21.2 C
Athens
Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Η λεβάντα

Γράφει η Γωγώ Μάντεση

Τελικά η φωνή μου ήταν που με πρόδωσε.
Είχαν περάσει πάνω από δύο ώρες. Καθόμασταν αντικριστά και πίναμε ήσυχες τον καφέ μας. Το μικρό διαμέρισμά της ήταν όπως πάντα τακτοποιημένο, με διάχυτο το άρωμα της λεβάντας σε όλο το χώρο. Από μικρή, θυμάμαι, γέμιζε τις χούφτες μου με αυτά τα μικρά μοβ ξεραμένα λουλουδάκια και μου έλεγε «τρίψε τώρα τα δαχτυλάκια σου, θα δεις, η διάθεσή σου θα αλλάξει αμέσως». Ακόμα και όταν με έπαιρνε στο κρεβάτι της, ήξερα ότι είχε κρύψει κάτω από το μαξιλάρι μου ένα μικρό πάνινο σακουλάκι, για να έχω έναν ήρεμο ύπνο. Έβαζα το χέρι μου και αναγνώριζα εκείνο το κομμάτι ύφασμα, τυλιγμένο στα τέσσερα, με ένα μικρό κορδόνι να κρέμεται και να με γαργαλάει. «Η λεβάντα κάνει για τα πάντα» μου επαναλάμβανε. «Μην το ξεχνάς αυτό» και χαμογελούσε.

Το φλιτζάνι μου είχε σχεδόν αδειάσει και σηκώθηκε να ετοιμάσει φρέσκο καφέ. Έβαλε και μουσική. Δεν ήμουν σίγουρη αν είχε καταλάβει. Δεν με ρώτησε τίποτα. Αναγνώρισα την Chaconne (έργο συγκλονιστικό του Μπαχ). Η οικογένειά μου δεν είχε μουσική παιδεία και στα σχολεία που πήγα δεν μάς πρόσφεραν πολλά. Μουσικά όργανα δεν είχαμε στο σπίτι μας. Ένα μικρό ραδιόφωνο μονάχα υπήρχε αρχικά, στη συνέχεια όμως εγώ με την αδερφή μου εξοπλίσαμε το σπίτι με πιο σύγχρονα συστήματα, από τα οποία η κλασική μουσική ήταν πάντα απαγορευμένη, λόγω της δυσπιστίας – ίσως και εχθρότητας – που είχαμε ως παιδιά τότε απέναντί της.
Έπειτα ήρθε εκείνο το πρωινό. Σ’ αυτό το μικρό διαμέρισμα, στο μπαλκόνι, και η μουσική του Μπαχ άλλαξε τα πάντα. – Θυμάσαι; Πρέπει να ήσουν δώδεκα; δεκατρία; με κοίταξε φέρνοντας το δίσκο με τα φλιτζάνια.
Δεν χρειαζόταν ν’ απαντήσω. Γνώριζε πολύ καλά. Ήταν μια αποκάλυψη για μένα εκείνη η καθαρότητα, εκείνη η πολυπλοκότητα του ήχου, που οδηγούσαν στην τελική ισορροπία και ολοκλήρωση.
– «Έτσι είναι και η ζωή, μάτια μου». Αυτό δεν σου είχα πει τότε; Θυμάσαι;
Δεν μίλησα. Σηκώθηκα να πάρω την τσάντα μου. Ήθελα να καπνίσω.
Βγήκα στο μπαλκόνι. Είχε αρχίσει να φθινοπωριάζει. Τα επτά λεπτά που οι πολυφωνικοί και αρμονικοί ήχοι του βιολιού θα ολοκληρώνονταν, ζύγωναν. Και τότε μίλησα. Μια φωνή στον αέρα:
– Αννέτα, θέλω να σου πω.
– Τι είναι ψυχή μου;
Δίσταζα. Το καταλάβαινα και η ίδια. Η χροιά της φωνής μου είχε αλλοιωθεί.
– Θα λείψω κάποιες μέρες.
– Συμβαίνει κάτι; Ν’ ανησυχήσω;
-Όχι, όχι. Όλα καλά. Να μου προσέχεις μόνο τη λεβάντα μου, σε παρακαλώ. Με δικό σου μόσχευμα αναπτύχθηκε και έγινε ολόκληρος θάμνος. Να μου την προσέχεις.
Μην την ξεχάσεις.
– Μη σκιάζεσαι παιδί μου. Η λεβάντα είναι ανθεκτική.
– Δεν είναι όμως και απρόσβλητη, απάντησα με μια δόση ειρωνείας.
– Και θα λείψεις μέρες;
– Μια-δυο.
Κοιταχτήκαμε.
Το ξέραμε και οι δύο.
Η φωνή μου είχε ήδη προδώσει το ψέμα μου.

Οκτώβριος 2011

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -