Ο «μονόλογος» του συγγραφέα Ανδρέα Μήτσου, που θα διαβάσετε παρακάτω, «προέκυψε» από την εξαιρετική συζήτηση που είχε με τον δημοσιογράφο και αναπληρωτή γενικό διευθυντή του ραδιοφωνικού σταθμού ΒΗΜΑ FM, Νίκο Θρασυβούλου. Η συνάντηση έγινε στο κατάμεστο από φίλους και αναγνώστες cafe του βιβλιοπωλείου IANOS, στις 26 Ιανουαρίου 2016, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Συναντήσεις με συγγραφείς» και χορηγό επικοινωνίας το Βήμα FM 99, 5.
Το παλτό
«Θα ’λεγε κανείς ότι με τόσα βιβλία που έχω εκδώσει, θα πρέπει να έχω πολλά λεφτά και ενώ ως… πλούσιος θα μπορούσα να έχω ένα καλό παλτό, εν τούτοις εγώ κυκλοφορώ πάντα με το ίδιο. Όμως αυτό το παλτό κρύβει κάποια ιστορία. Είναι 85 με 90 χρόνων. Το εντυπωσιακό είναι ότι το θεωρώ καινούργιο ακόμα. Ίσως αυτό έχει να κάνει με φροϋδικές πιθανώς προεκτάσεις. Παρόλα ταύτα είναι γυαλιστερό, άνετο και δείχνει το πώς αντιμετωπιζόταν το άτομο πριν από χρόνια ενώ τώρα αντιμετωπίζεται μόνο ως καταναλωτικό υποκείμενο. Δεν θέλω να το πολιτικοποιήσω το θέμα, αλλά τότε έφτιαχναν ένα ρούχο για δυο ζωές, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει σήμερα.
Περισσότερα για το παλτό δεν μπορώ να πω επειδή βρίσκομαι σε μια διεργασία γραφής κάποιων κειμένων και δεν θέλω να δεσμευτώ γι’ αυτά που θα πω σε σχέση με το παλτό. Το ρούχο παρόλα ταύτα για μένα είναι ένα σημαντικό στοιχείο δημιουργικής έκφρασης και αποτύπωσης.
Στο σημείο αυτό για θα δώσω λίγο το στίγμα του ύφους μου, αν και δεν πρέπει ποτέ να πιστεύει κανείς ένα συγγραφέα, γιατί το ψέμα και η αλήθεια είναι στον ίδιο παρονομαστή. Παρόλα ταύτα άμα σας πείσω είναι αλήθεια ότι αυτό το διήγημα είναι ακριβώς όλη μου η ζωή, η συγγραφική τουλάχιστον και η υπόλοιπη αφού ως πρόθεση παίρνουμε τη σιωπή και τον υπαινιγμό που, κατά τη γνώμη μου, κατά τη θεώρησή μου της λογοτεχνίας, αυτό πρέπει να ’ναι λογοτεχνία, η σιωπή των πραγμάτων και όσα δεν μπορούμε να αποφύγουμε να τα λέμε».
Το διήγημα είναι απ’ τη συλλογή «Ελεημοσύνη των γυναικών» και λέγεται «Η αμερικάνικη βοήθεια».
***
«Το δεύτερο χρόνο αφότου κατεβήκαμε απ’ το ορεινό χωριό, το Χαριτόπουλο της επαρχίας Βάλτου στην παραθαλάσσια κωμόπολη της Αμφιλοχίας, εν έτει 1957, ο πατέρας μου, ήρωας πολέμου και ανώτερος απ’ τους Γερμανούς, άνοιξε ένα μικρό μπακάλικο στην άκρη της πόλης. Αμέτρητες μαυροφορεμένες χήρες παρήλαυναν στο μαγαζί και κατέθεταν εκεί τα βιβλιάριά τους της Βασιλικής Πρόνοιας. Ο πατέρας μου εισέπραττε αντ’ αυτών τις συντάξεις και όποτε οι γυναίκες έρχονταν στην Αμφιλοχία κάθε 6 ή 7 μήνες, παίρνανε τα λεφτά, ψώνιζαν στο μπακάλικο και φορτώνονταν στην πλάτη, δεμένα με τριχιές τα ογκώδη δέματα της Ούνρα, της αμερικάνικης βοήθειας.
Τα δέματα αυτά τα έστελναν οι ανάδοχες οικογένειες των Αμερικάνων. Δέμα δεν έπαιρναν όλες οι χήρες και τα ορφανά. Για να στείλουν στο παιδί, το ορφανό, στο σύνορο του πολέμου τα δώρα τους, το παιδί έπρεπε να γράφει ανελλιπώς επιστολές ευχαριστήριες, στις οποίες μάλιστα όφειλε να περιγράφει δίκην εκθέσεως γεγονότα και συμβάντα της οικογένειας και της χώρας ευρύτερα. Άμα οι Αμερικάνοι – νονοί ευχαριστιόντουσαν στέλνανε πλούσια τα ελέη, αλλιώς ζήτημα να έρχονταν κάτι μικρές κούτες μία και μοναδική φορά το χρόνο.
Κατέφθαναν λοιπόν οι γυναίκες αυτές και με αναζητούσαν απεγνωσμένα. Έτσι ξεκίνησε η συγγραφική μου δράση. Μόλις έρχονταν τα δέματα τα ανοίγαμε. Μέσα στο μπακάλικο, κόσμος πολύς. Ξεδίπλωναν τεράστια φουσκωτά φουστάνια με φουρό οι μυστακοφόροι γείτονες και τα… έδεναν στη μέση τους. «Φρου φρου το φουστάνι, πάρτε μας Αμερικάνοι», τραγουδούσαν και έσκαγαν στα γέλια. Κυριακές ή γιορτές στο ορεινό χωριό υπήρχαν και μερικοί άντρες που στεκόντουσαν μπροστά-μπροστά στην εκκλησία αυστηροί, κοκαλωμένοι…
Έστελναν τα πιο απίστευτα συμπράγκαλα οι Αμερικάνοι, κοσμήματα ψεύτικα και μπιχλιμπίδια, ρούχα παρδαλά, τεράστια γυαλιά ηλίου και ομπρέλες πολύχρωμες. Οι χήρες τα θεωρούσαν άχρηστα τα περισσότερα απ’ αυτά. Μουντζώναν και με τα δύο χέρια. «Να κι εσείς και το καλό σας». Έστελναν όμως και πράγματα χρήσιμα, κατακίτρινα τυριά, ρύζια και όσπρια και αμέτρητα κουτιά με μαρμελάδες. Τις δοκιμάζαμε όλοι γύρω απ’ το ανοιχτό δέμα σιωπηλοί, σαν άγριοι και κανίβαλοι.
Θυμάμαι ακόμα τη δερμάτινη μπάλα του ράγκμπι που μου δώρισε μια χήρα πρωτοθειά μου, αφού προσπάθησε πρώτα αστειευόμενη να τη δαγκάσει και της φάνηκε σαν αργείτικο πεπόνι. Μ’ αυτή την μπάλα εξασφάλισα και εγώ, για σύντομο έστω χρόνο, παρέες συνομηλίκων που παίζανε ποδόσφαιρο, αν και γρήγορα με εγκαταλείψανε ξανά. Τέτοιο στραβάδι που είσαι τέτοια στραβή μπάλα θα σου στέλνανε.
Έγραφα λοιπόν για 5 χήρες στην αρχή που αργότερα γίνανε 9, γιατί η φήμη μου ραγδαία εξαπλώθηκε. Από τα πρώτα κιόλας απαντητικά γράμματα αντιλήφθηκα πως οι Αμερικάνοι θέλανε ψέματα κι όσο πιο μεγάλα ήταν τα ψέματά μου τόσο τους ενθουσίαζαν και γινόντανε πιστευτά. Ήθελαν να γράφω τερατώδεις ιστορίες. Σαν ξαναδιάβαζα τα κείμενά μου ντρεπόμουν και ανησυχούσα για την ανεξέλεγκτη, την οργιώδη φαντασία και τη μυθομανία μου. «Μα τι τους αραδιάζεις αθεόφοβε;». Με ρωτούσαν με θαυμασμό οι μεγάλοι. Τι έγραφα δεν θυμάμαι. Ήταν η εποχή που είχα πέσει με τα μούτρα στην «Πείνα» του Κνουτ Χάμσουν και στα μυθιστορήματα του Έρνεστ Χεμινγουέι καθώς και σε βιβλία που κοσμούσαν τη βιβλιοθήκη της Βασιλικής Πρόνοιας και τα οποία αυτοδικαίως δανειζόμουνα.
Το παιχνίδι της γραφής
Θυμάμαι όμως την έξαψή μου καθώς παρέδιδα στην πρόνοια τις επιστολές. Ανέβαινα τρέχοντας τη σκάλα και άκουγα τον αντίλαλο απ’ τα βήματά μου ευτυχισμένος και με τι προσδοκία περίμενα την απάντηση-ανταπόκριση σε κάθε βιβλίο ξεχωριστά, από ανθρώπους χοντροκομμένους και ανίδεους. Όχι, το παιχνίδι της γραφής, μια σύνοψη θα έλεγα των αναγνωστικών θεωριών, το έζησα σε μικρογραφία στην παιδική μου ηλικία. Στην καχυποψία των υπαλλήλων της Πρόνοιας, εκείνων των πρώτων αναγνωστών που με ατενίζανε πότε με ζήλια και πότε με οίκτο και απέχθεια. Αμέσως μόλις έμπαινα στο γραφείο σιγομουρμουρίζοντας ομαδικά κατά του διευθυντή τους που μου επέτρεπε την πλαστοπροσωπία. Ένα παιδί κι όμως με ταυτότητα: ένας συγγραφέας.
Το έζησα ακόμα αυτό το παιχνίδι στο καμάρι και στην περηφάνια του διευθυντή της Βασιλικής Πρόνοιας. Στο πρόσωπό μου θα αναβίωνε προφανώς μια δική του προσδοκία καταχωνιασμένη, ίσως κάποια άλλη σκοτεινή ματαίωση.
Κάποτε βρήκα και τη γυναίκα που είχε προσληφθεί για τούτο αποκλειστικά το λόγο στην υπηρεσία. Να μεταφράζει τις επιστολές των ορφανών, η οποία όφειλε να μου χρωστάει χάρη γιατί καθώς έμαθα αργότερα πληρωνόταν με τη σελίδα. Μια γυναίκα ξενόφερτη. Ήταν επιθετική. Ένα μυστήριο για όλη την πόλη. Τι είναι αυτά που γράφεις, τι παριστάνεις, είπε. Με άρπαξε απ’ τα πέτα και με ταρακούνησε. Θεόρατη. «Τι περιμένεις να κερδίσεις». Απαιτούσε να μάθει, έξαλλη μαζί μου.
– Τίποτα! Αναγκάστηκα να παραδεχτώ έντρομος, για να γλιτώσω απ’ τα χέρια της, και έντρομος ακόμα πασχίζω να βρω την απάντηση, όσο κι αν κατά παράξενη συγκυρία την ίδια εκείνη μέρα μια ανάδοχος ορφανής εξαδέλφης μου, της Λαμπρινής, επίσημα μαθαίνει ότι θα έρθει στην Ελλάδα να την πάρει για να σπουδάσει στην Αμερική, επειδή της φάνηκε σπουδαία.
Έγινε θέμα μεγάλο, τηλέφωνα, έγγραφα, υπηρεσιακές ενέργειες, αναμείχθηκε και ο πρόεδρος του χωριού, είδαμε και πάθαμε να το αποτρέψουμε. Έκλαιγε η Λαμπρινή σαν το έμαθε, πήγε κρύφτηκε σε καλύβα έξω απ’ το χωριό και έκανε σχεδόν δυο χρόνια να μου μιλήσει. Και τώρα ακόμη σε στιγμές ανύποπτες με παρατηρεί με άκρα δυσπιστία.
Μαθητής λοιπόν του δημοτικού στην εύοσμη δεκαετία του ’50 διέσχιζα την κωμόπολη απρόσιτος. Είχα λόγους για να καταγράφω ό, τι συνέβαινε. Και το παραμικρό».
***
Έτσι λοιπόν τώρα πιο αφημένος μπροστά σας μπορώ να σας πάω στο Χαλκιόπουλο, στην Αιτωλοακαρνανία προς την πλευρά της Ευρυτανίας. Περιβάλλεται από δυο μεγάλα βουνά, είναι σαν οροπέδιο δηλαδή, στα 1.400 υψόμετρο, κάπου εκεί. Τώρα έχει εγκαταλειφθεί σχεδόν το χωριό. Υπάρχουν μερικά σπίτια. Θα ’λεγα ότι είναι ακόμα πάρα πολύ γοητευτικό μέρος. Η μάνα μου κατάγονταν από τη θάλασσα. Πήγε λοιπόν, παντρεύτηκε τον πατέρα μου και πήγε στο ορεινό χωριό εκεί που κόπηκε. Το χωριό ήταν μέσα στην αθλιότητα, τη δεκαετία του ’50, φτώχεια. Έμπαινε το χιόνι μέσα στο σπίτι. Η μάνα μου σκέπαζε την κούνια με ρούχα, με ένα σωρό ρούχα για να μην πουντιάσω και με έκλεινε μέσα όλο το χειμώνα. Έτσι περίπου δυο τρία χρόνια έμεινα κλεισμένος μέσα και ίσως απ’ αυτό το κλείσιμο φαίνεται είδα την άλλη θεώρηση του κόσμου.
Ένα καλοκαίρι όμως με βγάζει ο πατέρας μου έξω: «Περπάτα», μου λέει. Το γράφω και στην «Αλεξάνδρα» αυτό. Πού να περπατήσω; Εγώ φοβόμουν το χώμα. Δεν ήξερα το χώμα. Μου έριχνε κάνα δυο στον κώλο. «Περπάτα ρε», μου λέει. Κι έτσι περπατώ έκτοτε. Με αυτά τα βιώματα κατεβαίνω στην Αμφιλοχία… Ήμουν τότε 6-7 χρονών. Έφτασα σ’ αυτό το θαυμάσιο φυσικό κόλπο που έχει μια στατικότητα, μια ακινησία και που επιδρά στην ψυχή μου, στην ψυχή του παιδιού που ήταν τόσα χρόνια κλεισμένο σ’ ένα δωμάτιο. Όπως γράφει ο Εγγονόπουλος: «Ήταν η θάλασσα, ήταν τ’ αγέρι, ήταν η άμαξα του τραμβαγέρη που μου τάραζε τα σωθικά». Θέλω να πω ήταν η ακινησία της πόλης, ήταν όμως και κάτι άλλο: Ο φόβος της μάνας μου, διότι με είχανε κλείσει σε ένα οικόπεδο που είχε γύρω γύρω συρματόπλεγμα και από ’κει εγώ παρατηρούσα τα παιδιά που παίζανε και τον κόσμο, διότι η μάνα μου φοβόταν μη με κόψει κάποιο αμάξι, αν και τότε αμάξι πέρναγε κάθε 5 λεπτά.
Οιονεί θεατής
Έτσι λοιπόν κλεισμένος παρατηρούσα τον κόσμο και έγινα από τότε μια καλλιτεχνική, επιτρέψτε μου να πω, συνείδηση. Διότι ο καλλιτέχνης τι κάνει; Στέκεται έξω και παρατηρεί τα πράγματα, εκτός του παιγνίου. Είναι ένας οιονεί θεατής. Αυτή λοιπόν η συγκυρία που με έκανε να παρατηρώ ίσως με έστρεψε στο να διαβάζω μετά πάθους λογοτεχνία μιας και δεν υπήρχε και η τηλεόραση τότε. Ήμουνα κλεισμένος, δεν με παίζανε και τα παιδιά με την μπάλα εκεί, με το αργείτικο πεπόνι, οπότε αυτό ή με έσωσε ή με κατέστρεψε, απάντηση δεν ξέρω να σας δώσω. Κάποτε όμως είχα την πρώτη επαφή με εξωσχολικά, με λογοτεχνικά βιβλία. Το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο που διάβασα ήταν «Η πείνα» του Κνουτ Χάμσουν. Έπεσα σε πολύ βαθιά νερά και μετά διάβαζα μετά πάθους λογοτεχνία με αποτέλεσμα ως μαθητής να μείνω στην ίδια τάξη. Καλεί λοιπόν μια μέρα ο φιλόλογος τον πατέρα μου. «Πώς πάει;», λέει ο πατέρας μου. «Δεν διαβάζει καθόλου», απαντά ο φιλόλογος Παλαιογιάννης. «Πώς δεν διαβάζει;», ανταπαντά ο πατέρας μου, «αυτός όλη την ώρα διαβάζει». Ο φιλόλογος του είπε τότε: «Να μου φέρεις τα βιβλία που διαβάζει». Λοιπόν του πήγε ο πατέρας μου όλα τα βιβλία και είδαν ότι ήταν… λογοτεχνία. «Να τα κάψεις όλα», του είπε ο καθηγητής. Ο πατέρας μου όμως ήταν πολύ τρυφερή ύπαρξη, είχε κάνει στη Μέση Ανατολή, έχω γράψει τον «Κίτρινο στρατιώτη» γι’ αυτόν. Έβαλε λοιπόν τα βιβλία σε μια αυλή, γιατί είχε σεβασμό προς τα γράμματα και τον καθηγητή, τα εμπότισε με πετρέλαιο και τους έβαλε το πρώτο σπίρτο. Εγώ έκλαιγα. Τα περισσότερα βιβλία ήταν απ’ τη Βασιλική Πρόνοια και μόλις το είδε ο πατέρας μου ανέβηκε με τα παπούτσια επάνω στον σορό. Τα πάταγε μέχρι που τα έσβησε και έκανε τα βιβλία σαν καμένα. Και τότε μου λέει: «Δεν μπορεί να μου λέει μορφωμένος άνθρωπος, ο καθηγητής σου, να καίω τα βιβλία. Αλλά κι εσύ κοίτα να τελειώσεις το σχολείο». Όταν πέρασαν τα χρόνια το ίδιο είπα κι εγώ στα δικά μου παιδιά. Είχα μείνει κι εγώ με τον ίδιο φόβο του πατέρα μου. Τελικά ευτυχώς έβγαλα το γυμνάσιο κακήν κακώς, έπειτα από μία ένδοξη πορεία και στη συνέχεια έγινα φοιτητής στα 24. Ολοκλήρωσα όμως και την αγγλική φιλολογία. «Τσάτρα, πάτρα» τα αγγλικά μου, αν και στη συνέχεια εργάστηκα ως καθηγητής αγγλικών. Μάλιστα έχω ιδιαίτερη χαρά σήμερα που βλέπω εδώ μαθητές που είχα στη Σαλαμίνα πριν από το 1983. Ήρθαν να με τιμήσουν, μου έβγαλαν τόση αγάπη αφού πρώτα ξέχασαν τα αγγλικά που τους έμαθα. Είχα όμως τότε την εξυπνάδα να χρησιμοποιώ στη διδασκαλία μου τραγούδια διάσημων αστέρων της εποχής όπως ήταν η Τζόαν Μπαέζ, ο Μπρους Σπρίνγκστιν και η Τζόνι Μίτσελ. Έγραφα τους στίχους και ανέλυα τα ποιήματα. Έτσι μου συγχωρούσανε τις άλλες ελλείψεις μου, γι’ αυτό ήρθαν και σήμερα εδώ. Μετά λοιπόν την αγγλική φιλολογία στην Αθήνα, τελείωσα και τον Τομέα Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας στα Γιάννενα. Στη συνέχεια έκανα ένα ντοκτορά για περίπου δέκα χρόνια, στον Μάρτιν Χάιντεργκερ για την καθημερινότητα, τη φιλοσοφία και την αφηγηματολογία, δηλαδή το ρόλο της λογοτεχνίας στην καθημερινότητα. Μια διατριβή που με παίδεψε αρκετά και που την αγαπώ αλλά δεν την εξέδωσα γιατί μου φάνηκε ότι θα χάλαγα, θα σκίαζα την αυθεντικότητα πιθανώς της γραφής μου με ένα διανοούμενο, τον οποίο καλώς ή κακώς, ίσως καλώς ο πολύς κόσμος ταύτιζε με αρνητικούς όρους.
Ο βοσκός
Εδώ αξίζει να τονίσω ότι η αρσενική ψυχή είναι ποιητική ψυχή και ο αφελής άνθρωπος, διαθέτει τη μεγαλύτερη των δυνάμεων. Ο ευφυής, αντιθέτως, είναι αυτός που έχει την ικανότητα να βλέπει το θαύμα και, όπως λέει ο Αϊνστάιν, υπάρχουν αυτοί που βλέπουν το θαύμα και αυτοί οι οποίοι δεν μπορούν να το δουν.
Ας επιστρέψω τώρα στα χρόνια που ζούσα στα Γιάννενα. Δίδασκα αγγλικά σε ένα χωριό έξω απ’ την πόλη. Έπαιρνα το λεωφορείο και πήγαινα μέσα σε βροχή και χιόνια. Μαζεύονταν λοιπόν τα πιτσιρίκια για να τα μάθω εγγλέζικα. Ήρθε τότε και ένας βοσκός, καμιά τριανταριά χρονών, πολύ όμορφος, αλλά σκέτο αγρίμι. Τότε, το 1982, είχα βγάλει το πρώτο μου βιβλίο, το «Ένα μήλο, ένα κυδώνι, ένα κλωνί βασιλικό».
Στα Γιάννενα τα οποία έχουν μια παράδοση στα γράμματα, με αντιμετώπιζαν σαν ένα πράγμα περίεργο. Κάτι μεταξύ πελαργού που στέκεται στο ένα πόδι στο μιναρέ και με το άλλο ίπταται. Όπως δηλαδή θέλω κι εγώ να είναι ο λογοτέχνης και ο ποιητής. Να μην είναι και με τα δυο πόδια στον αέρα γιατί θα πέσει κάτω και θα τα σπάσει. Πρέπει να είναι με το ένα πόδι στη γη.
Μου ρωτάει λοιπόν ο βοσκός με επιθετική διάθεση: «Είσαι ποιητής;». Του απαντώ: «Ναι, έγραψα ένα βιβλίο αλλά δεν είμαι ποιητής». Γιατί πιστεύω ότι όταν γράφεις ένα βιβλίο είσαι ποιητής, μετά δεν είσαι τίποτα. Δεν είναι στατική η συγγραφική ταυτότητα. Εν πάση περιπτώσει, του λέω έβγαλα ένα βιβλίο.
«Γράφω κι εγώ ποιήματα», μου λέει, «εδώ που βόσκω τα πρόβατά μου, να σου πω ένα;».
Με κοιτάζει έτσι με ένα ύφος εντελώς επιθετικό, επειδή ήξερε ότι τη μοναξιά του εγώ τη χειριζόμουνα, τη σκυλευόμουνα, γιατί ήμουνα ψιλοβολεμμένος καθηγητής ενώ αυτός ήταν απόλυτα μόνος, χωρίς γυναίκα, χωρίς πρόβατα και γίδια… Λέει λοιπόν:
«Πώς χάνεστε εσείς στους δρόμους τους δεμένους. Σας τρώει η νύχτα κι η βροχή κι εγώ πάω χαμένος».
Τότε εγώ κατάλαβα ότι αυτός θα πάει χαμένος αν και ήταν καλύτερός μου, πιο αυθεντική ψυχή εννοώ.
***
Ας ξεφυλλίσουμε τώρα στο βιβλίο, τα «Ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου», που ευτύχησε να γίνει και τηλεοπτική σειρά. Τότε δίνανε λεφτά τα κανάλια, έβγαλα μερικά χρήματα, αν και έβγαλα μια κακή φήμη μεταξύ των συναδέλφων επειδή αν και θεωρούμουνα σοβαρός κάνοντας σίριαλ… έπαψα να είμαι. Το σίριαλ όμως ήταν καλό. Πήρε το βραβείο σεναρίου και το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στη Δήμητρα Χατούπη.
Να θυμίσω ότι ο Χαλκιόπουλος αντλεί το όνομά του από το ομώνυμο χωριό. Αυτό απ’ τη μια μεριά και απ’ την άλλη επειδή χαλκεύει ψεύδη. Είναι μια ιστορία που ξεκινάει, πάντα όπως όλες μου οι ιστορίες, από μια βιωματική απαρχή για να μπορέσω να τη χωνέψω μέσα μου και να ισορροπήσω, για να βρω μια αρμονία. Για «να μην την κάνω» όπως λένε, γιατί είναι δύσκολα να εντάσσονται μερικά πράγματα, κάνω μυθοπλασία. Είναι μια ιστορία πραγματική, ενός απίστευτου νεαρού μαθητή και ενός δάσκαλου, που είναι ο πρωταγωνιστής. Ο μικρός επειδή του ’λειπε ο πατέρας του, που ήταν ναυτικός, τι σκέφτηκε; Επειδή αγάπαγε τον δάσκαλο, με οιδιπόδειο, και τη μάνα του το ίδιο, σκέφτηκε να κάνει τον ενδιάμεσο ώστε να τα φτιάξει η μάνα του με τον καθηγητή και αυτός να λύσει τα διάφορα βαθύτερα προβλήματά του. Στη συνέχεια όταν έγινε το ανεπανόρθωτο ο νεαρός βγήκε στην άκρη. Έπαψε να παίζει το ρόλο του μικρού θεού και από δω ξεκινάει το δράμα το οποίο είναι πιο πολύ μια απόπειρα αφηγηματολογικής πολλαπλής θεώρησης. Δηλαδή βλέπω από πολλές κλειδαρότρυπες την ιστορία μου για να μπορέσω κι εγώ να την εντάξω και να τη χωνέψω.
Αυτές είναι οι συγγραφικές προθέσεις γιατί υπάρχει η πρόθεση του συγγραφέα, υπάρχει η πρόθεση του αναγνώστη όταν διαβάζει και τέλος υπάρχει και η πρόθεση του έργου που είναι το πιο σημαντικό. Και ο καθείς ανάλογα με την ερμηνεία του. Ο Σεφέρης λέει πώς «είμαστε η ερμηνεία μας».
Mont Parnes
Τώρα, θα πάμε σε μια σειρά διηγημάτων με τίτλο «Ο χαρτοπαίχτης έχει φοβηθεί». Ασφαλώς όσοι δεν με ξέρουν θα έχουν την απορία πώς έχω τόσες γνώσεις χαρτοπαιξίας, τυχερών παιγνίων και όλα τα σχετικά. Ίσως να σας φανεί παράξενο αλλά έχω δουλέψει στο Mont Parnes ως υπεύθυνος τυχερών παιγνίων. Το ωραίο με μένα ήταν πως έχω τη φήμη ότι είμαι κορυφαίος στα χαρτιά και ξέρω τα πάντα. Μάλιστα ο Γιάννης Βαρβέρης (να ’ναι καλά όπου βρίσκεται), με είχε ρωτήσει: «Πώς μπόρεσες και τα ξέρεις τόσο καλά όλα αυτά τα πράγματα;». Ποια είναι η αλήθεια όμως; Ας απαντήσω εδώ γιατί αλλιώς, όπως πάνε τα πράγματα, θα μπορούσε κάποιος να με θεωρήσει «καβαλημένο καλάμι». Λοιπόν, δεν ξέρω ούτε κολτσίνα, δεν έχω ιδέα από χαρτιά. Δούλεψα όμως εκεί 3 χρόνια και επειδή δεν είχα ιδέα από χαρτιά δεν μπορούσαν να με ψαρέψουν και έτσι έμεινα αλώβητος. Γι’ αυτό θεωρούμουνα σπουδαίος. Δεν ξέρω αν σας κάλυψα. Δούλεψα επί 2, 5 χρόνια στο Καζίνο. Τώρα πώς ακριβώς και υπό ποία έννοια, το πράγμα περιπλέκεται και ας το αφήσουμε, μπορεί να βγει αργότερα. Αυτό που σίγουρα μπορώ να πω είναι ότι σ’ όλα τα βιβλία μου είμαι μέσα. Δηλαδή πίσω από τη μάσκα του συγγραφέα μπαίνω μέσα υπό τη μορφή γυναίκας, υπό τη μορφή του ήρωα, με κάθε τρόπο πάντοτε είμαι μέσα. Συγκεκριμένα εδώ στον «Χαρτοπαίχτη» είμαι ένα άτομο παράταιρο και ολότελα αντιφατικό. Είμαι ένας άνθρωπος αγράμματος. Από αξιωματικός της Αστυνομίας καταλήγω αφοσιωμένο μέλος της εξτρεμιστικής αριστεράς.
Η Χωροφυλακή
Εν πάση περιπτώσει να πω και πάλι ότι στα 18 μου κατατάχτηκα στη Χωροφυλακή, ο πατέρας μου ήταν ανάπηρος πολέμου με ένα πόδι και ένα χέρι και έπρεπε να ζήσω την οικογένειά μου. Όμως τελικά από τη Χωροφυλακή έφυγα μ’ έναν τρόπο ηρωικό και ταυτόχρονα γελοίο. Κατάφερα και αποτάχτηκα… Στο δημοψήφισμα του 1973 πήγα εν συνοδεία και ψήφισα… «Όχι». Μόλις τότε είχα γίνει αξιωματικός και μου ’λειπε μόνο μία νύφη. Ήμουνα και νοστιμούλης και έλεγα θα παντρευτώ τώρα. Θα πάρω και μια προικούλα και καλά θα ζήσω. Τότε μου κόλλησε το μικρόβιο της λογοτεχνίας. Τα βρόντηξα και έδωσα εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Ζόρικες εξετάσεις διότι ήμουνα κακός μαθητής και δεν ήξερα ούτε λατινικά, ούτε ορθογραφία. Δεν ήξερα τίποτα. Κατόρθωσα όμως να περάσω δουλεύοντας 10-12 ώρες την ημέρα και διαβάζοντας. Ήταν για μένα μεγάλο κατόρθωμα κυρίως όταν μετά μπήκα αμέσως στη δουλειά σαν καθηγητής αγγλικών. Έκανα πρώτα περίπου 4, 5-5 χρόνια μπάτσος, ως νοματάρχης, δόκιμος αξιωματικός και μετά ή από ενοχή ή από γνώσεις κατάφερα να συνεχίσω σε άλλο δρόμο. Στη Χωροφυλακή διάβαζα μετά πάθους, μάλιστα ήταν να με αποτάξουν επειδή διάβαζα την «Αυγή», όχι όμως τη σημερινή «Αυγή» αλλά την «Αυγή» του Φρίντριχ Νίτσε. Αυτή η «Αυγή» τότε είχε μπερδέψει τον λοχαγό και τον επιλοχία που δεν καταλάβαιναν σε ποιο Θεό πιστεύω. Είχα το αναλόγιό μου γεμάτο με βιβλία λογοτεχνίας και εκεί με είχαν για ψιλοβλαμμένο και περίεργο. Αφού μάζευα όλους τους χωροφύλακες και τους δόκιμους, τους έλεγα για την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, για το πόσο μαζική ήταν και με κοιτάζανε με μισό μάτι. «Βρε κάτι δεν πάει καλά, βρε κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτόν». Εγώ δεν καταλάβαινα ότι κάτι δεν πάει καλά, ενώ στην ουσία πράγματι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Εν πάση περιπτώσει, έφυγα κακήν κακώς (καλώς), απ’ τη Χωροφυλακή και ακολούθησα μια άλλη καριέρα. Και τι μου γυάλισε; Η επανάσταση! Διότι φλερτάρισα με κάποιες τροτσκιστικές οργανώσεις και στη συνέχεια με την ανανεωτική αριστερά. Ακόμη φλερτάρω, δηλαδή κουνάω πόδια, χέρια και πέφτω κάτω σαν ψόφιο πουλί…
Ξύπνα αφέντη μου…
Μπορεί να κατάφερα να γίνω ελιτίστικος χωροφύλακας αλλά πάντα βλέπω αρκετούς από τους πρώην συντρόφους μου να έχουν βολευτεί σήμερα και δεν ξεχνάω ότι σ’ αυτές τις οργανώσεις βρήκα περισσότερους μπάτσους παρά από όσους κυκλοφορούσαν στα αστυνομικά τμήματα. Θυμάμαι δε ένα όμορφο στιγμιότυπο από την εποχή που ήμουνα αξιωματικός υπηρεσίας. Με ξύπναγε ένας τρυφερός χωροφύλακας, όπως δεν με ξύπνησε κανένας επαναστάτης. Μου έλεγε «ξύπνα αφέντη μου, ξύπνα γλυκέ μου αφέντη, ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο και άσπρο τον λαιμό». Ερωτικότατος ο μπάτσος. Κατάλαβες τι γίνεται; Και μετά βάδιζα μέσα στους δρόμους της πόλης και έλεγα τα μακρυνάρια «στο Πολυτεχνείο ένας μικρός λαός έδειξε πόσο είναι δυνατός». Μετά έλεγα ένα άλλο σύνθημα, «Στην Κύπρο στο Αιγαίο, ΗΠΑ και Ρωσία, θέλουν διχοτόμηση και ομοσπονδία». Ακολουθούσε το αντίστοιχο μακρυνάρι του Μάο και έλεγα: «Ρε δεν πάνε καλά αυτοί, δεν είναι καλά αυτοί», και συνέχιζα: «Μπας και δεν είμαι εγώ καλά»; Αυτό με τρώει ακόμα…
***
Ας συναντήσουμε τώρα τον «Κύριο Επισκοπάκη» ο οποίος έγινε θεατρική παράσταση ενώ και η «Αλεξάνδρα» θα μπορούσε να βρει θέση σε κάποια σκηνή. Στο μεταξύ εγώ ήδη έχω κάνει και τα «Ανίσχυρα ψεύδη» έτοιμα για θέατρο αλλά τα κρατάω. Έχω κάνει άλλο ένα θεατρικό στην προσπάθεια της αφηγηματικής διεκπεραίωσης των πραγμάτων.
Όμως εδώ θέλω να πάμε σε ένα γήπεδο για να δούμε έναν ποδοσφαιριστή. Τον Στάθη Μανταλόζη. Για όσους δεν τον γνωρίζουν θέλω να πω ότι ο Μανταλόζης ήταν ένας υπέροχος τερματοφύλακας του Εθνικού Πειραιώς και της Εθνικής μας ομάδας στη δεκαετία του ’50. Στο βιβλίο «Η ελεημοσύνη των γυναικών» έγραψα ένα ποδοσφαιρικό διήγημα με τον τίτλο «Μανταλόζης». Αν με ρωτήσετε τι ήταν αυτό που με παρακίνησε για να το γράψω θέλω να πω ότι εκείνα τα χρόνια στη γενιά μου η φαντασιακή καταφυγή μας ήταν το ποδόσφαιρο. Δεν ήμουνα φανατικός του ποδοσφαίρου, όμως εκ των πραγμάτων ο Μίμης Δομάζος, ο Τάκης Λουκανίδης και όλα αυτά τα μεγάλα ονόματα τα βιώνω ακόμα και τώρα μέσα μου, σαν μια προσπάθεια βαθύτερων καημών που δεν πήραν μορφή.
Ο Στάθης Μανταλόζης ήταν ένας διάσημος τερματοφύλακας, εγώ όμως δεν θυμόμουνα το όνομά του, θυμόμουν 1-2 αποκρούσεις. Αυτή η ανικανότητα να θυμηθώ το όνομά του με έφερε σε μια υπαρξιακή αγωνία γιατί δεν θυμάμαι πράγματα τα οποία όφειλα να θυμάμαι. Όχι συγκεκριμένα τον Μανταλόζη, αλλά πράγματα προσωπικά της δικής μου ζωής. Παλιές αγάπες, παλιούς καημούς, βάσανα και χαρές. Με πρόφαση λοιπόν τον Μανταλόζη και την ανεπάρκεια της μνήμης, που μας προδίδει καθημερινά, οδηγήθηκα σε μια τέτοια απόπειρα ψυχογραφικής τακτοποίησης μέσω του γραψίματος.
Μιας και είμαστε όμως στο βιβλίο «Η ελεημοσύνη των γυναικών» θα αναφερθώ στην τελευταία πρόταση του ομότιτλου διηγήματος που λέει: «Σκέφτηκα πρώτη μου φορά πως οι άντρες ζουν μόνο για την ελεημοσύνη των γυναικών». Λίγο πριν ξεκινήσει η σημερινή μας συνάντηση ένας φίλος μου είπε πως «σχεδόν σε κάθε σας βιβλίο με αποκορύφωμα το τελευταίο την «Αλεξάνδρα» διαπιστώνω ότι δεν έχετε και σε μεγάλη εκτίμηση τους άνδρες, όσον αφορά τη θέση τους στο ερωτικό πεδίο μάχης. Δειλούς μας ανεβάζετε, φοβητσιάρηδες μας κατεβάζετε». Τώρα μπορώ να του δώσω την απάντηση: Αυτό φαίνεται και στον «Επισκοπάκη» και σε ένα διήγημα με τον τίτλο «Γυναίκες οι προοδευτικές». Πιστεύω πως επιχειρώ να πείσω, ότι οι άντρες διακατέχονται από μια φυσική δειλία, από μια ανικανότητα να εμπλακούν βαθύτερα στο παιχνίδι το οποίο ενέχει την καταστροφή και το θάνατο όπως είναι ο έρωτας. Επίσης σημειώνω ότι την κρίσιμη στιγμή «την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια», όπως συνηθίζουμε να λέμε σήμερα. Πιστεύω δηλαδή ότι η γυναίκα έχει ένα βαθύτερο πλούτο και μια ικανότητα ξεπερνώντας τις κοινωνικές συμβάσεις, να αποζητά το αγνότερο. Γι’ αυτό την ανεβάζουμε πουτάνα και το ένα και το άλλο με μια φαλλοκρατική λογική. Γιατί ξέρει να ερωτεύεται, ξέρει να περιφρονεί πράγματα και ξέρει να ρισκάρει. Ο άντρας είναι πιο δειλός, πιο φοβισμένος, δεν βγαίνει απ’ το καβούκι του και όποτε βγει γυρίζει πίσω σαν βρεγμένο σκυλί.
Έχω μια τέτοια θεώρηση η οποία βέβαια έχει να κάνει με μια δική μου αυτοκριτική αντίληψη, οπότε ταυτίζω το δικό μου με το όλον. Γενικά πιστεύω ότι στον έρωτα δεν υπάρχουν φύλα. Καταργούνται τα φύλα, αναδεικνύεται ένα τρίτο φύλο το οποίο δεν είναι άφυλο σαν άγγελος αλλά είναι κάτι ανώτερο. Ενέχει και το ένα και το άλλο και αυτή η μαγεία, η έκρηξη. Η ηφαιστειώδης έκρηξη της ερωτικής πράξης και του έρωτα ενέχει οπωσδήποτε την καταστροφή. Σ’ αυτή την καταστροφή οι άντρες μπαίνουν λίγο και μετά «την κάνουν γιατί έχουν κι άλλες σοβαρότερες δουλειές». Σε εισαγωγικά βέβαια και με σαρκασμό το λέω.
Ο σωσίας
Κάτι παρόμοιο συνέβη και με τον «Αγαπημένο των μελισσών». Μια μέρα είδα στον καθρέφτη να κάνω μια γκριμάτσα, την γκριμάτσα της μάνας μου, που δεν την έκανα ποτέ. Και λέω: «Αμάν πέθανε η μάνα μου κι εδώ τι έγινε;». Σκέφτηκα λοιπόν ότι είναι άτομα που χάνουμε, είτε λέγεται μάνα μας, είτε λέγεται ερωμένη μας. Τα αποτυπώνουμε μέσα μας και αθέλητα καμιά φορά κάνουμε γκριμάτσες, κάνουμε χειρονομίες. Στον «Αγαπημένο των μελισσών» τι έπαθα; Κάνοντας μπάνιο μια μέρα στη Ναύπακτο, όπου πηγαίνω τα καλοκαίρια, βλέπω δίπλα μου μια φάτσα που ήταν σαν εμένα, oλόιδιος. Τρελάθηκα. Λέω δεν είναι δυνατόν. Σωσίας; Ρίχνω μια καλύτερη ματιά. Ο κερατάς ήταν περίπου 25 χρόνια πιο μικρός από μένα όμως. Λέω εδώ κάτι δεν πάει καλά. Μετά σκέφτηκα ότι για να υπάρχει κι άλλο πρόσωπο όμοιο με μένα άρα εγώ είμαι άχρηστος. Ανακίνησα όποιες φιλοσοφίες ήξερα, κατέφυγα σ’ έναν παραδοσιακό βόρειο μύθο που λέει ότι δεν γίνεται να υπάρχουν δύο ταυτόσημα πρόσωπα και όταν θίξεις το σωσία σου πεθαίνεις. Οπότε συνειδητοποιώ πως με πιάνει το άγχος του θανάτου. Λέω, την έκανα. Τώρα που εξηντάρισα, τι πρέπει να κάνω; Πρέπει να τον σκοτώσω. Κι έτσι πλάθω μια νουάρ ιστορία, με τίτλο ο «Αγαπημένος των μελισσών» όπου του ’δωσα και κατάλαβε του αλλουνού και πήρα και τα χρόνια του όπως καταλαβαίνετε. Οπότε από αυτόν τον «Αγαπημένο» είμαι 25 χρόνια μικρότερος.
Έτσι κάνουμε, το βιβλίο δανείζει χρόνο. Το έργο τέχνης, προσφέρει χρόνο, ουσιώδη χρόνο εφόσον καταφέρει και τον αντλήσει ο δημιουργός. Και είναι παραγοντικός αυτός ο χρόνος. Μπορεί όμως να είναι ένα κακό βιβλίο και να κλέψει χρόνο. Το χρόνο που σου τρώει να διαβάσεις μια χαζομάρα, δεν είναι το βιβλίο καλό ντε και καλά. Βέβαια ίσως πει κάποιος ότι το να διαβάσεις μια χαζομάρα είναι καλύτερο απ’ το να μην έχεις διαβάσει τίποτα. Δεν συμφωνώ με αυτό επειδή πιστεύω ότι ένα κακό βιβλίο βλάπτει μια αυθεντική ψυχή γιατί της δημιουργεί σύγχυση και συναισθηματική και διανοητική ενώ ένα καλό βιβλίο μας ανεβάζει τις προοπτικές του εγώ.
***
Στον «Κίτρινο στρατιώτη» τώρα, με τη φωτογραφία του πατέρα μου στο εξώφυλλο. Κίτρινος κι αυτός όπως όλα τα παλιά και αγαπημένα που κιτρινίζουνε με το χρόνο ίσως. Ο πατέρας μου ήταν ένας υπέροχος νάρκισσος, όμορφος και αφελής. Είχε χάσει το πόδι και το χέρι αλλά δεν το ’χε πάρει χαμπάρι. Έλεγε είμαι ανάπηρος πολέμου. Ποτέ δεν διανοούνταν ότι ήταν ανάπηρος. Έλεγε ανάπηρος πολέμου και σωζόταν. Είπα ότι ήταν και νάρκισσος γιατί πιστεύω ότι αυτή η διεργασία που γίνεται εντοπισμού του εγώ και ανάδειξής του σε άλλα επίπεδα συνείδησης είναι ότι μας κάνει να λοιδορούμε το χρόνο. Δηλαδή πρέπει να αποδεχόμαστε τη ναρκισσιστική μας φύση, να την υπερασπιζόμαστε και να την επιδεικνύουμε. Δεν έχω καμιά αντίρρηση ούτε για το ναρκισσισμό ούτε για το φετιχισμό που έχω στην «Αλεξάνδρα» ως γνώρισμα. Πιστεύω δηλαδή στην προσκόλληση σε μια βαθύτερη ιδιοσυστασία του καθενός μας, αφού την εντοπίσει.
Το ζωντανό
Ας γνωρίσουμε όμως τώρα μια «Εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια» σε ένα σύντομο απόσπασμα από το βιβλίο:
«Είμαι στην αυλή του σπιτιού μου στο χωριό, πίνω τον πρωινό καφέ. Δίπλα μου στον κήπο το χορτάρι θέριεψε. Έφτασε τους 50 πόντους ύψος. Πρέπει να βρω κάποιον να το κουρέψει αλλά πού να τον πετύχω σήμερα, 15 Αυγούστου της Παναγίας, μέρα γιορτής και χαράς; Δεν είναι όμως η χαρά, κάτι άλλο έρχεται. Απίθανος θόρυβος ακούγεται πίσω μου. Ωσάν βαρύ ζωντανό να πλησιάζει έρποντας. Αν είναι φίδι θα πρέπει να είναι τεράστιο, βόας. Τέτοιο είδος δεν έχει στα μέρη μας και ησυχάζω. Αλλά τότε τι διάολος είναι; Είναι μια μεγάλη χελώνα. Βγαίνει μέσα απ’ τα πυκνά χόρτα, αναδύεται και με θράσος σκαρφαλώνει στην πλακόστρωτη λότζια. Στέκεται απέναντί μου και με κοιτάζει. Σαν να θέλει να λογαριαστεί μαζί μου, να λύσει κάποια παλιά παρεξήγηση μεταξύ μας. Τόσο μεγάλη χελώνα δεν έχω ξαναδεί. Με κοιτάζει απαιτητικά λες και πρέπει να αρχίσω να μιλάω πρώτος εγώ. Είμαι 72 χρονών αλλά κρατιέμαι ακόμα, έτσι λένε οι υπόλοιποι. Εγώ όμως γνωρίζω την αλήθεια, κρατιέμαι κρεμασμένος όπως το σφάγιο στο τσιγκέλι. Την ίδια αλήθεια πρέπει να ξέρει και η χελώνα, γι’ αυτό με αποπαίρνει, με αποδοκιμάζει και με οικτίρει. Ανασηκώνεται μάλιστα επιδεικτικά στα πισινά της πόδια πράγμα αδύνατο για χελώνα. Στο καύκαλο της κοιλιάς της υπάρχουν γράμματα, γράμματα αχνά με ξεβαμμένη κίτρινη μπογιά. Σκύβω και διακρίνω καθαρά. Διαβάζω επάνω το όνομα. Εγώ το έχω γράψει, ο ίδιος. Μια δεκαετία πριν σε μια έκρηξη τρυφερότητας. Για να περάσει έτσι αγαπημένη στον άλλο χρόνο, στην αιωνιότητα. Σαν να χαίρεται μετά, σαν να επιτέλεσε το σκοπό του. Απομακρύνεται το ερπετό αργά. Η χελώνα ζει λένε 100 και 200 χρόνια. Τούτο της δίνει μια αγέρωχη βεβαιότητα, μια έπαρση. Σηκώνομαι, πετάγομαι ορθός, αρπάζω ένα μπιτόνι βενζίνης παρατημένο στο πεζούλι και την περιλούζω. Βγάζω ένα σπίρτο από την τσέπη μου, το ανάβω και το ρίχνω πάνω στο μοχθηρό πλάσμα. Καίγεται αυτό, αναφλέγεται, βράζει. Κίτρινος καπνός ανεβαίνει προς τον ουρανό. Φυσάει και ένας αέρας βρωμοκοπάει ο τόπος όλος. Το θηρίο αφήνει μικρές γυναικείες κραυγές, οιμωγές, ψιλές σαν βελόνες. Εγώ πετάω τα ρούχα μου ένα ένα. Τα σκορπίζω στη φωτιά, ξεγυμνώνομαι ολόκληρος, πυρακτώνεται η φλόγα. Κλαίω με λυγμούς και επαναλαμβάνω το όνομα. Το φωνάζω δυνατά. Χτυπιέται η χελώνα πάνω στο γρασίδι να σωθεί. Περιστρέφεται στο χώμα με τα πόδια της ψηλά. Μουτζώνει έτσι το Θεό, μουτζώνει και εμένα, με τα τέσσερα. Λίγο λίγο με μικρούς τριγμούς συρρικνώνεται. Σκελετός γίνεται το καβούκι της, στάχτη. Η ίδια που έχω μέσα μου και με καίει και με ζεματάει όλο αυτό τον καιρό. Σβήνει και το όνομα, χάνεται, γράμμα το γράμμα».
***
Όπως καταλαβαίνετε έχω δεχτεί επιθέσεις γι’ αυτό το διήγημα. Σε μια παρουσίαση στη Ναύπακτο μου είπε μια κυρία: «Μα δεν είστε καθόλου οικολόγος;». Λέω όχι. Γιατί της λέω; «Γιατί κάψατε τη χελώνα;». Με ρωτάει. Κι εγώ της απαντώ: «Άμα έχεις ένα ματαιωμένο έρωτα, εγώ και άνθρωπο καίω, εσύ καις;». Την αντερωτώ. Όχι βέβαια μου λέει. Ενδιαφέρον της λέω. Εν πάση περιπτώσει για να μη χαλάσω τη σιωπή του κειμένου, γιατί μπαίνει ένα κείμενο και ένα ποίημα και εισπράττει ο καθένας αυτό που είναι σε θέση να εισπράττει και αυτό που πρέπει να εισπράξει. Και η ερμηνεία εκ των υστέρων το χαλάει. Ας μην πω άλλα γι’ αυτό το κείμενο. Ευτυχώς στην ίδια παρουσίαση ένας κύριος μου είπε: «Κατά τη γνώμη μου είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Καταπληκτικά είναι όλα τα διηγήματα, τα οποία σε ανεβάζουν και σε κατεβάζουν ταυτόχρονα, δηλαδή μεταξύ του πάθους και της συγκίνησης έρχεται το γέλιο».
Εδώ όμως εγώ θα σταθώ στην “εξαίσια γυναίκα”, όπου είναι μία γυναίκα φίλου. Είναι δύο φίλοι και η γυναίκα του ενός παίρνοντας κάποια φάρμακα μυρίζει ψαρίλα. Λοιπόν, η γυναίκα αυτή τι κάνει; Αποδεικνύοντας ότι οι άντρες δεν είναι τόσο δειλοί αποδέχεται τον έρωτα του φίλου του άντρα της. Εκείνος, την ερωτεύεται καμιά τριανταριά χρόνια, τόσο του κάθεται κατά το κοινώς λεγόμενο. Κι όταν του κάθεται κάτι τον εμποδίζει να λειτουργήσει. Δεν λειτουργεί ερωτικά εξαιτίας μιας απαίσιας μυρωδιάς ψαρίλας. Όταν τελειώνει το διήγημα βλέπουμε ότι υπήρχε όντως η μυρωδιά της ψαρίλας και εν πάση περιπτώσει είναι μια απόπειρα να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα. Είναι μια απόπειρα να μπουν τάξεις στα ανείπωτα. Όμως ποντάρω πάρα πολύ στο ρυθμό των λέξεων ως πρόθεση και πιστεύω ότι μέσα από το κεκρυμμένο των πραγμάτων μπορεί να ειδωθεί αυτό που θέλει να φωτίσει ο συγγραφέας. Έγραψε ένα πάρα πολύ ωραίο κείμενο ο αγαπημένος Μάνος Ελευθερίου και για το βιβλίο, και ιδιαίτερα γι’ αυτό το κείμενο, καταλήγοντας σε μια πάρα πολύ ωραία κουβέντα την οποία συμπληρώνω τώρα λέγοντας πως είναι «ευτυχία είναι όταν έρχονται οι υπέροχες μυρωδιές και τα αρώματα του έρωτα».
***
Διευκρινίζω και πάλι πως μιλάμε για δύο φίλους όπου ο ένας ερωτεύεται τη γυναίκα του αλλουνού με τον οποίο 30 χρόνια πριν ήταν συμμαθητές. Ώσπου φτάνει ο επί 30 χρόνια ερωτευμένος σ’ αυτή τη σκηνή και λέει:
«Την πρώτη φορά που σμίξαμε σε μικρό ξενοδοχείο κάτω απ’ την Ακρόπολη και την είδα γυμνή γέμισα νερά. Τρέχανε νόμιζα απ’ τις άκρες των χεριών μου. Ορκίζομαι ότι γύριζα και κοίταζα τα δάχτυλά μου να δω αν όντως στάζανε. Αξίζει να περιμένεις ανέραστος μια ζωή αν είναι να ερωτευτείς έτσι. Θεόγυμνη πέρασε μπροστά μου για το μπάνιο. Την κοίταζα με το στόμα ανοιχτό, σειόταν το κορμί της όπως η λεύκα σε έναν άνεμο βουερό. Άκουγα κατάπληκτος κρύσταλλα να σπάνε μέσα μου, θορύβους υαλικών και δεν έβγαζα άχνα. Γλίστρησε μετά και ξάπλωσε χαρούμενη στο μεγάλο κρεβάτι. Έλα αγάπη μου, με προσκάλεσε. Μην αργείς, έλα, μην αργείς επαναλάμβανε. Σμάρι πουλιών χρόνια λυπημένα πέταξαν μακριά φτεροκοπώντας. Πέταξα κι εγώ τα ρούχα μου, τέντωσα τα χέρια, μου ’ρθε να βγάλω ένα κρώξιμο άγριο αλαλαγμό χαράς μα κατόρθωσα, έπνιξα την ιαχή και έπεσα στο πλάι της. Τη φίλησα στο στόμα, στα δυο της στήθη, στη λαξευτή κοιλιά και καθώς έγλειφα το υπέροχο αιδοίο της μια απαίσια μυρωδιά βγήκε από κει μέσα και με χτύπησε στο κεφάλι κατακούτελα. Βαριά αναστέναξα και το αγριεμένο πέος μου έπεσε κάτω σαν σφαγμένος πολεμιστής. Και τι σιχαμερή διαστροφή, τι ελεεινή εκδίκηση από ένα χαιρέκακο, έναν εκδικητικό εαυτό. Εκείνο που μου ήρθε στο νου σαν παρηγοριά ήταν μια φράση του Θεόφραστου, «Πεθαίνουμε ακριβώς τη στιγμή που αρχίζουμε να ζούμε». Τρεις ώρες ακόμη επιχείρησα να βρεθώ με την ιδανική αυτή γυναίκα, τη γυναίκα των ονείρων μου. Μάλιστα πριν βρεθώ μαζί της έσμιγα προηγουμένως με τη γυναίκα που συζούσα τα τελευταία χρόνια όπως δεν είχαμε σμίξει ποτέ άλλωστε. Τέλεια, ξεφώνιζε εκείνη, τέλεια. Έτσι ενθαρρυμένος πήγαινα στη Φανή. Όμως έβγαζε πάντα την ίδια μυρωδιά, τη φοβερή μυρωδιά της ψαρίλας, σαν σολομού ή σαρδέλας».
***
Εκείνο που τώρα μπορώ να προσθέσω είναι ότι όλο το βιβλίο είναι μια ερωτική εξομολόγηση, όλα τα διηγήματα. Λοιπόν, ερωτική εξομολόγηση είναι και αγάπη και μίσος, έτσι; Σ’ αυτό το διήγημα φαίνεται να τη μισώ, ωστόσο είναι η άλλη πλευρά της αγάπης. Δεν έφταιγε η γυναίκα, ο άντρας έφταιγε. Ο άντρας φταίει πάντα. Ή να το πω αλλιώς φταίει πάντα εκείνος ο οποίος αφήνει τον άλλο να του φύγει. Γιατί κανένα άτομο δεν μας φεύγει εάν δεν το θέλουμε εμείς οι ίδιοι.
Αν με ρωτήσετε αν αναφέρομαι σε πρόσωπο υπαρκτό θα σας απαντήσω πως «ναι, όλα τα πρόσωπα είναι υπαρκτά εφόσον πείθουν ότι είναι υπαρκτά. Διότι, διότι αυτό είναι η γραφή, να πείσεις ότι όντως είναι πραγματικό ένα γεγονός. Γιατί και τα πραγματικά γεγονότα αν δεν περνάνε σε ένα συνειδητό υπόστρωμα, εάν η εμπειρία δεν καταστεί βίωμα δεν είναι γεγονότα. Ο περισσότερος κόσμος ζει έξω από γεγονότα, ζει έξω απ’ το χρόνο. Για να υπάρξει χρόνος πρέπει να υπάρξουν γεγονότα και για να υπάρξουν γεγονότα πρέπει να υπάρξουν πρόσωπα και δεν είναι δικές μου κουβέντες αυτές. Τα είπαν σοφοί και φιλόσοφοι πριν από μένα. Αυτό που λέω εγώ είναι πως είναι πραγματικά τα γεγονότα, εφόσον πείθουν. Πραγματικές αλήθειες φτιάχνει ο δημιουργός, δεν φτιάχνει ψέματα. Όποιος λέει ότι είναι ψέματα απορρίπτει και το κείμενο και καλά κάνει. Γι’ αυτόν είναι ψέμα. Το παιχνίδι αλήθειας και ψεύδους πρέπει να διέπει τη γραφή του πραγματικού καλλιτέχνη και η διαδικασία αποπλάνησης πρέπει να συντελείται.
Αυθεντική ύπαρξη
Για να πάμε και στο τελευταίο βιβλίο. Στην «Αλεξάνδρα». Είναι πραγματικό γεγονός; Είναι πραγματικό πρόσωπο; Ασφαλώς και είναι… Φαντάζομαι πως ζει. Ελπίζω να ζει. Φαντάζομαι ναι και ελπίζω. Αν και τα πρόσωπα τα οποία μας έχουν στιγματίσει ζουν, δεν πεθαίνουνε. Πεθαίνουν μαζί μας. Η «Αλεξάνδρα» είναι μια γυναίκα η οποία είναι αυθεντική ύπαρξη. Έχει έρθει από τη Ρωσία, είναι Πόντια, η οποία δουλεύει μια ζωή και είναι πανέμορφη. Είναι όμως ανέραστη. Δεν καταδέχεται να πάει με κανέναν άντρα, ξέρει ότι κανείς δεν της αξίζει. Αυτή είναι καθηγήτρια και στην ιστορία μας υπάρχει και ένας νεαρός μαθητής της. Αυτή είναι η πλοκή που σας λέω και η πλοκή κατ’ εμέ είναι πάντα πρόφαση της αφήγησης. Το στόρι είναι το δευτερεύον στοιχείο, ο τρόπος, η μορφή παραμένουν χρονοληστής και καθαρά μοντερνιστής στην αντίληψη. Γι’ αυτό και φεύγω και στο παράλογο. Εν πάση περιπτώσει, την ερωτεύεται ένας νεαρός μαθητής, 8 χρόνια μικρότερος. Ποτέ δεν παίρνει σάρκα και οστά αυτός ο έρωτας, έχει κάτι εκλάμψεις. Δηλαδή μια δυο φορές προσπάθησε να τη φιλήσει, τον χαστούκισε. Μια φορά προσπάθησε να της βάλει χέρι και τον χαστούκισε πάλι. Και ο ίδιος την κυνηγάει μια ζωή. Και στο τέλος… Ναι, ναι αυτό το περιστατικό συνέβη σε μένα. Το χαστούκι από γυναίκα πρέπει να το τρώμε άμα είμαστε άντρες. Λοιπόν, συνέβη πράγματι. Είναι μια ιστορία όπου ένας δεκαπεντάχρονος ερωτεύτηκε τη δασκάλα του και η δασκάλα του το θυμήθηκε όταν έφτασε 68 χρονών, διότι δεν είχε άλλο τίποτα να θυμηθεί. Τον παίρνει λοιπόν τηλέφωνο και του λέει, και του την πέφτει και αυτός κατασυγκινείται που πέρασε μια ζωή ανέραστη, αχάιδευτη, αδόξαστο το υπέροχο κορμί…
Μετά σκέφτεται ο συγγραφέας και λέει στον εαυτό του: «Εγώ, παλιοκουφάλα, σιγά μη σε πήρε ο πόνος που η άλλη έμεινε ανέραστη. Εσύ γιατί την ερωτεύτηκες αφού ήταν αγγούρι, αφού ήταν κακιά, αφού ήταν νάρκισσος, αφού ήταν κακόκαρδη, αφού ήταν όλα τα άλλα; Γιατί την ερωτεύτηκες;». Και σκέφτηκα ότι την ερωτεύτηκα επειδή είχε έναν πίνακα του Πιότρ Πετρόβιτς Κοντσαλόφσκι. Το δεκαπεντάχρονο παιδί βλέποντας τον πίνακα μπήγει τα δάκρυα. Έκτοτε κόλλησε σ’ αυτή τη γυναίκα.
Ο πίνακας
Ο πυρήνας λοιπόν του μυθιστορήματός μου είναι τι αγαπάμε στον άλλον και μας τρελαίνει; Τι αγαπάμε στον άλλον και μπαίνουμε στο παράλογο. Ο Αλμπέρ Καμί λέει: «Άπαξ και μπαίνουμε στον έρωτα μπαίνουμε στην επικράτεια του παραλόγου». Τι είναι αυτό; Αφού όλα τα πράγματα είναι απλά γιατί τα δυσκολεύουμε; Γιατί γοητεύτηκα απ’ τον πίνακα και χειρίστηκα μια αυθεντική ψυχή; Γιατί ο διανοούμενος βλέπει πάντα το μερικό, κολλάει στο σημείο. Μπορεί να δει τον κόσμο σε έναν κόκκο άμμου και το παράδοξο σε ένα αγριολούλουδο που λέει μπλε. Είναι ανίκανος να δει το όλον. Ο απλός άνθρωπος βλέπει τα πράγματα στην ολότητα. Λοιπόν, ο διανοούμενος εν προκειμένω συγγραφέας είδε τον πίνακα και την ερωτεύτηκε μια ζωή. Όταν η άλλη το κατάλαβε και το συνειδητοποίησε, οργάνωσε ένα ωραίο φόνο και όλες οι 200 σελίδες του βιβλίου περιγράφουν συνέχεια τη διαδικασία του φόνου, καταγράφοντας την ψυχοσύνθεση της γυναίκας αυτής όσο πιο πειστικά μπορώ, σε πρώτο πρόσωπο αφήγησης, όσο μπόρεσα και τη δική μου φύση να την ταυτίσω με την Αλεξάνδρα και στο τέλος περιγράφεται ο φόνος. Εντέλει όμως αυτό το οποίο στο 5ο κεφάλαιο υπάρχει, υπάρχει ο συγγραφέας που παρεμβαίνει και εδώ αξίζει να διαβάσω μισή σελίδα.
***
«Τέτοια φαντάζομαι, αυτά υποθέτω. Τώρα αν έγιναν κάπως αλλιώς τα πράγματα και διαφορετικά τα έγραφε η Αλεξάνδρα θέλοντας να προειδοποιήσει τον αναγνώστη της να προσέχει να μην ξεγελαστεί και μείνει κι αυτός σαν το ψάρι μέσα στο ποτάμι που ξεράθηκε, ετούτο εγώ δεν πρόκειται να το μάθω. Αφού σωστά το έλεγε και η ίδια, την ιστορία του άλλου κανείς ποτέ δεν τη μαθαίνει ολόκληρη. Και όσα του λέει εκείνος πρέπει να τα λέει με τη δική του, την προσωπική εμπειρία, άμα θέλει να βρει την αλήθεια. Τη δική του ιστορία που την αφηγείται ποτέ και δεν την ομολογεί σε κανέναν. Η αληθινή ιστορία που μαθαίνουμε και την πιστεύουμε είναι η καταδική μας ιστορία. Γι’ αυτό την ακούμε προσηλωμένοι, με τα αυτιά τσιτωμένα, πεινασμένα θηρία που οσμίζονται το θήραμα να ζυγώνει ανυποψίαστο τον ένοχο εαυτό μας. Τη δική μου ιστορία ανασκαλεύω κι εγώ καθώς ανατρέχω τις σημειώσεις της, όπου βλέπω πάνω στον άλλον κάτω που δεν υπάρχει και το ονομάζω πότε άλλο και πότε αχρείοι και κολοκύθια τούμπανα. Γιατί ποιος μπορεί να δει τι περιβάλλει τον άλλο; Κανένας. Αν όμως από κακή του τύχη αυτό του αποκαλυφθεί τότε σβήνει εκείνο το πρόσωπο, παίρνει φως το φιλμ μέσα στο σκοτεινό θάλαμο και καίγεται. Αλλά και ο ίδιος το πληρώνει πολύ ακριβά.
***
Αυτό είναι ένα από τα 123 δημοσιευμένα διηγήματά μου. Κάποιοι με ρωτούν αν είμαι οπαδός της μικρής φόρμας. Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Είναι ένα δύσκολο το ερώτημα. Ξέρεις, ξεκινάς και φουσκώνει σαν το ψωμί. Δεν ξέρω αν το θυμάστε παλιά πώς φούσκωνε όταν ψήνανε το ζυμάρι. Έχει δική του νομοτέλεια και δικαιοσύνη το πώς φουσκώνει μια ιστορία. Κάποιος άλλος με ρώτησε πόσες φορές έγραψα τις δυο πρώτες σελίδες. Του είπα 150 και με κοίταξε με ένα τέτοιο οίκτο που με βασανίζει ακόμα. Πού να ήξερε μάλιστα πως δεν γράφω σε υπολογιστή αλλά χειρόγραφα πάντα με το μολυβάκι μου. Είμαι παλιάς κοπής. Βέβαια χωρίς αυτό το μολυβάκι η ζωή μου θα ήτανε αλλιώς.
Θα ήτανε; Θα είχε χρόνο; Θα είχα γεράσει;
Ενώ τώρα, έχω τη διαίσθηση και την ψευδαίσθηση ή την ειλικρινή αίσθηση ότι ανανεώνομαι διαρκώς και ότι κάνω παιχνίδι και παίζω και θυμάμαι τον Φρόιντ. Δεν μπορώ να μην πω ατάκες, μ’ αρέσουν οι ατάκες του. «Παίζουμε γιατί το αντίθετο του παιγνίου δεν είναι η σοβαρότητα αλλά η πραγματικότητα». Παίζω λοιπόν κι έτσι εξοβελίζω το χρόνο και άμα μου ’ρθει ξαφνικά μού ’ρθε. Αλλά εννοώ εάν δεν είχα εμπλακεί με τη λογοτεχνία θα ήμουνα στα 40 μου στρατηγός ή στα 45. Σίγουρα θα ήμουνα στρατηγός, με λέγανε στρατηγό απ’ τη σχολή. Φούσκωνα πάρα πολύ και μετά λέω θα ξεφούσκωνα. Τώρα όμως δεν έχω ξεφουσκώσει. Παράγω έργο όπως πάρα πολλοί άνθρωποι γράφουν και γράφουν τρυφερά και ωραία, άλλοι καλά άλλοι καλύτερα από μένα, άλλοι πολύ καλύτερα άλλοι χειρότερα. Δηλαδή και τα νέα παιδιά και οι νεότεροι συγγραφείς κοιτάζοντας τη λεγόμενη γενιά του ’80 στην οποία υποτίθεται ανήκω κι εγώ, ελπίζω ότι δεν διαπράττω κάποιο ανοσιούργημα που το λέω. Είναι πολύ καλύτερα απ’ τη δική μας τη γενιά που είχαμε ιδέες. Η γραφή, η λογοτεχνία δεν γράφεται με ιδέες, η λογοτεχνία γράφεται με σιωπή. Οι ιδέες είναι προκατασκευασμένες έννοιες, τις οποίες ζητούν καταφυγή. Οι ιδέες προκύπτουν, δεν ενυπάρχουν. Όσοι γράφουν με δόλο τι γίνεται; Ξέρεις, έχουμε τώρα την κρίση, να γράψουμε για την κρίση. Πώς θα ξεφύγει ο συγγραφέας απ’ αυτό το δόλο που είναι εμπρόθετος στους περισσότερους. Και ενώ στο Αιγαίο πνίγονται τα παιδάκια, τι κάνουν οι πνευματικοί άνθρωποι; Γιατί δεν γράφουν; Πήγε ο μικρός μου γιος στη Λέσβο. Εκεί και του λέω μπορεί να γράψεις κανένα ποίημα, κανένα κείμενο για όσα θα δεις. Κι εκείνος μου απάντησε: Δεν είσαι με τα καλά σου! Οι γονείς τους θα γράψουν για τα παιδιά. Τέτοιο πόνο εγώ δεν μπορώ να περάσω. Δηλαδή η γενιά του ’80 τότε έγραφε για καταπιεσμένες μειονότητες, έγραφε μια κοινωνική λογοτεχνία την οποία εγώ δεν απορρίπτω αλλά δεν την κατανοώ. Δεν με παίρνει εμένα να γράψω γιατί δεν κατέχω περισσότερα πράγματα. Ούτε με πιάνει πόνος εμένα μεγαλύτερος απ’ τον άλλον για τη φτώχεια. Πιστεύω δηλαδή ότι ο διανοούμενος, διανοούμενος σε εισαγωγικά, ότι ο πραγματικός δημιουργός γράφει τη δική του αλήθεια, βαθαίνει στο δικό του εαυτό και αυτό το πράγμα αν είναι ειλικρινές αγκαλιάζει όλο τον κόσμο και γίνεται ανατρεπτικός. Πραγματικά είναι ανατρεπτική η τέχνη και η ζωή, όταν είναι αυθεντική.
Με αφορμή αυτό να σας πω και για τα βραβεία. Μου φαίνεται ότι μέσα στη γενική κατάπτωση, την ανθρωπιστική καταβύθιση που βιώνουμε ακολουθούν και τα βραβεία. Το Γκονκούρ, για παράδειγμα, δόθηκε σε κάποιον που διερευνά τη σχέση Ανατολής – Δύσης, άλλοι γράφουν για τους μουσουλμάνους, οι άλλοι βραβεύουν ένα δημοσιογραφικό κείμενο. Θα μπορούσε ένα δημοσιογραφικό κείμενο να είναι υπέροχο αλλά υπάρχει και μια προφανής σκοπιμότητα και ωφελιμότητα στη χρήση της λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία όμως και η τέχνη δεν πρέπει να μπαίνει σε καλούπια ωφελιμότητας και χρηστικότητας. Δεν ωφελεί τίποτα γενικά. Ωφελεί ατομικά τον καθένα στον τρόπο που ο ίδιος βλέπει μία κατάσταση που τον αφορά.
Πιστεύω ότι υπάρχει μια κατάπτωση, γιατί βλέπω και τα μεγάλα γλιστρήματα που κυκλοφορούν έξω στους μεγάλους συγγραφείς. Είναι ασήμαντοι στις λέξεις οι περισσότεροι και πρέπει να ειπωθεί αυτό. Και αναγκαζόμαστε να καταφεύγουμε πάλι στα παλιά μεγάλα ονόματα για να βρούμε την παρηγοριά. Αλλιώς μας δημιουργούν και σύγχυση, λέμε είμαι βλάκας ή δεν καταλαβαίνω; Τι σπουδαίος είναι αυτός; Ενώ βλέπεις ότι είναι ασήμαντοι συγγραφείς. Οι περισσότεροι, τα μεγάλα ονόματα πια, το λέω με μία, μ’ έναν πανικό και με μια αμηχανία. Έτσι μου φαίνεται ότι είναι τα πράγματα.
***
Φθάνουμε στο τέλος της συνάντησής μας και σκέπτομαι πως όταν φύγει και ο τελευταίος φίλος και μείνω ολομόναχος και… κλειδωμένος εδώ στο βιβλιοπωλείο το πρώτο που θα κάνω είναι να βρω πού θα μπορούσα να κοιμηθώ. Σίγουρα δεν θα έψαχνα στα ράφια για κάποιο βιβλίο. Δεν τρέχω στα βιβλία όλη την ώρα. Τα βιβλία είναι ο τρόπος καταφυγής αλλά και μίσους. Η πραγματική ίσως ύπαρξη «γουστάρει πλούσια και ελεύθερη ζωή», όπως λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος. Πάντως αν κλεινόμουνα εδώ μέσα στα βιβλία πολύ θα ζοριζόμουνα. Ούτε να διαλέξω δεν μπορώ. Ίσως διάλεγα κάποιο βιβλίο για ένα μικρό παιδί. Κάποιο του Μαρκ Τουαίην, ίσως τον «Τομ Σώγερ». Οπωσδήποτε κάποιο της Πηνελόπης Δέλτα. Ναι, της Πηνελόπης Δέλτα. Γιατί όχι; Μη με πούνε εθνικιστή; Δεν είμαι εθνικιστής, εννοώ ότι όταν συγκεντρώνεσαι στο σημείο είσαι ο εαυτός σου. Οι ταμπέλες βγαίνουν απέξω που προσπαθούν να ταξινομήσουν τα πράγματα με στατικές ιδέες, ενώ οι ιδέες προκύπτουν σαν τις σταγόνες.
– Τέλος, λοιπόν, και ο λόγος στους φίλους που βρίσκoνται εδώ. Διαβάζω την πρώτη ερώτηση:
«Είπατε ότι στην Αμφιλοχία εκεί στα επτά σας χρόνια, παρατηρούσατε πίσω από το συρματόπλεγμα λέγοντας ότι αυτό πρέπει να κάνει ο καλλιτέχνης. Ήθελα να ρωτήσω το εξής, μόνο αυτό πρέπει να κάνει, μόνο να παρατηρεί ή και να παρεμβαίνει;».
* Ευχαριστώ για την ερώτηση. Πιστεύω ότι δεν πρέπει να παρεμβαίνει και μάλιστα κάποτε είχα έρθει σε μια ανοιχτή σύγκρουση με τον πρώην υπουργό Πολιτισμού τον Νίκο Ξυδάκη γι’ αυτό το θέμα. Πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης παρεμβαίνει μόνο με το έργο του. Δεν είναι μόνιμη ιδιότητα του συγγραφέα, του διανοούμενου, δεν έχει κάποιο παραπάνω δικαίωμα να επικαλείται και να παρεμβαίνει… Τώρα ως άτομο τρέχω στους δρόμους και στις διαδηλώσεις και χαίρομαι γι’ αυτό, αλλά αυτό δεν αφορά κανέναν. Δεν πιστεύω ότι ασκείται μια εξουσιαστική προβολή από τους δημιουργούς που παρεμβαίνουν με τις δηλώσεις τους. Δηλαδή αποδέχονται το ρόλο του συμβόλου, το ρόλο του κοινωνικού μέντορα και λένε κοίτα να δεις, εγώ είμαι υπέρ… ή είμαι κατά. Να το κάνεις αλλά να το κάνεις κατ’ ιδίαν. Αυτό πιστεύω, δεν είμαι και απόλυτα βέβαιος, αυτό έχω εγώ σαν θέση.
-Διαβάζω μια δεύτερη ερώτηση:
«Aπό το σπίτι που είστε κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους μέχρι το οικόπεδο που είναι περιφραγμένο, όλα δείχνουν μια μοναχικότητα και ένα μήνυμα ενός μοναχικού ανθρώπου. Σε μια στιγμή, φτάνουμε στη σημερινή εποχή, που γύρω μας καίγεται το σύμπαν. Αυτό δεν σας συγκινεί να εγκαταλείψετε τις ερωτικές ιστορίες όπως αναφερθήκαμε τελικά στο τελευταίο σας βιβλίο; Θέλω να μιλήσω γι’ αυτά που γίνονται σήμερα τα οποία ζήσατε με διάφορους ρόλους και τα ξέρετε πολύ καλά. Εδώ καίγεται το σύμπαν καθημερινά. Δεν ξέρουμε πού πάμε. Εγώ θέλω τους συγγραφείς να είναι ταγοί, να έχουν άποψη και για το σήμερα».
* Ναι, είναι παρόμοιο με το προηγούμενο ερώτημα. Ναι, πιστεύω ότι κάθε άτομο που έχει βαθιά κοινωνική συνείδηση, που αγαπά το λαό του, που αγαπά τον τόπο του, που αγαπά τον άνθρωπο γενικά πρέπει να είναι ένα άτομο ανατρεπτικό, σε μόνιμη αμφισβήτηση και σε μόνιμη επαναστατική, επιτρέψτε μου τη λέξη, στάση. Όμως είπα ότι ο συγγραφέας, ο δημιουργός δεν θα πάει να βάλει βόμβες. Θα πάει ως Ανδρέας. Είμαι ένα πρόσωπο που πλάθεται μέσα απ’ τα βιβλία του. Το τι προσωπική ζωή έχω ο ίδιος είναι έτερον εκάτερον. Εάν χρησιμοποιήσω την ιδιότητά μου απ’ το να γίνω βουλευτής μέχρι το να ηγηθώ ενός ανατρεπτικού κινήματος, θα πάψω να είμαι συγγραφέας. Αυτό φοβάμαι, ενώ στην πράξη πιστεύω ότι αυτό που γίνεται πρέπει να ανατραπεί και άμα θέλετε μπορεί και να έχω τέτοια στάση προσωπική, ή να ήθελα να έχω.
– Μια τρίτη ερώτηση:
«Αν κουρασμένος καταφύγω στα βουνά του Καρπενησίου, που πάντα ήθελα σε ένα σπιτάκι με κορμούς δέντρων κ.λπ. Έχω όμως τον φόβο μήπως καταφθάσουν Αλβανοί περιπλανώμενοι. Εγωιστικός φόβος. Θα πρέπει να έχω και ένα αυτόματο ή ένα οπλοπολυβόλο. Αυτό επισημάνατε κι εσείς. «Φοβάμαι», είπατε προηγουμένως. Τι σημαίνει αυτό; Ένας εγωιστής μοναχικός συγγραφέας που δεν σας λέω να κατεβείτε στο πεζοδρόμιο, αλλά να κατεβείτε στο τυπογραφείο και να μας δώσετε ένα τρανταχτό βιβλίο βασιζόμενος στις εμπειρίες σας για μια πορεία καταστροφική για τον τόπο».
* Να σας πω: Εγώ δεν φοβάμαι μήπως έρθουν οι Αλβανοί επάνω εκεί, άλλο φοβάμαι. Μήπως έρθουν Ευρωπαίοι με γραβάτες και με κρεμάσουν ανάποδα. Ασφαλώς συμβολικά απαντάω. Αν τα καταφέρω μακάρι, πού, αυτό θέλει ευλογία. Αλλά να πονέσω τόσο πολύ ώστε να βγάλω τέτοια ιστορία, μακάρι να μου δοθεί αυτή η χάρη.
– Τελευταίο χαρτάκι. Τελευταία ερώτηση:
«Κύριε Μήτσου, φοβάστε για το μέλλον των νέων, φοβάστε για το μέλλον των παιδιών σας; Σύμφωνα με τις συνθήκες που διαγράφονται σήμερα;».
* Κοιτάξτε, φοβάμαι ως γονιός αλλά εκ των πραγμάτων, επειδή είναι νέοι και ώριμοι και ενσυνείδητοι, πιστεύω ότι θα ανατρέψουν την πραγματικότητα. Δεν μπορεί να υπάρχει άλλη λογική εξήγηση, πέρα απ’ την ανατροπή της δυσάρεστης πραγματικότητας και εδώ θα συμπλεύσω με τους δυο ερωτώντας και θα ’θελα τα παιδιά μου να είναι στην κοινωνική πρωτοπορία.
Κλείνοντας να σας ευχαριστήσω και να με συμπαθάτε αν είπα τίποτα παραπανίσιο εν τη ρύμη του λόγου κι ενώ μιλάω τόση ώρα για σιωπή των πραγμάτων και προσπάθησα να την κρατήσω όσο μπορούσα, μου ξέφυγαν και μερικά.
***
Ο Ανδρέας Μήτσου κατάγεται από την Αμφιλοχία. Έχει σπουδάσει αγγλική λογοτεχνία, ελληνική φιλολογία και είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας. Έχει εκδώσει 9 συλλογές διηγημάτων, 5 μυθιστορήματα και μία νουβέλα. Το μυθιστόρημά του «Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου» τιμήθηκε το 1996 με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος.
Η συλλογή διηγημάτων του «Σφήκες» απέσπασε το βραβείο Γραμμάτων Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2002. Το 2007 η νουβέλα του «Ο κύριος Επισκοπάκης» τιμήθηκε με το βραβείο αναγνωστών της ΕΡΤ. Την επόμενη χρονιά διασκευάστηκε για το θέατρο από τον ίδιο τον συγγραφέα και παρουσιάστηκε στο 104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης των εκδόσεων Καστανιώτη. Σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής ήταν ο Στέλιος Μάινας. Έργα του έχουν ανθολογηθεί και μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Ο Ανδρέας Μήτσου, εργάστηκε ως φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση και ως σχολικός σύμβουλος φιλολόγων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της Αθήνας. Από τις εκδόσεις Καστανιώτη πάντα κυκλοφορούν τα βιβλία του. «Η Αλεξάνδρα» είναι το καινούργιο του βιβλίο. Έχουν κυκλοφορήσει επίσης: «Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια», «Τα Χριστούγεννα ενός άδικου μπάτσου», «Τέλος καλό όλα καλά», «Ο κίτρινος στρατιώτης», «Ο αγαπημένος των μελισσών», «Η ελεημοσύνη των γυναικών», «Ο κύριος Επισκοπάκης», «Ο χαρτοπαίχτης έχει φοβηθεί», «Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού», «Ο σκύλος της Μαρί», «Σφήκες», «Γέλια» και «Τα ανήσυχα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου».
* Οι φωτογραφίες, από τη συνάντηση, είναι του catisart.gr
* Η μεταφορά έγινε από τον Παναγιώτη Μήλα.
* Ανδρέας Μήτσου (συνέντευξη)