Eίκοσι δύο χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ίσως μπορούμε να δούμε με συναισθηματική απόσταση και ψυχραιμία αυτή τη χαριτωμένη και ειρηνική σκηνή. Μια γάτα διασκεδάζει παίζοντας με ένα κομμάτι από τα υπολείμματα του Τείχους. Φέτος τιμάται η επέτειος της ανέγερσης του Τείχους του Βερολίνου. Έχουν περάσει ακριβώς 50 χρόνια από τότε που οι Ανατολικογερμανοί κρατούντες στεγανοποίησαν τα σύνορα των δύο τομέων της πόλης, ώστε -σύμφωνα με τη συνείδησή τους- να θέσουν οριστικά τέρμα στο φαινόμενο της απόρριψης και εγκατάλειψης του «σοσιαλιστικού κράτους των εργατών και των αγροτών», ένα φαινόμενο που χαρακτηριζόταν στην καθομιλουμένη ως «καταψήφιση με τα πόδια».
Τo Τείχος του Βερολίνου, Berliner Mauer στα γερμανικά, ήταν τμήμα των ενδογερμανικών συνόρων. Ήτοι των συνόρων που χώριζαν τη Γερμανία σε δύο κράτη, στην περιοχή του Βερολίνου. Από τη στιγμή της ανέγερσής του, από τους Ανατολικογερμανούς, στις 13 Αυγούστου 1961, μέχρι την πτώση του, στις 9 Νοεμβρίου 1989, χώριζε το Δυτικό Βερολίνο από το Ανατολικό και τη γύρω περιοχή της Ανατολικής Γερμανίας. Υπήρξε το γνωστότερο σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου και της διαίρεσης της Γερμανίας, ως επιστέγασμα του αποκλεισμού του Βερολίνου που είχε αρχίσει το 1948.
Τα σχέδια για την ανέγερση Τείχους στο Βερολίνο ήταν ένα από τα πιο καλά κρυμμένα κρατικά μυστικά της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης. Το Τείχος χτίστηκε με εντολή της ηγεσίας του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (SED, το ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας) από οικοδόμους υπό την προστασία και την επιτήρηση της αστυνομίας και του στρατού, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις του Βάλτερ Ούλμπριχτ, του πρώτου γραμματέα του SED. Σε μια διεθνή συνέντευξη Tύπου στο Ανατολικό Βερολίνο στις 15 Ιουνίου 1961 τέθηκε στον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας σχετική ερώτηση. Εκείνος απάντησε:
«…Υπάρχουν άνθρωποι στη Δυτική Γερμανία, που θέλουν να κινητοποιήσουμε τους οικοδόμους της πρωτεύουσας της ΛΔΓ για να χτίσουμε ένα τείχος. Δεν έχω ακούσει να υπάρχει τέτοια πρόθεση. Οι οικοδόμοι της πρωτεύουσας ασχολούνται ως επί το πλείστον με την ανέγερση κατοικιών και εκεί επιστρατεύουν όλες τους τις δυνάμεις. Κανείς δεν σκοπεύει να χτίσει τείχος!».
Ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε ο όρος «τείχος» με αυτή την έννοια, περίπου δύο μήνες πριν αρχίσει το χτίσιμό του.Τη νύχτα από 12 προς 13 Αυγούστου 1961 μονάδες του Εθνικού Λαϊκού Στρατού, 5.000 συνοριοφύλακες, 5.000 αστυνομικοί και 4.500 μέλη των Εργατικών Ομάδων Μάχης άρχισαν να κλείνουν τους δρόμους και τις τροχιές των μέσων μεταφοράς προς το Δυτικό Βερολίνο. Οι σοβιετικές δυνάμεις παρέμεναν σε συναγερμό μάχης σταθμευμένες στις μεθοριακές διαβάσεις που προβλέπονταν για τους Συμμάχους. Όλες οι συγκοινωνίες μεταξύ των δύο τομέων της πόλης διακόπηκαν. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1961 άρχισαν ωστόσο να κυκλοφορούν μερικές γραμμές του προαστιακού σιδηροδρόμου και του μετρό περνώντας από σήραγγες κάτω από ανατολικογερμανικό έδαφος, χωρίς όμως να σταματούν στους αποκαλούμενους πια «σταθμούς-φαντάσματα». Ο Έριχ Χόνεκερ ήταν εκείνη την εποχή γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής για θέματα ασφαλείας και είχε την πολιτική ευθύνη του συνολικού σχεδιασμού και της ανέγερσης του Τείχους για λογαριασμό της ηγεσίας του κόμματος. Τα μέσα ενημέρωσης εμφάνιζαν το Τείχος σαν κοινή επιχείρηση των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και σαν χρήση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, ενώ επαναλάμβαναν μια στείρα αντιδυτική προπαγάνδα, που είχε ήδη από μήνες αρχίσει. Η επίσημη ανακοίνωση τελείωνε με μια επισήμανση που αποκάλυπτε όλη την υποκρισία και την αντιφατικότητα των προηγούμενων ρητορισμών: τα σύνορα δεν θα επιτρεπόταν πια να τα περνούν οι πολίτες της ΛΔΓ χωρίς ειδική άδεια.
Μόνον από τις ένοπλες μονάδες που διατέθηκαν για τη φύλαξη λιποτάκτησαν και διέφυγαν προς το Δυτικό Βερολίνο τις πρώτες μέρες 85 άνδρες, ενώ πέτυχαν 216 απόπειρες διαφυγής από τις συνολικά 400. Αξέχαστες θα μείνουν οι διάσημες εικόνες προσφύγων που κατέβαιναν με σεντόνια από τα παράθυρα των σπιτιών στους δρόμους που βρίσκονταν πάνω στα σύνορα. Αξέχαστος θα μείνει, επίσης, ο συνοριοφύλακας Κόνραντ Σούμαν που, ενώ ήταν σκοπός στην Μπέρναουερ-Στράσε, υπερπήδησε το συρματόπλεγμα κρατώντας το όπλο του και βρέθηκε στο Δυτικό Βερολίνο.
Κατά την προσπάθειά τους να περάσουν στο Δυτικό Βερολίνο μέσα από τις καλά φρουρούμενες συνοριακές εγκαταστάσεις του Τείχους θυσιάστηκαν τουλάχιστον 86 άνθρωποι, μεταξύ αυτών και δύο Έλληνες, από βίαιες ενέργειες των ανατολικογερμανικών δυνάμεων ασφαλείας. Προσμετρώντας και τα δυστυχήματα, ο αριθμός των θυμάτων ανέρχεται στους 238.
Τις πρώτες θανάσιμες βολές δέχτηκε στις 24 Αυγούστου 1961, έντεκα μέρες μετά το κλείσιμο των συνόρων, ο εικοσιτετράχρονος Γκίντερ Λίτφιν, που πυροβολήθηκε από αστυνομικούς στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού Φρίντριχστράσε κατά την απόπειρά του να διαφύγει. Ο Πέτερ Φέχτερ πέθανε από αιμορραγία στις 17 Αυγούστου 1962 στη νεκρή ζώνη. Με συνολικά 40 πυροβολισμούς σκοτώθηκαν το 1966 δύο παιδιά ηλικίας 10 και 13 ετών. Το τελευταίο θανάσιμο συμβάν, κατά το οποίο πέθανε από αιμορραγία ο Κρις Γκέφροϊ, σημειώθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1989.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, 75.000 άνθρωποι σύρθηκαν στα δικαστήρια της ΛΔΓ με την κατηγορία της «εγκατάλειψης της χώρας». Το αδίκημα τιμωρούνταν με ποινές κάθειρξης μέχρι και οκτώ χρόνων, σύμφωνα με την παράγραφο 213 του Ποινικού Κώδικα της Ανατολικής Γερμανίας. Όποιος κατά την απόπειρα έφερε όπλο ή προκαλούσε καταστροφές των συνοριακών εγκαταστάσεων, καθώς και όσοι προσπαθούσαν να διαφύγουν ενώ υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις ή γενικά σε θέσεις που διαχειρίζονταν κρατικά μυστικά, σπανίως γλίτωναν με κάθειρξη μικρότερη των πέντε χρόνων. Όποιος μάλιστα υποβοηθούσε άλλους στην «εγκατάλειψη της χώρας», μπορούσε να τιμωρηθεί με ισόβια.
Σε επεισόδια στο Τείχος έχασαν τη ζωή τους και συνοριοφύλακες. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή του στρατιώτη Ράινχολντ Χουν, που πυροβολήθηκε από ένα βοηθό σε κάποια απόπειρα διαφυγής. Αυτά τα συμβάντα τα εκμεταλλεύονταν οι υπεύθυνοι της κρατικής προπαγάνδας για να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων την ανέγερση του Τείχους.
Οικογένειες χωρίστηκαν, άνθρωποι υπέφεραν στο βωμό πολιτικών μεσαλλοδοξιών. Δυστυχία, αποξένωση, μίσος. Ας ευχηθούμε την πτώση όλων των τειχών που διχάζουν ανθρώπους και λαούς. Πραγματικών και συμβολικών.
Είναι καιρός πια…