15 C
Athens
Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

“Μεγάλες Προσδοκίες” του Ντίκενς: Τι πρέπει να ξέρετε πριν δείτε την παράσταση στο Σύγχρονο Θέατρο

Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Αϊβαλιώτου / catisart.gr

 

Στις 3 Αυγούστου του 1861 ο Κάρολος Ντίκενς δημοσιεύει στη λογοτεχνική εφημερίδα που επιμελείται ο ίδιος, το τελευταίο μέρος του αριστουργήματός του «Μεγάλες Προσδοκίες». Πρόκειται για την ιστορία του Πιπ, ενός ορφανού αγοριού που βλέπει ξαφνικά την τύχη να του χαμογελά. Του χαμογελά όμως πραγματικά ή μήπως τον ειρωνεύεται; Οι «Μεγάλες προσδοκίες» είναι ένα από τα πιο αγαπημένα και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα στον κόσμο.

Μια γενναία κληρονομιά περιμένει τον Πιπ. Και ξαφνικά όλα αλλάζουν γύρω του και μέσα του. Ο δρόμος του διασταυρώνεται με τους δρόμους παράξενων ανθρώπων: ο δραπέτης Μάγκουιτς, η τρελή μις Χάβισαμ, η άκαρδη ωραία Εστέλλα, ο πανούργος δικηγόρος Τζάγκερς και πολλοί άλλοι μπερδεύουν τη ζωή και την ψυχή του ήρωα.

Χαρακτήρες που η πένα του Κάρολου Ντίκενς ζωντανεύει με τις πιο αδρές πινελιές και τις πιο λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις, με χιούμορ και δραματική ένταση, στήνοντας μια δυνατή πλοκή μέσα στο σκοτεινό σκηνικό του Λονδίνου των αρχών του 19ου αιώνα.

Ο Κάρολος Ντίκενς, ορθότερα Τσαρλς Ντίκενς (Charles Dickens, 7 Φεβρουαρίου 1812 – 9 Ιουνίου 1870) υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους Άγγλους μυθιστοριογράφους. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της Βικτωριανής Εποχής. Μερικά από τα διασημότερα έργα του, στην πλειονότητα των οποίων κυριαρχεί το θέμα της κοινωνικής μεταρρύθμισης, είναι ο Όλιβερ Τουίστ, η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, η Ιστορία των Δύο Πόλεων, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, Μεγάλες Προσδοκίες κ.α.

Πολλά από τα μυθιστορήματά του, με το έντονο ενδιαφέρον που παρουσίαζαν για την κοινωνική μεταρρύθμιση, εμφανίστηκαν αρχικά στα περιοδικά σε συνέχειες, πρακτική ιδιαιτέρως διαδεδομένη την εποχή εκείνη. Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, οι οποίοι ολοκλήρωναν τα μυθιστορήματά τους πριν τα εκδώσουν σε συνέχειες, ο Κάρολος Ντίκενς έγραφε και συγχρόνως εξέδιδε το μυθιστόρημά του.

Η πρακτική αυτή προσέδωσε στις ιστορίες του ένα συγκεκριμένο ρυθμό, ο οποίος τονιζόταν από δραματικές στιγμές με αποτέλεσμα το αναγνωστικό κοινό να αναμένει πάντα με αδημονία τη συνέχεια.

Ο μεγάλος Άγγλος συγγραφέας στα έργα του σχολιάζει τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής του, αναπλάθει την ατμόσφαιρά της, αλλά επίσης συνθέτει χαρακτήρες, οι οποίοι έχουν στοιχεία που ξεπερνούν τα συγκεκριμένα χρονικά όρια. Δεν λείπουν απ’ αυτά, ωστόσο, ο έρωτας, οι ίντριγκες, αλλά και η αστυνομική ιστορία.

Αν θέλει κανείς να καταλάβει περισσότερα για την προσωπικότητα του ανθρώπου και συγγραφέα Ντίκενς, θα μπορούσε να αναφέρει ένα περιστατικό της σύντομης αλλά θαυμαστής ζωής του, που χρησιμοποιεί η βιογράφος του Κλερ Τόμαλι.

 

 

«Βικτωριανή Αγγλία, 14 Ιανουαρίου 1840. Στο ομώνυμο πτωχοκομείο του Μέριλμπον, που βρίσκεται μέσα σε ένα περίπλοκο σύμπλεγμα κτηρίων, σε μια άναρχα δομημένη περιοχή του κεντρικού Λονδίνου, διεξάγεται δικαστική έρευνα για τον θάνατο ενός νεογνού. Η πλατεία Τραφάλγκαρ την εποχή εκείνη βρίσκεται ακόμη στα χαρτιά, ενώ ένα μεγάλο μέρος της πρωτεύουσας το χαρακτηρίζουν η φτώχεια και η ανέχεια.

Η Ελίζα Μπέρτζες, μια ορφανή παραδουλεύτρα ετών 25 ετών, κατηγορείται ότι σκότωσε το νεογέννητο παιδί της στην κουζίνα των αφεντικών της. Έχουν κληθεί, ως ένορκοι, οι ιδιοκτήτες και οι ένοικοι του συγκροτήματος, δώδεκα άτομα συνολικά, προκειμένου να αποδώσουν δικαιοσύνη -οι μεσόκοποι της περιοχής θεωρούν ότι πρέπει να επιβληθεί στη μητροκτόνο η πιο βαριά τιμωρία.

Ανάμεσά τους όμως βρίσκεται ένας νεαρός άνδρας που πρόσφατα έχει μετακομίσει εκεί. Δεν απαιτείται πολλή ώρα για να καταλάβει κανείς ότι είναι πολύ διαφορετικός από τους άλλους. Δεν είναι ούτε ψηλός ούτε κοντός, είναι κομψός και εντυπωσιακά ντυμένος. Πίσω από τα μαύρα κατσαρά μαλλιά του, που πέφτουν άτακτα στο μέτωπο και στο κολάρο του, διακρίνεται ένα ζωηρό, σπινθηροβόλο βλέμμα που διατρέχει ερευνητικά την αίθουσα.

Ο ξεχωριστός αυτός 28χρονος δανδής, που ακούει στο όνομα Κάρολος Ντίκενς, πιστεύει στην αθωότητα της Ελίζας. Πιθανότατα υπήρξε θύμα βιασμού και αργότερα έχασε στις σκάλες το αγοράκι της σε μια άτυχη στιγμή του καθημερινού της μόχθου, όταν έσπευσε να ανοίξει την πόρτα σε δύο κυρίες που είχαν έλθει για επίσκεψη. Το παιδί, κατά τα φαινόμενα, γεννήθηκε νεκρό και οι προσπάθειες της μητέρας να καλύψει την ιστορία σίγουρα δεν αγγίζουν τα όρια της ευθύνης.

Ο Κάρολος την υπερασπίζεται με πάθος, τα επιχειρήματά του συντρίβουν τις αμφιβολίες των υπολοίπων».

Και σίγουρα δεν αφήνει μια γυναίκα να καταστρέψει τη ζωή της από μια άδικη κατηγορία.

Αυτή άλλωστε η συναισθηματικότητα και η αληθοφάνεια του συγγραφέα που κυριαρχεί στο έργο του και προσδίδει πόντους στην καλλιέργεια της πεζογραφίας του έχει επαινεθεί από συναδέλφους του όπως ο Τζορτζ Γκίσινγκ, ο Λέων Τολστόι, ο Τζορτζ Όργουελ και ο Γκίλμπερτ Κηθ Τσέστερτον. Αντίθετα, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Χένρι Τζέιμς και η Βιρτζίνια Γουλφ, τον επέκριναν για την ντελικάτη συναισθηματικότητα, την απουσία ψυχολογικού βάθους και το χαλαρό πεζογραφικό ύφος. Ο όρος Ντικενσιανός έχει επικρατήσει για να περιγράψει φτωχές κοινωνικές συνθήκες ή αντιπαθείς χαρακτήρες στα όρια του κωμικού.

 

 

Η υπόθεση

Οι «Μεγάλες Προσδοκίες» είναι η υπέροχη ιστορία του νεαρού Πιπ που ζει στη φτώχεια του χωριού του, ώσπου οι τρομερές συμπτώσεις τον φέρνουν στο Λονδίνο, στους κύκλους του «καλού κόσμου». Μέσα από τις περιπέτειες του Πιπ, που παρατηρεί τον κόσμο γεμάτος όνειρα κι ερωτηματικά, ο Ντίκενς περιγράφει την Αγγλία της πρώτης βιομηχανικής εποχής, μιας σκληρής εποχής όπου όμως τα θαύματα ήταν δυνατά. Με φόντο την ύπαιθρο, που παρακμάζει, και το άστυ, που αναπτύσσεται γοργά, ο Ντίκενς δημιουργεί μια σειρά αξιαγάπητους χαρακτήρες (όπως τον καλοκάγαθο Τζο και τη γλυκιά Μπίντυ) που συγκρούονται με τους Κακούς, που κι αυτοί απ’ την πλευρά τους έχουν τις δικαιολογίες τους.

Η ωραία Εστέλλα είναι δύστροπη και καταστροφική, η μις Χάβισαμ είναι μισότρελη, η αδελφή του Πιπ είναι μια μέγαιρα: και ο Μάγκγουιτς, που αποτελεί με τον τρόπο του το κέντρο αυτής της ιστορίας, είναι ένας παράνομος – σαν τον Γιάννη Αγιάννη στους Αθλίους. Όμως πίσω από τα φαινόμενα κρύβονται απρόσμενες αλήθειες και παλιά μυστικά που συνιστούν την ίδια την πλοκή και που κινούν το γαϊτανάκι των ηρώων. Ο ανικανοποίητος έρωτας, η φιλία, η μοίρα, η εκδίκηση, οι ταξικές συγκρούσεις, η κοινωνική αναρρίχηση, η αρρώστια, ο θάνατος και η λύτρωση περιγράφονται εδώ με ρεαλισμό και χιούμορ: οι δραματικές σκηνές είναι συνταρακτικές, οι κωμικές είναι ξεκαρδιστικές και οι πρώτες διαδέχονται τις δεύτερες σε μια μνημειώδη σύνθεση.

Κινηματογραφικές μεταφορές

Το βιβλίο έχει γνωρίσει δεκάδες κινηματογραφικές μεταφορές. Πιο διάσημη από όλες παραμένει η ταινία του 1946 σκηνοθετημένη από τον Ντέιβιντ Λιν. Ακόμη, αίσθηση έχουν κάνει μια ελεύθερη διασκευή του Αλφόνσο Κουαρόν με τους Ίθαν Χοκ και Γκουίνεθ Πάλτροου (1998), καθώς και μια τηλεταινία του BBC (1999) με τη Σαρλότ Ράμπλινγκ στο ρόλο της Μις Χάβισαμ.

Η πιο πρόσφατη παραγωγή γυρίστηκε το 2012 και έκανε πρεμιέρα στη χώρα μας στις 18 Απριλίου 2013. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Μάικ Νιούελ, ένας καλός επαγγελματίας του βρετανικού σινεμά, ο οποίος έχει δοκιμαστεί με επιτυχία σε πολλά είδη: από τις ερωτικές κομεντί («Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία») και τις γκανγκστερικές ταινίες («Ντόνι Μπράσκο»), μέχρι τις υπερπαραγωγές φαντασίες («Χάρι Πότερ 4»).

Οι “Μεγάλες Προσδοκίες”, γραμμένες στα 1860-61, ξεχωρίζουν από τα προηγούμενα μυθιστορήματα του Ντίκενς για το πολύπλευρο, το περισσότερο οικείο κι ανθρώπινο των διαφόρων προσώπων τους. Εδώ, μονάχα ο Κομπέισον κι ο Όρλικ είναι βαθύτερα κακοί, μόνο ο Τζο κι η Μπίντυ, ίσως ακόμα κι ο Ερβέρτος κι η Κλάρα, είναι ουσιαστικά καλοί. […]

 

 

Ανθρώπινη ουσία

Το βιβλίο αυτό έχει αναμφισβήτητη δραματική δύναμη κι η τέχνη του, καθώς και το μήνυμα που αναπτύσσεται σε αυτές τις συγκινητικές σελίδες, έχει μια βαθύτερη ανθρώπινη ουσία.
Ο συγγραφέας, έχοντας μια τραυματική εμπειρία της φτώχειας και της αδικίας κατά την παιδική του ηλικία, πλάθει χαρακτήρες και γεννά με τη φαντασία του καταστάσεις που αντικαθρεπτίζουν τη βρετανική κοινωνία των βικτωριανών χρόνων.

Ο πλούτος έρχεται σε αντίθεση με τη μιζέρια και τη μεγάλη φτώχεια, ο έρωτας βρίσκεται σε συνεχή διαμάχη με την απόρριψη, ο σνομπισμός με την πίκρα των περιφρονημένων, το δίκαιο με το άδικο. Στο τέλος νικά η καλοσύνη, η καλή πλευρά του ανθρώπου έρχεται στην επιφάνεια ενώ ο σκοταδισμός και το κακό περιορίζονται. Στις «Μεγάλες Προσδοκίες», μάλιστα, ο συγγραφέας εμβαθύνει περισσότερο στην ψυχολογική ανάλυση των προσώπων του σε σχέση με άλλα έργα του.

Εγκλήματα, αθλιότητα, κτηνωδία και θάνατος συνυπάρχουν με κωμική εφευρετικότητα και απέραντη τρυφερότητα στο έργο του Τσαρλς Ντίκενς.

 

Πορτρέτο του Τσαρλς Ντίκενς από τον Ουίλιαμ Πάουελ Φριθ (1859). Ανήκει στο Μουσείο Βικτώρια και Άλμπερτ.

***

“Μεγάλες Προσδοκίες”: Το αριστούργημα του Κάρολου Ντίκενς σκηνοθετεί η Λίλλυ Μελεμέ

***

Ο Κάρολος Ντίκενς (Τσαρλς Ντίκενς Charles Dickens, 7 Φεβρουαρίου 1812 – 9 Ιουνίου 1870) ήταν Άγγλος μυθιστοριογράφος.

Ο Κάρολος Ντίκενς υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους Άγγλους μυθιστοριογράφους και κριτικούς της κοινωνίας. Επινόησε ορισμένους από τους γνωστότερους διεθνώς φανταστικούς χαρακτήρες και θεωρείται από πολλούς ως ο σπουδαιότερος συγγραφέας της Βικτωριανής Εποχής. Τα έργα του έχαιραν άνευ προηγουμένου δημοτικότητας κατά τη διάρκεια της ζωής του, ενώ αυτή η δημοφιλία διατηρείται και σήμερα τόσο για τα μυθιστορήματα όσο και για τα διηγήματά του. Οι κριτικοί της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα όπως και οι ακαδημαϊκοί τον έχουν αναγνωρίσει ως μια λογοτεχνική διάνοια.

Ο Ντίκενς γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ. Αφού ο πατέρας του φυλακίστηκε λόγω χρεών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να εργαστεί σε εργοστάσιο. Παρά την απουσία επίσημης εκπαίδευσης, αναδείχθηκε σε ακούραστο επιστολογράφο, ενώ επιμελούνταν συντακτικά μια εβδομαδιαία έκδοση για 20 χρόνια. Έγραψε 15 μυθιστορήματα, 5 νουβέλες, εκατοντάδες διηγήματα και μη λογοτεχνικά άρθρα. Έδωσε έναν εκτεταμένο αριθμό διαλέξεων και ήταν στρατευμένος υπέρ των δικαιωμάτων των παιδιών, της εκπαίδευσης και άλλων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.

Η λογοτεχνική επιτυχία του Ντίκενς ξεκίνησε με το λογοτεχνικό του ντεμπούτο, «Τα έγγραφα του Πίκγουικ», μια ιστορία που άρχισε να εκδίδεται το 1836, σε μηνιαίες συνέχειες. Σε λίγα χρόνια είχε μετατραπεί σε διεθνή λογοτεχνική διασημότητα, γνωστή για το χιούμορ, τη σάτιρά της και τη διορατική ματιά της στους χαρακτήρες και την κοινωνία. Τα μυθιστορήματά του, εκδίδονταν σε μηνιαίες ή εβδομαδιαίες συνέχειες, πρωτοπορώντας στο εκδοτικό οικοσύστημα της λογοτεχνίας, που τελικά έγινε ο κανόνας της Βικτωριανής Εποχής. Αυτή η συγγραφική πρακτική επέτρεπε στον Ντίκενς να σφυγμομετρεί την απόκριση του κοινού και ακολούθως τροποποιούσε την πλοκή και την ανάπτυξη του χαρακτήρα, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των αναγνωστών του. Για παράδειγμα, στον Ντέηβιντ Κόπερφιλντ, όταν ο ποδίατρος της συζύγου του εξέφρασε τη δυσφορία του για τον τρόπο που η δεσποινίς Μάουτσερ αντιλαμβάνεται τις αναπηρίες της, ο Ντίκενς της προσέδωσε θετικά χαρακτηριστικά, ανυψώνοντάς την στα μάτια του αναγνώστη. Επεξεργαζόταν προσεκτικά την πλοκή και εισήγαγε στη διήγησή του συχνά στοιχεία που αφορούσαν τοπικά ζητήματα.

Η πρακτική της συγγραφής σε συνέχειες προσέδωσε στις ιστορίες του ένα συγκεκριμένο ρυθμό, ο οποίος τονιζόταν από δραματικές στιγμές με αποτέλεσμα το κοινό να περιμένει με ανυπομονησία τη συνέχεια του μυθιστορήματος. Πλήθη φτωχών αναλφάβητων, πλήρωναν μισόλιρα σε εγγράμματους για να τους διαβάσουν τις μηνιαίες συνέχειες, καλλιεργώντας μια νέα γενιά επίδοξων αναγνωστών. Η συνεχής δημοτικότητα των μυθιστορημάτων και των μικρών ιστοριών του, είναι τέτοια που δε σταμάτησαν ποτέ να εκδίδονται.

Ο Ντίκενς θεωρείτο ένας λογοτεχνικός κολοσσός της εποχής του. Η νουβέλα του 1843, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», παραμένει δημοφιλής και συνεχίζει να εμπνέει διασκευές σε κάθε καλλιτεχνικό είδος. Συχνά έχουν διασκευαστεί επίσης ο «Όλιβερ Τουίστ» και οι «Μεγάλες Προσδοκίες» και όπως αρκετά μυθιστορήματά του, επαναφέρουν μνήμες του Βικτωριανού Λονδίνου. Το μυθιστόρημα του 1859, «Ιστορία Δύο Πόλεων», που εξελίσσεται σε Λονδίνο και Παρίσι, είναι το πιο γνωστό του ιστορικό μυθιστόρημα. Η δουλειά του έχει επαινεθεί, για το ρεαλισμό της, την κωμωδία, το πεζογραφικό του ύφος, τους μοναδικούς χαρακτήρες και την κοινωνική κριτική της.

 

Το πατρικό του Κάρολου Ντίκενς, Κομέρσιαλ Ρόουντ 393, Πόρτσμουθ

Ο Κάρολος Ντίκενς (πλήρες όνομα: Τσαρλς Τζον Χάφφαμ Ντίκενς) γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1812, στο Νο.1 της οδού Μάιλ Έντ (πλέον Κομμέρσιαλ Ρόουντ 393), στο Λάντπορτ της νήσου Πόρτσι (Πόρτσμουθ). Ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά του Τζον Ντίκενς (1785 – 1851) και της Ελίζαμπεθ Ντίκενς, το γένος Μπάρροου (1789 – 1863). Ο πατέρας του ήταν κλητήρας στο Ταμείο Ναύτου και ήταν προσωρινά τοποθετημένος στην περιοχή. Νονός του ήταν ο Κρίστοφερ Χάφφαμ, εξαρτύων του Βασιλικού Ναυτικού, τζέντλεμαν και η κεφαλή μιας εδραιωμένης φίρμας. Πιστεύεται ότι ο Χάφφαμ αποτελεί την έμπνευση για τον Πωλ Ντόμπυ, τον ιδιοκτήτη μιας ναυτιλιακής εταιρείας στο έργο του Ντίκενς: «Ντόμπυ και Υιός» του 1848.

Πατρικό του Ντίκενς στο Τσάθαμ (1817 – Μάιος 1821)

Τον Ιανουάριο του 1815 ο Τζον Ντίκενς ανακλήθηκε στο Λονδίνο και η οικογένεια μετακόμισε στην οδό Νόρφολκ Στριτ, στη συνοικία Φιτσρόβια. Όταν ο Κάρολος ήταν τεσσάρων ετών, μετακόμισαν στο Σίρνες και από εκεί στο Τσάθαμ του Κεντ, όπου έμειναν ώσπου ο Κάρολος έγινε 11 ετών. Η πρώιμη παιδική του ηλικία μοιάζει να ήταν ειδυλλιακή αν και ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του «ως ένα πολύ μικρό και όχι ιδιαίτερα καλομαθημένο παιδάκι».

Ο Κάρολος όπως και τα άλλα παιδιά της ηλικίας περνούσε αρκετό καιρό με δραστηριότητες εκτός σπιτιού, αλλά ταυτόχρονα ήταν βιβλιοφάγος. Λάτρευε τα πικαρέσκα μυθιστορήματα, όπως αυτά του Τομπάιας Σμόλετ και του Χένρυ Φήλντινγκ, καθώς και τον Ροβινσώνα Κρούσο και τον Ζυλ Μπλας. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τις «Χίλιες και Μία Νύχτες» και το επτάτομο έργο “Collection of Farces and Afterpieces” της Ελίζαμπεθ Ίντσμπαλντ. Η εξαιρετική μνήμη που διέθετε, του επέτρεπε να διατηρεί ζωηρές αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, όπως και μνήμες χαρακτήρων και γεγονότων, στοιχείο που χρησιμοποίησε στο λογοτεχνικό του έργο. Η σύντομη εργασία του πατέρα του ως κλητήρα στο Ταμείο Ναύτου, του επέτρεψε την ολιγοετή πολυτέλεια ιδιωτικής εκπαίδευσης, αρχικά υπό δασκάλα και αργότερα στο Τσέιτεϊμ, υπό τον Ουίλλιαμ Γκάιλς, ένα σχισματικό.

Αυτή η περίοδος έληξε απότομα τον Ιούνιο του 1822, όταν ο Τζον Ντίκενς ανακλήθηκε στα κεντρικά του Ταμείου Ναύτου στον Οίκο Σόμερσετ και ακολούθως όλη η οικογένεια, εκτός του Καρόλου, που έμεινε πίσω για να τελειώσει τις εξετάσεις του, μετακόμισε στο Κάμντεν, στο Λονδίνο. Η οικογένεια εγκατέλειψε το Κεντ, με χρέη που συσσωρεύονταν ραγδαία και καθώς ο Τζον δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα έξοδά του, ο δανειστής του, ένας αρτοποιός, τον κυνήγησε για ένα χρέος 40 λιρών και τον έριξε στη φυλακή του Μάρσαλσι, στο Σάουθγουορκ, στο Λονδίνο, το 1824. Η σύζυγός του και τα νεαρότερα αδέλφια του Καρόλου, ακολούθησαν τον πατέρα τους στη φυλακή, όπως συνηθιζόταν για τους φτωχότερους οφειλέτες, καθώς δεν μπορούσαν να τους προσφέρουν αλλιώς στέγη και τροφή. Ο Κάρολος, δώδεκα πλέον ετών, διέμενε με την Ελίζαμπεθ Ρόυλανς, οικογενειακή φίλη, στο Κόλλετζ Πλέις 112, στο Κάμντεν. Η Ρόυλανς ήταν «μια φτωχή γριά, γνωστή στην οικογένειά μας», την οποία ο Ντίκενς απαθανάτισε με «μερικές μικροαλλαγές και ωραιοποιήσεις», ως «κα Πίπκιν» στο μυθιστόρημα «Ντόμπυ και Υιός».


Το προαύλιο της φυλακής Μάρσαλσι (περίπου το 1897). Η φυλακή είχε κλείσει το 1842

Αργότερα, διέμεινε στη σοφίτα του σπιτιού ενός δικαστικού κλητήρα, του Άρτσιμπαλντ Ράσσελ, «ενός παχουλού, καλοκάγαθου και ευγενικού γερο-τζέντλεμαν… με σύζυγο μια ήσυχη γριούλα» και το χωλό γιο τους, στη Λαντ Στριτ στο Σάουθγουορκ. Παρείχαν στον Κάρολο την έμπνευση για τους Γκάρλαντς στο Παλαιοπωλείο (The old curiosity shop).

Σχέδιο από τον Φρεντ Μπέρναρντ του Καρόλου Ντίκενς να δουλεύει στο εργοστάσιο παραγωγής βερνικιών παπουτσιών, αφότου ο πατέρας του είχε φυλακιστεί στο Μάρσαλσι, όπως δημοσιεύτηκε στο έργο του 1892 του Φόρστερ Life of Dickens.
Περνούσε τις Κυριακές του στη φυλακή του Μάρσαλσι, για να βλέπει τον πατέρα του, μαζί με την αδερφή του Φράνσις, που ήταν ελεύθερη από τη μελέτη της στη Βασιλική Μουσική Ακαδημία. Ο Ντίκενς αργότερα χρησιμοποίησε τη φυλακή ως το περιβάλλον του μυθιστορήματος «Η μικρή Ντόρριτ». Ο Ντίκενς σε ηλικία δεκαπέντε ετών αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο για να πληρώσει τα έξοδα στέγασής του, για να βοηθήσει την οικογένειά του και στην αποπληρωμή χρέους του πατέρα του. Εργαζόταν σε δεκάωρες βάρδιες στην αποθήκη βερνικιών παπουτσιών του Γουώρρεν, στα Χάνγκερφορντ Στερς, κοντά στο σημερινό σιδηροδρομικό σταθμό του Τσάρινγκ Κρος. Έβγαζε μόλις 6 σελίνια την εβδομάδα κολλώντας ετικέτες σε βαζάκια με βερνίκι παπουτσιών. Οι κουραστικές και συχνά απάνθρωπες εργασιακές συνθήκες έμειναν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη του Ντίκενς και επηρέασαν το λογοτεχνικό του έργο αλλά και τα δοκίμιά του. Αυτή η εμπειρία αποτελούσε το θεμέλιο για το ενδιαφέρον του στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και τις συμβάσεις εργασίας, την αυστηρότητα των οποίων επωμίζονταν αδίκως οι φτωχοί. Αργότερα, έγραψε χαρακτηριστικά: «… πόσο εύκολα θα μπορούσα να είχα παρασυρθεί σε τόσο νεαρή ηλικία». Χαρακτηριστικά διηγούνταν στο βιογράφο του Τζον Φόρστερ (από το The Life of Charles Dickens):

Η αποθήκη βερνικιών ήταν το τελευταίο κτήριο στην αριστερή πλευρά του δρόμου, στην παλιά συνοικία των Χάνγκερφορντ Στερς. Επρόκειτο για ένα χαοτικό, ετοιμόρροπο παλιό οίκημα, που ρύπαινε τον ποταμό με τα απόβλητά του και είχε κυριολεκτικά κατακλυστεί από τους αρουραίους. Τα δωμάτια με τις ξύλινες επενδύσεις, τα σάπια πατώματα, η ετοιμόρροπη σκάλα και οι γκρίζοι γερο-αρουραίοι, που εφορμούσαν στα κελάρια, τα σκουξίματα και γρατσουνίσματά τους να ηχούν από τις σκάλες όλη την ώρα, όπως και η βρωμιά και η αποσύνθεση του μέρους, είναι ξεκάθαρα ακόμη μπροστά μου, σα να βρισκόμουν και πάλι εκεί. Το λογιστήριο βρισκόταν στον πρώτο όροφο, έχοντας μια εποπτική άποψη του ποταμού και των φορτηγίδων κάρβουνου. Εκεί υπήρχε μια εσοχή, όπου ήταν το πόστο εργασίας μου. Αντικείμενο εργασίας μου ήταν να καλύπτω τα δοχεία με το βερνίκι: Πρώτα, με ένα φύλλο λαδόχαρτου και μετά με ένα κομμάτι μπλε χαρτιού. Μετά τα έδενα με σπάγκο και στο τέλος έκοβα κοντά και ταιριαστά το χαρτί, γύρω από το στόμιο, έτσι που έμοιαζε με δοχείο αλοιφής, που έβρισκε κανείς σε φαρμακείο. Όταν ολοκλήρωνα ένα συγκεκριμένο αριθμό πακεταρισμένων δοχείων, κολλούσα στο καθένα μια τυπωμένη ετικέτα και ξανάρχιζα από την αρχή. Δύο ή τρία άλλα αγόρια είχαν ανάλογα καθήκοντα στο ισόγειο με παρόμοιο μισθό. Ένα από αυτά, φορώντας μια κουρελιασμένη ποδιά και ένα χάρτινο καπέλο, ήρθε το πρωί της πρώτης μου Δευτέρας στην αποθήκη και μου έδειξε το κόλπο, με το οποίο έσφιγγε το σπάγκο και έδενε τον κόμπο. Ονομαζόταν Μπομπ Φάγκιν και πολύ αργότερα, λογοτεχνική αδεία, δανείστηκα το όνομά του στο μυθιστόρημα Όλιβερ Τουίστ.

 

 

 

Σχέδιο από τον Φρεντ Μπέρναρντ του Καρόλου Ντίκενς να δουλεύει στο εργοστάσιο παραγωγής βερνικιών παπουτσιών, αφότου ο πατέρας του είχε φυλακιστεί στο Μάρσαλσι, όπως δημοσιεύτηκε στο έργο του 1892 του Φόρστερ Life of Dickens.

 

Όταν η αποθήκη μετακινήθηκε στην οδό Χάντος στην πολυάσχολη περιοχή του Κόβεντ Γκάρντεν, τα αγόρια εργάζονταν σε ένα δωμάτιο, που το παράθυρο φαινόταν από το δρόμο. Έτσι, συγκεντρώνονταν ένα μικρό κοινό στο δρόμο που τους παρακολουθούσε να εργάζονται. Κατ’ εκτίμηση του βιογράφου του Ντίκενς, του Σάιμον Κάλλοου, η εργασία τους σε κοινή θέα ήταν «μια ακόμη εξέλιξη που επέτεινε τη μιζέρια του».

Ο θάνατος της Ελίζαμπεθ Ντίκενς, γιαγιάς του Τζον Ντίκενς από τη μεριά του πατέρα του, απροσδόκητα κληροδότησε στον φυλακισμένο Τζον Ντίκενς 450 λίρες. Εν αναμονή της απόδοσης της κληρονομιάς, ο πατέρας του Καρόλου Ντίκενς αποφυλακίστηκε λίγους μήνες μετά τον εγκλεισμό του. Σύμφωνα με το Δίκαιο των Αρρύθμιστων Οφειλετών, ο Τζον Ντίκενς συμφώνησε την εξόφληση των χρεών του στους πιστωτές του και έτσι η οικογένειά του έφυγε από τη φυλακή του Μάρσαλσι, αναζητώντας στέγη στο σπίτι της κυρίας Ρόιλανς.

Η μητέρα του Καρόλου, η Ελίζαμπεθ Ντίκενς, δε στήριξε την άμεση αποχώρηση του γιου της από την αποθήκη βερνικιών. Αυτή η στάση επηρέασε βαθύτατα τον Κάρολο και τον ώθησε να διαμορφώσει την άποψη ότι ο πατέρας πρέπει να παίρνει τις αποφάσεις στην οικογένεια και ότι η μητέρα πρέπει να βρει το ρόλο της, περιορισμένη στα καθήκοντα του σπιτιού: «Ποτέ μετά δεν ξέχασα, δε θα ξεχάσω, δεν μπορώ να ξεχάσω, ότι η μητέρα μου ήταν θετική, στο ενδεχόμενο επιστροφής μου στη βιοτεχνία βερνικιών». Η αδυναμία της μητέρας του να ανταποκριθεί στη θέλησή του για αποδέσμευση από το εργοστάσιο βερνικιών, ήταν καταλυτικός παράγοντας για την πικρία του απέναντι στις γυναίκες.

Η δίκαιη αγανάκτηση που πήγαζε από την προσωπική του κατάσταση και από τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων της εργατικής τάξης έγινε ένα από τα κεντρικά θέματα του λογοτεχνικού του έργου και αυτήν τη δυστυχισμένη περίοδο της νιότης του υπενθυμίζει, στην αγαπητή και πιο αυτοβιογραφική του νουβέλα, τον Ντέιβιντ Κόππερφιλντ: «Δεν είχα καμία συμβουλή, καμία δεύτερη γνώμη, καμία ενθάρρυνση, καμία παρηγοριά, καμία βοήθεια, καμία υποστήριξη, κανενός είδους, από κανέναν, όσο μπορώ να θυμηθώ, όσο και ελπίζω να πάω στον Παράδεισο!».

Αφού ο Κάρολος Ντίκενς απαλλάχθηκε από τη δουλειά που μισούσε, εστάλη στην Ακαδημία του Οίκου Γουέλινγκτον στην πόλη του Κάμντεν, όπου παρέμεινε δύο χρόνια, ως το Μάρτιο του 1827. Δεν το θεωρούσε καλό σχολείο: «Πολλή από τη χαοτική, ανοργάνωτη διδασκαλία και την έλλειψη πειθαρχίας που τονίζονταν περαιτέρω από τη σαδιστική βιαιότητα του διευθυντή, τους ελεεινούς κλητήρες και τη γενική ατμόσφαιρα αποσάθρωσης, ενσωματώνονται στο έργο Ντέιβιντ Κόππερφιλντ, στην επιχείρηση του κου Κρικλ».

Ο Ντίκενς εργάστηκε στο νομικό γραφείο των Έλλις και Μπλακμορ, δικηγόρων στο δικαστήριο επί της διασταύρωσης των οδών Χόλμπορν και Γκρέι Ινν, ως βοηθός κλητήρα από το Μάιο 1827 ως το Νοέμβριο του 1828. Είχε το χάρισμα του μίμου και μπορούσε να υποδυθεί πρόσωπα από το περιβάλλον του: πελάτες, δικηγόρους και κλητήρες. Ήταν φανατικός θεατρόφιλος. Ισχυρίζονταν ότι για τουλάχιστον τρία χρόνια παρακολουθούσε καθημερινά θεατρικές παραστάσεις. Ο αγαπημένος του ηθοποιός ήταν ο Τσαρλς Μάθιους και ο Ντίκενς είχε αποστηθίσει τους πολυμονολόγους του (φάρσες στις οποίες ο Μάθιους υποδυόταν όλους τους χαρακτήρες).

Ακολούθως, έχοντας μάθει στενογραφία βάσει του συστήματος Γκέρνεϊ στον ελεύθερο χρόνο του, εγκατέλειψε τη δουλειά του κλητήρα για να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Ένας μακρινός συγγενής, ο Τόμας Κάρλτον, ήταν ανεξάρτητος ανταποκριτής σε υποθέσεις αστικού δικαίου και έτσι ο Ντίκενς κατόρθωσε να λάβει θέση στο ακροατήριο, ώστε να εργαστεί ως ανταποκριτής, καλύπτοντας τα νομικά τεκταινόμενα για σχεδόν τέσσερα χρόνια. Αυτή η προϋπηρεσία είναι εμφανής στα έργα του «Νίκολας Νίκλμπι», «Ντόμπυ & Υιός» και ιδιαίτερα στο έργο «Ο Ζοφερός Οίκος». Η ζωντανή αναπαράσταση των μηχανορραφιών και της γραφειοκρατίας του νομικού συστήματος, διαφώτισαν το κοινό και λειτούργησαν ως όχημα διασποράς των αντιλήψεων του Ντίκενς, σχετικά με το βαρύ φορτίο που επωμίζονταν οι άποροι, που αναγκάζονταν λόγω συνθηκών να καταφύγουν στο Νόμο. Κανείς άλλος ανταποκριτής στο Λονδίνο δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Κάρολο Ντίκενς στην ακρίβεια και στην ταχύτητα των ειδήσεων.

Το 1830 ο Ντίκενς γνώρισε την πρώτη του αγάπη, τη Μαρία Μπίτνελλ, η οποία θεωρείται ότι αποτέλεσε το πρότυπο για το χαρακτήρα της Ντόρα στο έργο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Οι γονείς της Μαρίας όμως, δεν το ενέκριναν για την κόρη τους και διέκοψαν τη σχέση τους, στέλνοντάς την σε σχολείο στο Παρίσι.

 

 

Δημοσιογραφία και πρώτα μυθιστορήματα

Το 1832, στην ηλικία των 20 ετών, ο Ντίκενς ήταν δραστήριος και η αυτοπεποίθησή του ολοένα και αυξανόταν. Απολάμβανε τις μιμήσεις και την ψυχαγωγία που ήταν δημοφιλής στην εποχή του, δε διέθετε ούτε ξεκάθαρη ούτε συγκεκριμένη άποψη του τι ήθελε να γίνει και παρόλα αυτά γνώριζε ότι επιθυμούσε φήμη. Με το θέατρο να του ασκεί έλξη -έγινε ένα από τα πρώτα μέλη της λέσχης Γκάρρικ- κατόρθωσε να συμμετέχει σε διανομή ρόλου ηθοποιού στο Κόβεντ Γκάρντεν, όπου ο διαχειριστής Τζωρτζ Μπράντλεϊ και ο ηθοποιός Τσαρλς Κεμπλ θα τον αξιολογούσαν. Ο Ντίκενς προετοιμάστηκε ενδελεχώς και αποφάσισε να μιμηθεί τον κωμικό Τσαρλς Μάθιους, αλλά τελικά έχασε την ακρόαση εξαιτίας ενός κρυολογήματος. Πριν προκύψει άλλη ευκαιρία, είχε ήδη ξεκινήσει τη συγγραφική του καριέρα. Το 1833 απέστειλε την πρώτη του ιστορία (“A Dinner at Poplar Walk”) στο λονδρέζικο περιοδικό Μηναίο Περιοδικό (Monthly Magazine). Ο Γουίλιαμ Μπάρροου, θείος του από την πλευρά της μητέρας του, του πρόσφερε εργασία στον «Καθρέπτη της Βουλής» (The Mirror of Parliament) και εργάστηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου για πρώτη φορά στις αρχές του 1832. Νοίκιασε δωμάτιο στο πανδοχείο του Φέρνιβαλ και εργάστηκε ως πολιτικός ανταποκριτής, δημοσιογραφώντας για τις αντιδικίες του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ ταξίδεψε σε αρκετά μέρη της Βρετανίας για να καλύψει εκλογικές εκστρατείες για λογαριασμό του «Πρωινού Χρονικού» (Morning Chronicle).

Η δημοσιογραφία του, υπό τη μορφή σχεδιαγραμμάτων σε περιοδικά, αποτέλεσε την πρώτη ανθολογία διηγημάτων του, που δημοσιεύτηκε το 1836 υπό τον τίτλο «Σκιαγραφήματα του Μποζ» (Sketches by Boz), όπου το Μποζ ήταν οικογενειακό υποκοριστικό που ο ίδιος χρησιμοποιούσε ως ψευδώνυμο για μερικά χρόνια. Ο Ντίκενς το υιοθέτησε από το ψευδώνυμο Μωυσής, που είχε προσδώσει στο νεότερο αδελφό του, Αύγουστο Ντίκενς, βάσει ενός χαρακτήρα του έργου «Ο Βικάριος του Γουέικφιλντ» του Όλιβερ Γκόλντσμιθ. Οποτεδήποτε το πρόφερε κάποιος με κρυολόγημα, το «Μόουζεζ» μετατρέπονταν σε «Μπόουζεζ», που αργότερα συντμήθηκε σε «Μποζ». Ένας κριτικός λογοτεχνίας της εποχής του έγραψε το 1849: «Ο κος Ντίκενς, σαν να ήθελε να πάρει εκδίκηση για το περίεργο όνομά του, αποδίδει ακόμη πιο περίεργα ονόματα στις φανταστικές δημιουργίες του».

Συνεισέφερε και επιμελήθηκε περιοδικά καθ’ όλη τη διάρκεια της λογοτεχνικής του καριέρας. Τον Ιανουάριο του 1935 το «Πρωινό Χρονικό» εξέδωσε μια εσπερινή έκδοση υπό την επιμέλεια του κριτικού μουσικής της εφημερίδας, Τζορτζ Χόγκαρθ. Ο Χόγκαρθ κάλεσε τον Ντίκενς να συνεισφέρει με Σκιαγραφήματα Δρόμου. Αυτός έγινε τακτικός επισκέπτης στο σπίτι του πρώτου στο Φούλαμ, καθώς η αγάπη του Χόγκαρθ για τον Γουόλτερ Σκοτ, γνωστό Σκωτσέζο λογοτέχνη και κοινό ήρωα των δύο αντρών, του διέγειρε το ενδιαφέρον, ενώ απολάμβανε την παρέα των τριών θυγατέρων του Χόγκαρθ, της Τζορτζίνα, της Μαίρη και της δεκαεννιάχρονης Κάθριν.

Στις διαθέσιμες ώρες του έγραφε διηγήματα, βάζοντας μέσα τα πρόσωπα που γνώριζε, τους ανθρώπους που συναντούσε στο δρόμο και τους τύπους που δημιουργούσε με τη γόνιμη φαντασία του, εμφυσώντας στον καθένα τη γνώριμη πνοή του Ντίκενς. Την ίδια χρονιά, ένα άλλο από τα διηγήματά του δημοσιεύθηκε και αποτέλεσε την εκκίνηση της σταδιοδρομίας που επρόκειτο να δικαιώσει τη βαθιά πεποίθηση που είχε από τα πρώτα του παιδικά χρόνια ότι επρόκειτο να γίνει μεγάλος. Το Μάρτιο του 1836 κυκλοφόρησαν τα “Χαρτιά του Πίκγουικ”, που έγιναν ανάρπαστα από το αναγνωστικό κοινό. Μετά εκδόθηκε ο “Όλιβερ Τουίστ”, εμπνευσμένος από όσα είχε δει και γνωρίσει ο Ντίκενς στις περιοδείες του ως ανταποκριτής εφημερίδος.

Κατά τη διάρκεια των πρώτων αυτών επιτυχιών του, ο Ντίκενς είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Χόγκαρθ και η οικογένειά του μεγάλωσε με γοργό ρυθμό, καθώς απέκτησε 10 παιδιά. Τα οικονομικά του επίσης βελτιώθηκαν πολύ και συνεχώς άλλαζε σπίτι, το ένα πιο μεγάλο από το άλλο.

Η δημοτικότητα του Ντίκενς μεγάλωνε κι αυτή. Έγινε γνωστός στην Αμερική, όσο ήταν και στην Αγγλία. Το 1842 διέσχισε τον Ατλαντικό και οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν με τον χαρακτηριστικό ενθουσιασμό τους. Κι όμως, του νεαρού Ντίκενς οι Αμερικανοί τού φάνηκαν ακαλλιέργητοι και θορυβώδεις, μασούσαν καπνό, είχαν δούλους και δεν σέβονταν την ξένη πνευματική ιδιοκτησία. Δεν δίστασε καθόλου να εκφράσει τις απόψεις του και γυρίζοντας στην Αγγλία έγραψε, τις όχι και τόσο κολακευτικές, εντυπώσεις του από την Αμερική, στα “Αμερικάνικα Σημειώματα” (1842) και στο “Μάρτιν Τσάζλγουιτ” (1843-1844). Το 1843 είχε εκδώσει τα “Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα” που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα ακολούθησε ο “Δαβίδ Κόπερφιλντ”.

Ο “Δαβίδ Κόπερφιλντ” (1849-1850) είναι σχεδόν η αυτοβιογραφία του Ντίκενς. Στο έργο αυτό απαθανατίζει τον πατέρα του στο πρόσωπο του κ. Μικόμπερ, και τον εαυτό του στο πρόσωπο του Δαβίδ. Το 1859 εξέδωσε την “Ιστορία δύο πόλεων” και το 1860-1861 εξέδωσε σε σειρές τις “Μεγάλες Προσδοκίες”.

Το 1867 μια πολύ δελεαστική προσφορά από την Αμερική τον έκανε να διασχίσει πάλι τον Ατλαντικό. Οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν μ’ έναν ενθουσιασμό άνευ προηγουμένου. Ξέχασαν τα όσα είχε γράψει κάποτε γι’ αυτούς, αλλά κι αυτός αναίρεσε εκείνα τα λόγια του. Σ’ ένα συμπόσιο που έκανε προς τιμήν του το Τυπογραφείο Ντελμόνικο της Νέας Υόρκης, έκανε μια πολύ εύγλωττη έκκληση για τη φιλία των δύο αγγλόφωνων λαών.

Το 1868 ο Ντίκενς επέστρεψε στην Αγγλία και δύο χρόνια αργότερα, το 1870, πέθανε στο Ρότσεστερ. Η σορός του τάφηκε στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ.

***

“Μεγάλες Προσδοκίες”: Το αριστούργημα του Κάρολου Ντίκενς σκηνοθετεί η Λίλλυ Μελεμέ

***

«Όλιβερ Τουίστ», «Μεγάλες Προσδοκίες», «Δύσκολα Χρόνια»

Ο Ντίκενς χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους αλλά και σπουδαιότερους κοινωνικούς σχολιαστές, που με τη φαντασία κατόρθωνε να κατακρίνει τα οικονομικά, κοινωνικά και ηθικά σφάλματα της Βικτωριανής Εποχής. Όπως είδαμε, είχε αναγκαστεί να δουλέψει σε εργοστάσιο βερνικιών. Αυτή η εμπειρία του έμεινε ανεξίτηλη όπως και τα βιώματα του από τη χρεοκοπία και τη φυλάκιση του πατέρα του αλλά και η ιδιότητά του ως ανταποκριτή εφημερίδας, με όσα κατέγραψε ύστερα από επαφή με τραγικά συμβάντα, έδωσαν την έμπνευση για τον Όλιβερ Τουίστ. Είδε πολλά παιδιά πληγωμένα θανάσιμα ή νεκρά. Το έργο του Όλιβερ Τουίστ αποδεικνύει το κοινωνικό του ενδιαφέρον. Σε αυτό το έργο διαφαίνονται όλων των ειδών οι ταραχοποιές και εγκληματικές μορφές των φτωχών ανθρώπων, η δυστυχία
όσων δεν είχαν εγκληματική ροπή καθώς και η αστική σκληρή πραγματικότητα.

Όπως αναφέρει και ο John Foster, «δε θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει όσα έζησε τα οποία τον στοιχειώνουν και τον κάνουν δυστυχισμένο ακόμη και ύστερα από χρόνια». Δεν θα θεωρείτο υπερβολή αν ισχυριζόμασταν ότι η ενασχόλησή του με τη βικτωριανή εργατική τάξη τον έκανε τον συγγραφέα που έγινε.
Αν ο πατέρας του δεν τύχαινε κληρονομιάς, ο Κάρολος θα αναγκαζόταν να δουλεύει σε όλη του τη ζωή σαν εργάτης.
Σύμφωνα με τον Louis Cazamian, ο Ντίκενς είχε το σωστό τρόπο να θίγει κοινωνικά θέματα. Τα σημαντικότερα είναι οι επιπτώσεις του Νόμου των Πτωχών του 1834, η παράνομη ζωή στο Λονδίνο και η θυματοποίηση των παιδιών, κάτι που εμφανίζεται από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του «Όλιβερ Τουίστ».
Ο Ντίκενς κατάφερε να κάνει γνωστές τις συνθήκες ζωής των φτωχών. Στα κείμενά του ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με την ανθρώπινη δυστυχία, την έλλειψη της τάξης, την αθλιότητα, τη στάχτη και την παρακμή της αστικής βιομηχανικής πόλης.
Το έργο του “Όλιβερ Τουίστ” είναι ένα μανιφέστο κατά κυρίαρχων συντηρητικών ιδεών της βικτωριανής περιόδου. Στο έργο του Ντίκενς που ονομάζεται “Μεγάλες Προσδοκίες, έχουμε πάλι τη μορφή του μαθητευόμενου. Αυτή τη φορά σε ένα σιδεράδικο. Την επιθυμία του παιδιού να μάθει αυτή την τέχνη. Είναι εμφανής η έλλειψη καλής γνώσης κατανόησης και έκφρασης της γλώσσας, από πλευράς του νεαρού ήρωα. Ακόμη, μπορεί κάποιος να παρατηρήσει την επιρροή που είχαν
οι πλούσιοι άνθρωποι (Μις Χάβισαμ) πάνω στους φτωχούς (Πιπ, Εστέλλα) με τους τελευταίους να πραγματοποιούν αγόγγυστα κάθε επιθυμία των πρώτων. Άλλωστε η μόνη σωτηρία ενός φτωχού παιδιού ήταν να το υιοθετήσει μια πλούσια οικογένεια, κάτι σχεδόν αδύνατο. Ο Ντίκενς όμως δε σταματά εκεί. Μας παρουσιάζει τη διαφθορά των νομικών και τη ψευδομαρτυρία αλλά και τη δολοφονία ενός εργοδότη από μεθυσμένο εργαζόμενο. Βλέπουμε έτσι τη διαφθορά των ηθών της εποχής.
Τη δεκαετία του 1850 ο Ντίκενς εμβάθυνε στα κακώς κείμενα της κοινωνίας, των νόμων, της εκπαίδευσης, των άθλιων συνθηκών ζωής των φτωχών αλλά κυρίως της εκβιομηχάνισης.
Το έργο του Ντίκενς που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολιτικό είναι το «Δύσκολα Χρόνια». Σε αυτό το μυθιστόρημα ο Ντίκενς μας κάνει μια εξαιρετική περιγραφή της ζωής των εργατών, αναφέροντας την οινοποσία, τα σπίτια κοντά στα εργοστάσια, τα τυχερά παιχνίδια αλλά κυρίως τα συνδικάτα.
Αναφερόμενοι στις πολιτικές πτυχές τού έργου του Ντίκενς παρατηρούμε πώς σκιαγραφούνται τα συνδικάτα, οι εργάτες αποκαλούνται μεταξύ τους «σύντροφοι», υπάρχει Πανεργατική Ομοσπονδία με πρόεδρο ενώ παρατηρούμε ότι το γενικό συμφέρον προέχει του προσωπικού. Πλέον έχουμε να κάνουμε με κεφαλαιοκράτες και επαναστάτες. Μάλιστα, παρατηρούμε και την απειλή των κεφαλαιοκρατών όταν οι επιθεωρήσεις από επιτροπές του κράτους είναι συχνές, ότι θα μεταφέρουν τις επιχειρήσεις τους. Άλλωστε, δε βλέπουμε μόνο τα συνδικάτα αλλά και τις ενώσεις βιομηχάνων στις γραμμές αυτού του μυθιστορήματος. Κατά αυτόν τον τρόπο παρατηρούμε τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα του Ντίκενς, που θα μπορούσε κανείς να πει πως θυμίζει Μαρξ αν και ο ίδιος δεν ήταν γνωστός του Ντίκενς.
Μάλιστα στο βιβλίο του «Η Ιστορία των Δύο Πόλεων» χαρακτηρίζει τους επιχειρηματίες ως κακοποιούς και συκοφάντες και τους φτωχούς ως ήρωες και μάρτυρες.

Μια αποτίμηση του έργου του Ντίκενς και η σχέση του με άλλους συγγραφείς

Ο Ντίκενς αφιέρωσε τη ζωή του στους φτωχούς. Συνεργάστηκε με την Angela Burdett-Coutts, τη δεύτερη πλουσιότερη γυναίκα της Αγγλίας, για φιλανθρωπικό σκοπό. Ο ίδιος έκανε δημόσιες αναγνώσεις των έργων του, τα έσοδα των οποίων ενίσχυαν τη δράση των νοσοκομείων.
Ήθελε να αφυπνίσει το έθνος, να κάνει τους ανθρώπους να καταλάβουν πως ανήκουν στην ίδια κοινωνία και να αντιληφθούν την κατάσταση που επικρατεί μέσα σε αυτήν την κοινωνία. Κατά την άποψή του, έπρεπε να πραγματοποιηθεί αυτή η αφύπνιση, ώστε να μπορέσουν να βρεθούν μακροπρόθεσμες λύσεις. Βέβαια, ο ίδιος εξέταζε τα αρνητικά της κοινωνίας αλλά δεν πρότεινε ποτέ κάποια λύση. Στο έργο του “Δαβίδ Κόπερφιλντ” παρομοιάζει τους βουλευτές με σκόνη που απλώνεται πάνω στα απορρίμματα από τα οποία τρέφονταν οι εξαθλιωμένοι. Ακόμη στα σκετσάκια του Μποζ (οικογενειακό ψευδώνυμο) ο Ντίκενς δίνει την εικόνα του Λονδίνου όπως τη
βλέπουμε στα έργα του. Μετά την επίσκεψη του στο Newgate έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις φυλακές και τις τιμωρίες. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι ο Ντίκενς απορρίπτει τις συνθήκες ζωής των φτωχών και καταγγέλλει μέσα από τα έργα του όλα αυτά που αναγκάζονται να ζουν.

Από πολλούς θεωρείται σοσιαλιστής, κάτι που υποστηρίζεται από την επιρροή που είχε πάνω στον μετέπειτα σοσιαλιστή Όργουελ. Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι ριζοσπάστες, οι μεταρρυθμιστές και οι σοσιαλιστές (π.χ. Χαρτιστές) χρησιμοποίησαν τις περιγραφές του Ντίκενς για τα κάτεργα, την παιδική βία, τις φυλακές, την ανικανότητα της γραφειοκρατίας, την απανθρωπιά των εργοστασιαρχών για να στηρίξουν τον αγώνα τους για μια καλύτερη κοινωνία.
Ο Ντίκενς, αν και έζησε 20 χρόνια ταυτόχρονα με τον Μαρξ και θεωρείται σύγχρονος του, ποτέ δε χαρακτήρισε τον εαυτό του σοσιαλιστή. Αντίθετα, αυτός και η οικογένειά του ανήκαν στη μεσαία τάξη, η οποία είναι ανώτερη της εργατικής, και κατέβαλε πολλές προσπάθειες ώστε να παραμείνει σε αυτή τη θέση.

Ο Καρλ Μαρξ ανέφερε ότι οι βικτωριανοί συγγραφείς, όπως ο Ντίκενς, κατάφεραν να αναδείξουν τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής καλύτερα από τους
πολιτικούς. Τέλος, ο Ντίκενς επηρέασε πολλούς συγγραφείς 41 όπως ο Charles Kingsley, ο George Eliot, ο George Gissing, ο George Orwell, ο John Irving, η Anne Rice και η Jane Austen. Όμως δε σταματάμε εκεί. Ο Ντίκενς είχε ιδιαίτερη επιρροή στους Ρώσους συγγραφείς όπως ο Νικολάι Γκογκόλ, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ο Λέων Τόλστοϊ.
Ήταν δριμύς στις επιθέσεις του εναντίον της αστικής τάξης κατακρίνοντας την τυραννία των νεόπλουτων στους εργάτες. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό με έντονα συναισθηματικά στοιχεία τα οποία όμως είχαν πάντοτε ευχάριστο τέλος.
Ο Όργουελ θεωρούσε τον Ντίκενς ως έναν συγγραφέα χαρισματικό με τη δυνατότητα να δημιουργήσει χαρακτήρες που θα είναι κατανοητοί στον κοινό αναγνώστη. Τον θεωρούσε ανατρεπτικό, ριζοσπάστη και ως ένα σημείο μέχρι και επαναστάτη. Στα βιβλία του Όλιβερ Τουίστ, Δύσκολα χρόνια, Ζοφερός Οίκος και Μικρός Ντόριτ ο Ντίκενς εναντιώθηκε στους αγγλικούς θεσμούς με τέτοια αγριότητα που δεν είχε σημειωθεί στο παρελθόν.
Τη συγγραφική κληρονομιά του διεκδίκησαν πολλοί. Οι αστοί σχολιαστές τονίζουν το ζήλο του για μεταρρυθμίσεις. Ακόμη και ο Πρίγκιπας Κάρολος τόνισε την ιδιοφυία του Ντίκενς και το πάθος του για κοινωνική δικαιοσύνη. Τα έργα του έχουν εκδοθεί χιλιάδες φορές σε πολλές γλώσσες και επηρέασαν πολλές γενιές. Μάλιστα τα μυθιστορήματά του διδάσκονται σε Γυμνάσια και Πανεπιστήμια ως κοινωνιολογικά και δημοσιογραφικά μαθήματα. Πιο συγκεκριμένα το
1981 στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στην Santa Cruz δημιουργήθηκε το λεγόμενο «Πρόγραμμα Ντίκενς» με στόχο τη βαθιά μελέτη της ζωής και του έργου του Ντίκενς.
Εν κατακλείδι, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι ο Ντίκενς γνωστοποίησε τις συνθήκες ζωής των φτωχών και εξαθλιωμένων ευαισθητοποιώντας ίσως την κοινωνία μέσα από τα έργα του με στόχο να αφυπνίσει την κοινωνία. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες όλων των εποχών και έχει αφήσει τη σφραγίδα του για πάντα στην ιστορία. Κατόρθωσε με το συγγραφικό του ταλέντο να γίνει κοινωνικός σχολιαστής. Ο Ντίκενς επηρέασε λογοτέχνες και κατάφερε να μείνει ανεξίτηλος. Τα έργα του είναι τρίτα παγκοσμίως σε πωλήσεις, ενώ μέχρι και σήμερα γίνονται αναφορές στο όνομά του και το έργο του στο Κοινοβούλιο.

 

 

Αποσπάσματα

Οι Μεγάλες Προσδοκίες (Great Expectations) του Charles Dickens, ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν σε συνέχειες στο περιοδικό All the Year Round από το 1860 ως το 1861. Η δράση τοποθετείται μεταξύ των Χριστουγέννων του 1812, όταν ο Πιπ, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι 8 ετών, ως το χειμώνα του 1840. To μυθιστόρημα ξεκινά με τον μικρό Πιπ να συναντά έναν κατάδικο που έχει αποδράσει από τη φυλακή, ο οποίος τον εκβιάζει προκειμένου να τον αναγκάσει να του φέρει τρόφιμα. Έτσι, ο τρομοκρατημένος Πιπ τρυπώνει κρυφά στο κελάρι της οικογένειάς του για να κλέψει φαγητά.

Στο κελάρι, στο οποίο λόγω των ημερών υπήρχε μεγαλύτερη αφθονία τροφίμων απ’ ό,τι συνήθως, με κατατρόμαξε ένας λαγός κρεμασμένος απ’ τα πόδια, που, καθώς γυρνούσα νομίζοντας πως με πιάσαν, μου φάνηκε πως μου ‘κλεινε το μάτι. Δεν είχα καιρό για χάσιμο. Έκλεψα λίγο ψωμί, ένα κομμάτι τυρί, σχεδόν μισό βάζο μαγειρεμένο κιμά (τον έβαλα στο μαντήλι μου μαζί με το χτεσινοβραδινό μου ψωμί), λίγο μπράντι (απογέμισα την νταμιτζάνα με νερό από ένα κιούπι στο ντουλάπι της κουζίνας), ένα κόκκαλο με πολύ λίγο κρέας πάνω του και μια ωραία στρογγυλή κρεατόπιτα με χοιρινό. Θα ‘φευγα χωρίς την κρεατόπιτα, μπήκα όμως στον πειρασμό να κοιτάξω ψηλά σ’ ένα ράφι να δω τι ήταν αυτό που είχαν τοποθετήσει τόσο προσεκτικά εκεί, μέσα σε μια σκεπασμένη πήλινη πιατέλα. Ανακάλυψα πως ήταν η κρεατόπιτα και την πήρα με την ελπίδα πως δεν προοριζόταν για άμεση χρήση και πως δε θα γινόταν αντιληπτή η απουσία της για λίγο καιρό.

Λίγο αργότερα, ο Πιπ το σκάει από το σπίτι αφού κοιμηθούν όλοι και πηγαίνει να βρει τον κατάδικο, που κρύβεται στους βάλτους, έξω από το χωριό του Πιπ.

“Θαρρώ πως έχετε πυρετό”, είπα.
“Θα φάω να χορτάσω πριν με σκοτώσουν οι βάλτοι”, είπε. “Θα το κάνω ακόμα κι αν είναι να με κρεμάσουν αμέσως μετά σε καμιά αγχόνη. Και θα τον νικήσω τον πυρετό, βάζουμε στοίχημα;”.
Καταβρόχθισε τον κιμά, το κρέας που είχε το κόκκαλο, το τυρί και την κρεατόπιτα, όλα μεμιάς. Και καθώς έτρωγε, όλο κοιτούσε ερευνητικά τριγύρω προσπαθώντας να διαπεράσει με το βλέμμα του την ομίχλη και συχνά σταματούσε -σταματούσε ακόμα και τα σαγόνια του- για ν’ αφουγκραστεί. […]
Ένιωσα λύπη για τη μοναξιά του. Είχα παρακολουθήσει ένα μεγάλο σκύλο που είχαμε κάποτε να τρώει το φαΐ του. Και τώρα παρατηρούσα τη μεγάλη ομοιότητα που είχε ο τρόπος του σκύλου με τον τρόπο αυτού του ανθρώπου. Ο άνθρωπος έτρωγε με τεράστιες απότομες δαγκωματιές, ακριβώς όπως ο σκύλος. Κατάπινε, ή μάλλον κατέβαζε πολύ γρήγορα, αμάσητη, την κάθε μπουκιά. Και καθώς έτρωγε, έριχνε λοξές ματιές δεξιά κι αριστερά, σαν να σκεφτόταν πως υπήρχε κίνδυνος να ‘ρθει κάποιος από οποιαδήποτε μεριά και να του αρπάξει την πίτα. Σκέφτηκα πως ήταν πολύ ανήσυχος για να μπορέσει να φάει άνετα και πως δε θα μπορούσε ποτέ να έχει παρέα στο γεύμα χωρίς να δαγκώνει και τον συνδαιτυμόνα του. Σ’ όλα αυτά έμοιαζε πάρα πολύ με το σκύλο.

Την επομένη, στο σπίτι του Πιπ, το πλουσιοπάροχο -δεδομένης της περίστασης- χριστουγεννιάτικο δείπνο κοντεύει πια να ολοκληρωθεί.

Άρχισα να σκέφτομαι πως θα τη γλίτωνα για σήμερα, όταν η αδερφή μου είπε στον Τζο:
“Φέρε καθαρά πιάτα!”
Άρπαξα το πόδι του τραπεζιού και το ‘σφιξα στην αγκαλιά μου. Προαισθάνθηκα τι θα επακολουθούσε κι ένιωσα πως αυτή τη φορά ήμουν οριστικά χαμένος.
“Και τώρα” είπε η αδερφή μου στους καλεσμένους με τον πιο χαριτωμένο της τρόπο, “θα πρέπει να δοκιμάσετε το τελευταίο πιάτο. Το υπέροχο και νοστιμότατο δώρο του θείου Πάμπλετσουκ! Ξέρετε, είναι μια κρεατόπιτα με χοιρινό και αρωματικά χόρτα”, είπε η αδερφή μου καθώς σηκωνόταν.
Ακούστηκαν μουρμουρητά επιδοκιμασίας απ’ τη συντροφιά. Η αδερφή μου βρήκε να πάει να φέρει την πίτα. Άκουσα τα βήματά της να προχωράνε προς το κελάρι. Είδα τον κύριο Πάμπλετσουκ να δοκιμάζει το μαχαίρι του. Είδα την όρεξη να ξαναξυπνά στα ρωμαϊκά ρουθούνια του κύριου Γουόπσλ. Άκουσα τον κύριο Χαμπλ να παρατηρεί πως “ένα μικρό κομματάκι από πίτα με χοιρινό και αρωματικά χόρτα θα μπορούσε να φαγωθεί μετά από όλα αυτά χωρίς να βλάψει καθόλου”. Κι άκουσα τον Τζο να λέει “Θα φας κι εσύ, Πιπ”. Ποτέ δεν ήμουν τελείως σίγουρος τι συνέβη απ’ τα δύο, ούρλιαξα από μέσα μου ή ξεφώνισα κανονικά και το άκουσαν όλοι στην παρέα; Ένιωσα πως δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο και πως έπρεπε να το βάλω στα πόδια. Άφησα το πόδι του τραπεζιού κι έτρεξα να σώσω τη ζωή μου.

Y.Γ. Τα αποσπάσματα είναι από τη μετάφραση της Παυλίνας Παμπούδη.

 

 

Το σπίτι – μουσείο

Το 1923, η Εταιρεία Φίλων του Ντίκενς, με σκοπό να τιμήσει τη μνήμη του μεγάλου συγγραφέα, αγόρασε το σπίτι το οποίο αποτελούσε την κατοικία του από τον Μάρτιο του 1837 ως το Δεκέμβριο του 1839 και το μετέτρεψε σε μουσείο. Πρόκειται για ένα οίκημα τυπικής Γεωργιανής αρχιτεκτονικής, που βρίσκεται στη συνοικία του Μπλούμσμπερι, στο κέντρο του Λονδίνου και αποτέλεσε μια καλή βάση για να γνωρίσει ο συγγραφέας τις πνιγηρές φτωχογειτονιές της βρετανικής πρωτεύουσας που απετέλεσαν κύρια πηγή έμπνευσης των μυθιστορημάτων του.

Το σπίτι-μουσείο, μας μεταφέρει με θαυμαστή ακρίβεια την εποχή του 19ου αιώνα, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να θαυμάσουμε, μεταξύ των άλλων, το γραφείο όπου ο Ντίκενς έγραψε μερικά κλασικά αριστουργήματα του όπως τον Όλιβερ Τουίστ, τη βιβλιοθήκη όπου δεχόταν τους θαυμαστές του ή την κρεβατοκάμαρα που είναι γεμάτη από προσωπικά του αντικείμενα. Χάρη στην τελευταία ανακαίνιση είναι πλέον επισκέψιμος ο χώρος της κουζίνας και της σοφίτας, που φιλοξενεί μια εκτεταμένη συλλογή από σπάνιες φωτογραφίες, χειρόγραφα και λεπτομέρειες σχετικές με τα δύσκολα παιδικά χρόνια του μεγάλου λογοτέχνη.

***

 

 

“Η σπασμένη καρδιά. Πιστεύεις ότι θα πεθάνεις.
Αλλά συνεχίζεις να ζεις, μέρα με τη μέρα, με την απαίσια μέρα.”
Κάρολος Ντίκενς, Μεγάλες Προσδοκίες, 1861.

Το αριστούργημα του Κάρολου Ντίκενς “Μεγάλες Προσδοκίες”, η πιο σκοτεινή ερωτική ιστορία όλων των εποχών, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο Σύγχρονο Θέατρο, σε μια φιλόδοξη παραγωγή σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ.

Ο Πιπ, ένα ορφανό καλόψυχο παιδί, προερχόμενο απ’ την εργατική τάξη, ερωτεύεται την όμορφη αριστοκράτισσα Εστέλλα στην ηλικία των οκτώ χρόνων. Η Εστέλλα, όμως, έχει μεγαλώσει με τη Δεσποινίδα Χάβισαμ, η οποία έχει σπασμένη καρδιά, επειδή ο αρραβωνιαστικός της την εγκατέλειψε την ημέρα του γάμου τους. Η Δεσποινίδα Χάβισαμ, προκειμένου να εκδικηθεί γι’ αυτή την απώλεια, έχει διδάξει στην Εστέλλα να είναι ψυχρή και απόμακρη με τους άντρες, να μην επιτρέπει στον εαυτό της να νιώθει κανένα συναίσθημα. Όσο ο Πιπ παραμένει πιο χαμηλά από εκείνη σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, ο ρόλος αυτός είναι σχετικά εύκολος για την Εστέλλα. Τι θα συμβεί, όμως, όταν ο Πιπ αποκτήσει χρήματα και ανέλθει κοινωνικά, χάρη στον μυστηριώδη πάτρονά του και πρώην κατάδικο, κύριο Μάγκουιτς;

Οι “Μεγάλες Προσδοκίες” έχουν διασκευαστεί για το θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, ενώ τους εμβληματικούς ρόλους έχουν ενσαρκώσει κορυφαίοι ηθοποιοί του Hollywood όπως οι Ethan Hawke/Ralph Fiennes (Pip), Gwyneth Paltrowe (Estella), Jean Simmons/Charlotte Rampling/ Helena Bonham Carter/Anne Bancroft (Miss Havisham), Anyhony Hopkins/Robert de Niro (Magwitch).

 

 

Συντελεστές

Συγγραφέας: Κάρολος Ντίκενς
Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ
Διασκευή-Δραματουργική συνεργασία: Μαριλένα Παναγιωτοπούλου
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Φωτογραφίες: Τάσος Βρεττός
Γραφιστική Επιμέλεια: Mavra Gidia
Υπεύθυνη Επικοινωνίας παράστασης: Ελεάννα Γεωργίου
Παραγωγή: Ομάδα Νάμα – Λυκόφως Ι.Κ.Ε.

Παίζουν: Φιλαρέτη Κομνηνού, Αλέκος Συσσοβίτης, Γιώργος Χριστοδούλου, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Κωνσταντίνος Γεωργαλής, Λήδα Κουτσοδασκάλου

Styling φωτογράφισης: Βασιλική Σύρμα | Mακιγιάζ: Αχιλλέας Χαρίτος

Κοστούμια: Βεστιάριο Κώνστα | Περούκα κας Φ. Κομνηνού: Στέφανος Βασιλάκης

 

 

Ταυτότητα Εκδήλωσης

Από: 24 Ιανουαρίου 2020
Τετάρτη στις 18:15 | Παρασκευή και Σάββατο στις 21:15 | Κυριακή στις 21:00

Τοποθεσία:
Σύγχρονο Θέατρο, Ευμολπιδών 45, Αθήνα 118 54

Εισιτήρια:
Τετάρτη & Παρασκευή: Διακεκριμένη: Κανονικό 17€ | Α Ζώνη: Κανονικό 15€, Μειωμένο* 12€ | Β Ζώνη: Κανονικό 12€ ||Σάββατο & Κυριακή: Διακεκριμένη: Κανονικό 20€ | Α Ζώνη: Κανονικό 17€, Μειωμένο* 14€ | Β Ζώνη: Κανονικό 14€ *Μειωμένο: Φοιτητικό, Ανέργων, Άνω των 65

Προπώληση:
στο ταμείο του θεάτρου | Τηλ.: 2103464380 | www.sychronotheatro.gr | www.ticketplus.gr| Τηλ.: 210 220 3000

Πληροφορίες / Κρατήσεις:
Τηλ.: 210 3464380 | sychronotheatro.gr

 

  • Διαβάστε επίσης:

“Μεγάλες Προσδοκίες”: Το αριστούργημα του Κάρολου Ντίκενς σκηνοθετεί η Λίλλυ Μελεμέ

 

Charles Dickens – Χριστουγεννιάτικη ιστορία

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -