Το www.catisart.gr φιλοξενεί επιστολή που μας απέστειλε η εξαίρετη μουσειολόγος και ευγενέστατη κυρία Σοφία Πελοποννησίου – Βασιλάκου, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Μουσείου Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού, και αναφέρεται στο νέο μουσειακό χώρο της οδού Κριεζώτου 3, την οικία του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα:
“Αγαπητοί φίλοι της Οικίας Κατακουζηνού,
Είναι σπάνιες οι φορές που σας ενημερώνουμε για θέματα που δεν συμβαίνουν στο χώρο του Ιδρύματος αλλά υπάρχουν περιπτώσεις όπου θεωρούμε ότι αυτό επιβάλλεται.
Μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια επικοινωνίας -σας θυμίζω ότι η οικία Κατακουζηνού άρχισε να λειτουργεί το Σεπτέμβριο του 2008- επιτρέψτε μου έναν προσωπικό σχολιασμό για έναν από τους σημαντικότερους τόπους πολιτισμού, που δημιουργήθηκαν πρόσφατα στη χώρα μας. Αναφέρομαι στο νέο μουσειακό χώρο της Κριεζώτου 3, στην οικία του αδελφικού φίλου -για εξήντα χρόνια- του Άγγελου Κατακουζηνού, του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα.
Είχα την τύχη να επισκεφτώ το σπίτι του Γκίκα μαζί με τη Λητώ Κατακουζηνού στις 16 Μαρτίου 1989 και συγκεκριμένα την ημέρα που αποκαλύφθηκε από τον ίδιο η «Ληστεία του Αιώνα», όπως τη χαρακτήρισε τότε ο Τύπος (ευτυχώς λίγα χρόνια αργότερα οι δράστες ανακαλύφθηκαν και τα κλοπιμαία επιστράφηκαν). Παρά το τρομερό αυτό γεγονός, ο Γκίκας το αντιμετώπισε με απαράμιλλη ψυχραιμία και ως καλός οικοδεσπότης που ήταν μαζί με τη σύζυγό του Barbara, φρόντισαν να μας περιποιηθούν, να με ξεναγήσουν στο χώρο και αργότερα εκείνος να μας μιλήσει για την τελειότητα της γραφής του Gerald de Nerval. Σαν αποχαιρετιστήκαμε με ρώτησε με πολλή σοβαρότητα: Λοιπόν σας αρέσει η ζωγραφική μου;
Από τις συναντήσεις που ακολούθησαν μέχρι το 1994 θα θυμάμαι πάντα το χιούμορ του και τη διάθεσή του για προσφορά. Κάθε συζήτηση και ένας ολόκληρος κόσμος. Άλλοτε μιλούσε για τους αρχαίους θεούς (ξεχώριζε την Αθηνά), για το θαυμασμό του στον Φειδία και στον Μέγα Αλέξανδρο. Άλλοτε, αναφερόταν στα παιδικά του χρόνια στην Ύδρα και την πρώτη του έκθεση εκεί, όπου κατάφερε να πουλήσει όλα του τα έργα και τις φιγούρες που έφτιαξε όχι λιγότερο από 35 δεκάρες, όπως έλεγε με περηφάνια.
Του άρεσε να εξηγεί τα μικρά μυστικά στα έργα του. Θυμάμαι αμυδρά μια αναφορά του σε ένα του έργο με τους αστερισμούς, όπου η «Σελήνη» απεικονίζεται σαν «τα κέρατα κριού» όταν πρωτογεννιέται μα και συνάμα ολάκερη με τρόπο που να θυμίζει «κουκουβάγια». Πιο δίπλα η θάλασσα και μέσα σε αυτή ένα κεφάλι που πνίγεται να συμβολίζει το χαμό του Ήλιου σαν γεννιέται η Σελήνη και τόσα άλλα που δεν είχα την πρόνοια να καταγράψω.
Η μετατροπή του σπιτιού του σε μουσείο, ήταν από τα πράγματα που τον ενδιέφεραν πολύ και δούλεψε σκληρά κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του για να το σχεδιάσει και να εξασφαλίσει τη λειτουργία του.
Τον Οκτώβριο του 2011 το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος Κατακουζηνού, για να θυμίσει τη συμβολή του Άγγελου Κατακουζηνού στη δημιουργία του Μουσείου Θεόφιλου, αποφάσισε να δώσει σε μορφή δανείου έναν πίνακα του Θεόφιλου («Ο Εσταυρωμένος»), καθώς και σχετικές επιστολές του Σεφέρη και του Στρατή Ελευθεριάδη (Teriade) προς τον Άγγελο Κατακουζηνό. Με αφορμή αυτό το γεγονός ξαναβρέθηκα μετά 18 χρόνια στην οικία της Κριεζώτου 3 και είδα τη νέα μορφή της.
Αναρωτιέμαι για το πόση δύναμη, φροντίδα και αγάπη θα πρέπει να έδειξαν όλοι οι άνθρωποι που δούλεψαν για αυτό και κυρίως τι πάθος έδειξε ο Άγγελος Δεληβοριάς.
Δε νομίζω ότι θα ξαναδούμε εύκολα κάτι αντίστοιχο και είμαι σίγουρη, θυμούμενη όλα όσα είχα κουβεντιάσει μαζί του, ότι ξεπεράστηκε από τους υπεύθυνους του μουσείου, κάθε προσδοκία από αυτές που είχε ο ίδιος ο Γκίκας.
Δεν είμαι από τους επιμελητές του χώρου, που θα μπορούσαν να σας ξεναγήσουν με ασφάλεια χωρίς να παραλείψουν τα σημαντικότερα εκθέματα (αν μπορεί κανείς να τα επιλέξει) αλλά επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας, μερικά από αυτά, τα οποία με συγκίνησαν βαθιά και με έκαναν να πιστέψω ξανά στις δυνατότητες της χώρας και των ανθρώπων της. Την προσοχή μου τράβηξαν κάποια συγκεκριμένα έργα και αντικείμενα αλλά κυρίως οι επιστολές εκπροσώπων της μεσοπολεμικής γενιάς, δείγμα του τρόπου που επικοινωνούσαν και συνεργάζονταν, σκεπτόμενη πόσο πολύ λείπει αυτή η ικανότητα στις μέρες μας.
Αρχίζοντας από την πρώτη αίθουσα από τη δεξιά πλευρά ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν τα ακόλουθα:
* Το ανάγλυφο σε γύψο της «Νίκης» του Μ. Τόμπρου, του 1915, που τιμά τους νεκρούς των Βαλκανικών Πολέμων του 1913.
* Η προθήκη για τον Γ. Σκαρίμπα.
* Η φιλοτεχνημένη αφίσα από τον Σ. Σπαθάρη για τη διαφήμιση του έργου: «Ο Μπαρμπαγιώργος Δήμαρχος».
* Η ελαιογραφία «Ψαράδες» του Γ. Γουναρόπουλου, του 1930.
* Η προσωπογραφία «Νεαρού Κοριτσιού» του Φ. Κόντογλου, του 1945.
* Η ξυλογραφία «Μυκονιάτικο θαλασσινό τοπίο» του 1930 και η έγχρωμη ξυλογραφία «Το Παγώνι» του Γ. Κεφαλληνού, του 1943.
* Η «Θυμέλη» του Α. Σικελιανού με την ακόλουθη αφιέρωση του ποιητή, στον Κεφαλληνό:
«Του Γιάννη Κεφαλληνού,
Του Κορυφαίου Ποιητή της γραμμής
Που μ’ αυτή χαράζει τ΄ ακρύτατα
σύνορα ανάμεσα στην υψηλότερη
έκφραση του Λόγου και το απύθμενο νόημα της Σιγής.»
Μ’ ευγνωμοσύνη και με Πίστη.
Σικελιανός
1950
* Τα έργα του Σ. Παπαλουκά «Λιτανεία» (Νο 2 στην προθήκη) του 1923 και «Θάλασσα της Πάρου», του 1948.
* Η προθήκη για τον Δ. Πικιώνη και η επιστολή του Κλάους Φρισλάντερ προς τον Γκίκα με αναφορά στον Πικιώνη.
* Η επιστολή του Βάλτερ Γκρόπιους στον Δ. Πικιώνη του 1960.
Στη μεσαία προθήκη:
* Το τελευταίο σημείωμα του Κ. Καρυωτάκη του 1928.
* Οι «Ωδές» του Α. Κάλβου αντιγραμμένες από τον Γιώργο και τη Μαρώ Σεφέρη το καλοκαίρι του 1941.
Πηγαίνοντας στον πρώτο όροφο ξεκινώντας από τη δεξιά πλευρά:
* Τα νησιώτικα σπίτια του Ν. Εγγονόπουλου του 1934-1935 και η αυτοπροσωπογραφία, του 1935 (στην αριστερή σας πλευρά).
* Το «Λιμάνι της Αίγινας τη νύχτα», του 1952, του Γ. Ζογγολόπουλου (στη δεξιά σας πλευρά).
* Το χειρόγραφο υπερρεαλιστικό ποίημα του Ν. Κάλας (Νο 8) με σχέδια (δεξιά).
* Το νησιώτικο τραπέζι με τα σύνεργα ζωγραφικής και τις ζωγραφικές πέτρες του Ν. Νικολάου, από το σπίτι του στην Αίγινα και το «Τοπίο», του 1960 (αριστερά).
* Η Α΄ έκδοση της “Αστροφεγγιάς”, του 1945, του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου (αριστερά).
* Το «Καφενείο του Σ. Βασιλείου», του 1955, και το «Δάσος» του 1950 (αριστερά).
* Η προθήκη για τον Ι. Κακριδή.
* Η φωτογραφία του Α. Εμπειρίκου το 1935, μπροστά σε τοπογραφία του Θεόφιλου και η Α΄ έκδοση της Υψικαμίνου του 1935 (αριστερά).
* Το «Νησιώτικο Τοπίο», του Μ. Βιτσώρη του 1935 (αριστερά).
* Στην προθήκη για τον Γ. Κατσίμπαλη το «παιγνιώδες ποίημα» του Γ. Σεφέρη με το θέμα τον Κατσίμπαλη αντιγραμμένο από τον δεύτερο του 1930 (αριστερά).
Στη μεσαία προθήκη απέναντι από το έργο του Μ. Βιτσώρη:
* Η ζωγραφισμένη γοργόνα σε ξύλο και πέτρα από τον Γ. Ρίτσο.
* Το χειρόγραφο της ομιλίας του Γ. Ρίτσου στην τελετή απονομής του βραβείου Λένιν, 1977.
* Η προθήκη για τον Ι. Συκουτρή με τις σημειώσεις του για τη ρητορική τέχνη και την προσωκρατική φιλοσοφία (απέναντι από την προθήκη για τον Ρίτσο).
Στη συνέχεια:
* Το «Ορεινό Τοπίο», του Π. Ρέγκου, του 1926 (αριστερά).
* «Minotaure», 1937. Τεύχος του πολύ σημαντικού περιοδικού που εξέδιδε ο Teriade στο Παρίσι για το διάστημα 1933-1937. Στην προθήκη αυτή βρίσκεται και ο «Εσταυρωμένος» που κοσμούσε το γραφείο του Άγγελου Κατακουζηνού (δεξιά).
* Ο «Ποιητής», ορείχαλκος του Γ. Ζογγολόπουλου, του 1956 (αριστερά).
* Οι ευχετήριες κάρτες φιλοτεχνημένες από τον Δ. Γιαννουκάκη (δεξιά).
* Το βαλιτσάκι με τα είδη ζωγραφικής του Α. Αστεριάδη.
* Η Επιστολή του Οδ. Ελύτη στην Α. Χατζημιχάλη.
* Η αφιέρωση του Κ. Παλαμά στη Nelly’s και η φωτογραφική μηχανή της.
Ανεβαίνοντας στο δεύτερο όροφο στον προθάλαμο:
* Οι Ξυλογραφίες με θέματα από την Κατοχή, οι «Ψαράδες», του 1951, ο «Ήλιος και η ανθρώπινη μορφή», του 1971, της Β. Κατράκη.
Και στη συνέχεια αρχίζοντας από την αριστερή πλευρά:
* Οι φωτογραφίες του Σ. Μελετζή.
* Τα Αρχιγράμματα της Ε. Παπαδημητρίου.
* Το ανάγλυφο σε πέτρα Επιτύμβιο για τον Α. Σικελιανό του Χρ. Καπράλου.
* Η προσωπογραφία του Κ. Ταχτσή, από τον Γ. Τσαρούχη, του 1950.
* Τα σχέδια και οι ελαιογραφίες του Ν.Κ. Πεντζίκη.
* «Η γενεά του ’30 μετά 33 έτη! 9 Μαρτίου 1963» στο σπίτι του Γιώργου Θεοτοκά (Νο 14).
* Τα σχέδια για τα κοστούμια για την παράσταση των “Ορνίθων” του Κ. Κουν, σχεδιασμένα από τον ίδιο, του 1936.
* Τα σχέδια για τα σκηνικά για τα έργα του Τ. Ουίλιαμς 1956, 1957 και Ίψεν 1943 από τον Γ. Στεφανέλλη.
* H χειρόγραφη σελίδα της Δ. Σωτηρίου από τα «Ματωμένα Χώματα».
* Τα έργα της Ν. Καραγάτση «Το λιμάνι της Άνδρου τη νύχτα», του 1981 και «Το Πολυτεχνείο», του 1973.
Στη μεσαία προθήκη:
* Η φωτογραφία του Οδ. Ελύτη (Νο 18) ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, στο Αλβανικό Μέτωπο του 1941, το πήλινο ρόδι του Μόραλη (No 4) χαρισμένο στον ποιητή και η επιστολή του στον Γκίκα του 1948 (No 19).
* «Η Ωδή στο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα» του Ν. Γκάτσου, αυτόγραφο του ποιητή (Νο 14).
Στη συνέχεια:
* Οι ελαιογραφίες του Γ. Μαυροειδή.
* Οι ελαιογραφίες του Γ. Σπυρόπουλου.
* Η προθήκη για τη Μελίνα Μερκούρη.
* Το σενάριο του Ι. Καμπανέλλη για το θεατρικό «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια».
* Τα λόγια του Γ. Ρίτσου για τον Σ. Τσίρκα.
* Το έργο «Μητέρα με παιδιά – Η έγκυος» της Α. Κινδύνη του 1959.
* Η ελαιογραφία «Εσωτερικό Καταστήματος» του Γ. Μανουσάκη του 1935.
Ανεβαίνοντας στον τρίτο όροφο στον προθάλαμο:
* Οι φωτογραφίες του Κ. Μπαλάφα.
Περιδιαβαίνοντας από την αριστερή πλευρά:
* Τα σχέδια του Α. Κωνσταντινίδη.
* Η χαλκογραφία του Γ. Βαρλάμου: «Ο χαράκτης Γιάννης Κεφαλληνός, 1957».
* Η πρόσκληση για την παράσταση του Ελληνικού Χοροδράματος με σχέδιο του Μ. Αργυράκη του 1956 (Νο 9).
* Οι μακέτες με τα σκηνικά του Γ. Μόραλη για τις παραστάσεις του Χοροδράματος της Ρ. Μάνου.
* Η προθήκη για τον Δ. Χορν.
* Η προθήκη για τον Μάνο Χατζιδάκι.
* Η προθήκη για τη Μαρία Κάλλας.
* Το πρόγραμμα της παράστασης «Οδός Ονείρων» του Μ. Αργυράκη του 1912.
* Η προσωπογραφία του Οδ. Ελύτη από τον Γ. Μόραλη του 1980.
* Η προθήκη για τον Μιχάλη Κακογιάννη.
* Το «Τοπίο της Σίφνου» του Τέτση.
Περνώντας στο χώρο της Πινακοθήκης Γκίκα, με εντυπωσίασαν τα έπιπλα που με τόσο μεράκι διαλέχτηκαν από τον Γκίκα και που το καθένα θα κρύβει μια ιστορία, που ελπίζω να μάθουμε.
Ανάμεσα στα «διαμάντια» του χώρου αυτού, ξεχωρίζουν τα ακόλουθα:
* «Το παιχνίδι του κήπου-κροκέ» του 1934, ανάγλυφο σε μπρούντζο.
Στη μεσαία προθήκη:
* «Η Αυτοπροσωπογραφία» του 1921.
* «Η Μικρή Ύδρα» του 1947.
* Το «Σκηνικό για τον Δον Ζουάν του Ομπέ» του 1939.
Στη συνέχεια:
* «Οι Στέγες Λονδίνου» I και II, του 1945.
* Τα «Καφασωτά Ι, ΙΙ του 1955.
* «Στη χάση του φεγγαριού» του 1956.
* «Το εργαστήρι της Ύδρας» του 1960.
* «Η πρώτη ημέρα του κόσμου» του 1961, μακέτα για το σκηνικό για το τρίπρακτο μονόπετρο του Andre Gide, εμπνευσμένο από τον ελληνικό μύθο της Περσεφόνης, ανεβασμένο στο Covent Garden, σε μουσική Igor Stravinsky. Ο Γκίκας αγαπούσε πολύ να μιλάει για αυτή την εμπειρία σε συνεργασία με τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου και για τις ενθουσιώδεις κριτικές του αγγλικού Τύπου που χαρακτήρισαν τα σκηνικά και τα κοστούμια ως «καταπληκτικά», «πνοής ανώτερης» και από τη χορογραφία, «τολμηρά», «αναταραγμένα» «από συναισθήματα Van Gogh και Marx Ernst».
* «Το σαλόνι στο σπίτι της Κέρκυρας», 1980.
Περνώντας στην κυρίως οικία του Γκίκα στον τέταρτο όροφο στα δεξιά, στην τραπεζαρία, υπάρχει ένα θαυμάσιο έργο του 1951 «Η Κηφισιά». Εκεί διαφαίνεται και ένας πολύ αγαπημένος χώρος του καλλιτέχνη, η βεράντα με τα σιδερένια έπιπλα (την έχει απεικονίσει ζωγραφικά το 1990 και μπορείτε να δείτε το έργο στον τρίτο όροφο), η οποία ελπίζω να ανοίξει κάποια στιγμή για το κοινό.
Πηγαίνοντας προς τα αριστερά, στο σαλόνι, παρατηρήστε το πάτωμα σε πράσινο χρώμα, τη χρήση των τούβλων και του γυμνού τσιμέντου, τις ακουαρέλες από το ταξίδι στην Ινδία, τη βιβλιοθήκη με τα δερματόδετα βιβλία και το Γραφείο με τα πορτραίτα της οικογένειάς του.
Τέλος προς τα δεξιά, υπάρχει και ένα μικρό καθιστικό, όπου ξεχωρίζει η βιτρίνα με τα snuff bottles, το έργο «Δέντρα στον Πόρο», του 1950, το οποίο βρίσκεται ακουμπισμένο πάνω της, το πορτραίτο του Patrick Lee Fermor (Paddy) και μια παλιά γαλλική υδρόγειος σφαίρα.
Ο τελευταίος σταθμός είναι στον πέμπτο όροφο, στον έντονα βιωμένο χώρο του ατελιέ, όπου πρωταγωνιστούν αυτά που φαντάζεσαι ότι ειπώθηκαν ή δημιουργήθηκαν από τον Γκίκα. Ξεχωρίζουν τα πινέλα, τα χρώματα, τα εργαλεία, που με τόση τάξη φύλαγε πάντα, τα γλυπτά του, μια πράσινη πολυθρόνα και μια φιγούρα του Καραγκιόζη.
Κατεβαίνοντας τους ορόφους με τις σκάλες αξίζει να παρατηρήσετε τις ελαιογραφίες του Κ. Ξενάκη και του Β. Φωτιάδη καθώς και τα έργα του Γ. Σικελιώτη.
Το μουσείο αυτό δεν είναι δυνατό να εξαντληθεί σε μία επίσκεψη. Είναι φτιαγμένο για πολλαπλά ταξίδια και για αυτό συγχωρέστε μου τυχόν παραλείψεις σε άλλα σπουδαία εκθέματα, τα οποία και εγώ με τη σειρά μου θα ανακαλύπτω με τον καιρό.
Φεύγοντας από την «κιβωτό» της Κριεζώτου ξαναθυμήθηκα τον Γκίκα, τη ματιά και τα λόγια του, που σε έκαναν να νιώθεις όσο μικρός και να ήσουν, πως μπορούσες και εσύ να κάνεις κάτι «σπουδαίο» μόνο και μόνο για να μην τον απογοητεύσεις. Για μένα αυτός είναι και ένας από τους σκοπούς αυτού του μουσείου: να μας θυμίσει το άμεσο παρελθόν μας και τη δική μας αποστολή, αν μη τι άλλο για τη μνήμη όλων εκείνων που φιλοξενούνται και για το μέλλον μιας χώρας που ταλανίζεται βαθιά.
Σας ευχαριστώ για το χρόνο σας και στη διάθεσή σας να μοιραστείτε μαζί μου αυτό το μικρό οδοιπορικό στην οικία Γκίκα και εύχομαι να τη χαρείτε και οι ίδιοι με την πρώτη ευκαιρία.
Σοφία Πελοποννησίου – Βασιλάκου
Αθήνα, Ιούλιος 2012″.