***
«Αὐτὸ εἶναι τὸ γράμμα μου
στὸν κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν
ἔγραψε σὲ μένα…»
Ἔμιλι Ντίκινσον
***
Μια Επιστολή
“Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα…”
Ίσως το γράμμα αυτό να μη διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ’ αλήθεια, δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ’ όλους. Αλλά, ούτε δα κι αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι’ ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και Ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι’ αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για με ήταν θάνατος. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με τον θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ’ αγάπησαν κι ας μη μπόρεσαν ποτέ κι ας μη τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν τη ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάμματα, μη τύχει και τους κλέψω τη ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπόμουνα βαθειά όταν καταλάβαινα ότι μ’ αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου κι η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου κι όμως δε πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε πως αγαπούσα αληθινά. Δεν είνε στ’ αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς εκείνοι που νοιώθουν τη ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μες στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι αυτοί! Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; Άνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι άλλοι -οι λίγοι- προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε;
Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δε τη κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μες σ’ ένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη.
Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαριά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε τη ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα!
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε -ούτ’ από μας, ούτ’ από τους άλλους- δεν τόλμησε να ξεφύγει από το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ’ αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ’ αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν -ήμασταν- δειλοί που ‘ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι κι υπερφίαλοι! Απόκληροι της αντίληψης.
Κι όμως ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο Κ. (εννοεί τον Καρυωτάκη) ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε κι εκείνος τόλμησε. Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα, πως ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι’ αυτό θαρρώ κι έζησα τόσο μόνη κι ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σ’ ένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δε δέχτηκα μ’ ευμένεια κι οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα.
“Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια”, έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου. Μα, από τότε έχουν πεια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω -αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή- μες από τις αναμνήσεις μου.
Ξεφυλλίζω τα τετράδια του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο. Γυρνώ το βλέμμα και κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη, είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος κι όμως -Θεέ συγχώρεσέ με- θα τον έπαιρνα με τη καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια. Με τη καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ’ εύρω μοναδική κι αξέχαστή μου αγάπη. Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ, να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου κείνο που μου ‘ριχνες σαν έφτανα, τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου, να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν, να ιδώ, να νοιώσω το φίλημά σου. Είνε τόσο μεγάλος ο καϋμός κι είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν.
Τα λόγια αυτά ίσως ν’ ακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλί, δε μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πεια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είνε άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είνε δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στη καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, τη κάθε σας στιγμή τραγούδι κι όταν έρθη η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξι, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια.
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω κι αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη κι αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, κείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ’ Απρίλη, δεν ήμουν πεια μόνη. Νέοι που μ’ αγάπησαν ήρθαν να μ’ αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν.
Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι η καλή μου φίλη. Με αγάπη.
Μαρία Πολυδούρη
***
Η Μαρία Πολυδούρη έφυγε από τη ζωή την αυγούλα της 29ης Απριλίου του 1930, στα 28 της χρόνια, σε ένα νοσοκομείο της Αθήνας, όπου νοσηλευόταν, πληγωμένη από φυματίωση, όπως ακριβώς το είχε πει στο γράμμα της και στα ποιήματά της.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ’ στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλάη πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζη τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είνε κρεβατάκι νεκρικό.
Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θαφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ’ αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι-
φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.
***
Κάποιοι πιστεύουν ότι έθεσε τέρμα στη ζωή της με ενέσεις μορφίνης.
***
[Πρώτη ανάρτηση του κειμένου στο Catisart στις 12 Οκτωβρίου 2019].