«Αρλεκίνος»
Σὰ μᾶς μεθᾶ βαριὰ ἡ ζωή, μᾶς κλέβει τ᾿ ἀγαθά μας.
Τὰ μάτια μας ποὺ μίαν αὐγή, κάτω ἀπὸ βελουδένιο
χέρι, ξαλάγρεψαν γιὰ τοὺς ποὺ δὲ γνωρίσαν τόπους,
ξαναγυρνᾶνε θλιβερὰ καὶ κατακουρασμένα.
Τὰ χείλη μας ποὺ τρύγησαν τῆς μεστωμένης νειότης
τοὺς μελιστάλαχτους καρποὺς κάτω ἀπ᾿ τὴ φλόγα τοῦ ἥλιου,
ὅμοια μαραίνονται σὰν τοὺς καρποὺς ποὺ λησμονιῶνται.
Καὶ τὰ κορμιά μας ποὺ ἡ ὁρμὴ τἄκανε ν᾿ ἀψηφήσουν
καὶ μέσ᾿ στὸν κόκκινο χαμὸ τῆς φλόγας ποὺ λυτρώνει
γιὰ μία στιγμὴ νὰ πέσουνε βαριὰ σὰ μαγεμένα,
μιοάζουνε τ᾿ ἀνεμόδαρτα κλαδιὰ ποὺ τὰ φοβίζει
ἀκόμη κ᾿ ἡ ἀλαφρότατη τῆς ἄνοιξης πνοούλα.
…………………………………………………………….
Ἡ θλίψη πέφτει τοῦ βιολιοῦ μέσ᾿ στὴ γεμάτη σάλα
τοῦ ἀποκρηάτικου γλεντιοῦ, τοῦ μεθυσιοῦ, τῆς τρέλλας,
σὰν ἕνας τόνος πιὸ βαθύς. Κάθε γωνιὰ τὴν παίρνει
καὶ στὶς πολύαιμες φλέβες μας φτάνει καὶ μᾶς μεθάει.
Ἡ μουσικὴ πνέει τοῦ χοροῦ καὶ γέρνουν τὰ ζευγάρια,
στὸ ἀγέρι τὸ χαϊδευτικὸ πολύχρωμα λουλούδια,
ἡ ἀνατριχίλα τὰ λυγίζει ἀπ᾿ τὴν κορυφὴ ὡς τὴ ρίζα
κι᾿ ἀνάρια ἀνάρια ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ κρυφὰ φιλιὰ θροΐζουν
…………………………………………………………
Θυμᾶμαι τὴν τρελλὴ νυχτιὰ τῆς ἀποκρηᾶς, θυμᾶμαι
τὸν Ἀρλεκίνο τὸν ψηλὸ σὰ φάντασμα, μὲ κεῖνα
τὰ μάτια του, τὰ δυνατὰ μάτια ποὺ εὐθὺς ποὺ κλεῖναν
κάθ᾿ ἔξοδο κι᾿ ἀπόμενες στὴ μοναξιὰ μαζί τους.
Τὰ χέρια ἐκεῖνα τὰ μακριὰ καὶ τὰ χλωμὰ σὰν κρίνα
ἀναιμικά, ποὺ μ᾿ ὅλη τους τὴν ἁπαλότη ἐκείνη,
σὰν φλόγα ἢ σίδερο νἄτανε, τὴν καρδιά μου
ἔνοιωθα μοὔδεναν σφιχτὰ νὰ μὴν τὴν ξαναφήσουν.
Τὰ χείλη του τὰ κόκκινα τόσο, σὰ νὰ ρουφοῦσαν
τὸ καθαρὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς καὶ παίρνανε τὸ χρῶμα.
…………………………………………………………..
Ἔτσι τὸν εἶδα ἀμέτρητες φορὲς μέσ᾿ στὴ ζωή μου
καὶ τὸν ὀνόμασα θεό, δεσπότη τῆς καρδιᾶς μου.
Παιδούλα γλυκοστόχαστη πάνω στὸ κέντημά μου,
κάποιες φορὲς θολώνανε τὰ μάτια μου κι᾿ ὁ νοῦς μου,
ἐπάλλοταν τρεμουλιαστὰ μέσα ἡ μικρὴ καρδιά μου
καὶ μοὔπεφτε τὸ κέντημ᾿ ἀπὸ τὰ βαριά μου χέρια.
Σὰ νέφελο κάποια θαμπὴ περνοῦσε ἐμπρός μου εἰκόνα.
…………………………………………………………..
Καὶ μ᾿ ἀκολούθησε μακριὰ σὲ τόπους καὶ σὲ χρόνους.
Δὲν εἶχα οὔτ᾿ ἕνα λούλουδο χλωρὸ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου.
Μία πυρκαϊὰ τὰ νέκρωσε καὶ μοναχὰ οἱ σκιές τους
ἀπόμειναν σὰν ὄνειρα θαμπά, γεμάτα φρίκη.
Ὅμως κ᾿ ἐκεῖ περπάτησε μέσ᾿ στὸ θαμπὸ σκοτάδι
ἀπ᾿ ἄλλοτε πιὸ ζωντανὸς καὶ πιὸ ὄμορφος. Δὲν ἦταν
νὰ βρίσκωμαι σὲ μία γωνιὰ τῆς Φύσης μοναχή μου
καὶ νὰ μὴν ἔρθη σὰν καημός, σὰ στεναγμός, σὰ δάκρυ,
ἢ σὰν τρελλὸς παλμὸς χαρᾶς νὰ γίνῃ συντροφιά μου.
Δὲν ἦταν τόνος μουσικῆς, ρυθμός, χρῶμα, ποὺ φέρνουν
τοῦ νοῦ μεθύσι ἢ τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ μὴν ἔρθη, χάρη
τῶν οὐρανῶν μὲ τὴ μορφὴ τῶν χερουβεὶμ ἢ πάλι
τῆς καλωσύνης ἡ ψυχὴ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ κρίνου,
κάποτε τὸ πικρὸ τοῦ πόνου ἀγκάθι μὲ τὴν ὄψη
τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ ρόδου ἢ τοῦ ναρκίσσου, ἄλλοτε πάλι
ὁ Ἀρχάγγελος μὲ τὴ ρομφαία νὰ πάρη τὴν ψυχή μου.
- (Ἀπόσπασμα ἀπὸ ἕνα πολὺ μεγάλο καὶ ἀσύνδετο κάπως ποίημα)
- Ἡ ὑποσημείωση ἀνήκει στὴν ποιήτρια.
***
Μαρία Πολυδούρη (1 Απριλίου 1902, Καλαμάτα – 29 Απριλίου 1930, Αθήνα). Ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής από την Καλαμάτα. Γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.
Το 1921 μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της θα γνωρίσει τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα κρατήσει λίγο, αλλά θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922, όταν η Πολυδούρη ήταν 20 χρονών και ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921), και είχε ήδη κατακτήσει την εκτίμηση ορισμένων κριτικών και ομοτέχνων του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, νόσημα τότε ανίατο και κοινωνικά στιγματισμένο. Το ανακοινώνει πρώτα στην αγαπημένη του και της ζητά να χωρίσουν. Εκείνη, του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά ο Καρυωτάκης είναι πολύ περήφανος για να δεχθεί τη θυσία της. Εκείνη πάλι αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά του, νομίζει ότι η αρρώστια του είναι πρόφαση για να την απομακρύνει από κοντά του.
Στη διάρκεια του 1924 μπαίνει στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων. Είναι νεαρός, ωραίος και πλούσιος. Θα τον αρραβωνιαστεί στις αρχές του 1925, αν και στην καρδιά της σιγοκαίει ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Μαρία Πολυδούρη δείχνει να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμιά δραστηριότητα. Χάνει τη δουλειά της στο Δημόσιο από τις αλλεπάλληλες απουσίες της κι εγκαταλείπει τη Νομική. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, προλαβαίνει μάλιστα να εμφανισθεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.
Το καλοκαίρι του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει στο Παρίσι. Σπουδάζει ραπτική, αλλά δεν κατορθώνει να εργαστεί, επειδή προσβάλλεται από φυματίωση. Επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου μαθαίνει για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, με τίτλο «Ηχώ στο Χάος». Η φυματίωση τελικά θα την καταβάλει και θα αφήσει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του ’20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς τις επιδράσεις από τον Καρυωτάκη και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν κάποιες φορές τις τεχνικές αδυναμίες και της στιχουργικές ευκολίες της ποίησής της. Η Μαρία Πολυδούρη άφησε και δύο πεζά έργα: Το «Ημερολόγιο» της και μια ατιτλοφόρητη νουβέλα, με την οποία ανελέητα σαρκάζει το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.
Τα «Άπαντα» της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Αστάρτη», σε επιμέλεια Τάκη Μενδράκου. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έγραψε μία μυθιστορηματική βιογραφία της Μαρίας Πολυδούρη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» με τον τίτλο «Βρέχει Φως». Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει Έλληνες συνθέτες «κλασικοί», «έντεχνοι» και «ροκ». Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Μενέλαο Παλλάντιο, Κωστή Κριτσωτάκη, Νίκο Μαμαγκάκη, Γιάννη Σπανό, Νότη Μαυρουδή, Δημήτρη Παπαδημητρίου, Μιχάλη Κουμπιό, Στέλιο Μποτωνάκη και το συγκρότημα «Πληνθέτες».