Ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα όλων των εποχών, μια κραυγή διαμαρτυρίας ενάντια στην απάνθρωπη μεταχείριση Ανθρώπου από Άνθρωπο.
«Τα δύο σπουδαία ορόσημα της ζωής μου ήταν όταν ο πατέρας μου μ’ έστειλε στην Οξφόρδη και όταν η κοινωνία μ’ έστειλε στη φυλακή», θα γράψει ο Oscar Wilde στη φυλακή του Ρέντινγκ. Η περίοδος της φυλάκισής του επέδρασε στην υγεία του και αργότερα τον οδήγησε στον ξεπεσμό. Ο σπαραγμός των απόκληρων της φυλακής καταγράφεται στην «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ», η οποία είναι αφιερωμένη στη μνήμη του C.T.W., στρατιώτη του Ιππικού της Βασιλικής Φρουράς, που κρεμάστηκε στις 7 Ιουλίου του 1896.
Ο Όσκαρ Ουάιλντ, καθώς έπεσε θύμα της σαγήνης του και φυλακίστηκε, ταυτίζεται με τη ζωή των απόκληρων και δεν κρατάει αποστάσεις. Στην «Μπαλάντα» ξετυλίγει τα συναισθήματα, την απομόνωση, τον εγκλωβισμό των ανθρώπων που ζουν στη φυλακή, με την ελπίδα τους να έχει χαθεί.
Ένας ύμνος στον Έρωτα και την Ελευθερία. Είναι ένα μάθημα συχώρεσης και μετάνοιας. Γιατί -όπως έλεγε κι ο ίδιος- μαθήματα μπορούμε να πάρουμε από όλους τους ανθρώπους ακόμα κι απ’ τους πιο αμαρτωλούς.
Ο Όσκαρ Ουάιλντ, προικισμένος με σπάνια ευφυΐα και διορατικότητα, ικανός να βλέπει πέρα από την επιφάνεια, εμβαθύνει στις καταστάσεις, στις συμπεριφορές και την ψυχολογία των ανθρώπων με ρυθμό που κόβει την ανάσα και ανατρέπει καθετί μέχρι τότε δεδομένο.
«Μα κι ο καθείς σκοτώνει ό, τι αγαπάει,
και πρέπει αυτό απ’ όλους ν’ ακουστεί.
Άλλοι με κολακεία σε σκοτώνουν
Κι άλλοι με ματιά φαρμακερή
Μ’ ένα φιλί σκοτώνουν οι δειλοί,
Κι οι γενναίοι άνδρες με σπαθί.
Νέοι σκοτώνουν άλλοι την αγάπη τους
Κι άλλοι σαν γενούνε γέροι.
Με χέρι Λαγνείας άλλοι τήνε πνίγουνε
Κι άλλοι με Πλούτου χέρι
Κι επειδή πιο γρήγορα παγώνει έτσι το κορμί,
Οι πονόψυχοι σκοτώνουν με μαχαίρι.
Άλλοι για λίγο ερωτεύονται κι άλλοι για πολύ.
Άλλοι τον Έρωτα πουλάνε κι άλλοι τον αγοράζουν.
Άλλοι με βουρκωμένα μάτια τον σκοτώνουνε
Κι άλλοι βουβοί τον αφανίζουν
Κι ενώ ο καθείς σκοτώνει ό, τι αγαπάει,
Όλοι ωστόσο δεν πεθαίνουν.
…………………………………………………………………………………………
Μαύρα μεσάνυχτα πάντα είχαμε μες στην καρδιά μας,
Και στο κελί μας μέσα αυγή,
Και τον τροχό γυρίζαμε και ξεφτίζαμε το σχοινί,
Ο καθείς στην Κόλασή του μέσα την ατομική.
Μα είναι πολύ πιο τρομερή η σιωπή
Από καμπάνας μπρούτζινης αντήχηση βροντερή.
…………………………………………………………………………………………
Ποτέ δεν είδα άνθρωπο ν’ αγναντεύει,
Με λαχτάρα τόση στη ματιά,
Αυτό που οι κατάδικοι ονομάζουν ουρανό,
Την οθόνη εκεί ψηλά τη θαλασσιά,
Και κάθε συννεφάκι που αρμενίζει
Όμοιο με πλεούμενο με ασημί πανιά.
…………………………………………………………………………………………
Δεν ξέρω αν οι νόμοι είναι άδικοι
Ούτε και δίκαιοι αν είναι ή σωστοί,
Μα κείνο που όλοι οι καταδικασμένοι το γνωρίζουνε,
Είναι πως δεν μπορούν τα τείχη να περάσουν ζωντανοί,
Και πως κάθε μέρα σαν χρόνος μοιάζει,
Χρόνος δίχως τέλος και αρχή.
…………………………………………………………………………………………..
Yet each man kills the thing he loves
By each let this be heard
Some do it with a bitter look
Some with a flattering word
The coward does with a kiss
The brave man with a sword»
Oscar Wilde