“Άν ποτέ μου δοθεί η ευκαιρία να γράψω την αυτοβιογραφία μου, εκείνο που πρέπει να τονίσω, πρώτο-πρώτο, είναι το εξής: ότι ποτέ, σε καμία στιγμή της ζωής μου, δεν θεώρησα ελάττωμα την υλικήν αποστροφή μου στη γυναίκα, και την έλξη μου από το ίδιο μου το φύλο. Αλλ’ απεναντίας, αυτή την ιδιότητά μου, τη θεώρησα πάντα όχι σαν αδυναμία, αλλά σαν μια ωραία και καινούργια δύναμη, μια προηγμένη και ανώτερη τάση, για την οποία ήμουν πάντα περήφανος! Κ΄ oι άλλοι ας νομίζουν ό, τι θέλουν!”, έγραφε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης στο σημειωματάριό του.
O Λαπαθιώτης δεν ξεχάστηκε. Δανδής της αθηναϊκής κοινωνίας στη νεότητά του, με εκκεντρικές εμφανίσεις και με δεδηλωμένη την ομοφυλοφιλία του. Ποιητής, που άκμασε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, από τους «καταραμένους» και «ιδανικούς αυτόχειρες» της λογοτεχνίας μας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής. Ο εθισμός τους στα ναρκωτικά τού δημιούργησε σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα, μέχρι του σημείου να αναγκαστεί να πουλήσει το πιάνο και τη σπάνια βιβλιοθήκη του. Έχοντας εξανεμίσει την οικογενειακή περιουσία και εξουθενωμένος από τις στερήσεις της Κατοχής, αυτοκτόνησε στις 7 Ιανουαρίου του 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια (στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, κάτω από το λόφο του Στρέφη). Η κηδεία του έγινε τέσσερις ημέρες αργότερα με έρανο των φίλων του.
Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την ποίηση με σαφείς επιρροές από το ρεύμα του αισθητισμού, με πρότυπο τον Όσκαρ Ουάιλντ. Καλλιεργημένος και προοδευτικός, ο ποιητής δημοσίευσε μανιφέστα για τον αισθητισμό και προσπάθησε να αντιδράσει στο ασφυκτικά συντηρητικό κλίμα της εποχής του, με τολμηρούς στίχους και προκλητικές εμφανίσεις. Η θλίψη που χαρακτήριζε τη ζωή του τον οδήγησε στα τελευταία χρόνια του σε συμβολιστικές επιλογές, με έντονα μελαγχολικό τόνο και σταθερή πάντα την επιμελημένη μορφή των ποιημάτων του. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, το λογοτεχνικό δοκίμιο και τη μουσική σύνθεση, ενώ έγραψε και θεατρικά έργα («Νέρων ο τύραννος», «Η τιμή της συζύγου», «Τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα»).
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1888 στην Αθήνα. Ήταν γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη (1852-1942), αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο, που έφτασε ως το βαθμό του αντιστρατήγου και έγινε υπουργός Στρατιωτικών έπειτα από συμμετοχή του στο κίνημα στου Γουδή, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, από την οποία αποφοίτησε κανονικά, χωρίς όμως ν’ ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου.
Την ίδια χρονιά κι ενώ ήταν μόλις δεκαεφτά χρόνων δημοσίευσε στο περιοδικό «Νουμάς» το ποίημα «Έκσταση». Δεν ήταν το πρώτο του έργο, καθώς το 1901 σε ηλικία δεκατριών είχε γράψει το έμμετρο δράμα «Νέρων ο Τύραννος». Το 1907 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ποιητικού περιοδικού «Ηγησώ», στα δέκα συνολικά τεύχη του οποίου δημοσίευσε δεκαέξι ποιήματα ως το 1908, οπότε το περιοδικό έκλεισε και ο Λαπαθιώτης άρχισε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική συνεργασία του με την εφημερίδα «Εσπερινή» και το περιοδικό «Ελλάς» του Σ. Ποταμιάνου. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και τον Άγγελο Σικελιανό.
Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά «Δάφνη» και «Ανεμώνη» (1909-1910), την εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» (από το 1924), το περιοδικό «Η Διάπλασις των παίδων» (1925), το περιοδικό «Μπουκέττο» (1931), με τη «Νέα Εστία», όπου δημοσίευσε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού του έργου, την «Πνευματική Ζωή» (1938) και τα «Νεοελληνικά γράμματα» (1940). Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε εν ζωή ήταν «Τα πρώτα ποιήματα» (1939).
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός και το 1917 συμμετείχε στο βενιζελικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας μαζί με τον πατέρα του, που είχε αναλάβει την οργάνωσή του. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, κατέφυγε για λίγο καιρό με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, όπου γνωρίστηκε με τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Το 1937 πέθανε η μητέρα του και πέντε χρόνια αργότερα ο πατέρας του, ο θάνατος του οποίου είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή του ποιητή.
Η νουβέλα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη «Κάπου περνούσε μια φωνή», με υπότιτλο «Σελίδες μιας Αθήνας περασμένης», που είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στο περιοδικό «Νέα Εστία το 1940», κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις «Ερατώ» και παρουσιάζεται ως θεατρικό έργο, τολμηρό και νεανικά τρυφερό ταυτόχρονα, στο BIOS Main.
1915. Σε ένα εργατικό σπιτάκι στο Παγκράτι, η Ρηνούλα, μια 18χρονη καπελού, ξεψυχά για χάρη ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Όμως το αντικείμενο του πόθου της, ο 19χρονος τσαγκάρης Σωτήρης, έχει αλλού στραμμένη την προσοχή του… Στη νουβέλα αυτή, ο ιδιόρρυθμος συγγραφέας της γενιάς του 1920, Ναπολέων Λαπαθιώτης, συστήνει ένα ιδιότυπο όσο και μοιραίο τρίγωνο με φόντο «μια Αθήνα περασμένη».
Στη νέα τους παράσταση, οι τρεις νεαροί ηθοποιοί Ηλίας Βογιατζηδάκης, Μυρτώ Πανάγου και Νατάσα Παπανδρέου μετά τα “Χταποδάκια και άλλα διηγήματα” (δραματοποιήσεις μεταπολεμικών νεοελληνικών διηγημάτων, Bios basement, 2012-2013) –και με ενδιάμεση στάση την “Ιστορία κατεύθυνσης” (devised παράσταση από μικρές και μεγάλες ιστορίες μέσα από τις σελίδες του Τύπου, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 2013)– επανέρχονται στην κεντρική σκηνή του BIOS δραματοποιώντας και πάλι το έργο ενός Nεοέλληνα συγγραφέα.
Υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Ηλία Βογιατζηδάκη, αφουγκράζονται αυτή την παλιά ιστορία και την προσφέρουν στο θεατή του σήμερα. Ο Λαπαθιώτης δημοσίευσε τη «Φωνή» το 1940, αν και η υπόθεσή της εκτυλίσσεται το 1915. Πρωταγωνιστούν νεανικές παρέες, εργατόπαιδα του Παγκρατίου και άλλων συνοικιών της Αθήνας, κορίτσια του καπελάδικου, ένας αδικαίωτος έρωτας και μια υποδόρια ομοφυλοφιλική έλξη.
Στη σκηνή του BIOS main ξεδιπλώνεται με παιγνιώδη διάθεση και άφθονη μουσική η «εποχή της αθωότητας», όπου η Αθήνα των αρχών του προηγούμενου αιώνα μπλέκεται με τις σχολικές μας μνήμες, τα πρώτα σκιρτήματα, τις παιδικές ακανδαλιές, το γέλιο εναλλάσσεται με τη θλίψη, ενώ ο έρωτας διεκδικεί τα δικαιώματά του με τρόπο απόλυτο και χωρίς περιορισμούς -τα μεγάλα πάθη κυριαρχούν και η (αυτο)θυσία φαντάζει μια πράξη θεμιτή.
Οι τρεις ταλαντούχοι καλλιτέχνες, Ηλίας Βογιατζηδάκης, Μυρτώ Πανάγου και Νατάσα Παπανδρέου, με την πολύτιμη συνδρομή της δραματολόγου Παναγιώτας Κωνσταντινάκου, πειραματίστηκαν με τις ποικίλες μορφές λόγου του κειμένου, αξιοποίησαν τις διαφορετικές δυναμικές της ποιητικής συνείδησης και του περιβάλλοντος κόσμου, επεξεργάστηκαν μια γραφή σπουδαία αλλά ανυπάκουη, αφουγκράστηκαν τις εποχές, αναθεώρησαν συμβάσεις και ανέπτυξαν μια παράσταση θεατρικής απλότητας και ποιητικής λεπτότητας. Βάδισαν, κινήθηκαν χορευτικά, τραγούδησαν, φαντάστηκαν, κουράστηκαν αλλά πέτυχαν να γοητεύσουν την πλειονότητα των θεατών.
Στη «Φωνή», εκτός των άλλων, ανίχνευσαν τα αριστερά αισθήματα του Λαπαθιώτη, την πολιτική του δυσαρέσκεια και την απόσταση που κρατούσε από τα δύο μεγάλα κόμματα της εποχής του.
Την προσοχή τους δεν προκάλεσαν μόνο η μυθοπλασία, ο αισθητισμός και ο αισθησιασμός, ή τα έντονα ρεαλιστικά, νατουραλιστικά, ακριβέστερα, στοιχεία του Λαπαθιώτη, αλλά και η ποιητική του αύρα και η συναισθηματική του ευαισθησία και ο επιμελημένος λόγος, συνδυασμένος με μια ρομαντική διάθεση και τοπίο πάντοτε τη νύχτα και τις αρρωστημένες της αναθυμιάσεις, σωματικές και ψυχικές.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, άθεος, κομμουνιστής, ομοφυλόφιλος, εθισμένος στα ναρκωτικά, αυτοκαταστροφικός, αποτέλεσε το «μαύρο πρόβατο» της νεοελληνικής λογοτεχνίας για πολλές δεκαετίες και ήταν σχεδόν άγνωστος στις νεότερες γενιές μέχρι το 1995, που με αφορμή την έκδοση των ποιημάτων του εκτιμήθηκε και αναγνωρίστηκε εκ νέου.
Είναι ευοίωνο το γεγονός επομένως ότι κάποιοι νέοι κατανοούν τόσο πλήρως μια νουβέλα του και την παρουσιάζουν σε μια τόσο άρτια και συγκινητική παράσταση.
Mια παράσταση που αξίζει το ενδιαφέρον των θεατρόφιλων. Θα παίζεται έως τις 7 Ιανουαρίου, εκτός αν δοθεί παράταση.
Η νουβέλα «Κάπου περνούσε μια φωνή» έχει φανερές ομοιότητες με μια άλλη νουβέλα του Λαπαθιώτη, το «Τάμα της Ανθούλας», με τη διαφορά ότι δεν είναι τοποθετημένη στον υπόκοσμο και στους τεκέδες του Πειραιά, αλλά στις γειτονιές της Αθήνας. Όμως, η μεγαλύτερη ιδιομορφία της νουβέλας είναι ο πολύ χαρακτηριστικός εσωτερικός ρυθμός της, που προσιδιάζει σε ποίημα. Διαβάζοντάς την, δεν μπορούμε να μην προσέξουμε ατόφιους δεκαπεντασύλλαβους να ξεπηδούν σε κάθε σελίδα.
…Ήταν ένα βαθύτατα παθητικό τραγούδι,
καθώς ερχόταν μέσ’ απ’ το σοκάκι,
ένα τραγούδι μακρινό και σαν απελπισμένο,
με τον αργό κι απόκοσμα λυπητερό σκοπό του,
– έν’ από κείνα τα παλιά, νοσταλγικά «μινόρε»
(κι από τ’ αγαπητότερα της εποχής εκείνης),
τ’ ανείπωτα γλυκά και πονεμένα,
τα σαγηνευτικά κι απαρηγόρητα,
που καθώς περνούσαν, τα μεσάνυχτα,
ή κάποια μισοφώτιστα χαράματα –
γιορτές, προπάντων και Σαββατοκύριακα –
μέσ’ απ’ τις κοιμισμένες γειτονιές,
ξυπνώντας, με τον πλάνο τους και λαγγεμένο θρήνο
τις συνοικίες, της παλιάς, ρομαντικής Αθήνας,
μεθούσαν έτσι τις καρδιές των κοριτσιών,
ανάμεσα ξυπνήματος κι ονείρου,
που τ’ άκουαν και στήνανε τ’ αυτί τους, μαγεμένα,
και βρέχανε με δάκρυα βουβά και φλογερά –
δάκρυα πόθου μυστικού κι απέραντου καημού –
τα κεντητά, κολλαριστά, λευκά τους μαξιλάρια!
Κι ήτανε σα ν’ ανέβαιναν, μαζί του, μέσ’ στη νύχτα,
αναστημένες μαγικά, μέσ’ απ’ τα βάθη των καιρών,
κάποιες παλιές και σκοτεινές κι ανείπωτες λαχτάρες,
σαν τα πικρά παράπονα νεκρών λησμονημένων,
όλες οι γνώριμες, γλυκές φωνές των Περασμένων,
μέσα σ’ αλάλητες αυγές χαμένων παραδείσων!
Το μοτίβο αυτό συνεχίζεται περίπου σε όλο το βιβλίο. Η «Φωνή» είναι μια νουβέλα σχεδόν γραμμένη ολόκληρη σε δεκαπεντασύλλαβο.
Συντελεστές
Διασκευή και Ερμηνεία: Ηλίας Βογιατζηδάκης, Μυρτώ Πανάγου, Νατάσα Παπανδρέου
Σκηνοθεσία: Ηλίας Βογιατζηδάκης
Δραματουργία: Παναγιώτα Κωνσταντινάκου
Σκηνικά και Κοστούμια: Ευαγγελία Κατέχη
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιούλη Καρναχωρίτη
Βίντεο: Ρεβέκκα Βάρναλη
Φωτογραφίες: Χρήστος Πεσματζόγλου
Πληροφορίες
«Κάπου περνούσε μια φωνή»
του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
BIOS Main
Πρεμιέρα: Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013
Διάρκεια παραστάσεων: 18 Νοεμβρίου 2013 – 7 Ιανουαρίου 2014
Παραστάσεις: Δευτέρα – Τρίτη
Έναρξη: 21:00
Τιμή εισιτηρίου: 10 ευρώ (ενιαίο)
ΒΙΟS
Πειραιώς 84, 10435 Αθήνα
Τηλ. 210 3425335
www.bios.gr