Το μεγαλύτερο μουσείο του κόσμου βρίσκεται στην Αγία Πετρούπολη και δεν είναι άλλο από το Ερμιτάζ. Στις προθήκες του φιλοξενούνται πάνω από 3.000.000 εκθέματα, συμπεριλαμβανομένων μερικών από των πιο σπουδαίων δειγμάτων του ανθρώπινου πολιτισμού, όπως για παράδειγμα διάσημα έργα τέχνης, πασίγνωστοι πίνακες των ντα Βίντσι, Πικάσο, Ματίζ, Ρέμπραντ, Σεζάν, Ματίς, Γκογκέν, Μονέ και άλλων, αλλά και αρχαίων γλυπτών από την αρχαία Ελλάδα, Αίγυπτο και Ρώμη.
Το Ερμιτάζ (ρωσικά: Эрмитаж) αποτελεί το μεγαλύτερο και ένα από τα παλαιότερα μουσεία στον κόσμο, καθώς και ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της Αγίας Πετρούπολης. Φιλοξενείται σε ένα συγκρότημα έξι κτηρίων, τα παλαιά Χειμερινά Ανάκτορα, στις όχθες του ποταμού Νέβα.
Η λέξη ερμιτάζ (hermitage) είναι γαλλική, εκ παραφθοράς της ελληνικής λέξης ερημητήριο. Με τον όρο αυτό αποκαλούσαν οι Γάλλοι οποιαδήποτε εξοχική ή απόκεντρη κατοικία κυρίως για μονήρη ανάπαυση ή αναψυχή. Γνωστότερο τέτοιο ερημητήριο στη Γαλλία ήταν ο παλαιός πύργος που κτίσθηκε το 1225 από τον ιππότη Γκάσπαρ ντε Σπέριμπεργκ, στην αριστερή όχθη του Ροδανού, στη πεδιάδα Μονμαρσύ, σε μια γραφική οινοπαραγωγική περιοχή της οποίας τα κρασιά είναι ονομαστά. Σ’ αυτό το ερημητήριο διέμεινε επίσης και ο Ρουσσώ.
Ιστορία
Το Ερμιτάζ ιδρύθηκε ουσιαστικά από τη Μεγάλη Αικατερίνη στα 1764, επί σχεδίων του Γάλλου αρχιτέκτονα Βαλλέν ντε λα Μοντ όταν απέκτησε μαζικά 200 έργα ζωγραφικής. Ρώσοι πρέσβεις έλαβαν στη συνέχεια εντολή να αγοράσουν τις σημαντικότερες συλλογές έργων τέχνης που προσφέρονταν προς πώληση. Αρχικά, τα έργα αποτελούσαν ιδιωτική συλλογή της αυτοκράτειρας και διατηρούνταν στα Χειμερινά Ανάκτορα, αρχιτεκτονικό έργο του Μπαρτολομέο Ραστρέλι, την περίοδο 1754-1762. Το 1783 ξεκίνησε επίσης η κατασκευή του Θεάτρου Ερμιτάζ, ένα από τα σημερινά κτήρια του μουσείου, η οποία ολοκληρώθηκε το 1787.
Μετά το θάνατο της Αικατερίνης Β’ της Ρωσίας, τα χειμερινά ανάκτορα εγκαταλείφθηκαν ως αυτοκρατορική κατοικία από τον διάδοχο της, Πέτρο Α’, ο οποίος δεν στήριξε την ενίσχυση του μουσείου, εμπλουτίζοντας τη συλλογή του μόνο με δύο νέους πίνακες. Αντιθέτως, οι διάδοχοί του, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στο Ερμιτάζ και τα επόμενα χρόνια, επί αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου Α’ και του Νικολάου Α’ η συλλογή έργων του εμπλουτίστηκε σημαντικά με νέα έργα τέχνης, καλύπτοντας ακόμα και περιόδους της αρχαιότητας. Προκειμένου να στεγαστούν κατάλληλα, ο Νικόλαος Α’ παρήγγειλε στον Γερμανό αρχιτέκτονα Λέο φον Κλέντσε (που είχε χαράξει το σχέδιο της Αθήνας ως νέας πρωτεύουσας) την κατασκευή ενός νέου κτηρίου (Νέο Ερμιτάζ), το οποίο εγκαινιάστηκε τελικά στις 5 Φεβρουαρίου του 1852 και αποτέλεσε το πρώτο μουσείο της Ρωσίας, ανοιχτό σε επισκέπτες.
Δυστυχώς στην περίοδο της Ρωσικής Επανάστασης, το αυτοκρατορικό Ερμιτάζ υπέστη μεγάλη καταστροφή αν και κηρύχθηκε δημόσιο μουσείο, ενώ μετά το τέλος της, φιλοξένησε το Μουσείο της Οκτωβριανής Επανάστασης στα Χειμερινά Ανάκτορα, το οποίο έκλεισε στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Τη διετία 1932-1934, έργα από τις συλλογές του Ερμιτάζ πωλήθηκαν, με πρωτοβουλία της σοβιετικής κυβέρνησης για την εξεύρεση χρημάτων. Εκτιμάται ότι 2.880 πίνακες κλάπηκαν και ένα μικρό μέρος εξ αυτών συμμετείχαν σε δημοπρασίες, μεταξύ αυτών και πίνακες που θεωρούνται σήμερα κλασικοί. Την ίδια περίοδο, έργα μεταφέρθηκαν από το Ερμιτάζ σε άλλα ρωσικά μουσεία όπως το Μουσείο Πούσκιν στη Μόσχα. Η απώλεια έργων συνεχίστηκε σε μικρότερη κλίμακα και τα επόμενα χρόνια, μέχρι τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1945. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το μουσείο αφού πρώτα εκκενώθηκε, υπέστη νέες ζημιές, ενώ σημαντικό μέρος από τις συλλογές του διασώθηκε και φυλάχτηκε μέχρι την επαναλειτουργία του.
Τα τελευταία χρόνια, από το 1990 το Ερμιτάζ απέκτησε την παλιά του αίγλη ακολουθώντας μια μητροπολιτική πολιτιστική ανάπτυξη υιοθετώντας μία σειρά από πρωτοβουλίες συνεργασιών και φιλόδοξων πολιτιστικών προγραμμάτων. Τον Ιούνιο του 2000, υπογράφτηκε συμφωνία μελλοντικής συνεργασίας του Ερμιτάζ με το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ, ενώ στις 25 Νοεμβρίου του 2000, εγκαινιάστηκε ειδική πτέρυγα στο ανάκτορο Σόμερσετ του Λονδίνου, με έκθεση έργων που ανήκουν στις συλλογές του Ερμιτάζ. Από τις 24 Φεβρουαρίου του 2004, λειτουργεί επίσης το Ερμιτάζ του Άμστερνταμ, το οποίο αποτελεί παράρτημα του μουσείου στην ολλανδική πόλη.
Το μουσείο φιλοξενεί επίσης, τη μεγαλύτερη έκθεση του ολλανδικού μπαρόκ και της γαλλικής ζωγραφικής του 19ου και του 20ου αιώνα.
Το πρόβλημα είναι ότι το Ερμιτάζ πέφτει λίγο μακριά, αλλά ευτυχώς χάρη στην σύγχρονη τεχνολογία, ο καθένας μπορεί να το επισκεφτεί από την οθόνη του υπολογιστή του.
Από καθαρή σύμπτωση, η πιο μεγάλη σε διάρκεια και ενδελεχής περιήγηση -στον εικονικό κόσμο- που προσφέρεται σήμερα σε όσους ακολουθούν με σεβασμό και προσήλωση την προτροπή «Μένουμε μέσα» είναι η περιήγηση του Μουσείου Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, ίσως του μεγαλύτερου σε έκταση και αριθμό έργων τέχνης στον κόσμο: μια περιήγηση 5 ωρών, 19 λεπτών και 28 δευτερολέπτων!
Μια ματιά σε 45 αίθουσες, 588 έργα τέχνης -έργα Ρέμπραντ, Ρούμπενς και Καραβάτζο, ανάμεσα σε πολλά σπουδαία-, ζωντανές περφόρμανς από τον Ρώσο μουσικοσυνθέτη Kirill Richter και από χορευτές του Hermitage Theater, και σκηνοθετημένες επισκέψεις φιλότεχνων στο μουσείο.
Το γύρισμα είναι μονοπλάνο και φέρνει στον νου τη βραβευμένη ταινία «Ρωσική Κιβωτός» του Αλεξάντρ Σοκούροφ (και εδώ, μονοπλάνο – χωρίς μοντάζ, δηλαδή – αν και η διάρκεια της εκδοχής που προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες ήταν κατά πολύ μικρότερη, μόλις μία ώρα και σαράντα λεπτά).
«Αυτό το βίντεο, για εμένα, έχει να κάνει με τη σύνδεση μέσα στον χρόνο», είπε η 29χρονη σκηνοθέτις Αξίνια Γκογκ. «Τέχνη, η οποία είναι διαχρονική, συναντά τη σύγχρονη ζωή και την τεχνολογία αιχμής», πρόσθεσε η σκηνοθέτις, για την οποία ο κόσμος των μουσείων δεν ήταν πρωτόγνωρα χωράφια (η μητέρα της ήταν ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια στη διάσημη Tretyakov Gallery της Μόσχας).
Η θαυμάσια αυτή διασκέδαση της ανίας όλων εμάς που υπομονετικά δεν κυκλοφορούμε έξω, συμβάλλοντας στη μη μετάδοση του ιού, δεν ήταν ωστόσο προσφορά του μουσείου. Ήταν μια διαφήμιση της διάρκειας ζωής της μπαταρίας γνωστό έξυπνου τηλεφώνου.
Το βίντεο γυρίστηκε με αυτό το μοντέλο και με χρήση ενός πολύπλοκου συστήματος σταθεροποιητών κάμερας και γερανών που σάρωναν μεγάλους χώρους. Δημιούργησαν, επιπλέον, και μία εφαρμογή για να ελέγχουν μακρόθεν τις λειτουργίες video του κινητού.
Εκμεταλλεύθηκαν την άδεια έξι ωρών που έδωσε το μουσείο ένα πρωινό Δευτέρας για να γυριστεί το βίντεο – κάτι το οποίο σημαίνει ότι δεν υπήρχε περιθώριο για λάθος – και όταν ολοκλήρωσαν το γύρισμα διαπίστωσαν ότι η μπαταρία είχε εξαντληθεί μόνον κατά 81%.