Ισπανία – Ανεργία – Ποδόσφαιρο. Τρεις άντρες διανυκτερεύουν επί πέντε μέρες μπροστά στο γκισέ ενός γηπέδου, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Αυτό όμως που τους ενώνει δυστυχώς δεν είναι μόνον ο φανατισμός και το ποδόσφαιρο, αλλά η ανεργία που ο ένας κρύβει από τον άλλον. Δυστυχώς σε πολύ οικείες καταστάσεις στην Ελλάδα, μας οδηγεί το έργο «Οέ-Οέ-Οέ!!!» του Ισπανού Μάξι Ροντρίγκεθ, μία τρελή κωμωδία, που παίζεται στο θέατρο «Εν Αθήναις», και που καταφέρνει στο τέλος να μας παγώσει το γέλιο και τις καρδιές.
Τον Βεράνιο, φανατικό 50άρη, που τρέχει στις φλέβες του μόνο το αίμα της ομάδας του, ερμηνεύει ο Στάθης Σταμουλακάτος.
Τον Αμάνθιο, λαμόγιο σαραντάρη, φαφλατά και δήθεν επαναστάτη, που ονειρεύεται εισιτήρια στη μαύρη αγορά, ερμηνεύει ο Γιάννης Μανδενάκης.
Τον Τονίτο, νεαρό διανοούμενο και άσχετο με το ποδόσφαιρο, φίλο της Κριστίνα, κόρης του Βεράνιο, που τον ακολουθεί στις παρανοϊκές του αποφάσεις για τους δικούς του λόγους, ερμηνεύει ο Ευθύμης Γεωργόπουλος.
Κοουτσάρει στο ρόλο του προπονητή – σκηνοθέτη η Βαρβάρα Δούκα. Στον αγωνιστικό χώρο της μετάφρασης οι «προωθημένοι», Μαρία Χατζηεμμανουήλ και Δημήτρης Ψαρράς.
To σκηνικό χώρο και τις «εμφανίσεις» της «ομάδας» υπογράφει ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης και τον παλμό του γηπέδου τονίζουν ηχητικά οι LAIBACh.
Στα μπακ, βοηθός σκηνοθέτη η Αντριάνα Παρασκευά.
Πληροφορίες
«Οέ-Οέ-Οέ!!!»
του Μάξι Ροντρίγκεθ
Kάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9.00’ μ.μ.
Θέατρο «Εν Αθήναις»
Ιάκχου 19
Γκάζι
Τηλ. 210-3425170
Από 25 Νοεμβρίου
Είσοδος: 12€ και 8 € μειωμένο
Διάρκεια παράστασης: 70 λεπτά
Πρόεδροι της ομάδας, οι 4plA project.
Το έργο έχει μεταφραστεί στην πορτογαλική και τη γαλικιανή γλώσσα κι έχει παιχτεί με μεγάλη επιτυχία στην Ισπανία και την Πορτογαλία.
Πληροφορίες από το http://www.teatropasion.gr/
Το Ποδόσφαιρο στη Σκηνή
Επιτέλους, το ποδόσφαιρο στη σκηνή. Το ισπανικό θέατρο πετάει τις παρωπίδες, ξεφεύγει από τη μουχλιασμένη του ατμόσφαιρα, παρακάμπτει την παράλογη καχυποψία και κάνει ανάλυση ούρων σε αυτή την πολύπλοκη κοινωνία.
Με αφετηρία τον ναό της ματαιοδοξίας που είναι κάθε γήπεδο ποδοσφαίρου και με σημείο αναφοράς τρεις χαρακτήρες που συγχέουν το σημαντικό με το δευτερεύον, ο Μάξι Ροντρίγκεθ θέτει όλη την κριτική του ικανότητα στην υπηρεσία ενός φρέσκου έργου. Ο συγγραφέας βγάζει το θέατρο στο δρόμο για να συλλογιστεί τι μας συμβαίνει. Επιλέγει το ποδόσφαιρο ως αφορμή, γιατί γνωρίζει ότι το πάθος απογυμνώνει τον άνθρωπο, τον κάνει ειλικρινή, κι αν τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι ολέθρια, οφείλεται στο γεγονός ότι η σημερινή πραγματικότητα δεν προσφέρεται για κάτι άλλο.
Ο Βεράνιο, ο Τονίτο και ο Αμάνθιο είναι οικείοι, γκροτέσκοι και τρυφεροί χαρακτήρες που φτάνουν μοιραία στην ουσία των πραγμάτων. Και οι τρεις θέλουν να ξεφύγουν από μια απογοητευτική πραγματικότητα και πνίγουν την πικρία τους στο ποδόσφαιρο, ίσως γιατί δεν πιστεύουν σε τίποτα πια, ούτε νιώθουν κάτι να τους αντιπροσωπεύει. Το ποδόσφαιρο που είναι μια καλή δικαιολογία για να ξεφύγει κανείς απ’ το σοβαρό, μετατρέπεται έτσι σε κάτι ουσιώδες για εκείνους που αρχίζουν να χάνουν την ελπίδα και καταλήγουν να χάνουν το δρόμο τους. Μέσα σ’ αυτήν τη στρεβλή λογική, η τηλεόραση, υπεύθυνη για μια τραγική διαδικασία αποβλάκωσης, ανάγεται στο μοναδικό θεό που δίνει νόημα στη ζωή τους.
Το «Οέ, οέ, οέ!» προδιαθέτει με τον τίτλο του για μια ψεύτικη χαρά· όλο το έργο είναι εμποτισμένο με ένα χιούμορ που σε πρώτο χρόνο γαργαλάει, σε δεύτερο όμως γρατζουνάει. Ο Βιτόριο Γκάσμαν δήλωσε κάποτε ότι «το θέατρο είναι σαν ένας ποδοσφαιρικός αγώνας, γιατί είναι απελευθερωτικό, σε κάνει να ιδρώνεις και προσφέρει ερωτική ευτυχία»· από το δικό μου μετερίζι, εκείνο του ποδοσφαιριστή, πίστευα πως όλοι οι ποδοσφαιρικοί αγώνες είναι σα μια θεατρική παράσταση όπου κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί. Φράσεις όπως «ο ποδοσφαιριστής είναι ένας ηθοποιός χωρίς κείμενο», «κάθε γκολ είναι το τέλος μιας πράξης» ή ο «φόβος της σκηνής» δεν είναι παρά απλοϊκές προσπάθειες να βρεθεί ο κοινός παρονομαστής ανάμεσα σε δύο θεάματα που αξίζει να έρθουν σε επαφή. Ο Μάξι Ροντρίγκεθ στέλνει ένα ακόμα συμφιλιωτικό μήνυμα, ενώ η κριτική που φιγουράρει στο φόντο σε καμιά περίπτωση δεν το αλλοιώνει .
Η κουλτούρα καταδύεται στον κόσμο του ποδοσφαίρου για να έρθει σε επαφή με το λαϊκό, για να γνωρίσει τον απλό κόσμο, και να στοχαστεί για (και με αφετηρία) το πιο καθημερινό μας πάθος. Επιτέλους το ποδόσφαιρο ανεβαίνει στη σκηνή: Οέ, οέ, οέ, οέ!
Χόρχε Βαλντάνο