Του Παναγιώτη Μήλα
Στο Αθλητικό Κέντρο του Παναθηναϊκού, στην Παιανία, είχα πάει πριν από 30 χρόνια, το 1985, μαζί με τον Μένιο Σακελλαρόπουλο. Παρακολουθήσαμε την προπόνηση της ομάδας με τον Γιάτσεκ Γκμοχ. Το φως της ημέρας έπεφτε. Προβολείς τότε δεν υπήρχαν και όλοι οι παίχτες γύρισαν στα αποδυτήρια μετά την προπόνηση. Στο γήπεδο φαινόταν μόνο μια φιγούρα. Ένας άνθρωπος έστησε μπροστά στα γκολπόστ, εκεί στη μεγάλη περιοχή, ξύλινα ομοιώματα. Δημιούργησε έτσι ένα τείχος, μάζεψε γύρω του αρκετές μπάλες κι άρχισε τα σουτ. Χτυπούσε φάουλ με στόχο το «παραθυράκι» του τέρματος. Δεκάδες σουτ. Εκατοντάδες. Επειδή δεν μπορούσα να πλησιάσω, ρώτησα τον Μένιο ποιος ήταν αυτός που σουτάρει.
– Ο Δημήτρης Σαραβάκος είναι. Πάντα μετά την προπόνηση εξασκείται μόνος του στα φάουλ. Στήνει το εικονικό τείχος και βάζει στο σημάδι το «γάμα» της εστίας. Έχει αποκτήσει μεγάλη εμπειρία και κατάφερε να είναι ο φόβος και ο τρόμος των αντιπάλων του. Κάθε τερματοφύλακας τρέμει όταν βλέπει τον Σαραβάκο να είναι έτοιμος για σουτ. Δουλεύει με πάθος και χωρίς σταματημό. Δεν χάνει ούτε ένα σουτ. Δεν τα παρατάει και πάντα πετυχαίνει τον στόχο του. Είναι άριστος στο σημάδι αλλά και αφήνει παντού το σημάδι του…
Αυτή τη συζήτηση που είχα με τον Μένιο Σακελλαρόπουλο, τη θυμήθηκα πρόσφατα όταν έμαθα τον τίτλο του νέου του βιβλίου: «Το σημάδι…».
Ο Μένιος το έκανε όπως ο Σαραβάκος. Είχε βάλει στόχους από την πρώτη μέρα που ξεκίνησε στις εφημερίδες. Άρχισε να τους πετυχαίνει, έβαζε νέους, πετύχαινε κι αυτούς και συνέχιζε. Γνωριστήκαμε στην εφημερίδα «Έθνος» την άνοιξη του 1983 όταν, μετά τον Θοδωρή Σγουρδαίο, άρχισα να κάνω τις αθλητικές σελίδες της εφημερίδας. Ήταν μια σπουδαία εμπειρία αφού είχα την ευκαιρία να γνωρίσω παλιούς και νέους συναδέλφους μέσα από τα χειρόγραφά τους. Είναι μαγικό να ανακαλύπτεις πρόσωπα, προσωπικότητες, καρδιές και ψυχές μέσα από ένα άψυχο χαρτί. Μέσα από ένα κιτρινισμένο χειρόγραφο. Ήμασταν ακόμη στη φάση της μετάβασης στον ηλεκτρονικό τρόπο έκδοσης της εφημερίδας και το χειρόγραφο ήταν καθρέφτης. Τότε διάβασα για πρώτη φορά τα κείμενα του Μένιου. Κείμενα σαν μικρά διηγήματα. Κείμενα που με ταξίδευαν σε γήπεδα, σε στάδια. Σε πόλεις και σε χώρες. Σε νίκες και ήττες, σε αγωνίες και θριάμβους. Πάντα με πρωταγωνιστές τους άσους των γηπέδων. Ο Σακελλαρόπουλος ψηφίδα την ψηφίδα σχημάτιζε το δικό του στυλ γραφής. Ήταν αυτό το στυλ που τον οδήγησε από τα γήπεδα και τα αποδυτήρια, στις βιβλιοθήκες και στα χέρια των αναγνωστών. Βρέθηκε ήδη 11 φορές μπροστά στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων και σαν χαζομπαμπάς γλυκοκοιτούσε κάθε νέο του βιβλίο. Φέτος αγκάλιασε το δωδέκατο και γι’ αυτό σκέφτηκα πως θα ήταν ευκαιρία να γνωρίσετε αυτό το παιδί της δημοσιογραφίας και των ελληνικών γραμμάτων μέσα από μια φιλική συζήτηση. Για να δούμε «το σημάδι» που αφήνει στο πέρασμά του, κάναμε μια συζήτηση που διεξήχθη σε ουδέτερο γήπεδο και χωρίς διαιτητή…
Διαβάστε τη συνέντευξη.
Παναγιώτης Μήλας: Ας ξεκινήσουμε από τα «αποδυτήρια». Θέλω λοιπόν να μου πεις κάτι για την καταγωγή σου, για τους παππούδες για τις γιαγιάδες.
* Μένιος Σακελλαρόπουλος: Τα «αποδυτήρια» είναι το βασικότερο πράγμα στη ζωή ενός ανθρώπου και στην οικογένεια. Αν τα αποδυτήρια έχουν φασαρία, τότε δεν πάει καλά η ιστορία. Αν τσακώνεσαι μέσα στα αποδυτήριά σου, δεν θα αποδώσεις και καλά. Είναι πολύ βασικό στην οικογένεια, στη σχέση, στον έρωτα, στον αθλητισμό και παντού. Τα δικά μου αποδυτήρια έλαμπαν από καθαριότητα, δεν ήταν κάποιες επώνυμες μάρκες, διότι τα λεφτά δεν περίσσευαν τότε, ήταν απλές «ελβιέλες». Γεννήθηκα στον Πειραιά, ο παππούς του μπαμπά ήταν από την ορεινή Αχαΐα και έκανε 20 παιδιά. Προφανώς ήταν μερακλής και έφυγε άδοξα και παράδοξα, 52 χρονών, από δόντι που χάλασε. Δεν τον γνώρισα ποτέ, αλλά μετέπειτα γέροντες μου έλεγαν ότι ήταν ένας πολύ αυθεντικός τύπος με μουστάκι και δεν είχε καμία ιδέα για τα σπορ. Το μοναδικό σπορ που θα ήξερε ήταν βέβαια ο έρωτας, εφόσον έκανε 20 παιδιά ο άνθρωπος. Η γιαγιά Ελένη ήταν καλλονή της εποχής και τώρα καμιά φορά που βλέπω φωτογραφίες λέω «ρε παιδί μου, τι κούκλα ήταν αυτή;». Άρα τους παππούδες, τους είδα μόνο από φωτογραφία. Ατυχία νούμερο 3, «δοκάρι και έξω» δηλαδή, δεν γνώρισα ποτέ και τον πατέρα της μάνας μου, τον δεύτερο παππού δηλαδή. Ήταν ο Κυριάκος, θαλασσόλυκος, με καΐκια στο λιμάνι, Πειραιώτης βέρος, με 20 παιδιά κι αυτός, ένα αδιανόητο σμίξιμο δύο ανθρώπων που είχαν ο καθένας από 19 αδέρφια. Δεν τον γνώρισα ποτέ λοιπόν, αλλά προφανώς ήταν κι αυτός μερακλής. Είχε σε ένα σεντούκι πολλά λεφτά για να φροντίσει τα παιδιά του -ήθελε όλα να τα προικίσει- και μια μέρα ξύπνησε και ο θησαυρός ήταν άνθρακες, γιατί μέσα σε μια νύχτα όλα αυτά μετατράπηκαν σε πληθωριστικά νομίσματα και ο άνθρωπος δεν είχε ούτε μια δεκάρα μετά. Αλλά επειδή η μάνα μου ήταν το εικοστό παιδί του, της άφησε ένα σπίτι στον Πειραιά. Σε αυτό που γεννήθηκα.
-Μετά τα αποδυτήρια, πάμε τώρα «στη σέντρα» για να μας πεις για τους γονείς;
* Σμίξανε λοιπόν δύο άνθρωποι που είχαν από 19 αδέρφια. Ο μπαμπάς Γιώργος, πολύ συντηρητικός άνθρωπος, γεννημένος στην Ακράτα, πολύ μετρημένος, πολύ τακτικός, όλα πολύ στον πόντο. Δεν έπινε, δεν έκανε ακρότητες, ήταν σε όλα ένα προς ένα. Ήταν δημόσιος υπάλληλος, στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς. Τελείωνε τη δουλειά, γύριζε σπίτι του, πολύ νωρίς βέβαια, έβαζε τη ρόμπα του και μετά δεν έβγαινε. Από τον πατέρα μου εκείνο που πήρα και του το οφείλω 100%, ήταν η λατρεία στις εφημερίδες. Αγόραζε πάντα όταν γύριζε τουλάχιστον τρεις εφημερίδες. Που σημαίνει ότι μπήκα στον κόσμο των εφημερίδων από πολύ μικρός. Ξεφύλλιζα κι έλεγα: «Τι διάολο είναι αυτό το πράγμα με το οποίο κάθεται τόσες ώρες». Μέχρι το βράδυ, διάβαζε εφημερίδες, του έβαζε η μάνα μου καμιά σαλατούλα με λίγο κρασάκι ή το χειμώνα κανένα κάστανο με την εφημερίδα και μετά έπεφτε για ύπνο για να σηκωθεί την άλλη μέρα και να πάει ξανά στο γραφείο του.
-Η γνωριμία με τον κόσμο των εφημερίδων
* Έτσι λοιπόν μπήκα κι εγώ σε αυτό τον μαγικό κόσμο για να δω τι ήταν αυτό που τον τράβαγε σαν τον μαγνήτη. Η επαφή με τις εφημερίδες αποδείχτηκε μοιραία συνάντηση διότι στα 15 μου ήταν πλέον στο μυαλό μου ξεκαθαρισμένο ότι εγώ θέλω να κάνω αυτή τη δουλειά. Δεν με ενδιέφερε να κάνω κάτι άλλο. Έτσι οφείλω στον πατέρα μου τη «βάφτισή» μου στον κόσμο των εφημερίδων, πράγμα το οποίο βεβαίως, δεν το ήξερε εκείνος και στη συνέχεια το θεώρησε καταστροφικό, το να ασχοληθώ με το γράψιμο και να μη γίνω δικαστής, όπως εκείνος ήθελε οπωσδήποτε να συμβεί. Ο μπαμπάς λοιπόν ήταν συντηρητικός, μετρημένος πολύ, όλα στον πόντο ενώ δεν είχε καμία σχέση με τα σπορ. Ίσως η μοναδική φορά που αθλήθηκε να ήταν στο δημοτικό όταν κλώτσησε κανένα μπουκαλάκι πορτοκαλάδας με χαρτιά μέσα που πήγε κατά λάθος επάνω του. Δεν πρέπει να έχει ξανακλωτσήσει ποτέ του ούτε μπάλα, ούτε άνθρωπο, ούτε τίποτα. Ο χαρακτήρας της μαμάς ήταν εντελώς αντίθετος. Εκείνη ήταν πιο αλέγρα Πειραιώτισσα. Από εκείνη πήρα αυτό το κομμάτι και έγινα χαρούμενος και εξωστρεφής. Υπάρχουν μέσα μου, κατά σύμπτωση ή κατά τύχη, κάποια στοιχεία συντηρητισμού του πατέρα μου. Μπορεί να μη μου φαίνεται, γιατί είμαι εξωστρεφής, αλλά έχω συντηρητικά ζητηματάκια τα οποία μπόρεσα και τα νίκησα στην πορεία της ζωής μου κάνοντας… μεγαλύτερα βήματα. Σκέφτηκα ότι ο πατέρας μου -που ήταν πολύ προσεκτικός, χωρίς την παραμικρή υπερβολή στη ζωή του- έφυγε στα 60 από ένα ανεύρυσμα αορτής χωρίς να έχει διασκεδάσει, χωρίς να έχει γλεντήσει. Κι έτσι είπα πως «η ζωή είναι πολύ μικρή για να κάθεσαι να είσαι τόσο μετρημένος σε όλα, πρέπει να είσαι περισσότερο εξωστρεφής και έξω καρδιά».
-Ήταν πικρό το να φύγει στα 60 του…
* Ναι, ήταν πολύ βασανιστικό. Διαμορφωνόμουνα όταν έφυγε. Ήμουν 25 χρονών.
-Πάνω σε ποια θέματα ήταν συντηρητικός;
* Σε όλα τα θέματα, δηλαδή δεν θα μπορούσε να μαλώσει με άνθρωπο ποτέ, ακόμα κι αν κάποιος τον χαστούκιζε. Δεν θα μπορούσε να ξενυχτήσει το βράδυ, διότι το πρωί θεωρούσε δεδομένο πως πρέπει να πάει ξεκούραστος στη δουλειά. Άρα, πώς θα ξενυχτήσει; Όλα τα μέτραγε στον πόντο. Ένας συντηρητισμός σαν κοινωνικό γίγνεσθαι μέσα του.
-Πρόλαβε να σε δει όταν άρχισες να βάζεις τα πρώτα γκολ στη νέα σου επαγγελματική πορεία;
* Δυστυχώς όχι. Μάλιστα η αρχή ήταν οδυνηρή: Όταν πήγα στο «Έθνος», έπρεπε να του πω ότι ήμουν επαγγελματίας, ότι υπέγραψα χαρτιά, ότι μπήκα στο μισθολόγιο. Έπαθε τότε έμφραγμα του μυοκαρδίου, αρνούμενος να αποδεχτεί ότι το δικό του παιδί πήγε στο «Έθνος». Όταν συνήλθε τον ρώτησα τι εννοούσε και μου απάντησε ότι, το «Έθνος» είναι μια εφημερίδα που βγήκε για τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Φλωράκη. Και του λέω: «Άκουσε πατέρα, εμένα δεν με ενδιαφέρει ούτε ο Ανδρέας ούτε ο Φλωράκης, δεν δίνω δεκάρα, για κανέναν δεν νοιάζομαι. Αυτή η εφημερίδα μου δίνει τη δυνατότητα, έχει τόσες σελίδες αθλητικά και μου ανοίγει μια λεωφόρο». Τότε ο άνθρωπος αρρώστησε και πάλι. Έπεσε ξερός και μετά το ‘ριξε στα χάπια ειδικά όταν του είπα πως δεν θα κάνω εκείνο που μου είχε ζητήσει και πως θα μείνω στις εφημερίδες. Ξαναπήγε λοιπόν στο Τζάνειο διότι θεωρούσε έναν κόσμο αλητείας αυτόν που ανακατεύομαι, με κάτι αληταράδες που τρέχουν στα γήπεδα και πλακώνονται. Δεν είχε καμία ιδέα από τα σπορ, όπως σας είπα. Μετά βέβαια άρχισε να καμαρώνει δειλά δειλά, στο καφενείο, όταν του λέγανε οι φίλοι του, συνάδελφοί του: «Είδαμε τον γιο σου που είναι στο Άμστερνταμ, με τον Παναθηναϊκό». Έβλεπε φωτογραφίες που έβαζε και τότε το «Έθνος» και σιγά σιγά καταλάγιασε. Δυστυχώς όμως δεν πρόλαβε το μεγάλο πικ διότι έφυγε το ’87 που σημαίνει ότι δεν με πρόλαβε καθόλου, παρά τα πρώτα χρόνια μόνο. Ούτε ως συγγραφέα με είδε, ούτε με άκουσε στο ραδιόφωνο, ούτε με είδε στην τηλεόραση. Όταν κουβεντιάζαμε τα βράδια γύρω από μια σόμπα που είχαμε περίμενε περισσότερη κατανόηση από μένα που ήμουν το στερνό του αγόρι αλλά κι εγώ είχα γίνει απόλυτος σαν τον αδελφό μου. Του έλεγα: «Ξέρεις, αυτός ο δρόμος που μου προτείνεις είναι στραβός». Κι εκείνος, όπως ο Άκης Πάνου, μου έλεγε:
-«Για σένα ο δρόμος είναι δρόμος τι πα να πει είναι στραβός, ποιο θα ‘ναι το φινάλε όμως δεν το μαντεύεις ακριβώς»…
– Το μαντεύω το φινάλε βρε πατέρα, του έλεγα. Αυτός είναι ο δρόμος ο δικός μου, γιατί τον λατρεύω, γιατί μου φέρνει ταραχή, γιατί μου φέρνει σύγκρυο, γιατί ξυπνάω και περιμένω να ξυπνήσει η μέρα νωρίτερα για να φύγω να πάω στη δουλειά μου, γιατί με εμπνέει, με μαγεύει. Το να γίνω δικηγόρος ή δικαστής, το οποίο μπορεί να είναι ωραίο για εσένα, εμένα δεν μου λέει κάτι ξεχωριστό. Στο μόνο που μπόρεσα να «ανταμώσω» μαζί του νοερά είναι ότι έκανα βιβλία τα οποία είχαν ήρωες δικαστές, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε το μεγάλο μου δεξί, ας πούμε, το ξεδίπλωμα. Θεώρησε ότι μπορεί και να μου περάσει κάποια στιγμή. Ίσως είχε κι αυτή την ελπίδα μέσα του πως θα γυρίσω στο δρόμο τον σωστό. Δεν γύρισα όμως…
-Ας γυρίσουμε τώρα στο δημοτικό σχολείο. Εδώ υπάρχει η λέξη «μπακότερμα». Πες μας κάποιες αναμνήσεις από τα πρώτα έξι χρόνια στο σχολείο;
* Ήμουν πάρα πολύ ευτυχισμένο παιδί. Αυτό που λέμε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια είναι ο χαρακτηρισμός που έρχεται γάντι σε εμένα. Μεγαλώσαμε σε μια περιοχή που είχε αλάνες, όταν πλέον είχαν αρχίσει να χτίζονται τα πάντα στον Πειραιά. Η Φρεαττύδα με τη Μαρίνα Ζέας, με το υποβρύχιο του Παπανικολή, με το Ναυτικό Μουσείο, μας έδινε τη δυνατότητα να παίζουμε από το πρωί μέχρι τη νύχτα.
-Εσύ είσαι το δεύτερο παιδί του Γιώργου Σακελλαρόπουλου;
* Είμαστε τρία αδέρφια κι εγώ στη μέση: Πρώτο αγόρι, δεύτερο αγόρι, τρίτο κορίτσι. Μπόρεσα να μεγαλώσω σε ένα ιδανικό μέρος για παιδιά. Είχα την ευτυχία να αναπτύξω μια διπλωματία μέσα μου, όταν ας πούμε γυρίζαμε από το παιχνίδι και είχαμε παραβεί τα ωράρια, μπορεί να ακολουθούσε τιμωρία. «Τέτοια ώρα σας είπα εγώ;» φώναζε η μαμά. «Άρα δεν βγαίνετε αύριο». Ο αδελφός μου ήταν πάντα απόλυτος, πήγαινε στο δωμάτιο, έκλεινε την πόρτα και… γεια σας. Εγώ το διαπραγματευόμουν, αναγνώριζα το λάθος μου, ζητούσα συγγνώμη, διεκδικούσα και έπαιζα και την επόμενη μέρα. «Ωραία αύριο δεν θα ξανασυμβεί και μπορώ να έρθω και μισή ώρα νωρίτερα από ό, τι μου πείτε γιατί ήταν λάθος μου». Βέβαια τώρα που το σκέπτομαι πιστεύω ότι έπαιξε τεράστιο ρόλο στον τρόπο που μεγάλωσα ο τόπος που έζησα: Έβλεπα θάλασσα, άπλα, αλάνες. Το σπίτι δεν ήταν σε ένα στενάκι, δεν ήμουν απέναντι σε μια πολυκατοικία που έχει απέναντι μιαν άλλη και πιο δίπλα μια τρίτη. Ήμασταν σε ανοιχτό μέρος και αυτό μου έδωσε το αίσθημα ελευθερίας σαν να ήμουν μονίμως σε μια μηχανή, σε μια μοτοσικλέτα και να ταξίδευα στον κόσμο. Μου έδωσε αυτό τον αέρα της ελευθερίας που παραμένει τεράστιο πράγμα στον άνθρωπο. Εξαιτίας του μέρους που έζησα και μεγάλωσα, θυμάμαι το πόσο πολύ ζωηρός ήμουν. Είχαμε την ευτυχία επίσης -που δεν υπάρχει πλέον- να μένουμε σε μονοκατοικία η οποία είχε και ταράτσα. Ανέβαινα εκεί όπου είχε περιστέρια, πουλιά, γάτες, σκυλιά. Όμως αυτή η σχέση με την ταράτσα και τον κόσμο της θα μπορούσε να σταθεί και μοιραία στη ζωή μου. Μια Κυριακή των Βαΐων, όπου ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για να πάμε στην Ακράτα για Πάσχα, είχα βάλει το χέρι στο παντελόνι του πατέρα μου και βρήκα ένα χιλιάρικο της εποχής. Μεγάλο χαρτονόμισμα. Με είδε όμως η μάνα μου. Αρχίζει και με κυνηγάει.
-«Και τώρα ήρθε η ώρα να ανοίξω τα φτερά μου»
Βγαίνω προς τα έξω, πηγαίνω στην ταράτσα και εκείνη με ακολουθεί. Όπως είμαι στην ταράτσα -πολύ μικρός, ίσως και τριών χρονών- λέω: «Αφού πετάνε οι φίλοι μου τα περιστέρια ας ανοίξω κι εγώ τα φτερά μου για να πετάξω μήπως και γλιτώσω από το κυνήγι της μάνας». Αποτέλεσμα; Με βρήκαν στο πεζοδρόμιο, με απόλυτη διάσειση και αμέτρητα χτυπήματα. Έμεινα διασωληνωμένος για 40 μέρες με το κεφάλι μου μέσα σε πάγους. Όμως παρόλο που θεωρούσαν ότι δεν θα ζήσω, εγώ συνήλθα. Όταν γυρνάνε και με κοιτούν έκπληκτοι αρχίζουν να κλαίνε. Όπως μου διηγούνταν μετά, η μάνα μου περιχαρής έκανε τον σταυρό της και είπε στον γιατρό: «Και τώρα θα μείνει μέσα;». Εκείνος ψύχραιμος της απαντά: «Μάλλον, θα πρέπει να μείνει». Οπότε εγώ γυρίζω και του λέω: «Γιατρέ, τι θα πει μάλλον;». Και λέει ειρωνικά ο γιατρός με ένα τρυφερό χάδι: «Εσύ θα γίνεις μεγάλο κάθαρμα». Όπως αποδείχτηκε, ο γιατρός είχε κάνει σωστή… διάγνωση για το μέλλον μου. Από τότε κάθε Μεγάλη Πέμπτη πηγαίνω ένα στεφάνι στο Σταυρό του Χριστού. Πρώτα το πήγαινε η μάνα μου. Στη συνέχεια το πηγαίναμε μαζί. Μετά συνέχισα να το πηγαίνω μόνος μου. Ήταν το τάμα της. Όμως εκείνη η πτήση με την ανώμαλη προσγείωση δεν μου έβαλε μυαλό. Αργότερα θυμάμαι όταν ήμασταν τιμωρία και δεν μπορούσαμε να βγούμε, ανέβαινα πάλι στην ταράτσα, πηδούσα στο κενό και πιανόμουν από μια ξύλινη κολόνα για να δραπετεύσω. Ήξερα ότι θα φάω ξύλο μετά αλλά άξιζε τον κόπο η απόδραση προκειμένου να περάσω καλά. Έχω υπάρξει πάρα πολύ ζωηρός και αυτό το πλήρωνε η κακομοίρα η μάνα μου. Θεός σχωρέσ’ την. Ήταν δημόσιος υπάλληλος. Κι εκείνη στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς. Κάθε λίγο την έπαιρναν τηλέφωνο και της έλεγαν: «Το παιδί το μικρό είναι στο Τζάνειο». Πότε μου έκαναν ράμματα στο σαγόνι, πότε στο γόνατο, ενώ μια φορά είχα σπάσει τα δόντια και άλλη μία το χέρι. Ήταν τόση η ζωηράδα μου που αναγκάστηκε να παραιτηθεί -και δεν ξέρω κανέναν δημόσιο υπάλληλο σε αυτή τη χώρα που να έχει παραιτηθεί- για να συμμαζέψει αυτό το αγρίμι. Παραιτήθηκε από δημόσιος υπάλληλος όπου θα είχε ένα μισθό και μια σύνταξη, «εσαεί» ας πούμε, αλλά εγώ της τα έκοψα, γιατί ήμουν τέτοιο καθίκι, τέτοιο κάθαρμα, όπως -πολύ σωστά- είχε διαγνώσει και ο γιατρός.
-Μετά το μπακότερμα έχεις αρχίσει να έχεις παρέες στο γυμνάσιο, οπότε πάμε στο «δίτερμα»…
* Είμαι στο γυμνάσιο, ασφαλώς δημόσιο, ούτε το διανοήθηκαν ποτέ οι γονείς μου να μας στείλουν σε ιδιωτικό. Βέβαια πήγαμε στην πρώτη δημοτικού σε ιδιωτικό και νηπιαγωγείο, μετά όμως θεωρούσαν αδιανόητο ένα παιδί να πηγαίνει να πληρώνει για να μάθει γράμματα. Έτσι μετά συνεχίσαμε όλοι σε δημόσια σχολεία. Όταν βρέθηκα στο γυμνάσιο άρχισα να ξέρω ότι μπορώ να ανοίξω τα φτερά μου. Λύκειο και Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς, στην οδό Αφεντούλη, στο κέντρο του Πειραιά. Ακριβώς απέναντι στην ευθεία του Τζάνειου Νοσοκομείου ώστε να είμαι και κοντά να με ράβουν πιο εύκολα, όταν πήδαγα τα κάγκελα από διάφορα ύψη. Σαν αυτό το Parcour που κάνουν σήμερα οι νέοι, αλλά εγώ το είχα ανακαλύψει πριν από σαράντα χρόνια, τότε που δεν υπήρχε… Άρχισα να ανακαλύπτω τον κόσμο κάνοντας με τα πόδια τεράστιες αποστάσεις. Χωρίς δεύτερη σκέψη από τον Πειραιά πηγαίναμε στην Αθήνα. Βγαίναμε στην οδό Πειραιώς, πηγαίναμε μια χαρά στην Ομόνοια και ξανά πίσω. Αυτό με έκανε και αθλητή γιατί καταλάβαινα ότι έχω φυσικές δυνάμεις, όπως και τα παιδιά που κάναμε παρέα την εποχή εκείνη. Τότε ανακάλυψα ότι έχω μεγάλη ροπή στο γράψιμο. Όσα μου συνέβαιναν καθόμουν και τα έγραφα το βράδυ όχι σε μορφή ημερολογίου αλλά σαν έκθεση, με σκέψεις μέσα. Αυτό μου ανέπτυξε την κρίση και την κριτική και ευτυχώς βρήκα αυτές τις σημειώσεις – θησαυρό στο υπόγειο, έπειτα από πάρα πολλά χρόνια. Ήξερα ότι είχα ένα δρόμο που περνάει μέσα από το σχολείο, γιατί ήμουν καλός μαθητής. Θυμάμαι όλο το γυμνάσιο και το λύκειο Αρχαία Νέα, Ιστορία, Λατινικά, είχα πάντα 20 ή εκεί γύρω, θα ήταν αποτυχία να πέσω αισθητά κάτω από τον στόχο αυτό. Αντίθετα έβλεπα Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία και μου ανέβαινε πυρετός στην πραγματικότητα. Τα μαθήματα αυτά μου φαίνονταν εντελώς ακαταλαβίστικα και η μοίρα ήρθε και μου το πλήρωσε. Αυτά τα βιβλία τα σιχαινόμουν και τα έκαιγα μόλις τελείωνε η χρονιά και τώρα ο γιος μου πήγε στο Μαθηματικό με τον πατέρα του να μην έχει λύσει ποτέ του ούτε μια άσκηση. Έκαιγες τα βιβλία; Πάρε τώρα έναν μαθηματικό να έχεις. Όταν ήμασταν στο λύκειο, έγινε ένα μεγάλο ζύμωμα μέσα μου, το οποίο είχε δύο πόλους, αφού είμαστε και στο δίτερμα. Το πρώτο ήταν ότι λάτρευα αυτή την ιστορία με τις εφημερίδες.
«Ρε παιδί μου, εγώ θα γίνω δημοσιογράφος»
Αγόραζα με το χαρτζιλίκι μου τις αθλητικές και διάβαζα και του πατέρα μου. Έτσι κατάφερα να έχω μια είσοδο σε αυτό το μαγικό κόσμο. Όταν είδα πώς έγραφαν οι τότε αστέρες των εφημερίδων, λέω, ρε παιδί μου, δεν υπάρχει περίπτωση, εγώ θα γίνω δημοσιογράφος, διότι αυτοί οι άνθρωποι γράφουν χωρίς καμία φαντασία, γράφουν τελείως τυπικά, στεγνά, χωρίς κανένα καλολογικό στοιχείο, ας το βαφτίσουμε έτσι, οπότε αν αυτοί είναι οι αστέρες και γράφουν έτσι, τότε η δική μου δουλειά είναι αυτή. Εκεί ήταν λοιπόν το ένα τέρμα, η δεύτερη εστία όμως ήταν η ξεκάθαρη επιθυμία του πατέρα να πάω στη Νομική, κι όχι μόνο να πάω, να την τελειώσω αλλά να γίνω και δικαστής. Θεωρούσα ότι κάποια στιγμή θα έρθει μόνο του το πράγμα και θα αποφασίσω χωρίς την πατρική επιμονή. Έτσι στη δευτέρα Λυκείου, πριν καν έρθει η ώρα να τελειώσω ορθόδοξα και να δώσω εξετάσεις, φεύγω και πάλι με τα πόδια από τον Πειραιά. Προορισμός μου η οδός Πειραιώς 9-11. Εκεί ήταν η «Βραδυνή» του Τζώρτζη Αθανασιάδη στον πρώτο όροφο και στον τρίτο όροφο το «Φως». Χτυπάω την πόρτα. Απάντησε και άνοιξε ο «άγιος» Θεόδωρος Νικολαΐδης, εκδότης, διευθυντής και τα πάντα στο «Φως». Ο εργατικότερος ίσως εκδότης όλων των εποχών. «Τι είσαι εσύ ρε;» με ρωτάει. «Τι να είμαι εγώ, άνθρωπος όπως και εσύ» του είπα και θέλω να γίνω δημοσιογράφος, θέλω να ασχοληθώ με αυτό. «Τι ομάδα είσαι;» μου λέει και του απαντάω «Παναθηναϊκός». «Και τι θες εδώ;» με ξαναρωτάει και του απαντάω γιατί θεωρώ ότι η δική σας εφημερίδα είναι η καλύτερη και πιστεύω ότι αυτό θα είναι μεγάλο σχολείο για εμένα. Μου είπε ότι είμαι τρελός αλλά επειδή «έχεις θάρρος, θα πας σε έναν κυριούλη που είναι εδώ δίπλα σε ένα γραφείο». Ήταν ο αείμνηστος Νίκος Ρατσιάτος, ο «αρχιερέας» των επαρχιών, συντόνιζε όλα τα επαρχιακά ρεπορτάζ, την Κρήτη, τη Θεσσαλονίκη, το Βόλο, την Καβάλα. Έκανε λοιπόν ένα «παιδομάζωμα» και ο καθένας έπαιρνε διάφορες ανταποκρίσεις που έρχονταν από την επαρχία. Με ενέταξε αμέσως σε αυτή την ομάδα. Όταν είδε το πρώτο χειρόγραφο, μου είπε: «Εσύ δεν είσαι για Β’, Γ’, Δ’ Εθνική», οπότε πήρα αμέσως προαγωγή στη μεγάλη κατηγορία, στην Α΄ Εθνική. Πολύ γρήγορα με φώναξε ο κύριος Νικολαΐδης και μου είπε: «Παιδί μου να ξέρεις ότι η δουλειά σου είναι αυτή, αυτό είναι το επάγγελμά σου, μην κάνεις καμιά κουταμάρα. Αλλά πρέπει να σπουδάσεις και να πας στο Πανεπιστήμιο. Το χέρι σου είναι μαγικό και θέλω πάρα πολύ να συνεχίσουμε και να ξέρεις ότι εγώ δεν θα σε αφήσω έτσι…». Έβγαλε και μου έδωσε χίλιες δραχμές, δηλαδή τρία ευρώ σημερινά, αλλά τότε είχαν την αξία τους.
«Και έτσι το πράσινο μπήκε στη ζωή μου…»
Μπήκα, κρυφά λοιπόν από τους γονείς μου, σε αυτό τον κόσμο των δημοσιογράφων, διότι ο πατέρας μου ήταν τελείως αντίθετος. Έλεγε ότι το δικό του παιδί δεν είναι γι’ αυτόν τον κόσμο, παρόλο που έπαιρνε τρεις τουλάχιστον εφημερίδες την ημέρα. Ξεκίνησα κρυφά και επειδή το «Φως» ήταν στην Ομόνοια έπρεπε να κάνω κοπάνες από το σχολείο, ενώ από τα φροντιστήρια έφευγα πριν από τις δώδεκα, αφού μετά δεν υπήρχε λεωφορείο για τον Πειραιά. Ήταν μόνο το «πράσινο» λεωφορείο που από το Σύνταγμα με πήγαινε μέχρι τη Βρυώνη. Έτρεχα για να το προλάβω. Από τότε μπήκε το «πράσινο» στη ζωή μου, ενώ οι γονείς δεν είχαν πάρει χαμπάρι τι ακριβώς κάνω. Άρχισαν βέβαια να παραξενεύονται με την αργοπορία και έτσι τους είπα ότι διαβάζω με διάφορους συμμαθητές οι οποίοι έχουν σημειώσεις από τα φροντιστήρια κλπ. οπότε αφού εγώ δεν πάω φροντιστήριο, μπορούμε να διαβάζουμε μαζί και να παίρνω αυτές τις σημειώσεις. Πολύ αργότερα κατάλαβαν ότι το διάβασμα είχε να κάνει με πέναλτι, οφσάιντ και διάφορες απίθανες ιστορίες στη μαγική εποχή βεβαίως μεγάλων αστέρων, όπως του Πελέ και του Γιόχαν Κρόιφ. Ζω έντονα το Μουντιάλ του ’78 της Αργεντινής. Ευτυχώς οι αγώνες γίνονταν μεσημέρι και απόγευμα ώρα Ελλάδος και δεν δημιουργήθηκε κάποιο σοβαρό πρόβλημα με τις απουσίες μου εκείνο τον Ιούνιο. Ήδη «μεθούσα» ζώντας την έκδοση της εφημερίδας από το πρώτο χειρόγραφο μέχρι την εκτύπωσή της. Είμαι τυχερός γιατί γνώρισα τους λινοτύπες και τους στοιχειοθέτες, δύο ειδικότητες που μετά χάθηκαν ως επάγγελμα. Έβλεπα ανθρώπους με τεράστια αγάπη, μεράκι και δύναμη να χτίζουν αυτά τα δαιδαλώδη «μωσαϊκά» πάνω στον μουσαμά της εφημερίδας, στο περίφημο «ταψί». Το υπόγειο ήταν σαν το ιερό των εκκλησιών. Δεν επιτρεπόταν η είσοδος. Τρύπωνα λοιπόν κρυφά για να παρακολουθήσω αυτή τη δημιουργική μυσταγωγία. Σιγά σιγά, επειδή ήμουν κι ανήσυχο πνεύμα, έφτασε η χάρη μου στον πρώτο όροφο, στη «Βραδυνή». Ζούσε ακόμα ο εκδότης της, Τζώρτζης Αθανασιάδης, που τον γνώρισα όταν με «πάσαρε» ο Θόδωρος Νικολαΐδης στη «Βραδυνή» για να μπορώ να παίρνω καμιά δραχμή γράφοντας διάφορα κείμενα. Εκεί γνώρισα δημοσιογράφους – δασκάλους, που δεν είναι πια στη ζωή, όπως ο Λευτέρης Γενεράλης. Μετά το «Φως» λοιπόν μπήκα και στη «Βραδυνή» και ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω ότι έζησα λεπτό το λεπτό όλα τα γεγονότα μετά την -ανεξιχνίαστη μέχρι σήμερα- δολοφονία του Τζώρτζη Αθανασιάδη το βράδυ του Σαββάτου της 19ης Μαρτίου 1983. Εμείς γράφαμε γιατί είχαμε αρκετή δουλειά. Ήμουν σε ένα μικρό γραφειάκι και άκουσα τους πυροβολισμούς. Ο καφετζής της εφημερίδας, ο κύριος Τάσος, μας είπε ότι δολοφόνησαν τον εκδότη. Ήρθε η αστυνομία και άρχισαν άμεσα οι έρευνες. Το γεγονός με συντάραξε γιατί ήταν πολύ διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Έτσι εκρηκτικά έγινε ο «γάμος» και με τη «Βραδυνή», την παλιά «Βραδυνή», την καλή, με τους τρομερούς δασκάλους. Τους παρακολουθούσα πώς κάνουν το δικαστικό ρεπορτάζ, πώς κάνουν το ελεύθερο. Τους κοίταζα με δέος. Πίστευα ότι αυτοί είναι τέσσερα μέτρα ύψος και διακόσια πενήντα κιλά βάρος. Έβλεπα ότι το χέρι τους ήταν από σίδερο και το νύχι από διαμάντι. Κι εγώ; Παιδάκι που έχοντας γνωρίσει αυτή τη γκάμα, από το υπόγειο και μέχρι πάνω άρχισα να σέβομαι τους συναδέλφους μου και να τους τιμώ.
-Σήμερα δεν συμβαίνει αυτό; Πώς είναι τα πράγματα;
* Τα σημερινά παιδιά που μπαίνουν στις εφημερίδες νομίζουν ότι πρέπει να πάνε στο CNN κατευθείαν κι ότι όλοι εμείς είμαστε σκουλήκια. Μας βλέπουν σαν σκουπίδια και συμπεριφέρονται λες και τους χρωστάμε κι από πάνω. Έχουν αλλάξει τελείως και οι εποχές, και τα ήθη, και τα πάντα.
-Ας μιλήσουμε, μιας και το έφερε η κουβέντα στους δασκάλους σου, στους «προγυμναστές»…
* Το ότι μπορώ και γράφω καλά κι έχω αναπτύξει τη φαντασία μου καμαρώνοντας αυτή τη στιγμή δώδεκα βιβλία το οφείλω κυρίως στη δασκάλα του δημοτικού, την κυρία Αποστολάκη, η οποία μου έμαθε να διαβάζω και να γράφω. Τελεία και παύλα. Αυτή με «έχτισε». Είναι στον παράδεισο τώρα.
-Το μικρό της όνομα;
* Ποτέ δεν είχαμε μικρά ονόματα τότε. Ήταν η Κυρία Αποστολάκη. Ποτέ δεν είχαμε μικρό όνομα δασκάλας ή δασκάλου, δεν ήταν όπως σήμερα που λέμε «έλα Γιώργο», ποιος Γιώργος; Αυτή είδε πράγματα πάνω μου και με έπαιρνε στα διαλείμματα και μου έλεγε: «Θέλω να διαβάζεις βιβλία, έχεις μια πολύ καλή ροή στην έκθεση, μην την αφήσεις, για να γίνεις καλύτερος διάβαζε το καλοκαίρι βιβλία, εξωσχολικά, μυθιστορήματα»… Αυτή άφησε το σημάδι της στην πορεία μου και με οδήγησε εδώ που είμαι σήμερα. Δεύτερος ήταν ο φιλόλογος κύριος Παργινός στο γυμνάσιο και το λύκειο. Μου είχε δώσει και δύο, τρία πολύ γερά χαστούκια… Έβγαιναν τα δάχτυλά του στα μάγουλά μου λέγοντάς μου: «Αυτή είναι η κατεύθυνσή σου, αλλά είσαι πολύ θρασύς γιατί φεύγεις από τα όρια του βιβλίου. Σας βάζω μια εργασία κι εσύ επεκτείνεσαι σε άλλα πράγματα ενώ το βιβλίο σας λέει άλλα». Θυμάμαι πως είχαμε ομηρικές μάχες προσπαθώντας να του εξηγήσω ότι δεν υπάρχει μόνο το βιβλίο και δέκα «παπαγάλοι», μπορούμε -του έλεγα- να έχουμε κι άλλες απόψεις. Ευτυχώς δεν μου έκοψε τα φτερά και με άφησε να μπορώ να εκφράζομαι όπως θέλω. Το αποτέλεσμα το βλέπετε σήμερα. Του οφείλω τα πάντα.
«Σε παρακαλώ μόνο να μη μου κάνεις φασαρία»
* Όμως, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, οφείλω πολλά και στον μαθηματικό μου, τον κύριο Τζεμπερλίδη, ήταν ένας τύπος που έμοιαζε με ταβερνιάρη με κοιλιά και μουστάκι. Μου έλεγε: «Εντάξει, άσχετος είσαι ρε, είσαι για ξύλο όλη την ημέρα, είσαι για κλωτσιές και χαστούκια, αλλά τι να κάνουμε αφού είσαι μαθητάρα στα άλλα; Τουλάχιστον μην κάνεις φασαρία κι εγώ θα σε περνάω με ένα δεκαράκι. Αρκεί να μη μου κάνεις φασαρία, να μη μου ξεσηκώνεις τους άλλους, γιατί είσαι ξεσηκώστρα». Ο καθηγητής αυτός με σεβάστηκε. Δεν τον ξεχνώ. Του χρωστάω πολλά.
-Αργότερα γνώρισες άλλους;
* Θυμάμαι με δέος τους καθηγητές στη Νομική, στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Εκεί οι άνθρωποι είχαν άλλη κουλτούρα, άλλη παιδεία, ήταν πραγματικοί δάσκαλοι και δεν ήταν βαριεστημένοι, οι οποίοι αναμειγνύονται με πολλά, σαν τους σημερινούς. Ήταν πάνω στον φοιτητή. Μάλιστα ένας από τους καθηγητές μου έγινε και υπουργός πρόσφατα, ο Γιάννης Πανούσης, ο οποίος μας έκανε Ανακριτική και Εγκληματολογία. Είναι εντελώς διαφορετικός από τους επαγγελματίες πολιτικούς, έχει άλλη νοοτροπία. Οπωσδήποτε ως καθηγητής ήταν εξαιρετικός και ως άνθρωπος πολύ γλυκός.
-Ας γυρίσουμε λίγο πίσω στην μπάλα…
* Είμαστε πια στις αρχές του ’80. Επανέρχομαι στο δίτερμα, το οποίο έπαιζε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου, στην ενασχόληση με τις δύο εστίες. Ήδη έχω μπει στον κόσμο των εφημερίδων και για να τα καταφέρω πρέπει να συνδυάσω πράγματα. Μπορεί η ζωή στη εφημερίδα να είναι παραμυθένια αλλά το διάβασμα δεν είναι τόσο απλό. Πρέπει να το κάνω όμως. Το καλοκαίρι πριν δώσω εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο όχι μόνο δουλεύω στις εφημερίδες αλλά και πληρώνομαι. Δεν είμαι βέβαια στο μισθολόγιο, αλλά πληρώνομαι. Πράγμα αδιανόητο για νεοεισερχόμενο εκείνη την εποχή. Μια βδομάδα πριν από τις εξετάσεις είμαι ερωτευμένος με ένα πιτσιρίκι από το φροντιστήριο. Τη θυμάμαι σαν τώρα. Μαρία τη λέγανε κι ήταν Κρητικιά. Είχαμε ανταμώσει στο φροντιστήριο του Μπελεζίνη στην Ομόνοια. Την ακολούθησα στην Κρήτη γιατί ήθελα να ήμουν κοντά της και γύρισα με το καράβι κατάστρωμα την ημέρα που ξεκινούσαν οι εξετάσεις. Ήμουν σε πολύ κακή κατάσταση ύστερα από ταξίδι 14 ωρών με φουρτούνα. Έτσι δεν κατάφερα να φτάσω τότε στο λιμάνι του Πανεπιστημίου. Οι γονείς μου με στήριξαν: «Δεν πειράζει, συμβαίνουν αυτά», μου είπαν. Κι εγώ απάντησα: «Τι συμβαίνουν αυτά; Απέτυχα! Είμαι της πλάκας και εσείς μου λέτε δεν πειράζει;». Αυτό μου έθιξε όσο φιλότιμο είχε απομείνει μέσα μου. Συνέχισα να ασχολούμαι με τις εφημερίδες αλλά έπρεπε και να αποφασίσω. Θα πάω στο Πανεπιστήμιο ή δεν θα πάω; Να μην παιδεύομαι κιόλας. Κάνω μια πολύωρη σύσκεψη με τον εαυτό μου και αποφασίσαμε ότι είναι αμαρτία να πληγώσω τον πατέρα μου που ήταν ένας άγιος άνθρωπος. Οπότε κατάφερα να τα εξισορροπήσω για να ικανοποιήσω και την πατρική επιθυμία. Μετά όμως είχαμε συνεχώς διάφορες συγκρούσεις, διότι με φανταζόταν δικαστή κι όχι δικηγόρο απλώς. Του έλεγα: «Τώρα ποιος δικαστής: Εδώ ο δρόμος είναι ανοιχτός για μένα, καλπάζω». Τότε λοιπόν συνέβη το απρόσμενο. Μπήκε στη ζωή μου το «Έθνος». Είχε βγει με σκοπό να πάρει την πρώτη κυκλοφορία. Υπήρχε μάλιστα και μια μυστική συμφωνία που τη μάθαμε πολύ αργότερα. Ο εκδότης Γιώργος Μπόμπολας και ο διευθυντής Αλέκος Φιλιππόπουλος δίνουν τα χέρια και λένε: «Ή παίρνουμε στους έξι μήνες την πρώτη κυκλοφορία ή κλείνουμε». Έχουν πάρει λοιπόν για ρεπορτάζ Παναθηναϊκού τον Τάσο Σωτηρίου, αγαπημένο και σεβαστό συνάδελφο, ο οποίος, άκουσον άκουσον, παραιτείται ύστερα από λίγους μήνες για να πάει στην πρωινή εφημερίδα «Ελεύθερη Γνώμη» του Θανάση Πόπωτα και να κάνει ρεπορτάζ ΠΑΣΟΚ. Η εφημερίδα κυκλοφόρησε την Κυριακή 29 Μαΐου 1983, ο Τάσος Σωτηρίου έχει φύγει πολύ νωρίτερα και ο Φιλιππόπουλος τηλεφωνεί έξαλλος στον Χρήστο Σβολόπουλο, τον προϊστάμενο του αθλητικού τμήματος που είχε επιστρατευθεί για να στηρίξει την εφημερίδα. Ο Σβολόπουλος ήταν ιστορική μορφή του αθλητικού ρεπορτάζ και από τους ιδρυτές του Πανελληνίου Συνδέσμου Αθλητικού Τύπου. Ο Φιλιππόπουλος λοιπόν κάνει «σκόνη» τον Σβολόπουλο. Τον κάνει «σκουπίδι» και του λέει: «Είναι ντροπή σου που φεύγει άνθρωπος από την εφημερίδα. Ποιος είσαι εσύ και ποιος είναι αυτός που θα μας κλείσει την πόρτα» και καταλήγει λέγοντας: «Θέλω να μου βρεις ένα παιδί, νεαρό φοιτητή, που θα έρθει, θα πιάσει δουλειά και θα πάρει σύνταξη από εδώ», καλή του ώρα στον Παράδεισο που είναι. Έντρομος ο Σβολόπουλος, τηλεφωνεί στον Θόδωρο Νικολαΐδη: «Ρε με ξεφτίλισε ο κ. Φιλιππόπουλος. Με διέσυρε. Ντροπή μου. Δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό το πράγμα. Θόδωρέ μου, θέλω να με καταλάβεις, με έκανε δύο παράδες». Του λέει λοιπόν ο Νικολαΐδης: «Χρήστο μου έπαθες τέτοιο χουνέρι; Μην ανησυχείς. Έχω ένα παιδί που είναι και Παναθηναϊκός. Αλλά θα κάνουμε μια συμφωνία. Δεν θα σου πω ακόμα το όνομά του, αν πρώτα δεν συμφωνήσεις. Θα στον στείλω μεν αλλά θα τον αφήσεις και σε μένα. Δεν ξέρω, θα βρούμε τη φόρμουλα. Μπορεί να γράφει χωρίς το όνομά του, αλλά δεν θα μου τον πάρεις». Σε πλήρη απόγνωση ο Σβολόπουλος του απαντά: «Συμφωνώ σε ό, τι θέλεις. Να σου γράφει ό, τι θέλεις και όπως θέλεις αρκεί να μου τον στείλεις τον ρημαδιασμένο. Ποιος διάολος είναι;». Του λέει ο Νικολαϊδης το όνομά μου και την επόμενη μέρα ο Σβολόπουλος με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Αύριο σε περιμένω στο γραφείο μου». Εγώ τότε έκανα μια πολύ ξεκάθαρη σκέψη μέσα μου: «Ή γίνομαι επαγγελματίας δημοσιογράφος, τερματίζω τις χίλιες δραχμές, τερματίζω το μπλοκάκι, τερματίζω τα παρακάλια, ή ασχολούμαι με τη Νομική καθαρά, ξεκάθαρα και παίρνω τον δρόμο για να γίνω δικαστής κατά τις βουλές του πατέρα μου». Παίρνω λοιπόν τη μεγάλη απόφαση: Πηγαίνω στο ραντεβού με τον Σβολόπουλο. Σαν τώρα το θυμάμαι, φοράω μπλε παντελόνι, γκρι σακάκι, δίχρωμο πουκάμισο γαλάζιο με άσπρο γιακά και πουά γραβάτα και λέω ή τώρα η ποτέ, και σταματάω από το «Φως» κι από όλα. Ο Σβολόπουλος με υποδέχεται στο γραφείο του. Είναι βλοσυρός και σεβάσμιος. Είχε διατελέσει Πρόεδρος του Συνδέσμου των αθλητικών συντακτών έξι φορές, συνολικά για 15 χρόνια, όπως έμαθα εκ των υστέρων. Ήταν ένας δημοσιογράφος ο οποίος είχε παίξει ποδόσφαιρο και πόλο. Ήταν προπονητής και στο πόλο και στο μπάσκετ. Είχε κάνει ένα σωρό πράγματα. Είχε καλύψει, ως απεσταλμένος, όλους τους Ολυμπιακούς Αγώνες από το 1936 μέχρι και το 1980. Είχε γράψει πολλά αθλητικά βιβλία και τώρα βρισκόταν απέναντι σε μένα το μειράκιο και μου έλεγε τι θέλει από μένα. Μετά με παραπέμπει στον Φιλιππόπουλο που ήταν «ο Κωστής Παλαμάς των εφημερίδων», υπήρξε και είναι ακόμα ο μεγαλύτερος εφημεριδάς που γέννησε η Ελλάδα, παρόλο που δεν είναι εν ζωή ο άνθρωπος. Με “Μεσημβρινή”, με “Απογευματινή”, με “Ελευθεροτυπία”, με το “Έθνος”, με τις “Εικόνες”, με τα πάντα. Πάω και βλέπω έναν επίσης πολύ βλοσυρό άνθρωπο που με ρωτάει: «Γιατί θέλεις να γίνεις δημοσιογράφος εσύ;» κουνώντας μου το δάχτυλο. Εγώ του απαντώ -από μέσα μου- «Θέλω να γίνω γιατί έτσι γουστάρω, τι ερώτηση είναι αυτή; Θέλω να γίνω! Τέρμα»! Λοιπόν; Επαναλαμβάνει ο Φιλιππόπουλος, θα μου πεις γιατί θέλεις να γίνεις δημοσιογράφος ή μήπως προτιμάς να κάτσεις και να γράψεις ένα κείμενο; Είχα καταπιεί τη γλώσσα μου.
«Αυτό έγραψα ρε μπάρμπα! Αυτό μπόρεσα»
* Πριν προλάβω να απαντήσω με βάζει να κάτσω στο γραφείο του δίνοντάς μου πέντε λευκές σελίδες με το στυλό του και μου λέει: «Γράψε». Και τον ρωτάω: «Τι να γράψω;». Ποια είναι η είδηση της ημέρας, μου λέει, πάρε και γράψε. Ο Παναθηναϊκός είχε πάρει τότε τον Θανάση Δημόπουλο, από το Βούναρχο Ηλείας, το κείμενο που γράφω στο γραφείο και την καρέκλα του Φιλιπόπουλου θα το θυμάμαι μέχρι την ημέρα που θα αποδημήσω εις Κύριον. Γράφω λοιπόν:
«Η τύχη αδιανόητα σιωπηλή και αναπάντεχα εμφανιζόμενη, ξέρει, έμαθε, να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις της ανάλογα με τα γούστα και τις ορέξεις της. Αυτή λοιπόν η τύχη, τυφλή, διάλεξε τον γιο ενός παπά από το Βούναρχο Ηλείας να τον περάσει από τα αλώνια στα σαλόνια».
Αυτός ήταν ο πρόλογος του κομματιού που έδωσα στον Φιλιππόπουλο. Τον βλέπει, τον διαβάζει, τον ξαναδιαβάζει και με βουτάει από το μαλλί, διότι τότε είχα μαλλί. Και ζόρικο, και μακρύ, και ξανθό, και πλούσιο σαν του Νταν Μπράουν.
Μου λέει με ύφος: Τι είναι αυτό;
Ήθελα να του απαντήσω: Αυτό έγραψα! Αυτό ρε μπάρμπα! Αυτό μπόρεσα!
Νόμιζα ότι το θεωρούσε σκουπίδι, αλλά δεν μίλησα… Και του λέω με συστολή: «Συγγνώμη, αυτό σκέφτηκα να γράψω».
– Πήγαινε τώρα στο λογιστήριο, μου λέει.
– Τι εννοείτε; τον ρωτάω…
– Θα πας κάτω, στο ισόγειο και θα ζητήσεις την κυρία Αφροδίτη Δεϊμέζη. Θα της τηλεφωνήσω και θα σε περιμένει. Μπαίνεις στο μισθολόγιο.
Τον κοιτάω. Μου ξανακουνάει το δάχτυλο και μου λέει:
«Απαραίτητη προϋπόθεση για να παραμείνεις στην εφημερίδα είναι να συνεχίσεις το Πανεπιστήμιο. Θα σου κόψω τα πόδια αν μάθω ότι χρωστάς μαθήματα. Από εμένα θα παίρνεις είκοσι μέρες άδεια πληρωμένη εκτός από την κανονική σου για να πηγαίνεις να δίνεις εξετάσεις».
Αυτός ο γίγαντας με έβαλε στον κόσμο των επαγγελματιών δημοσιογράφων.
Όντως πήγα στο λογιστήριο και έγινε και τυπικά η πρόσληψη. Όμως πριν κατέβω ένιωθα ότι μπορώ να πετάξω ψηλά και να φύγω από το ταβάνι. Ήμουν σίγουρος ότι μπορώ να το τρυπήσω. Ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να πηδήξω από την ταράτσα. Εκείνη τη στιγμή τον ακούω να μου λέει:
– Κάτσε, πού πας;
– Στο λογιστήριο, του λέω.
– Δεν θα πούμε για λεφτά; με ρώτησε.
(Φυσικά εκείνη τη στιγμή δεν με ενδιέφεραν τα λεφτά. Τι να πω για λεφτά εγώ…). Μου λέει λοιπόν: “Θα παίρνεις 24 χιλιάδες το μήνα”. Ο μισθός μου τότε ήταν χίλιες δραχμές και εκείνος με απογείωσε 24 φορές επάνω. Πάω ξανά να φύγω και μου λέει:
«Κάτσε, περίμενε, αυτός θα είναι ο βασικός σου μισθός γιατί θα υπάρχουν και τα κυριακάτικα, τα οποία προστίθενται και είναι ένα ποσό επιπλέον».
Με έριξε στα βαθιά χωρίς αναπνευστήρα και βατραχοπέδιλα. Δεν θα τον ξεχάσω όπως και δεν θα ξεχάσω ότι στη συνέχεια είχαμε ηθικές συγκρούσεις. Μου έλεγε: «Δεν είναι δυνατόν εσύ μ’ αυτό το χειρόγραφο, με αυτά τα κείμενα να κάνεις αθλητικό».
Και χωρίς δισταγμό του απαντούσα: «Δεν το κάνω επειδή περίσσεψε αλλά επειδή το λατρεύω».
«Όχι, θα κάνεις Βουλή, θα κάνεις αυτό, μετά εκείνο, ύστερα το άλλο». Άρχιζε λοιπόν να μου φέρνει περίφημες «νύφες»: Θα κάνεις δικαστικό, θα κάνεις ελεύθερο, αστυνομικό…
Άφησα στο ράφι όλες τις «νύφες» και κόντεψα να φτάσω στο σημείο να με διώξει γιατί όλο «όχι» του έλεγα.
«Πρώτα για σένα και μετά για τους αναγνώστες»
* Τον θυμάμαι μια βροχερή μέρα του 1983 να με κοιτάζει αυστηρά και να μου λέει: «Αν δεν βάλουν όλοι πάθος στα κείμενά τους, οι εφημερίδες μια μέρα θα πεθάνουν». Με αγκάλιασε στοργικά σαν πατέρας και μου είπε: «Γράψε κινηματογραφικά. Μη διστάζεις και μη φοβάσαι κανέναν. Πρώτα γράφεις για σένα και μετά για τους αναγνώστες».
Ο Φιλιππόπουλος ήταν ο μεγάλος μας δάσκαλος. Ο άνθρωπος που άλλαξε ριζικά τις ζωές πολλών μας.
Κάποια στιγμή βαρέθηκε και μου είπε: «ΟΚ, αφού είσαι τρελός, εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα και καλά να πάθεις ό, τι πάθεις, αλλά θα μου γράφεις κάποια κείμενα στο «Έθνος της Κυριακής» και κάποια ελεύθερα θέματα για τις «Εικόνες». Ακόμη θυμάμαι σαν τώρα που μου ζητούσε να κάνω κάποια θέματα για την Ύδρα…
Νομίζω ότι είχε σπίτι εκεί.
Ήθελε να διαβάζει για τις ομορφιές του νησιού και μου έλεγε: «Θέλω να το πιάσεις το κείμενο έτσι ώστε να κλαίω όταν το διαβάζω». Δεν ξέρω αν έκλαψε ποτέ αλλά εμένα με έβαλε στον δρόμο να κάνω κι άλλα κείμενα πέρα από τα αθλητικά. Και ήταν η μεγάλη βούλα, η μεγάλη στάμπα, το μεγάλο σημάδι που άφησε στην υπόλοιπη καριέρα μου. Μέχρι που μου έδινε να ξαναγράφω κείμενα, γνωστών συναδέλφων. Έκανα rewriting ακόμα και αστέρων της εποχής.
-Πάμε τώρα στο γήπεδο με το χώμα και με το χόρτο, δηλαδή στα δύσκολα και στα εύκολα.
* Στο επάγγελμα ανέφερα τους ανθρώπους που έπαιξαν τον πρώτο ρόλο, δηλαδή τον Θόδωρο Νικολαΐδη, τον Αλέκο Φιλιππόπουλο, τον Χρήστο Σβολόπουλο. Όμως η εποχή άλλαζε, η γλώσσα και τα ήθη άλλαζαν και τότε ακριβώς ήρθε και στο αθλητικό τμήμα του «Έθνους», ο Ανδρέας Μπόμης. Ήταν ο άνθρωπος που βλέπει τις αλλαγές που έρχονται και αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα είναι αλλιώς. Τότε βλέπω ότι υπήρχαν δύο περιπτώσεις: Ή να με σταματήσει και να μου πει ότι εγώ θέλω να γράφεις έτσι ή να με αφήσει να εκφράζομαι ελεύθερα εν λευκώ. Έφτασα στο σημείο να γράφω και ακρότητες. Ο Μπόμης δεν μου διόρθωσε ποτέ τίποτα. Ίσα ίσα με παρότρυνε και με έσπρωχνε να γράφω ό, τι και όπως θέλω. Έτσι τα κείμενά μου είχαν πάντα μια ιδιαιτερότητα. Έβαζα μέσα τραγούδια, στίχους και ποιητές. Πάντρευα την επικαιρότητα της εποχής με τα αθλητικά γεγονότα.
-Και το δικό σου το γράψιμο ήταν πάνω στη συνταγή που ήθελε ο Μπόμης. Στο περίφημο γράψιμο «δια των προσώπων», κάτι που παλιότερα ήταν εντελώς άγνωστο.
* Ευτυχώς, το κατάλαβα πολύ γρήγορα, κι είχε απόλυτο δίκιο ο άνθρωπος, ότι δεν μπορείς να μιλάς αορίστως. Δεν μπορείς να λες για μια εκκλησία που έχει πολύ ωραία κεραμίδια, έναν τρούλο καφετί και λουλούδια στον κήπο της. Πρέπει να πεις πρώτα για το πρόσωπο, τον παπα-Νεκτάριο που μαζεύει τον κόσμο και κάνει εκείνο και το άλλο. Αναδεικνύεις το πρόσωπο και κατ’ επέκταση όλο το χώρο. Κατάλαβα ότι έχει πολύ δίκιο ο Μπόμης κι αυτό μπόρεσα να το στηρίξω απόλυτα, φτάνοντας σε σημείο να περιγράφω, για παράδειγμα, στους προπονητές πώς έκαναν μια γκριμάτσα στις δηλώσεις όταν ήταν μια ερώτηση ζόρικη, πώς δυσανασχετούσαν ή πώς χαίρονταν. Άρχισα να περιγράφω την εικόνα πια, από τα πολύ μικρά μου επαγγελματικά χρόνια. Μιλούσα για το πρόσωπο, για τις κινήσεις των χεριών, για το ντύσιμο. Κι αυτό του άρεσε του Μπόμη και με έσπρωξε στο να το κρατήσω. Μου έδωσε πολλά πράγματα στην πορεία και άθελά μου, χωρίς να το καταλαβαίνω την ώρα εκείνη, άρχισα να χρησιμοποιώ μια μυθιστορηματική γραφή, που πολύ αργότερα τη βρήκα και τη χρησιμοποίησα στα βιβλία.
-Και τη χρησιμοποιείς και στην τηλεόραση. Από την περιγραφή που κάνεις φαίνεται ότι δεν έζησες πολλά χρόνια ως αναπληρωματικός στον πάγκο, ίσως σχεδόν αμέσως έπαιξες στη βασική ενδεκάδα, σωστά;
* Πολύ σωστά. Βέβαια αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το ταλέντο του κάθε παίκτη αλλά και με τον προπονητή. Είναι σαν να βγαίνει ένα παιδάκι πρώτη φορά από το σπίτι και να πηγαίνει στα τσικό μιας ομάδας. Έχει πολύ μεγάλη σημασία ποιος θα είναι αυτός που θα σε υποδεχτεί εκεί. Αν είναι κάποιος άξεστος που θα σου φωνάζει, θα σε βρίζει και θα σε κλωτσάει, τότε θα απογοητευτείς και θα αποθαρρυνθείς. Αν όμως βρεις έναν δάσκαλο παιδαγωγό που θα σε αγκαλιάσει και θα σου μάθει τεχνικές και θα σε αφήσει να έχεις πρωτοβουλίες, τότε η εξέλιξή σου θα είναι εντελώς διαφορετική. Εμένα ο πρώτος δάσκαλος ήταν ο Νικολαΐδης, ο οποίος αμέσως με πήρε αγκαλιά λέγοντάς μου ότι είμαι γι’ αυτή τη δουλειά. Όταν είδε τα πρώτα μου χειρόγραφα με εμπιστεύτηκε στα 18 μου χρόνια και άρχισε να μου ζητάει συνεντεύξεις δισέλιδες στο «Φως». Πράγμα που σημαίνει δέκα, δώδεκα χιλιάδες λέξεις τη φορά από τεράστιες προσωπικότητες της εποχής εκείνης. Αργότερα –και δεν με έβλαψε καθόλου αυτό– με έκανε «κηδειογράφο». Έγραφα δηλαδή τα αποχαιρετιστήρια κείμενα για τους βετεράνους που εγκατέλειπαν τον μάταιο τούτο κόσμο. Ήταν μυθικά πρόσωπα που τα αγαπούσε ο κόσμος. Όλοι οι διάσημοι που έχουν φύγει, έχουν φύγει από τα χέρια μου, αθλητές, πρόεδροι, ποδοσφαιριστές… Ο Νικολαΐδης μου έλεγε ότι αυτό το θέμα θέλει μια ευαισθησία, θέλει μια… φιλολογία, θέλει ένα παιχνίδι των λέξεων, δεν μπορεί να γίνει ένα σκέτο στεγνό κείμενο, «έφυγε κι ήταν τόσα στεφάνια που τον ακολούθησαν κ.λπ.». Αυτό το παιχνίδι, το ’χα. Ίσως ακούγεται εγωιστικό, αλλά είχα αυτή τη ροπή στο κείμενο και στη γραφή και ο Νικολαΐδης μου το αναγνώρισε. Άρα δεν κάθισα στον πάγκο γιατί είχα έναν προπονητή ο οποίος με «τσίμπησε» και μου είπε:
«Αν είναι να περιμένω να γίνεις τριάντα χρονών για να γίνεις βασικός συντάκτης καήκαμε. Τώρα που είσαι μικρός θα σε βάλω». Κι έτσι σιγά σιγά με προώθησε αμέσως στα πράγματα και μάλιστα μου έδωσε ακόμα και ρεπορτάζ Α’ Εθνικής, τον Πανιώνιο, που ήταν κι αυτό τεράστιο σχολείο. Γιατί πρώτη φορά κάνω ρεπορτάζ ομάδας – ομάδας, όπου κι εκεί είχα την τύχη να πέσω πάνω στον προπονητή Πάνο Μάρκοβιτς, ο οποίος ήταν θεός, σοφός κι έλεγε τρομερές ατάκες και τότε. Ήταν η εποχή που ο Πανιώνιος είχε μυθικές ενδεκάδες. Στη συνέχεια ο Νικολαΐδης βλέποντας το μεράκι που έχω κατάλαβε ότι θα ήταν καλύτερα να με βάλει στο ρεπορτάζ του Παναθηναϊκού. Εκεί βασικός ρεπόρτερ ήταν ο Μάκης Παπαζήσης. Άρχισα λοιπόν να πηγαίνω στην Παιανία με το λεωφορείο βέβαια. Πήγαινα μέχρι το Μοναστηράκι με το τρένο, έπαιρνα το λεωφορείο της Παιανίας, κατέβαινα στη στάση Καρελά και μετά με τα πόδια. Στη συνέχεια σκαρφάλωνα σε μια μάντρα για να δω την προπόνηση. Αυτό τότε ήταν το πραγματικό ρεπορτάζ, όχι η σημερινή κοροϊδία, η σημερινή άνεση, όχι αυτό το copypaste που κάνουν όλοι, και τα site, τότε η είδηση ήταν πρωτογενής.
«Είσαι μεθυσμένος παιδί μου; Πες μου τι ήπιες…»
* Θυμάμαι ένα περιστατικό το 1985 σαν να ήταν χθες κι ας έχουν περάσει 30 χρόνια. Όπως είπα, ανέβαινα στη μάντρα, με κρύο, με βροχή, με οτιδήποτε μόνο και μόνο για να ψαρέψω ειδήσεις. Τους έβλεπα να προπονούνται στο ξερό γήπεδο όταν θα είχαν επόμενο αντίπαλο την Καστοριά. Τους έβλεπα να μουσκεύουν τα γήπεδα της Παιανίας με νερό για να δημιουργήσουν συνθήκες παρόμοιες με αυτές που θα συναντούσαν στην Αγγλία όπου θα αντιμετώπιζαν τη Λίβερπουλ στο Άνφιλντ στις 10 Απριλίου. Εκεί ανακάλυψα ότι ο Γκμοχ προετοίμαζε τον Κώστα Μαυρίδη, που ήταν κλασικός κυνηγός τότε, για φρουρό του Ίαν Ρας. Όταν γύρισα στην εφημερίδα και το είπα στον Μπόμη πήγε να με δείρει… Του είπα: «Κύριε Ανδρέα ξέρετε, ο Γκμοχ έβαλε στόπερ τον Κώστα Μαυρίδη. Σταμάταγε συνεχώς στο δίτερμα και του έδινε οδηγίες. Κύριε Αντρέα θα βάλει τον Μαυρίδη πάνω στον Ίαν Ρας». Και εκείνος μου λέει: «Είσαι μεθυσμένος παιδί μου; Πες μου πού σταμάτησες και τι ήπιες» και εγώ του λέω: «Το είδα με τα μάτια μου». Επέμενε ότι ήμουν άρρωστος και μεθυσμένος. Έλεγε πως θα τους τινάξω στον αέρα αλλά τελικά έτσι έγινε. Ο Γκμοχ τον ψηλό και γρήγορο κυνηγό Μαυρίδη τον έκανε στόπερ για να αντιμετωπίσει τη Λίβερπουλ. Ο Μαυρίδης τότε δεν είχε πάρει διαζύγιο με τα δίχτυα οπότε ο προπονητής τον αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ειδήσεις σαν αυτή έβγαζα παρακολουθώντας τις προπονήσεις. Αυτό ήταν τότε το πρωτογενές ρεπορτάζ για το οποίο έχω φάει και πολύ ξύλο.
Κάτι θυμάμαι για αυτή την υπόθεση…
* Ήμουν πρωταγωνιστής της ιστορίας με το κλουβί του Γκμοχ. Παρασκευή 7 Οκτωβρίου του 1983, πάλι στο «Έθνος» πριν από 32 χρόνια. Είχα πάει στην προπόνηση, το μεσημέρι στις 3. Την ημέρα εκείνη έχει βγει η εφημερίδα με ένα δισέλιδο: «Πονόδοντος για ΠΑΟ, Δοντάς, Μπέριος» με δηλώσεις του Γιάννη Δοντά και του Ηλία Μπέριου που έλεγαν πως «αν δεν μας θέλει ο Γκμοχ, εμείς θα φύγουμε. Τι μας θέλει εδώ πέρα; Μας πήρε διεθνείς από τον Απόλλωνα και δεν μας βάζει ποτέ». Όταν με βλέπει ο Γκμοχ σηκώνει το δάχτυλο και με δείχνει φωνάζοντας: «Αυτό κούρμπα είναι σαμποτέρ, ομάδα κατάσκοπο από Πειραιά, άνθρωπο Νταϊφά». Αμέσως πέφτουν πάνω μου εκατό άνθρωποι και με δέρνουν αλύπητα και πάω στο νοσοκομείο με σπασμένη μύτη, δόντια κι αστράγαλο.
-Αλήθεια τι σημαίνει η λέξη «κούρμπα»;
* Μπορεί στα ελληνικά να σημαίνει την ανοιχτή καμπύλη του δρόμου ή την καμπύλη των φρυδιών, αλλά στις σλάβικες διαλέκτους είναι η τσούλα, η κοκότα και όλα τα παρεμφερή επίθετα…
-Τελικά το «κλουβί» που είπες τι ήταν;
* Η υπόθεση του ξυλοδαρμού έφθασε στα δικαστήρια. Στις 14 Οκτωβρίου 1983 έγινε η εκδίκαση και ο αθλητικός δικαστής επέβαλε στον Γκμοχ ποινή απαγόρευσης εισόδου στους αγωνιστικούς χώρους για δύο μήνες. Στις 21 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, το Πολυμελές Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή του Γκμοχ για ακύρωση της απόφασης του Αθλητικού Δικαστή και τον στέλνει στην εξέδρα εν όψει του μεγάλου ντέρμπι των «αιωνίων» στη Λεωφόρο, στις 8 Ιανουαρίου 1984.
Τότε ο Παναθηναϊκός, στις 3 Ιανουαρίου με ένα συνεργείο ηλεκτροσυγκολλητών και σιδεράδων, κατασκεύασε ένα «κλουβί» πάνω στα κάγκελα της Θύρας 11 και έξω από τον αγωνιστικό χώρο. Έτσι ο Γκμοχ θα μπορούσε να δίνει τις οδηγίες στους παίκτες του κανονικά. Το κλουβί είχε διαστάσεις 1, 5 μ. Χ 0, 70 μ. και ο προπονητής θα μπορούσε να παρακολουθήσει άνετα την εξέλιξη του αγώνα.
Όπως ανήμερα της κατασκευής του κλουβιού ο Γκμοχ πήρε προσωρινή αναστολή, γεγονός που του έδινε τη δυνατότητα να καθίσει στον πάγκο του Παναθηναϊκού στο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. Όπως και έγινε…
-Πες μας και κάποιες άλλες αναμνήσεις από την εφημερίδα…
* Το «Έθνος» για εμένα είναι η πιο ιστορική σελίδα μου διότι πρώτον με κάνει επαγγελματία παίχτη και δεύτερον με κάνει διεθνή. Όταν ξεκινάω να ταξιδεύω πριν από 33 χρόνια και πηγαίνω σε όλα τα ματς στο εξωτερικό, Κύπελλο πρωταθλητριών τότε, UEFA, είμαι ένα παιδί 22 χρονών και γνωρίζω όλη την Ευρώπη και ταξιδεύω συνέχεια. Μάλιστα ο Φιλιππόπουλος και ο Μπόμης μου έλεγαν ότι θα πηγαίνεις να βλέπεις και το ματς του αντιπάλου. Έπαιζε για παράδειγμα ο Παναθηναϊκός με τη Λίβερπουλ την Τρίτη κι εγώ πήγαινα να δω τον προηγούμενο αγώνα της Λίβερπουλ με την Έβερτον. Έστελνα ανταπόκριση και φωτογραφίες για τον αντίπαλο των «πρασίνων». Αρχίζω να ταξιδεύω παντού κι εκεί ο πατέρας μου αρχίζει και καταλαβαίνει ότι κάνω κάτι σημαντικό. Έκανα ταξίδια σε συνθήκες πολύ δύσκολες. Για να πάρω δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο, που ήταν απαραίτητο εργαλείο, μπορούσα να το αγοράσω μόνο στο εξωτερικό με συνάλλαγμα… Για μένα λοιπόν το «Έθνος» είναι μια πολύ μεγάλη σελίδα, χρυσή σελίδα στην σταδιοδρομία μου.
-Επόμενη λέξη – ερώτηση είναι το «γκολ». Θέλω να μας πεις κάτι μοναδικό που δεν το ξεχνάς με τίποτα…
* Πρέπει να ομολογήσω ότι είμαι πάρα πολύ τυχερός που έκανα αυτή τη δουλειά γιατί θα μπορούσα σήμερα να είμαι δικηγόρος και απλώς να πηγαίνω σε διάφορες δίκες με φονιάδες και με διάφορους άλλους. Βέβαια έχω την αίσθηση ότι επειδή αγαπούσα την εγκληματολογία, την ανακριτική και το ποινικό δίκαιο πάρα πολύ, ίσως να ήμουν καλός και στη δουλειά αυτή. Θα ακολουθούσα ποινικό βέβαια 100%. Αλλά η εφημερίδα μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω έναν άλλο κόσμο. Διότι πώς αλλιώς θα πας, ας πούμε, στο Ρέικιαβικ; Δεν θα πας ποτέ. Ακόμα και χρήματα να έχει κάποιος και να θέλει να κάνει ένα ταξίδι, θα πάει στο Παρίσι, στο Λονδίνο ή σε διάφορα άλλα μέρη, δεν θα πάει ποτέ εκεί. Ένα χρυσό «γκολ» λοιπόν είναι αυτό καθαυτό το επάγγελμα. Μέσω αυτού βρήκα την ευκαιρία να ζήσω πράγματα τα οποία είναι σαν μυθιστόρημα. Έμπαινα στα αποδυτήρια της Ρεάλ, της Ρεάλ με τον Ζιντάν, με τον Μπέκαμ, με τον Ρομπέρτο Κάρλος. Έμπαινα στα αποδυτήρια της Μπαρτσελόνα, με τον Ροναλντίνιο σε απόσταση πέντε μέτρων, τότε που αυτός ήταν θρύλος και μύθος. Για μένα λοιπόν είναι πολύ ξεχωριστό και ιδιαίτερο το να παίρνω την κάμερα και να μπορώ μια απλή περιγραφή αγώνα να την κάνω ντοκιμαντέρ. Να τραβάω πλάνα από την εκάστοτε πόλη που βρίσκομαι. Να «παντρεύω» τα πλάνα από την πόλη, με τη γεωγραφία, με την ιστορία, με τον αθλητισμό, με τα γκολ… Όλο αυτό ήταν μια μαγεία μέσα μου, η οποία κράτησε πάρα πολλά χρόνια. Όταν όμως άρχισε να χάνει τη λάμψη της σκέφτηκα να κάνω κείμενα τα οποία δεν μπορούν να γίνουν ούτε στο σπικάζ ενός τηλεοπτικού ρεπορτάζ, ούτε σε ένα κείμενο αμιγώς αθλητικό. Έτσι μου μπήκε η ιδέα να κάνω ένα βιβλίο. Άρα λοιπόν δεν μιλάμε για ένα γκολ αλλά για πολλά που είναι μαγικά.
-Στη συνέχεια έχω τη λέξη «πρωτάθλημα». Πόσα έχεις κατακτήσει μέχρι αυτή τη στιγμή;
* Ήδη έχω το δωδέκατο που βρίσκεται από τις αρχές Οκτωβρίου στα βιβλιοπωλεία. Κάθε βιβλίο είναι ένας τρομερός τίτλος, το οποίο όμως έχει μια ξεχωριστή ιστορία γιατί είναι μοιραίο να μπλέκομαι με παράξενες ιστορίες. Πάντα ήθελα να κάνω κείμενα και πάντα είχα πρόβλημα με τους κατά καιρούς συντάκτες ύλης, οι οποίοι μου λέγανε: «Θα γράψεις 800 λέξεις». Μα, τι να μου κάνουν εμένα 800 λέξεις αφού μόνον ο πρόλογος είναι τόσος. Δεν είναι δυνατόν Χριστέ μου να γράψω μόνο 800 λέξεις. Οπότε λέω από αυτούς τους… κακούς υλατζήδες εγώ θα πάρω το αίμα μου πίσω. Πώς θα πάρω όμως το αίμα μου πίσω; Μόνο με ένα βιβλίο. Αυτό υπήρχε αορίστως στο μυαλό μου, χωρίς κάτι συγκεκριμένο που θα με καθοδηγήσει στο πώς, στο πότε και στο τι. Έλα όμως που γίνεται πάντα αυτή η συνάντηση με τη μοίρα. Εντελώς συμπτωματικά, όπως κάθε πράγμα που θέλει να επιβάλει η μοίρα. Είμαστε στις 13.3.3 δηλαδή 13 Μαρτίου του 2003 και ο Παναθηναϊκός του Σέρχιο Μαρκαριάν αντιμετωπίζει στο «Ντας Άντας» την Πόρτο του Ζοζέ Μουρίνιο, πριν ακόμα ανοίξει τα φτερά του και γίνει μέγας και τρανός. Έ λοιπόν το «τριφύλλι» με γκολ του Εμάνουελ Ολισαντέμπε στο 73΄ έχει νικήσει και όλοι θεωρούν ότι έχει κάνει μεγάλο βήμα πριν πάει στους ημιτελικούς του ΟΥΕΦΑ. Στη ρεβάνς της Λεωφόρου, στις 20 Μαρτίου, η Πόρτο με ένα γκολ του Βραζιλιάνου Ντελρέι στο 16΄, πάει στην παράταση. Εκεί με δεύτερο γκολ, πάλι από τον ίδιο παίκτη, παίρνει με 2-0 την πρόκριση. Αν ο αγώνας γινόταν σήμερα θα γύριζα στο σπίτι άμεσα επειδή όλα είναι πολύ γρήγορα. Όλα είναι πολύ κομπιουτερέ. Υπάρχουν μόνο τυπικές σχέσεις και συμπεριφορές στα κανάλια και στις εφημερίδες. Οι περισσότεροι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι με έναν χαρακτήρα περίεργο. Εκείνα τα χρόνια όμως είχαν τη δική τους μαγεία και πραγματικά δεν μπορώ να τα συγκρίνω, στο επαγγελματικό κομμάτι, με τα σημερινά. Τότε οι σχέσεις μας ήταν πολύ δεμένες. Δηλαδή, ας πούμε, τελείωναν τα ματς και φεύγαμε οι συνάδελφοι, αρκετοί, μπορεί και δεκαπέντε, να πάμε να πιούμε ένα κρασί το βράδυ και να φάμε κι ένα μπιφτέκι, να πούμε μια κουβέντα και να πάμε μετά σπίτι μας.
-Μπορείς να μας πας κι εσύ εκεί που θέλεις πιο γρήγορα;
* Έτσι είχε γίνει και τότε μετά τον αποκλεισμό από την Πόρτο. Έχουμε γράψει, με τα κομπιούτερ πλέον, και έχουμε στείλει ηλεκτρονικά τα κείμενα στις εφημερίδες, οπότε συναντιόμαστε όπως πάντα. Πήγαμε να φάμε και γυρίζω το βράδυ σπίτι βαρυστομαχιασμένος. Ο Μανώλης Σαριδάκης μας πήγε σε μια μοναδική ταβέρνα και γυρίζω με τρομερή δυσφορία γιατί έχουμε φάει του σκασμού…
«Ξενοδοχείο Ambassador. Δωμάτιο 403»
Κάθομαι στο σαλόνι να πιω μια σόδα γιατί δεν νιώθω καλά. Κάνω λοιπόν μια κίνηση, την οποία έκανα 22 χρόνια μηχανικά, χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει. Βγάζω από το λαιμό μου τη διαπίστευση για να τη βάλω σε ένα συρτάρι. Κι εκεί, επειδή δεν μπορώ να κοιμηθώ λόγω της βαρυστομαχιάς, για να περάσει λίγο η ώρα μέχρι να χωνέψω κάπως, αρχίζω να ψάχνω μέσα στο συρτάρι εκείνο. Ανακαλύπτω λοιπόν εκείνη τη νύχτα ότι έχω 22 χρόνων διαπιστεύσεις από όλα τα ευρωπαϊκά ματς του Παναθηναϊκού εντός και εκτός έδρας. Έχω ακόμη τις κάρτες των ξενοδοχείων, π.χ. Ξενοδοχείο Ambassador δωμάτιο 403. Έχω κρατημένα τα αποκόμματα των αεροπορικών ταξιδιών, θέση 22 Β. Βρίσκω ακόμη διάφορα απίθανα πράγματα και λέω: Φίλε μου, να το βιβλίο που θέλεις να κάνεις κι επειδή δεν είναι ωραίο το 22 κάνε το στρογγυλά «20 χρόνια ταξίδια».
Πάω στον Λιβάνη, που όμως δεν το ήθελε με τίποτα. Μόνο «δεν» μου έλεγε: Δεν πουλάνε, δεν κάνουνε, δεν δείχνουνε… Εγώ επέμεινα πάρα πολύ και του εξήγησα πως αυτό δεν θα είναι ένα βιβλίο που θα λέει: Άγιαξ – Παναθηναϊκός 0-1 με γκολ του Βαζέχα, 3 Απριλίου 1996, έπαιξαν οι Δώνης, Αποστολάκης κ.λπ. Την ημέρα που έφευγε ο Παναθηναϊκός για τη Σόφια, όπου συνάντησε την ΤΣΣΚΑ την ίδια μέρα (22.10.88) είχε γυρίσει στην Ελλάδα ο Ανδρέας Παπανδρέου και είχε κάνει το περίφημο νεύμα στη Δήμητρα Λιάνη. Το βράδυ που ο Παναθηναϊκός στην Αθήνα νίκησε 1-0 τη Λανς, είχε κάνει πρεμιέρα η «Σιωπή των Αμνών». Όταν ο Παναθηναϊκός έπαιζε στο Μπέλφαστ με τη Λίντφιλντ (3-3, στις 7 Νοεμβρίου του 1984), πέσαμε σε μάχη με ανταλλαγή πυρών μεταξύ της αστυνομίας και ανταρτών του IRA. Η νύχτα είχε γίνει μέρα κι εμείς είχαμε κατουρηθεί επάνω μας. Τότε ο Λιβάνης άρχισε να με κοιτάει με ενδιαφέρον, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή από ευγένεια με άκουγε περισσότερο. Το βιβλίο μου, όπως του είπα, θα έχει ένα είδος παρασκηνίου, το αθλητικό γεγονός είναι η επίφαση, είναι το background. Όλα αυτά συνοδεύονταν και με τις διαπιστεύσεις, τα αποκόμματα των ξενοδοχείων, τις φωτογραφίες από τη δική μου φωτογραφική μηχανή, ιστορικά φύλλα αγώνα, όπως για παράδειγμα το Άγιαξ – Παναθηναϊκός 0-1 με την υπογραφή του Βαζέχα. Φυσικά όλα αυτά με τις προσωπικές μου αναμνήσεις και τα σχόλια για τα γεγονότα της εποχής. Τελικά ο Λιβάνης με… βαριά καρδιά μου λέει: «ΟΚ, ας το κάνουμε». Το πρώτο μου βιβλίο βγήκε τον Οκτώβρη του 2003 και πούλησε 80.000 αντίτυπα, αδιανόητο. Μετά το πρώτο και επειδή πηγαίναμε στο 2004 και το Euro, μου λέει ο κ. Λιβάνης: «Ξέρεις, ας κάνουμε κάτι για τον Ότο Ρεχάγκελ τώρα που θα έχουμε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου».
– Δεν με ενδιαφέρει, του λέω.
– Μα αυτόν ξέρει ο κόσμος και γι’ αυτόν ενδιαφέρεται, μου λέει.
– Εμένα όμως δεν με ενδιαφέρει, του λέω.
– Και τι σε ενδιαφέρει εσένα; Για πες μας; με ρωτάει.
– Με ενδιαφέρει να κάνω μυθιστορήματα, ανταπαντώ.
– Από πού κι ως πού; με ρωτάει κάπως…
– Τι πάει να πει από πού κι ως πού; Έτσι θέλω! του αντιλέγω.
Έπρεπε να δώσω ένα μεγάλο αγώνα για να τον πείσω ότι η αλεπού έχει δουλειά στο παζάρι. Έγραψα ένα αθλητικό μυθιστόρημα, ήταν το «The game boy, στο μοιραίο 10». Τελικά είπε το ναι ο άνθρωπος επειδή είχε πάει τόσο καλά το προηγούμενο. Αν δεν είχαν πάει τόσο καλά τα «20 χρόνια ταξίδια», μπορεί και να μην είχα ξανακάνει ποτέ στη ζωή μου βιβλίο. Μετά όταν κατακτήσαμε το Euro μου λέει: «Μήπως να κάνουμε τώρα ένα αθλητικό;». Του απάντησα ότι δεν με ενδιαφέρει επειδή τα αθλητικά είναι το επάγγελμά μου. Εγώ θέλω να κάνω την αγάπη μου, το χόμπι μου. Κι έτσι κάνω επόμενο βιβλίο, πάλι μυθιστόρημα. Μετά βαρέθηκε ο άνθρωπος κάνε αυτό, κάνε το άλλο και μου λέει κάνε ό, τι θες. Και φεύγω τελείως από το αθλητικό πια, όπου κάνω το πρώτο μυθιστόρημα ουσιαστικά πολιτικό γιατί ό ήρωας είναι υπουργός Οικονομίας, κι είναι η «Νύχτα της Λώρας» όπου ο υπουργός Οικονομίας λαδώνεται με διάφορους τρόπους. Στη συνέχεια φεύγω τελείως, βρίσκω θεματολογία η οποία εμένα με εξίταρε, αλλά εδώ χρωστάω ευγνωμοσύνη στο επάγγελμά μου: «Σ’ ευχαριστώ ω εταιρεία που εν αφθονία μου παρέχεις στέγη, τροφή και ασυλία». Τα λέω αυτά επειδή το επάγγελμά μου, μου έδωσε μια τεράστια δυνατότητα να κάνω έρευνα. Γιατί δεν ξέρω πώς δουλεύουν οι άλλοι, έχω ακούσει κατά καιρούς από διάφορους ότι είναι θέμα έμπνευσης κ.λπ. όμως η δική μου ιστορία με τα βιβλία είναι καθαρά θέμα έρευνας. Δηλαδή όταν έγινε η ιστορία με τη Λώρα που ήρωας ήταν ο υπουργός Οικονομίας, πήγα στο υπουργείο, κάθισα στην καρέκλα του υπουργού, ζήτησα στον υπουργό να βγει έξω από το γραφείο του για να κάτσω μόνος μου, να ζήσω το πώς νιώθει. Έχω κάνει ακρότητες σε βιβλία, πήγα στον Κορυδαλλό κι έμεινα τρεις μέρες μέσα, γιατί ο ήρωας φυλακιζόταν κι ήθελα να δω πώς νιώθει. Στο τελευταίο, το ενδέκατο, που ήταν «Η παγίδα των χρωμάτων», η ηρωίδα μπαίνει στο ψυχιατρείο κι εγώ πάω κάθε μέρα στο Δρομοκαΐτειο. Μπαίνω στους θαλάμους των πιο βαριά ασθενών, παρακολούθησα εγχείρηση εγκεφάλου στον Ευαγγελισμό, ήμουν παρών σε εγχείρηση νεφρού όπου λιποθύμησα και με μάζεψαν με τα κουταλάκια. Δηλαδή ακολουθούσα κατά βήμα των ήρωά μου χωρίς να περιμένω την έμπνευση να με καθοδηγήσει. Πήγα στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής (ΓΑΔΑ) και παρακολούθησα ανάκριση κανονική. Στο τελευταίο βιβλίο πήγα στις αγροτικές φυλακές παρακολουθώντας τον πρωταγωνιστή μου. Γι’ αυτό οφείλω πολλά στην κανονική μου δουλειά διότι μου άνοιξε πόρτες και μου έδειξε τον τρόπο. Δεν ψυχανεμίζομαι, ούτε φαντάζομαι πώς μπορεί να είναι μια φυλακή. Πάω να τη δω, πάω και τη ζω. Ψάχνω, μελετώ, ερευνώ. Πήγα στην Πάτμο, στα μοναστήρια και μπήκα στα υπόγεια, στα έγκατα της γης για να δω τον πορφυρό κώδικα, το οποίο είναι ένα από τα μεγαλύτερα κειμήλια της Χριστιανοσύνης όλων των εποχών, επί Ιουστινιανού, κι αυτό μου χάρισε μια μαγική εμπειρία αφού ακολούθησα έναν δρόμο τον οποίο δεν μπορεί να τον πάρει ο καθένας επειδή είναι δύσκολος.
-Πολύ σημαντικό αυτό για τις πόρτες που σου άνοιξε το επάγγελμα.
* Όταν βλέπουν τον Μένιο Σακελαρόπουλο, ο οποίος κάνει χαλαρά κείμενα κάνοντας παράλληλα και λίγο πλακίτσα, λένε ΟΚ φίλε, θέλεις να κάνεις αυτό, έλα να το δεις. Πιθανόν να μην το κατάφερναν κάποιοι άλλοι…
-Στο «φύλλο αγώνα» τι είναι γραμμένο μέχρι τώρα;
* Από τον Οκτώβριο του 2003 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2015 έχω 12 βιβλία. Κάθε χρονιά και ένα βιβλίο.
-Για να αντιμετωπίσεις τους όποιους αντιπάλους και ίσως τα αντιαθλητικά μαρκαρίσματα, χρειάστηκε να αμυνθείς κάνοντας τάκλιν;
* Σίγουρα έκανα. Ποτέ όμως δεν ήταν αντιαθλητικό. Ποτέ δεν θέλησα να «τραυματίσω» τον αντίπαλο. Αυτό που ήθελα ήταν να προστατέψω τον εαυτό μου. Έδωσα, και δίνω όταν χρειάζεται, μεγάλο αγώνα για να αποδείξω ότι αυτός ο άνθρωπος που κάνει αθλητικά, που κάνει αθλητικές εκπομπές, που αναλύει το οφσάιντ και περιγράφει τη φάση του γκολ, έχει θέση στο παζάρι. Λένε κάποιοι: «Ποιος είσαι εσύ ρε φίλε που θα βγάλεις και μυθιστόρημα. Από πού κι ως πού;». Την απάντηση τη δίνω καθημερινά με πάρα πολύ μεγάλο αγώνα, σκληρό αγώνα, για να μπορέσω να επιβιώσω σε έναν πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον που θεωρούσε ότι δεν έχω καμιά δουλειά εκεί. Πολλές φορές ο αγώνας αυτός ήταν ματωμένος. Άντεξα όμως και αντέχω.
-Θέλω τώρα τη γνώμη σου για την τακτική που λέει πως «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση». Ισχύει αυτό στη ζωή μας;
* Αυτό το ανακάλυψαν οι προπάτορές μας και οι παππούδες μας και προφανώς ισχύει αρκεί να μην είναι χυδαία η επίθεση. Η επίθεση πρέπει να είναι καθαρή. Δεν πρέπει να κλείνεσαι μέσα στο καβούκι σου και στο τέρμα σου γιατί ούτως ή άλλως όποιος παίζει μόνο άμυνα θα φάει γκολ. Είναι με βάση τα όσα ισχύουν στο ποδόσφαιρο, τουλάχιστον είναι μοιραίο να συμβεί, όταν μόνο αμύνεσαι, κάποια στιγμή θα το φας… Άρα πρέπει να ξεμυτίσεις κάποια στιγμή και να βγεις. Επομένως για μένα η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση όταν πρέπει να κυνηγήσεις το όνειρό σου, όταν δεν μπορείς να στέκεσαι μοιρολατρικά και να περιμένεις να έρθει η θεία φώτιση ή η θεία ευλογία. Πρέπει να βγεις στη ζωή σου μπροστά και να κυνηγήσεις τα όνειρά σου, τα ιδεώδη σου χωρίς να περιμένεις να στα προσφέρουν και να στα δώσουν. Δεν θα στα δώσει κανείς, ούτε κι αν έχεις τελειώσει το Χάρβαρντ. Στην εποχή που ζούμε υπάρχει αυτή η τεράστια κρίση που δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι παράλληλα και κρίση αξιών. Κατέρρευσαν δεδομένα και χτυπήθηκαν αξιώματα στο βωμό αυτής της θλίψης που δημιουργήθηκε και η οποία είναι πανευρωπαϊκή κι όχι μόνο ελληνική. Επιτράπηκε ο εκχυδαϊσμός προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων. Είδες, ας πούμε, ότι έχει επικρατήσει η χυδαιότητα σε πολλούς τομείς. Όποιος φωνάζει πιο πολύ είναι πιο μάγκας. Όποιος έχει μια ατζέντα με πιο πολλά τηλέφωνα είναι πιο μάγκας. Όποιος μπορεί και ουρλιάζει και βρίζει και τρομοκρατεί και φοβίζει είναι πιο μάγκας. Αυτό επικράτησε στις μέρες μας κι είναι πολύ πικρό να βλέπεις ανθρώπους που κάθονται σε μια γωνιά και παρακολουθούν με έκπληξη αυτό που συμβαίνει. Γιατί αυτό που συμβαίνει είναι χυδαίο. Βλέπεις ότι πολλά χυδαία φαινόμενα και πρόσωπα μπόρεσαν να επικρατήσουν επειδή ήρθε αυτός ο κατήφορος των αξιών.
-Ως συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, θέλω την άποψή σου για τη φράση «Έντεκα αυτοί, έντεκα εμείς».
* Αυτό ειπώθηκε σε εποχές που ήταν τα πράγματα πιο αγνά. Είναι η φράση του καλπάζοντα συνταγματάρχη, του Φέρεντς Πούσκας, του προπονητή που έγραψε με τον πρωταθλητή Παναθηναϊκό την πρώτη μεγάλη ιστορική σελίδα του: Τη συμμετοχή του στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1971. Τότε ήταν πιο ρομαντικές οι εποχές. Μπαίναμε, παλεύαμε και κοιτούσαμε τους αντιπάλους στα μάτια. Σήμερα έχει καταρρεύσει αυτή η νοοτροπία, διότι στο διάβα των χρόνων υπερίσχυσε το χρήμα. Τώρα με το χρήμα μπορείς να νικήσεις τους απέναντι 11, με πάρα πολλούς τρόπους, παίρνοντας κάποιους καλούς παίκτες που δεν μπορεί να τους πάρει κάποια άλλη ομάδα η οποία δεν έχει λεφτά. Με αυτή τη λογική κάποιος που έχει λεφτά επικρατεί του άλλου που δεν έχει. Ανοίγουν τα σούπερ μάρκετ και κλείνουν τα μπακάλικα. Ανοίγει το υπερκατάστημα και κλείνει το περίπτερο. Άρα δεν είναι έντεκα αυτοί κι έντεκα εμείς επειδή το χρήμα πια κυριάρχησε κι έτσι έπνιξε την παλιά ρομαντική άποψη. Ζούμε πια σε εποχές που δεν είμαστε ισότιμοι ο ένας με τον άλλον γιατί το χρήμα είναι αυτό που δίνει την τελευταία βολή. Τη χαριστική…
-Αν ήσουν προπονητής, τι συμβουλές θα έδινες σε νέους;
* Την εξής απλούστατη, που έρχεται από τους παππούδες μας: Θα πέσεις πάρα πολλές φορές, είτε από μόνος σου, είτε από σπρώξιμο κάποιων άλλων, είτε από λάθος σου, είτε από παράλειψή σου, είτε από συγκυρία, από χίλια πράγματα.
Go on και προχώρα φίλε μου
Θα πέσεις χίλιες φορές, το σπουδαίο είναι να σηκωθείς και να ξανατρέξεις, να ξαναπαλέψεις. Αν μείνεις καθηλωμένος εκεί που έπεσες δεν θα έχεις καμία τύχη να κάνεις οτιδήποτε. Πρέπει λοιπόν να σηκωθείς και να ξαναπαλέψεις μέχρι όσο πάει το όνειρό σου. Μέχρι τότε: Go on και προχώρα φίλε μου. Μην περιμένεις να σου δώσει κανείς τίποτα στο χέρι. Δεν θα σου χαρίσει κανείς τίποτα. Σήκω τρέχα και ξαναμάτωσε μέχρι να κυνηγήσεις αυτό που θέλεις και να το πιάσεις…
-Σε ποιον θα έδειχνες «κόκκινη» ή «κίτρινη» κάρτα στη σημερινή εποχή;
* Είναι μια εποχή στην οποία, επαναλαμβάνω, με μεγάλη πικρία, ότι έχουν καταρρεύσει οι αξίες, τα ιδανικά και η εντιμότητα. Έχουμε πάει σε μια κατάσταση ζούγκλας. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Άρα θα έδειχνα απευθείας «κόκκινη», ούτε καν «κίτρινη» για προειδοποίηση, σε όλους τους υπουργούς Παιδείας των τελευταίων ετών και κατ’ επέκταση και σε πολλούς πρωθυπουργούς, οι οποίοι δεν πρόσεξαν και δεν έριξαν πολύ μεγάλο βάρος στην Παιδεία. Ένας λαός προοδεύει όταν έχει παιδεία, όταν η παιδεία είναι στα πατώματα και οι επιχορηγήσεις γελοίες τότε αυτό οδηγεί στην κατάρρευση αξιών. Έτσι πολλά παιδιά μεγάλωσαν με σκοπό να γίνουν πιο μάγκες και για να πάρουν ένα ακριβό αυτοκίνητο. Να αποκτήσουν εξοχικό στην Αράχοβα και να επικρατήσουν του άλλου με κάθε μέσο. Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη παιδείας. Την παράτησαν στην τύχη της, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σιγά σιγά στην κατάρρευση αξιών. Εκεί πάει λοιπόν η «κόκκινη» κάρτα. Σε αυτούς οι οποίοι έβαλαν άλλες προτεραιότητες.
-Τα δίνεις όλα στην κανονική διάρκεια του αγώνα ή φυλάς δυνάμεις για την παράταση;
* Απαγορεύεται να φυλάς δυνάμεις για την παράταση, σε οτιδήποτε κι αν κάνεις διότι, όπως λέμε στο ποδόσφαιρο, το πιο πιθανό είναι να χάσεις αν μπεις στο παιχνίδι για να πάρεις 0-0, έτσι λέει η προϊστορία. Άρα μπαίνεις μέσα με όλες τις δυνάμεις για να δώσεις τον καλύτερο εαυτό σου. Βλέπω με μεγάλη περιέργεια ακόμα και σήμερα έπειτα από 36 χρόνια στη δουλειά πολλούς να πηγαίνουν στη δουλειά τους απλά διεκπαιρεωτικά. Άντε να πάμε, να τελειώσει η ώρα, να γυρίσουμε σπίτι κ.λπ. Είναι πάρα πολλοί άνθρωποι, ευτυχώς όχι όλοι, απολύτως τυπικοί. Δίνουν τα απαραίτητα που μας ζητάνε και τελειώνουν. Έτσι δεν έχουν καμία τύχη να βγουν στο Champions League. Απλώς θα τελειώνεις έτσι το παιχνιδάκι σου και θα βολεύεσαι σε ένα πρωτάθλημα χαλαρό που πάντα θα το παίρνει κάποιος άλλος. Είναι πολύ βασικό λοιπόν να μπαίνεις με όλες σου τις δυνάμεις, με πάθος, με μεράκι, με ψυχή και να δίνεις ό, τι έχεις διότι άμα βαριέσαι και πηγαίνεις κάπου απλά για να περάσει η ώρα τότε πραγματικά δεν έχεις καμία τύχη.
-Είναι αλήθεια πως «πίσω από κάποιον μεγάλο πρωταθλητή υπάρχει ένας δυνατός μάνατζερ»;
* Είναι μεγάλη αλήθεια. Ένα σπίτι δεν τα ξεκινάς ποτέ από την ταράτσα, από τον έκτο όροφο, ακόμα κι αν είναι το πολυτελέστερο και το ωραιότερο, στον κόσμο. Το ξεκινάς από το υπόγειο, πρέπει να έχεις γερά θεμέλια για να βάλεις τα υπόλοιπα. Λοιπόν φαντάσου έναν άνθρωπο, ο οποίος θέλει να κάνει καριέρα και κάνει μια δουλειά πολύ επίπονη, που αργεί το βράδυ, που φεύγει ταξίδια διήμερα τριήμερα, που πάει στην επαρχία να δει ματς, στο εξωτερικό κάθε λίγο και λιγάκι, που εξαφανίζεται για να γράψει βιβλία, φαντάσου έναν άνθρωπο που δεν έχει ασφαλές υπόγειο ώστε σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις που αναφέραμε το υπόγειο να πλημμυρίζει. Άρα πρέπει να έχεις μια πάρα πολύ καλή γυναίκα, η οποία θα είναι ο γενικός μάνατζερ. Να φεύγεις και να ξέρεις ότι το σπίτι σου είναι στη θέση του και δεν έχει πλημμυρίσει. Ότι τα παιδιά σου είναι καθαρά, πλυμένα και ταϊσμένα. Ότι όλα είναι τακτοποιημένα και φροντισμένα στην ώρα τους με τάξη και με ασφάλεια. Επομένως πρώτον θέλεις ένα πολύ καλό στήριγμα τέτοιο και από την άλλη θέλεις κι ένα ηθικό στήριγμα. Να σε στηρίζει, να συμπάσχει μαζί σου, να τραβάει μαζί σου κουπί. Η ζωή είναι ομαδικό σπορ, έχεις παιδιά, έχεις γυναίκα, έχεις υποχρεώσεις. Πρέπει ομαδικά να στηριχτεί αυτό το πράγμα, άρα είναι απαραίτητο να έχεις τον κατάλληλο μάνατζερ ο οποίος θα σου επιδείξει και καλές μεταγραφές και θα σου λέει: «Ξέρεις κάτι; Κάνε αυτό το πράγμα, σου πάει. Να κάνεις ένα βιβλίο. Φτιάξε αυτό το θέμα. Αυτό άστο, δεν κολλάει». Ο μάνατζερ είναι και σύμβουλος και σε αυτή την περίπτωση είμαι πάρα πολύ τυχερός. Έχω μάνατζερ καλύτερο ακόμα κι από αυτόν του Μουρίνιο. Έχω την Αγγελική.
-Έχεις όμως και δύο παιδιά. Νομίζω ότι το μεγάλο αφεντικό πρέπει να είναι η κόρη σου…
* Θα μας δείρει κάποια στιγμή όλους. Αυτή είναι γεννημένη για να κάνει μιαν επανάσταση. Πιστεύει ότι οι καφέδες πρέπει να πίνονται σε πιάτο σούπας. Είναι ένα πλάσμα γεννημένο για τη δημιουργική ανατροπή. Η Κορίνα, 15 χρονών.
-Πριν σφυρίξω τη λήξη του αγώνα θέλω να μου πεις αν έχεις λυγίσει ποτέ, αν έχεις δακρύσει…
* Γέμισα με δάκρυα χαράς πέρσι το καλοκαίρι. Το χρωστάω στον γιο μου, τον Γιώργο, που ακούει υπομονετικά την γκρίνια μου σε καθημερινή βάση. Εκεί στην Πάτρα που σπουδάζει εύχομαι να ρίχνει στην μπίρα του μερικές από τις σταγόνες αγωνίας μου, που περιέχουν και γνώση. Εύχομαι να φτάσει το όνειρό του ως το τέλος.
-Εκεί στην Πάτρα αν δεν κάνω λάθω εμπνεύστηκες το τελευταίο σου βιβλίο…
* Ένα βράδυ, όπως περπατούσα κάπου στο κέντρο αυτής της υπέροχης φοιτητούπολης, είδα –ανήσυχος ομολογώ– ορδές φοιτητών να προελαύνουν για να κάνουν τη νύχτα δική τους, να την πιουν μέχρι την τελευταία σταγόνα, σαν να μην υπάρχει αύριο. Αν είναι αυτό που είπε υπέροχα η Χαρούλα Αλεξίου, ότι «η νύχτα θέλει έρωτα και βράδια αξημέρωτα», πάει καλά. Αλλά θέλει και νηφαλιότητα. Γιατί όταν ξεφύγει η κατάσταση, πώς μαζεύεται;
Σε ένα λεπτό μπορεί να έρθει η καταστροφή
Βλέποντας λοιπόν νεαρούς και νεαρές να πνίγουν την ορμή τους στο αλκοόλ δίχως όρια, σκέφτηκα εκείνο το περίφημο «ένα λεπτό», αυτό που φτάνει –και περισσεύει– να καταστρέψει τα πάντα. Αυτόματα μου ήρθε στο μυαλό μια ιστορία, αυτή που περιγράφει το βιβλίο, με ήρωα τον Στέφανο Δημητρίου και ηρωίδα την Ελβίρα Γεωργιάδου, πλάσματα της φαντασίας μου, παιδιά όμως της διπλανής πόρτας, δικά μας λατρεμένα παιδιά. Παιδιά που έκαναν όνειρα να σπουδάσουν, να κερδίσουν τη ζωή τους με τον τρόπο που λαχταρούν, σε εποχές μάλιστα που η νέα πραγματικότητα δείχνει απειλητική.
Βλέποντάς τα λοιπόν να ξεχύνονται, αγριεμένα κάποια, τρόμαξα με τη σκέψη του «μοιραίου στιγμιαίου λάθους», όπως έλεγαν και οι καθηγητές μου στη Νομική. Κι η ιστορία μου, επίσης χωρίς φρένα, διαμορφώθηκε στο λεπτό μέσα στο μυαλό μου.
-«Ένα λεπτό είναι ικανό να καταστρέψει τα πάντα»
Παρακολουθώντας αμέτρητους αγώνες ποδοσφαίρου έχεις βιώσει το συναίσθημα εκείνων που από ένα δικό τους λάθος κάνουν ζημιά στην ομάδα τους. Στη ζωή μας τι συμβαίνει με κάποιο παρόμοιο λάθος;
* Το σκεφτόμουν πάντα, σε στιγμές έντασης αλλά και χαλάρωσης, ότι ένα λεπτό, μπορεί και λιγότερο, είναι ικανό να καταστρέψει τα πάντα. Ένας λάθος χειρισμός, μια κακή απόφαση, μια αδράνεια, μια κίνηση έκρηξης φτάνουν και περισσεύουν για να σε βάλουν σε μπελάδες.
Ένα λεπτό μόνο, λίγα δευτερόλεπτα. Η λάθος στιγμή, στο λάθος μέρος. Οι φυλακές, τα νοσοκομεία, και, ακόμα χειρότερα, τα νεκροταφεία, είναι γεμάτα με ανθρώπους που πλήρωσαν αυτή τη λάθος στιγμή.
-Πώς παρακολούθησες τις συνέπειες αυτού του λάθους; Σκαρφάλωσες πάλι στη μάντρα, όπως τότε στην Παιανία;
* Αμέσως μετά που άστραψε το μαχαίρι του Στέφανου, άρχισε ο Γολγοθάς μας: Αστυνομικό Τμήμα Πάτρας, Νοσοκομείο του Ρίου, εισαγγελείς, ανακριτές, κελιά, δικαστήρια. Τα ακολούθησα όλα πόντο πόντο. Με πόνο ψυχής. Κι ύστερα; Η μορφή της κόλασης στη γη. Φυλακές Ανηλίκων Αυλώνα. Φυλακές Διαβατών. Αγροτικές φυλακές Κασσαβέτειας στον Αλμυρό Βόλου.
-Σε αυτόν τον δωδέκατο αγώνα σου είχες συμπαίκτες;
* Η μυθοπλασία είχε πολλές παραμέτρους. Βασική ήταν βέβαια η νομική πλευρά. Ξανά στα δικαστήρια για να παρακολουθήσω ανάλογες δίκες, ξανά ώρες συζήτησης με τον «σταυραδελφό» πια, τον δικηγόρο Τάκη Δοροβίτσα, τον οποίο πίεζα σαν κανονικός κατάδικος. Στη συνέχεια είχαμε και την ιατρική πλευρά. Η μητέρα του Στέφανου, η Δέσποινα Δημητρίου, αρρώστησε από καρκίνο, έλιωσε από το μαράζι. Εκεί ήταν πολύτιμη η βοήθεια του παλιού καρδιακού φίλου, του χειρουργού Στέλιου Ρέστου, που έβαλε τα πράγματα σε μια σειρά με χειρουργική ακρίβεια.
Φυσικά έχω ένα μεγάλο ευχαριστώ στην υπέροχη συνάδελφό μου Ελίζα Καλλίτση, σπουδαία δημοσιογράφο από τις λίγες. Πολύτιμη η συνδρομή της στα της πόλης της και έντονη η παρουσία της. Τόσο έντονη, ώστε… πήρε και ρόλο στο μυθιστόρημα.
-Κλείνοντας θέλω να μου πεις αν λόγω των κάθε λογής επιτυχιών σου αντιμετώπισες ποτέ τη ζήλια στο περιβάλλον σου.
* Εδώ υπάρχει μια μεγάλη τραυματική εμπειρία η οποία ήρθε με το χρόνο να επουλώσει τις παλιές πληγές. Πειραιώτης γέννημα θρέμμα, αναγκάστηκα να φύγω από τον Πειραιά, γιατί το «Έθνος» είναι στη Μεταμόρφωση Χαλανδρίου και δεν μπορούσα να κάνω ολόκληρο ταξίδι και να γυρίζω πίσω τότε μάλιστα που δεν υπήρχε το σημερινό οδικό δίκτυο. Τότε είχα ένα ρώσικο λυκόσκυλο, εννέα ημερών. Τον μεγάλωσα με το μπιμπερό και τον βάφτισα «Κένεντι». Σιγά σιγά μεγάλωσε, έγινε ένα τεράστιο σκυλί το οποίο όμως δεν μου συγχώρεσε ποτέ το γεγονός ότι παντρεύτηκα. Ζούσαμε μαζί όλα τα χρόνια και ξαφνικά βλέπει μια γυναίκα ανάμεσά μας. Η ζήλια του ξεπέρασε το μέτρο. Την πρώτη μέρα που γύρισα από το γαμήλιο ταξίδι, επιτέθηκε και κατασπάραξε τη γυναίκα μου. Τις έκανε πληγές σε διάφορα σημεία του κορμιού της. Ευτυχώς έζησε. Πήγα τον «Κένεντι» στην Εταιρεία Προστασίας Ζώων. Εκεί μου είπαν πως πρέπει να διαλέξω ή τη γυναίκα ή τον σκύλο. Ασφαλώς διάλεξα την Αγγελική. Ήταν πάρα πολύ μεγάλη εσωτερική πληγή να αποχωριστώ το σκύλο μου. Ο σκύλος που λάτρεψα, ο πρώτος μου σκύλος, έκανε αυτό το πράγμα επειδή τον έπνιξε η ζήλια. Ασχολούμουν λοιπόν και με την αγαπημένη μου κι όχι αποκλειστικά με τον σκύλο. Γι’ αυτό, το 1996, μόλις έχουμε γυρίσει από τη Βιέννη, ο «Κένεντι» επιτέθηκε στην Αγγελική με ένα άλμα στο λαιμό της. Το περίεργο είναι πως εκείνη τον έπλενε, τον τάιζε, τον φρόντιζε και τον έβγαζε βόλτα επειδή εγώ έλειπα όλη μέρα στις δουλειές. Εκείνη τη μέρα του άνοιξε την πόρτα για να τον πάει βόλτα κι εκείνος της επιτέθηκε.
-Οπότε το κεφάλαιο «κατοικίδια» έκλεισε για σένα…
* Ακριβώς έτσι. Τα αγαπάω μόνο από μακριά. Φέτος όμως υπήρξε μια ανατροπή. Ο γιος μου, ο Γιώργος, εγκαταστάθηκε στην Πάτρα για να σπουδάσει και μια μέρα μου ζήτησε να του πάρω ένα σκύλο για να τον έχει παρέα. Δεν μπόρεσα να του πω όχι γιατί είναι ένα παιδί που σε ό, τι στόχευσε το πέτυχε. Ήθελα να του κάνω τη χάρη αλλά ο Γιώργος ήθελε μια συγκεκριμένη ράτσα. Ήθελε Ακίτα. Δεν νομίζω να ήταν επηρεασμένος από τη γνωστή ιστορία με το «Χάτσικο». Κατάφερα και βρήκα ένα στην άκρη της Ελλάδας. Μου το στείλανε κουταβάκι. Λοιπόν, είναι το ωραιότερο πλάσμα που έχω δει ποτέ όσα χρόνια ζω. Τη λατρέψαμε, μας έφερε δάκρυα στα μάτια. Είναι κατάλευκη και τη βγάλαμε Λούνα, δηλαδή φεγγαρένια. Μάλιστα για χάρη της έγραψα, σε μια μέρα, ένα μεγάλο παραμύθι, το οποίο θα εκδοθεί και θα λέγεται «Η Φεγγαρένια». Ακόμα και τώρα που είναι 200 χιλιόμετρα μακριά μας στην Πάτρα τηλεφωνούμε και οι δύο να δούμε τι κάνει η Λούνα. Πώς έπαιξε σήμερα, τι έφαγε, πού πήγε βόλτα… Περιμένουμε πως και πως τις φορές που θα πάμε στην Πάτρα για να την πάρουμε αγκαλιά. Ακόμη περιμένουμε να την πάμε στο σχολείο. Να μην την αφήσουμε ανεκπαίδευτη, όπως τον «Κένεντι». Θα τη στείλουμε σε έναν κατάλληλο εκπαιδευτή για να μπορέσουμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι με τη Λούνα μορφωμένη σε σπουδαίο επίπεδο.
-Μένιο, σε ευχαριστώ γι’ αυτή τη συζήτηση που άφησε άλλο ένα σημάδι της ποιότητάς σου.
* Κι εγώ Παναγιώτη ευχαριστώ την Ειρήνη, το catisart.gr και εσένα για τη συντροφιά και τη φιλοξενία.
***
(*) Όλες οι φωτογραφίες είναι του catisart.gr, εκτός από την τελευταία και το εξώφυλλο του πρώτου του βιβλίου.
***
“Η πυραμίδα της οργής” το νέο βιβλίο του Μένιου Σακελλαρόπουλου
Στις 25 Οκτωβρίου 2018 έρχεται στα βιβλιοπωλεία “Η πυραμίδα της οργής”, το νέο βιβλίο του Μένιου Σακελλαρόπουλου, όπου μας μιλάει για ένα περίστροφο που μυρίζει οργή.
Μας ενημερώνει για δυο υπουργούς που δωροδοκούνται. Παρουσιάζει μια εταιρεία που ψυχορραγεί και ξεσκεπάζει έναν αδίστακτο εργοδότη. Κουβεντιάζει με τετρακόσιες οικογένειες έρμαια του φόβου και της αγωνίας για το σήμερα και το αύριο. Ως αθλητικός ρεπόρτερ βλέπει που υπάρχουν “στημένα παιχνίδια”.
Εκείνη τη στιγμή ένα κοριτσάκι βρίσκεται στη μέση του κυκεώνα ενώ ένας πυροβολισμός αλλάζει τα πάντα.
Τότε έρχεται η Νέμεση για να ξεμπερδέψει το θλιβερό κουβάρι, με τις εξελίξεις να είναι καταιγιστικές, μπλεγμένες με έρωτες και προδοσίες. Πρόκειται για μια συνταρακτική, καθηλωτική, ανθρώπινη ιστορία που κόβει την ανάσα και αγγίζει τις ψυχές, προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση. Μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή…
Από τις Εκδόσεις “Ψυχογιός”, όπως και τα βιβλία του Σακελλαρόπουλου από το 2015: “Το σημάδι”, “Δεκατρία κεριά στο σκοτάδι” και “Ο χορός των συμβόλων”.