Την Ειρήνη Δερμιτζάκη δεν την έχω γνωρίσει προσωπικά, ακόμα. Ελπίζω να γίνει και αυτό σύντομα. Τη γνώρισα όμως μέσα από το βιβλίο της και έχω την αίσθηση ότι ήδη την ξέρω. Μάλιστα, είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα έγραφα γι’ αυτό το βιβλίο. Σήμερα κρατάω την υπόσχεσή μου.
Ξεκινώ με τον τίτλο. “Γεννημένος Λούζερ”. Τίτλος μοντέρνος, σύγχρονος, σε προδιαθέτει για μια γραφή νευρική, ελλειπτική, στεγνή, αποσπασματική, με σκοτεινή ματιά στο μέλλον και στα αδιέξοδα. Το παιδάκι όμως με το σπασμένο σπαθάκι, από κάτω, σου στέλνει ένα μήνυμα κόντρα στην πρώτη εντύπωση. Ευαισθησία και τρυφερότητα. Το εισπράττεις – το ψυχανεμίζεσαι, που λένε και στην Κρήτη, μια που η συγγραφέας είναι Κρητικιά – αλλά δεν καταλαβαίνεις ακόμα τι ακριβώς θέλει να πει.
Έτσι, σε προκαλεί να το ανοίξεις. Και τότε πέφτεις στην ευχάριστη έκπληξη. Καμία σχέση με ένα είδος τυποποιημένης, στυλιζαρισμένης γραφής που πιέζεται να μιμηθεί ό,τι μοντέρνο κυκλοφορεί. Αλλά δεν υπάρχει ούτε η γλυκερή ανάμνηση κάποιων γλυκανάλατων μελό, παλιάς εποχής. Αντίθετα, αναβλύζει ένα φρέσκο, ζωντανό, πρωτογενές γράψιμο, που όσο πρέπει είναι σύγχρονο, αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιεί συγγραφικά εργαλεία άλλων εποχών, που ταιριάζουν μεταξύ τους με τόσο φυσικό τρόπο, ώστε φτιάχνει μια δική της γραφή, που ρέει και σε παρασύρει σαν καθαρό νεράκι.
Μπορεί να είναι το πρώτο βιβλίο της Ειρήνης Δερμιτζάκη, αλλά έχει χαρακτηριστικά λογοτεχνικής ωριμότητας. Έτσι, παρακολουθεί με ακρίβεια μεγεθυντικού φακού και περιγράφει την παραμικρή λεπτομέρεια, ζωντανεύοντας την εικόνα. Παραδείγματος χάριν, ακολουθεί τη διαδρομή που κάνει ένα ψίχουλο από το δόντι στα χείλη, από τα χείλη στην κάλτσα, κι από εκεί, με το τίναγμα του ποδιού, στο πάτωμα. Επίσης, ξεσκεπάζει σταδιακά και χωρίς να χαρίζεται, όλα τα… άγρια φρούτα που έχει ο μπαξές της μικρής αλλά σκληρής και κάθε άλλο παρά αγνής κοινωνίας ενός χωριού.
Το επόμενο που ξαφνιάζει είναι η βαθιά γνώση παρελθόντων κοινωνικών καταστάσεων και η αναβίωση της ατμόσφαιρας άλλων εποχών. “Δεν μπορεί, σκέφτεσαι, μήπως έκανα λάθος με την ηλικία της; Πώς τα ξέρει τόσο καλά αν δεν τα έχει ζήσει;”. Γυρίζεις πίσω στο βιογραφικό της για να βεβαιωθείς. Όχι, δεν είναι εκείνης της εποχής και ας σε μεταφέρει σε αυτήν με κινηματογραφικό τρόπο.
Κάτι άλλο που μου έκανε εντύπωση εμένα προσωπικά, λόγω καταγωγής, είναι το πόσο σωστά μεταφέρει το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα στους διαλόγους. Μα, θα μου πει κάποιος, στην Κρήτη μεγάλωσε η συγγραφέας, είναι δυνατόν να μην το μεταφέρει σωστά; Και όμως, έχουνε δει τα μάτια μου και έχουν ακούσει τ’ αυτιά μου διάφορα περίεργα γλωσσικά “χαρμάνια” τα τελευταία χρόνια, από νέους ανθρώπους που μεγάλωσαν με το όλο και αυξανόμενο τουριστικό ρεύμα στο νησί.
Εκείνο όμως που σε απορροφά διαβάζοντας, είναι το πώς ξετυλίγεται η διαδικασία δημιουργίας ενός χαρακτήρα. Ενός Λούζερ χαρακτήρα. Αν το περιέγραφε ένας επαγγελματίας ψυχολόγος, δεν θα το έκανε καλύτερα. Ξαναγυρίζεις στο βιογραφικό. Μήπως έχει κάνει και σπουδές ψυχολογίας; Όχι. Τότε πρέπει να έχει πολύ ευαίσθητες κεραίες η ίδια, για να μπορεί να ανακαλύπτει από την οδό του συναισθήματος αυτά που έχει βρει η επιστήμη από δικούς της δρόμους. Για να μπορεί να πλάθει τον χαρακτήρα του ήρωα, σελίδα με σελίδα, μπροστά στα μάτια του αναγνώστη και ακόμα, να ανιχνεύει το δρόμο για την έξοδο. Δύσκολο δρόμο και αμφίβολο, αφού πρέπει να τον πάρεις ανάποδα προς τα πίσω και να ξηλώσεις, βελονιά με βελονιά, ό,τι έραψαν οι άνθρωποι και τα χρόνια στην… καμπούρα σου και στην ψυχή σου.
Η ευχαρίστησή μου, όταν έκλεισα το βιβλίο, ήταν διπλή, αφού χάρηκα ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, αλλά και γιατί είδα πως υπάρχει φρέσκο αίμα από τις νεότερες γενιές, για να αιματοδοτήσει τη λογοτεχνία του τόπου μας.
*Το μυθιστόρημα Γεννημένος Λούζερ κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εύμαρος.