Του Παναγιώτη Μήλα
Ιούλιος του 1970. Έκανα τη θητεία μου στην Ανδραβίδα, στην 117η Πτέρυγα Μάχης και ένα Σάββατο είχα την ευκαιρία για έξοδο ένα απόγευμα στην Πάτρα.
Μοναχικός περίπατος στους δρόμους της πόλης και στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου είδα ένα εντυπωσιακό λιτό κίτρινο εξώφυλλο βιβλίου.
«Δεκαοχτώ κείμενα», Εκδόσεις Κέδρος. Πρώτο πρώτο το όνομα του Γιώργου Σεφέρη. Ακολουθούσαν άλλα 17 ονόματα: Μανόλης Αναγνωστάκης, Νόρα Αναγνωστάκη, Αλέξανδρος Αργυρίου, Θανάσης Βαλτινός, Λίνα Κάσδαγλη, Νίκος Κάσδαγλης, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Τάκης Κουφόπουλος, Μένης Κουμανταρέας, Δ. Ν. Μαρωνίτης, Σπύρος Πλασκοβίτης, Ρόδης Ρούφος, Τάκης Σινόπουλος, Καίη Τσιτσέλη, Στρατής Τσίρκας, Θ. Δ. Φραγκόπουλος, Γιώργος Χειμωνάς.
Εξαιρετική παρέα και μοναδική συντροφιά για τις ώρες της ανάπαυσης.
Το βιβλίο, με έντονο αντιδικτατορικό περιεχόμενο, κυκλοφόρησε σε 3.000 αντίτυπα που εξαντλήθηκαν αμέσως με αποτέλεσμα να επανεκδοθεί πολλές φορές τα χρόνια που ακολούθησαν.
Ανάμεσα στους 18 συγγραφείς ήταν και ο Μένης Κουμανταρέας, που ήταν τότε 39 χρόνων. Το διήγημά του είχε τον τίτλο: «Η Αγία Κυριακή στον βράχο». Όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος σε συνέντευξή του: «Ήταν ένα απόσπασμα από ένα διήγημα το οποίο αναφερόταν σε μια επίθεση σε ένα νησί μιας ομάδας κουρσάρων, οι οποίοι όμως έρχονται στο νησί ντυμένοι ως θεατρίνοι δήθεν να παίξουν μια παράσταση, αλλά αποκαλύπτεται ότι είναι πειρατές. Οπότε η σφαγή που γίνεται μετά είναι ένας παραλληλισμός με τη Χούντα που είχε έρθει δήθεν για να σώσει τη δημοκρατία, ενώ ήταν στην ουσία στυγνή δικτατορία».
Τα «Δεκαοχτώ Κείμενα» είχαν τεράστια απήχηση στον κόσμο και γι’ αυτό τον λόγο πολλούς από τους συγγραφείς, τους είχαν καλέσει στην Ασφάλεια «δι’ υπόθεσίν τους».
Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον Κουμανταρέα που μου με το κείμενό του μου έδωσε δύναμη σε δύσκολες ώρες και δύσκολα χρόνια. Όταν πέρασαν τα χρόνια είχα τη χαρά να τον γνωρίσω στην Κυψέλη, στο αγαπημένο του στέκι, στις «Νοστιμιές της Μαίρης».
Όπως έλεγε ο Κουμανταρέας: «Εμείς δεν πάθαμε σπουδαία πράγματα, η εκδότριά μας όμως, η Νανά Καλιανέση, συνελήφθη και την κρατήσανε αρκετό καιρό μέσα, με επιπτώσεις πάρα πολύ άσχημες για την υγεία της».
Για το δεύτερο βιβλίο του «Το αρμένισμα» (1967), που είχε τιμηθεί με το Β’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, ο Κουμανταρέας οδηγήθηκε τρεις φορές σε δίκη. Το 1969 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημά του «Βιοτεχνία Υαλικών» και το 1972 σπούδασε με υποτροφία στο Βερολίνο για έξι μήνες.
- Ο Αριστομένης Κουμανταρέας γεννήθηκε στις 17 Μαΐου 1931 στην Αθήνα και ήταν γιος του τραπεζικού και χρηματιστή Αντώνη Κουμανταρέα. Το 1948 έζησε για έξι μήνες κοντά στον αδερφό του πατέρα του στο Λονδίνο. Τον επόμενο χρόνο αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών και στη συνέχεια σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1961, με μεταφράσεις έργων των Αλμπέρτο Μοράβια, Έρνεστ Χέμινγουεϊ και Τζέιμς Τζόις, στο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Το πρώτο βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Τα μηχανάκια», κυκλοφόρησε το 1962 και περιλαμβάνει ιστορίες καταπιεσμένων εφήβων της εποχής, που αναζητούν διέξοδο στις παρορμήσεις και τα όνειρά τους.
Το 1971 έγραψε το σενάριο της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Το προξενιό της Άννας», ενώ τρία δικά του έργα μεταφέρθηκαν στο θέατρο, τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη: «Κυρία Κούλα» (το 1983 στην τηλεόραση σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου και το 1987 στο θέατρο σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη), «Τα Καημένα» (το 1987 για την τηλεόραση σε σκηνοθεσία Γιάννη Διαμαντόπουλου) και «Η φανέλα με το 9» (το 1988 για τον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη).
Τιμήθηκε τέσσερις φορές με το κρατικό βραβείο πεζογραφίας, ενώ το 2008 η Ακαδημία Αθηνών τον τίμησε για το σύνολο του έργου του.
Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά γερμανικά.
***
Αυτός ο πολυβραβευμένος συγγραφέας υπήρξε όμως ένας πολύ προσιτός και καθημερινός άνθρωπος. Πάντα ήταν με το χαμόγελο. Πάντα είχε διάθεση για συζήτηση και ποτέ δεν κρατούσε σε απόσταση τον συνομιλητή του. Από τους αγαπημένους πελάτες στο κλασικό στέκι της Κυψέλης, στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου, στις «Νοστιμιές της Μαίρης», ήταν πάντα πόλος έλξης. Ακόμη και σε περιόδους με προβλήματα υγείας ο Κουμανταρέας δεν έχανε το κέφι του. Μάλιστα ζητούσε συνήθως – σαν φάρμακο – τη «διάσημη» σούπα της Μαιρούλας με κρέας και λαχανικά. Τις φορές όμως που οι δυνάμεις του δεν το επέτρεπαν η σούπα σε χρόνο μηδέν έφθανε στο σπίτι του -στην οδό Ζακύνθου- για να την απολαύσει.
***
Ο Μένης Κουμανταρέας δολοφονήθηκε το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου 2014. Βρέθηκε στο διαμέρισμά του στην Κυψέλη τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου 2014 «με εμφανείς μώλωπες στο λαιμό και το πρόσωπο».