Της Αλεξάνδρας Ροζοκόκη (*)
Κατά καιρούς ακούγονται απόψεις από Έλληνες μορφωμένους για τη μη επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στον τόπο όπου αυτά δημιουργήθηκαν. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι αν επιστρέψουν τα «μάρμαρα» στην Αθήνα θα κλειστούν σ’ ένα μουσείο όπου θα τα βλέπουν πολύ λιγότεροι επισκέπτες απ’ ό, τι στο Βρετανικό, ενώ εκεί που τώρα βρίσκονται έρχονται συνεχώς να τα θαυμάσουν άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο. Προφανώς, οι υποστηρικτές της ανωτέρω άποψης δεν έχουν επισκεφθεί το νέο Μουσείο Ακρόπολης όπου (εκτός από τα εκθέματα) ό, τι καλύτερο βιώνει ο επισκέπτης είναι η απρόσκοπτη επικοινωνία με τον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο. Συγκεκριμένα, τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν παρουσιάζονται ξεκομμένα από το περιβάλλον ούτε είναι φυλακισμένα μέσα σε τσιμεντένιους τοίχους. Η τεράστια τζαμαρία (από πάνω έως κάτω και γύρω γύρω) προσφέρει ένα μοναδικό σε τέρψη θέαμα: να παρατηρεί κανείς τα γλυπτά και ταυτόχρονα να βλέπει τον Ιερό Βράχο, τον εξωραϊσμένο πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και τη συνοικία Μακρυγιάννη. Ας πληροφορηθούν ακόμη ότι το νέο Μουσείο Ακρόπολης είναι πυκνά επισκέψιμο όλες τις εποχές του χρόνου. Αν εξακολουθούν να μην πείθονται με τα παραπάνω, τότε ας απαντήσουν στο εξής ερώτημα: αφού (όπως λένε) στο Βρετανικό Μουσείο θαυμάζουν τα «μάρμαρα» περισσότεροι άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο, τότε γιατί δεν τους στέλνουμε και τους υπόλοιπους αρχαιολογικούς θησαυρούς μας αδειάζοντας τα μουσεία της χώρας; Ας στείλουμε λοιπόν ό, τι έχουμε και δεν έχουμε με την παράκληση να τα φυλάνε και να τα παρουσιάζουν σ’ όλη την ανθρωπότητα, ενώ εμείς θα τους οφείλουμε αιώνια ευγνωμοσύνη!
Άλλοι περισπούδαστοι προσπαθούν με λεπτολόγα νομικίστικα επιχειρήματα να θολώσουν περισσότερο την υπόθεση, προτρέποντάς μας ν’ αναγνωρίσουμε στο Βρετανικό Μουσείο την κυριότητα των αρπαγμένων γλυπτών με την ελπίδα ότι ίσως έτσι αυτό θα συγκατανεύσει σε μια μόνιμη έκθεσή τους στην Αθήνα. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης ή είναι αφελείς ή τους έχουμε δώσει το δικαίωμα να μας θεωρούν αφελείς. Είναι δυνατόν το Βρετανικό Μουσείο να επιτρέψει (μ’ όποια διεύθυνση του τύχει και μ’ όποια αγγλική κυβέρνηση) τον παντοτινό δανεισμό των «ελγινείων» στην Αθήνα; Ας θυμηθούμε ότι στις αρχές του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι βρετανικές αρχές κατοχής εξαπάτησαν τους Κυπρίους προκειμένου να στρατολογήσουν περισσότερους εθελοντές με το σύνθημα «Κύπριοι εντασσόμενοι στον αγγλικό στρατό, πολεμάτε για την Ελλάδα και για τη δική σας ελευθερία»! Όμως μετά το τέλος του πολέμου το Υπουργείο Αποικιών και οι Αρχηγοί των Επιτελείων τους απέρριπταν κάθε συζήτηση για Ένωση, ενώ ο Τσώρτσιλ πεισματικά ενέμενε στη διατήρηση πλήρους βρετανικής κυριαρχίας στη Μεγαλόνησο.
Για να επιστρέψω στο θέμα, όταν τα γλυπτά διερπάγησαν από τον Έλγιν με τον γνωστό αναίσχυντο τρόπο, όταν ο Παρθενώνας λεηλατήθηκε βιαιότατα, οι Έλληνες ήταν υπόδουλοι και δεν μπορούσαν να προστατεύσουν την πολιτιστική κληρονομιά τους. Τώρα γίναμε έθνος ελεύθερο, φτιάξαμε ένα κατάλληλο μουσείο και τα διεκδικούμε δικαίως. Όταν τα αγόρασε η Αγγλία, στη Βουλή των Κοινοτήτων αμφισβητήθηκε έντονα η νομιμότητα της απόκτησής τους. Το βρετανικό κοινοβούλιο δεν είναι η κολυμβήθρα του Σιλωάμ όπου εξαγνίζεται η αγορά παράνομου εμπορεύματος. Ούτε το Βρετανικό Μουσείο ως άλλος Πόντιος Πιλάτος μπορεί να νίπτει τας χείρας του και να ισχυρίζεται ότι δικαίως κατέχει το παράνομο εμπόρευμα. Το καλύτερο είναι ν’ αρθεί πάνω από τις φοβίες και τις αναστολές του, να δείξει επιτέλους ήθος και γενναιοψυχία και να επιτρέψει την επιστροφή των αρπαγμένων γλυπτών στον τόπο τους. Ειδάλλως, θα φέρει μονίμως τη στάμπα ενός άδικου και ανήθικου Μουσείου.
(*) Η Αλεξάνδρα Ροζοκόκη είναι Ερευνήτρια στην Ακαδημία Αθηνών