Καθηλωτική, παράξενη αλλά και αστεία είναι η παράσταση «Χαίρεται κι αντίο», που παρουσιάζεται στην κεντρική σκηνή του «104 Κέντρου Λόγου και Τέχνης». Πρόκειται για το εμπνευσμένο έργο του Άθολ Φούγκαρντ, που μας δίνει την ευκαιρία να δούμε και την άλλη όψη της Νότιας Αφρικής. Αυτή των λευκών φτωχών -αλλά εν τούτοις ρατσιστών- κατοίκων της. 1965. Βρισκόμαστε στην πόλη – λιμάνι Πορτ Ελίζαμπεθ, στη Νότια Αφρική. Τα αδέλφια Έστερ και Τζόνι, οι ήρωες του έργου, είναι φτωχοί λευκοί Νοτιοαφρικανοί, απόγονοι – θύματα οικονομικών αλλαγών που οδήγησαν πολλές οικογένειες λευκών μεταναστών της εργατικής τάξης της γενιάς του πατέρα τους στην ανεργία και την οικονομική εξαθλίωση. Συναντιούνται ξανά έπειτα από χρόνια όταν η Έστερ αποφασίζει να επιστρέψει, ύστερα από μακρόχρονη απουσία, στο πατρικό τους για να διεκδικήσει το μερίδιό της από την αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα που άφησε παράλυτο τον πατέρα τους. Ο πατέρας είναι το πρόσωπο για το οποίο μιλούν οι ήρωες, βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο αλλά δεν εμφανίζεται στη σκηνή αφήνοντας μετέωρα ερωτηματικά για το αν βρίσκεται όντως στη ζωή. Στην παράσταση με αδρότητα αναπλάθεται το περιστατικό της συνάντησης των δύο αδελφών μέσα από μια κριτική ματιά αποκαλύπτοντας επώδυνες ηθικές συγκρούσεις.
Μέσα από τις «διαπραγματεύσεις» για τη μοιρασιά της αποζημίωσης τα αδέλφια θα έρθουν αντιμέτωπα με κρυμμένους φόβους και αναμνήσεις που θα πρέπει να αποδεχτούν για να μπορέσουν να αναλάβουν την ευθύνη της ύπαρξής τους και να προχωρήσουν. Ιστορία με υποβόσκουσα ένταση αλλά και χιούμορ, που ρίχνει φως στην εσωτερική ζωή μιας οικογένειας. Τα μυστικά της, τα απωθημένα της, τα συμπλέγματά της.
Η γνωριμία με το δημοκράτη αντιρατσιστή συγγραφέα βοηθάει τα μέγιστα στην κατανόηση του συστήματος που γέννησε και συντήρησε τις χειρότερες φυλετικές διακρίσεις στην Ιστορία.
Η σκηνοθεσία του Αλέξη Ρίγλη είναι λιτή, χαμηλότονη, ατμοσφαιρική και ευαισθητοποιημένη από τον ποιητικό λόγο και τις απλές αλλά μεγάλες αλήθειες του συγγραφέα.
Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός της νέας γενιάς που πολλάκις έχουμε θαυμάσει τα τελευταία χρόνια. Στο «Χαίρεται κι αντίο» δίνει και πάλι μια εξαιρετική ερμηνεία, διαγράφοντας στέρεα και με σπάνια λεπτότητα το χαρακτήρα του αδελφού. Η αμφισημία του ρόλου και ο λυρισμός του αποδίδονται αφαιρετικά και δίχως μελοδραματισμούς και εξάρσεις.
Η Σοφιάννα Θεοφάνους σηκώνει το βάρος του ρόλου της με φυσικότητα και ευθύνη. Έχει ερμηνευτική αλήθεια, υποκριτικές δυνατότητες και σκηνικές αρετές. Είναι μια ηθοποιός εκλεπτυσμένη, ευσυνείδητη, που αγαπά να αναμετριέται με τις δυσκολίες του θεάτρου.
Η παράσταση εκφράζει τη βεβαιότητα ενός πεπρωμένου που συνθλίβει. Δίχως την ελπίδα που θα έπρεπε να το συνοδεύει.
Ο συγγραφέας
Ο Άθολ Φούγκαρντ (1932-) είναι Νοτιοαφρικανός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός, Άγγλο-Ιρλανδό-Ολλανδικής καταγωγής. Σπούδασε φιλοσοφία και κοινωνική ανθρωπολογία στο πανεπιστήμιο τού Κέιπ Τάουν.
Άλλα έργα του: The Blood Knot, Boesman and Lena, Sizwe Bansi is Dead, The Island, Master Harold… and the Boys, The Road to Mecca, κ.α. Έχει τιμηθεί με βραβεία: Obie, Tony, New York Drama Critics’ Circle, Evening Standard, Drama Desk, Lucille Lortel κ.α.
Η κινηματογραφική μεταφορά τού μυθιστορήματός του “Tsotsi” τιμήθηκε με Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Το περιοδικό “Time” τον έχει αποκαλέσει “το μεγαλύτερο εν ενεργεία θεατρικό συγγραφέα του αγγλόφωνου κόσμου”.
Συντελεστές
Ερμηνεύουν οι Σοφιάννα Θεοφάνους, Μιλτιάδης Φιορέντζης
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Αλέξης Ρίγλης
Σκηνικά – Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Φωτογραφίες: Ρούλα Ρέβη
Xρήσιμα
Άθολ Φούγκαρντ
“Χαίρεται κι αντίο”
Ημέρα και Ώρα:
Δευτέρα και Τρίτη στις 21.15
Τιμή εισιτηρίου: 10€
104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης, Ευμολπιδών 41, Γκάζι (Μετρό Κεραμεικός)
Τηλέφωνο επικοινωνίας: 210 3455 020
Η ιστορία του Πορτ Ελίζαμπεθ
Η περιοχή γύρω από αυτό που ονομάζεται τώρα Αλγκόα Μπέι κατοικήθηκε από αυτόχθονες φυλές πολλούς αιώνες πριν. Λέγεται ότι άνθρωποι της φυλής Σαν (Βουσμάνοι) και της φυλής Κόισαν ήταν μεταξύ των πρώτων κατοίκων της περιοχής, ενώ οι Ξόσα ήρθαν αργότερα. Ωστόσο, λίγα είναι γνωστά, καθώς ελάχιστες γραπτές αναφορές πιστεύεται ότι υπάρχουν από τότε.
Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που επισκέφθηκαν την περιοχή ήταν οι Πορτογάλοι εξερευνητές Βαρθολομαίος Ντιάζ, ο οποίος έφτασε στο νησί St Croix του κόλπου Algoa το 1488, και ο Βάσκο ντα Γκάμα, ο οποίος αναφέρει το κοντινό νησί Bird island το 1497. Για αιώνες, η περιοχή αναφερόταν απλώς στους χάρτες πλοήγησης ως “τόπος προσάραξης με φρέσκο νερό”.
Η περιοχή ήταν τμήμα της αποικίας του Ακρωτηρίου, η οποία είχε μια ταραχώδη ιστορία την περίοδο μεταξύ της ίδρυσής της από την Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών το 1652 και του σχηματισμό της Ένωσης της Νότιας Αφρικής το 1910.
Το 1799, κατά την πρώτη βρετανική κατοχή της αποικίας, κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, χτίστηκε στην περιοχή ένα πέτρινο κάστρο, το οποίο ονομάζεται Φορτ Φρέντερικ από τον τότε Δούκα της Υόρκης. Από αυτό το φρούριο, που χτίστηκε για την προστασία ενάντια σε πιθανής προσάραξη γαλλικών στρατευμάτων, παρατηρούσαν την περιοχή που αργότερα έγινε το Πορτ Ελίζαμπεθ, ενώ σήμερα το κάστρο αποτελεί μνημείο της πόλης.
Το 1804 ιδρύθηκε η πόλη Οϊτενχάχε (Uitenhage) κατά μήκος του ποταμού Σβάρτκοπς, σε μικρή απόσταση από τις εσωτερικές εκβολές του στη παραλία Algoa Bay, η οποία αποτελούσε μέρος της περιοχής Γκράαφ Ράινετ εκείνη τη εποχή. Η πόλη της Οϊτενχάχε ενσωματώθηκε στο νέο Μητροπολιτικό Δήμο Νέλσον Μαντέλα Μπέι μαζί με το Πορτ Ελίζαμπεθ και την Ντέσπατς το 2001.
Από το 1814 μέχρι το 1821 το αγρόκτημα Στραντφοντέιν, το οποία αργότερα έγινε το προάστιο της παραλίας Σάμερστραντ του Πορτ Ελίζαμπεθ, ήταν στην κατοχή του Πίτερ Ρέτιφ, ο οποίος αργότερα έγινε αρχηγός των Βοορτρέκερς και σκοτώθηκε το 1837 από τον βασιλιά των Ζουλού Ντινγκάν κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων για την γη. Εκτιμάται ότι 500 άνδρες, γυναίκες και τα παιδιά του κόμματός του σφαγιάστηκαν. Αργότερα το αγρόκτημα Strandfontein πέρασε στην κατοχή του Φρέντερικ Κόρστεν, από τον οποίο πήρε το όνομά του ένα άλλο προάστιο του Πορτ Ελίζαμπεθ.
Το 1820 μια ομάδα 4.000 Βρετανών εποίκων έφτασαν από τη θάλασσα, ενθαρρυμένοι από την κυβέρνηση της Αποικίας του Ακρωτηρίου, για τη δημιουργία ενός οικισμού που θα ενισχύσει την περιοχή των συνόρων μεταξύ της Αποικίας και το λαού των Ξόσα. Τότε ιδρύθηκε η πόλη λιμάνι από τον Σερ Ράφανι Σο Ντόνκιν, τον εκτελεστικό διοικητή της Αποικίας του Ακρωτηρίου, ο οποίος ονόμασε την πόλη από το όνομα της συζύγου του, Ελισάβετ. Η πόλη επεκτάθηκε, σε μια ποικιλόμορφη κοινότητα που αποτελούταν από Ευρωπαίους και άλλους μετανάστες, ιδιαίτερα γρήγορα όμως μετά το 1873, μετά την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής προς το Κίμπερλεϊ. Το 1861 στην πόλη είχε δοθεί το καθεστώς της αυτόνομης κοινότητας.
Κατά τη διάρκεια του δευτέρου πολέμου των Μπόερς, το λιμάνι ήταν ένα σημαντικό σημείο διέλευσης για τους στρατιώτες, τα άλογα και τα υλικά που κατευθύνονταν προς τα εμπρός μέσω του σιδηροδρόμου. Ενώ στην ίδια τη πόλη δεν υπάρχει οποιαδήποτε σύγκρουση, πολλοί πρόσφυγες από τον πόλεμο μεταφέρονταν σε αυτή. Ανάμεσά τους γυναίκες Μπόερς και παιδιά, που φυλακίστηκαν από τους Βρετανούς σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μετά από αυτόν τον πόλεμο, ανεγέρθηκε προς τιμήν των δεκάδων χιλιάδων αλόγων και μουλαριών που πέθαναν κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης το Μνημείο των Αλόγων.
Οι επιπτώσεις του καθεστώτος του Απαρτχάιντ, δεν έλειψαν από το Πορτ Ελίζαμπεθ. Η αναγκαστική μετεγκατάσταση του μη-λευκού πληθυσμού στο πλαίσιο του Νόμου περί Αυτόνομων περιοχών ξεκίνησε το 1962, προκαλώντας τη δημιουργία διαφόρων οικισμών. Το σύνολο της περιοχής Σάουθ Εντ, προνομιακή τοποθεσία, ερημώθηκε δια της βίας και ισοπεδώθηκε το 1965. Οι μετεγκαταστάσεις συνεχίστηκαν μέχρι το 1975. Το 1977 ο Στιβ Μπίκο, ο μαύρος ακτιβιστής κατά του Απαρτχάιντ, ανακρίθηκε και βασανίστηκε από την αστυνομία του Πορτ Ελίζαμπεθ, πριν μεταφερθεί στην Πρετόρια, όπου και πέθανε. Άλλοι αξιοσημείωτοι θάνατοι στην πόλη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αποτελούν αυτοί της περίπτωσης του Cradock Four (Matthew Goniwe, Sparrow Mkhonto, Fort Calata και Sicelo Mhlauli).