελλο, το σημερινό Κας της τουρκικής ακτής, το αγναντεύει κανείς καθαρά από το λιμάνι, ενώ καθημερινά υπάρχουν σκάφη που μεταφέρουν τουρίστες εκατέρωθεν. Πέρα από το ιστορικό παρελθόν του, το νησί έχει να επιδείξει αρκετά αξιοθέατα, όπως: Το κάστρο των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη.
Χτίστηκε τον 14ο αιώνα και σήμερα σώζονται μόνο τα ερείπια του κτίσματος, τα οποία βρίσκονται πάνω στο Καστέλο Ρόσο, τον κόκκινο βράχο απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του νησιού.
Παλαιόκαστρο
Στη δυτική πλευρά του Καστελόριζου βρίσκεται το σημαντικότερο και αρχαιότερο μνημείο του νησιού, το Παλαιόκαστρο. Πρόκειται για αρχαίο οικισμό με πολλά κτίσματα και δεξαμενές. Στη δωρική ακρόπολη του 3ου αιώνα π.Χ. σώζεται μια επιγραφή που περιλαμβάνει τον όρο Μεγίστη. Στην περιοχή, στη θέση Λιμενάρι, υπάρχουν και τα Κυκλώπεια Τείχη.
Άγιος Γεώργιος του Βουνιού
Από το λιμάνι, 401 σκαλιά οδηγούν στον Άγιο Γεώργιο του Βουνού (ή Βουνιού). Βρίσκεται στην περιοχή του Παλαιόκαστρου και περιστοιχίζεται από τεράστιες φυσικές πλάκες. Μέσα στο μοναστήρι υπάρχει μια κατακόμβη, ο Άγιος Χαράλαμπος.
Λυκιακός Τάφος
Πρόκειται για τάφο του 4ου αιώνα π.Χ., λαξευμένο στους πρόποδες του Κάστρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι Λύκιοι ονομάζονταν οι κάτοικοι της περιοχής της Μικράς Ασίας, γιατί ο θεός τους, ο Λύκιος Απόλλωνας, λατρευόταν ως λύκος.
Αρχαιολογικό και Λαογραφικό Μουσείο
Το Μουσείο στεγάζεται στο λευκό ιστορικό κτήριο πάνω από το αναπαλαιωμένο Τζαμί, κοντά στα ερείπια του Κάστρου. Στην εποχή της Φραγκοκρατίας, αποτελούσε τον εξωτερικό προμαχώνα του Καστέλο Ρόσο. Τα εκθέματά του περιλαμβάνουν αρχαιολογικά ευρήματα εκθέματα ανεκτίμητης αξίας από διάφορες περιόδους της αρχαιότητας, τοιχογραφίες του 17ου αιώνα, παραδοσιακές στολές, καθώς και αντικείμενα λαϊκής τέχνης.
Γαλάζια Σπηλιά
Είκοσι λεπτά με το καΐκι από το λιμάνι βρίσκεται η Γαλάζια Σπηλιά του Καστελόριζου. Γνωστότερη με τ’ όνομα «Σπηλιά του Παραστά» ή «Φώκιαλη», από τις φώκιες που κατοικούν μέσα, είναι το μεγαλύτερο από τα ενάλια σπήλαια της Ελλάδας και ένα από τα γνωστά παγκοσμίως για τον πλούσιο σταλακτιτικό στολισμό που διαθέτει. Βρίσκεται στο νότιο σημείο του νησιού και έχει μήκος 75m και ύψος 35m. Η είσοδος είναι συγκριτικά χαμηλή, στο ύψος μικρού καϊκιού.
Μητρόπολη Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης
Στην πλέον περίοπτη θέση του νησιού, πάνω από το Μανδράκι, δεσπόζει ο μητροπολιτικός Ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, συνυφασμένος με την κοινωνική και πολιτιστική ζωή του Καστελόριζου από την ίδρυσή του (περί τα 1835) μέχρι και σήμερα. Ο ναός είναι χτισμένος σε ρυθμό τρίκλιτης θολωτής βασιλικής με πλούσια εικονογράφηση, μαρμάρινα τέμπλα και πανύψηλο μαρμάρινο καμπαναριό. Η στέγη της Μητρόπολης αυτής στηρίζεται σε δώδεκα μονολιθικούς γρανιτένιους κίονες, που μεταφέρθηκαν από το ναό του Απόλλωνα στα Πάταρα της Λυκίας, στην απέναντι Μικρασιατική ακτή. Στο βοτσαλωτό προαύλιο του ναού συστεγάζεται και η Σαντραπεία Αστική Σχολή (το σημερινό δημοτικό σχολείο).
Νησάκι της Ρω
Στα νοτιοδυτικά του νησιού στέκει το μικρό νησάκι Ρω, που μπορεί κανείς να επισκεφτεί με ναυλωμένο καΐκι, γνωστό για την «Κυρά της Ρω», Δέσποινα Αχλαδιώτου (1898-1982), τη μοναδική του κάτοικο, που για δεκαετίες κάθε πρωί ύψωνε την ελληνική σημαία.
Σημειώσεις
Λεπτομερείς ναυτιλιακές πληροφορίες για τη νήσο Καστελόριζο παρέχει ο Ελληνικός Πλοηγός 4ος τόμος, επίσης ο χάρτης ελληνικής έκδοσης: ΧΕΕ-452, που καλύπτει όλη τη θαλάσσια περιοχή από Ρόδο μέχρι Καστελόριζο και τις έναντι ακτές της Τουρκίας, και ειδικότερα ο ΧΕΕ-452/1 που είναι και ο λιμενοδείκτης του.
Μικρό μου Καστελόριζο – Νίκος Καρακώστας
Ντοκιμαντέρ 16 μμμ. Διάρκεια 110 λεπτά περίπου.
“Καστελόριζο” – Θάνος Ασίκης
“…Εδώ δεν έχεις άλλο λόγο να υπάρξεις/ παρά να αισιοδοξείς και να οραματίζεσαι”. Ο τοπικός προσδιορισμός στους προαναφερόμενους στίχους του Θάνου Ασίκη αφορά ακραίο σημείο της Ελλάδας: Το Καστελόριζο. Το Αιγαίο, με το βαθυγάλαζο φως του, κάνει τον άγνωστο ποιητή του δημοτικού τραγουδιού να οραματίζεσαι στα “νερά” του, φτερουγίζοντες αγγέλους. Κάθε νησί του Αιγαίου είναι ο τόπος που χρειάζονται οι ποιητές, για να στέκονται μέσα στο χάος και να κινούν, έτσι, Γη και ουρανό.
Εδώ “οι πομπές των ποιητών εισέρχονται/ από τα παράθυρα των σπιτιών και φτερουγίζουν/ έξω από κάθε πιθανότητα εκδίκησης”, λέει ο Θάνος Ασίκης, καταδείχνοντας ότι η ομορφιά δεν έχει σχέση με το μίσος. Ο ποιητής, πατώντας στο Καστελόριζο, ένιωσε να βρίσκεται στο όριο της ανθρωπιάς και της ειρήνης, όπως αυτό χαράχτηκε απ’ τη φύση: “Πιο πέρα ο θάνατος. Πιο πέρα η παγκοσμιότητα”, όπως την οριοθετεί σήμερα η “νέα τάξη πραγμάτων”.
Ο Θάνος Ασίκης, βιώνοντας το Καστελόριζο, βιώνει ένα σύμβολο που “βιδώνεται στο νερό” και στην καρδιά του. Δε βλέπει μόνο, απ’ το γαλήνιο ύψος “του κεχριμπαρένιου βράχου”, το υγρό φως του Αιγαίου, μαζί με “την ωραιότητα του νησιού” που “μοιράζεται με φίλους και εχθρούς”, διαπιστώνει με “βεβαιότητα εφήβου” την αγωνία του λαού μας για τον επιούσιο. Προσωποποιεί, λοιπόν, το νησί – σύμβολο, λέγοντας: “Καβάλα σ’ ένα σπόρο σταριού τρέχεις”. Και τονίζει: “Η φύτρα σου χάνεται εκεί που χάθηκε ο Θεός”. Κι ο Θεός, βέβαια, χάνεται όταν δεν πάσχει για τον άνθρωπο. Θα χανόταν κι ο ποιητής, αν δεν “τραγουδούσε τον πόνο και τον καημό” του πλησίον: “Ο πλησίον μου στενάζει έξω από την πόρτα μου”, λέει, ολοκληρώνοντας το λόγο με την πράξη: “Στο παράθυρο κρέμασα την κόκκινη σημαία”. Ένα σινιάλο ειρήνης, δηλαδή, στην αντίπερα όχθη, όπου “οι αντίπαλοι με τα αθώα μάτια” (Εκδόσεις “ΙΔΜΩΝ”).
Ποίημα του Βασίλη Παππά
Αιγαίο Καστελόριζο
μελτέμια, τραμουντάνες
τσιμπολογούν οι άνεμοι,
σταυροκουβαλητάδες.
Μη πέσει κύμα στο γιαλό
μη πιάσει μέγα μπόρα
κι εσύ μάνα με καημό
ζεστό φιλί στο στόμα.
Θαλασσοκαστελόριζο
και σεις δαρμένα βράχια
ιερά μαντεία και χρησμοί
στους πρόποδες τα σπλάχνα.
Από τη συλλογή “Κόκκινη Μηλιά”
Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη, 2018
***
Εν τω μεταξύ, το Μάρτιο του 2020, όπως μετέδωσαν τουρκικά ΜΜΕ, άρχισαν ροές μεταναστών από την Αττάλεια προς το Καστελόριζο.
Ειδικότερα, όπως ανέφερε ο τουρκικός Τύπος και αναμετέδιδε η ιστοσελίδα Sigmalive, μετανάστες καταφτάνουν μέσω του αυτοκινητόδρομου του Κας D-400 στις ακτές της Αττάλειας περιμένοντας βάρκες να τους μεταφέρουν απέναντι στο Καστελόριζο, το οποίο απέχει μόλις 2.1 χλμ.
Ανάμεσά τους υπάρχουν ηλικιωμένοι, νέοι και παιδιά, οι οποίοι εξοπλίζονται με σωσίβια. Σύμφωνα με τα τουρκικά ΜΜΕ, αναμένονταν να φτάσουν κι άλλοι μετανάστες στην Αττάλεια για να περάσουν απέναντι στο ελληνικό νησί.