Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Μια από τις πιο σημαντικές θεατρικές φωνές της γενιάς της, η Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, ετοιμάζει την πρώτη της σκηνοθεσία. Πρόκειται να μεταφέρει στη θεατρική σκηνή, το προσεχές διάστημα, την παράσταση «Ο θάνατος και η κόρη Ι: Χιονάτη», βασισμένη στο ένα από τα έξι σύντομα έργα της σειράς «Δράματα των Πριγκιπισσών» της νομπελίστριας Ελφρίντε Γέλινεκ.
Η Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, εγνωσμένης αξίας ηθοποιός, με πολλές ερμηνευτικές επιτυχίες ήδη στο ενεργητικό της, μέσα από συνεργασίες ως βοηθός σκηνοθέτη, έχει δοκιμάσει τις δυνάμεις της τόσο σε οργανωτικό, όσο και σε καλλιτεχνικό – δημιουργικό επίπεδο. Η συγκεκριμένη απόπειρα έρχεται ως μια φυσική εξέλιξη τής μέχρι τώρα διαδρομής της, σε μια περίοδο δημιουργικότητας και έντονης ανάγκης να εκφραστεί. Η «Χιονάτη» της Ελφρίντε Γέλινεκ (Elfriede Jelinek), όπως μας εξηγεί, ήταν στα σχέδιά της από καιρό, επομένως πρόκειται για ένα γεγονός που βιώνει «ηχηρά σαν μια εμπειρία».
Η Ελφρίντε Γέλινεκ με το μουσικό κύμα των φωνών και των αντίλαλων το οποίο διαπερνά τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά της έργα, αποκαλύπτει, με εξαιρετική γλωσσική θέρμη, το παράλογο και την καταπιεστική λειτουργία των κοινωνικών στερεοτύπων και τη δύναμή τους να υποδηλώνουν. Στα θέματά της έχει ως επίκεντρο τη θέση της γυναίκας. Το δικαίωμά της να προβάλλει όπως και ο άντρας επιθετικότητα και να διεκδικεί χώρο, την υποκριτική μεσοαστική κοινωνία με τους συμπαγείς θεσμούς, τις σχέσεις εξουσίας και καταστολής στην οικογένεια, στο ζευγάρι, στην εργασία. H Γέλινεκ αποστρέφεται τη συμβατική ομορφιά, απογυμνώνει τη Βιέννη από την αυτοκρατορική της επιφάνεια, απομυθοποιεί τον ρομαντικό έρωτα. Προτιμάει να ανασκαλεύει στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης, να διερευνά το υποσυνείδητο και να το εξωτερικεύει με πολιτικές αιχμές. H λογοτεχνία της είναι για λίγους, αλλά αναμφισβήτητα διαταράσσει εφησυχασμένες συνειδήσεις.
Η Κωνσταντίνα είναι νέα, ταλαντούχα, ανήσυχη, απαιτητική, ιδιαίτερα γόνιμη σε ιδέες, έχει ικανούς συνεργάτες και όπως και στις ερμηνείες της, στην πρώτη της σκηνοθεσία βάζει τον πήχη ψηλά προετοιμάζοντας μια ξεχωριστή δουλειά που οι φίλοι του καλού θεάτρου περιμένουν με ανυπομονησία.
Με τέσσερις ηθοποιούς (Ρωξάνη Βλάσση, Άγγελος Καλίνογλου, Χριστίνα Παπαδοπούλου, Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου) επί σκηνής, μουσικό σχεδιασμό του Γιώργου Ανδριώτη και φωτισμούς της Στέβης Κουτσοθανάση, ξεδιπλώνει επί σκηνής μια ιστορία της Χιονάτης, όπως δεν τολμούμε να τη δούμε κατάματα.
Κωνσταντίνα, πώς αισθάνεσαι που για πρώτη φορά σκηνοθετείς;
* Για την ακρίβεια, αναλαμβάνω για πρώτη φορά εξ ολοκλήρου την ευθύνη μιας παράστασης. Όμως στο παρελθόν, μέσα από συνεργασίες ως βοηθός σκηνοθέτη, έχω δοκιμάσει τις δυνάμεις μου τόσο σε οργανωτικό, όσο και σε καλλιτεχνικό-δημιουργικό επίπεδο. Η συγκεκριμένη απόπειρα έρχεται σε μια περίοδο δημιουργικότητας για μένα και έντονης ανάγκης να εκφραστεί πια ως μια φυσική εξέλιξη της μέχρι τώρα διαδρομής μου. Η «Χιονάτη» της Ελφρίντε Γέλινεκ (Elfriede Jelinek) ήταν στα σχέδιά μου από καιρό, επομένως το βιώνω «ηχηρά σαν μια εμπειρία».
Πώς αποφάσισες να περάσεις τη διαχωριστική γραμμή από την υποκριτική στη σκηνοθεσία; Πρόκειται για κάτι που σκεπτόσουν καιρό;
* Ας πούμε ότι δεν υπάρχει για μένα τόσο αυστηρό όριο, στο σημείο που ο ηθοποιός είναι και σκηνοθέτης του εαυτού του, και επίσης από τη στιγμή που έχω εμπλακεί στη δημιουργία παράστασης και από θέσεις εκτός σκηνής από την αρχή ακόμα της εκπαίδευσής μου, κάπως συνέβη να είναι συγκοινωνούντα δοχεία για μένα αυτά τα δύο. Θυμάμαι ταυτόχρονα με το ότι εκπαιδευόμουν σαν ηθοποιός, ζητούσα από τους επαγγελματίες δασκάλους μου να είμαι απ’ έξω στις παραστάσεις που ανέβαζαν για να δω και να βιώσω πώς γεννιούνται τα πράγματα από την αρχή τους, από την ομαδική ανάγνωση μέχρι την παράσταση. Έπειτα, ακριβώς γιατί το ζητούσα, έγινα σύντομα βοηθός σκηνοθέτη, ενώ ταυτόχρονα σπούδαζα υποκριτική. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να μαθαίνω πολλά πράγματα παράλληλα και για τα δύο, και αυτό κατ’ επέκταση με βοήθησε πάρα πολύ ως ηθοποιό αργότερα. Το να είσαι απ’ έξω και να βλέπεις πώς γεννιούνται τα πράγματα είναι σπουδή.
Γιατί επέλεξες για την πρώτη σου σκηνοθεσία έργο της βραβευμένης με Νόμπελ, Ελφρίντε Γέλινεκ;
* Η γραφή της Γέλινεκ με αφορά. Πρόκειται για έναν καινοτόμο τρόπο γραφής που μιλάει μια σκληρή γλώσσα, βαθιά πολιτική, ταυτόχρονα ιδιωτική και δημόσια. Ιδιωτική στον βαθμό που απογυμνώνει τον άνθρωπο από τις προφάσεις του και δημόσια γιατί τον ρίχνει στον γκρεμό μαζί με τον περίγυρό του. Ήρθα σε επαφή με αυτό τον κόσμο της πριν από μερικά χρόνια ως συνεργάτης της Άντζελας Μπρούσκου, η οποία είχε ανεβάσει την “Jackie” από την ίδια σειρά έργων της Γέλινεκ, με τίτλο «Δράματα των Πριγκιπισσών – Ο θάνατος και η κόρη ΙV». Έκτοτε, ο λόγος της Γέλινεκ με απασχολεί, «την άκουσα», όπως λέμε, μαζί της!
Η συγγραφέας τσαλακώνει με τον μοναδικά αντιποιητικό της τρόπο γυναικείους μύθους, συμπεριλαμβανομένων των μύθων της Χιονάτης, της Ωραίας Κοιμωμένης, της Σίλβια Πλαθ και φυσικά της Τζάκι Κένεντι. Στην παράστασή σου τι να περιμένουμε ότι θα δούμε;
* Αυτό το παραμυθικό τσαλάκωμα σε μια σκηνική εκδοχή που θέλει να διατηρήσει το καυστικό ύφος της συγγραφέως.
Πώς προσεγγίζει η Γέλινεκ τη γυναικεία ευθύνη στο λεγόμενο “φεμινιστικό ζήτημα”;
* Αρχικά να τονίσω ότι η Γέλινεκ δεν τοποθετεί τον εαυτό της ως προς το «φεμινιστικό ζήτημα», γιατί δεν επαληθεύει κανενός είδους ταμπέλα. Εξάλλου, στα ετυμολογικά πλαίσια που ιδιαίτερα την απασχολούν, γνωρίζει ότι δεν υπάρχει γυναικείο ιδίωμα, επομένως μόνο ετεροπροσδιορίζεται ως προς τις θέσεις της στο λεγόμενο «φεμινιστικό ζήτημα». Τη γυναικεία ευθύνη, όμως, ναι, την πετάει στα μούτρα του θεατή, για την ακρίβεια θα έλεγα ότι τη σερβίρει στο φύλο της για να την καταπιεί αμάσητη. Είναι ένας λυτρωτικός τρόπος για να μη λες ψέματα.
Πόσο παράξενες ηρωίδες είναι οι «Πριγκίπισσες»;
* Δεν είναι τόσο παράξενες. Είναι όλες τους, είτε πρόκειται για πραγματικά, είτε για φανταστικά πρόσωπα, γυναίκες με περιτύλιγμα, για τις οποίες γράφει, υπονοώντας σαφώς ότι και η γραφή της είναι μια από τις πολλές πιθανότητες να φανταστείς τί υπάρχει από κάτω. Όμως, το περιτύλιγμα δεν θα αφαιρεθεί ποτέ.
Τι συμβολίζει ο Κυνηγός στη Χιονάτη;
* Συμβολίζει τον θάνατο.
Στα παραμύθια εν γένει οι γυναίκες παρουσιάζονται ως πλήρεις προσωπικότητες;
* Όχι, δεν παρουσιάζονται ως πλήρεις προσωπικότητες, αυτό όμως δεν συμβαίνει μόνο στα παραμύθια, αλλά γενικότερα στο σύμπαν της καλλιτεχνικής απεικόνισης -λογοτεχνικής ή άλλης- όπου απουσιάζει πλήρως το γυναικείο ιδίωμα. Τα παραμύθια, και ιδίως αυτά που προέρχονται από εκείνη τη χρονική περίοδο, των αδελφών Γκριμ, επιτελούν έναν συγκεκριμένο ηθικοπλαστικό ρόλο με συγκεκριμένο σκοπό: να αντηχήσουν προς την κοινωνία αναγκαίες αξίες, σε επίπεδο φύλων, «πατριωτισμού», ταξικό κ.λπ. Είναι στρατευμένα με έναν τρόπο, άρα δεν θα μπορούσε, έτσι κι αλλιώς ένας “ξένος” προς αυτήν λόγος να την περιγράψει με πληρότητα. Γι’ αυτό και υπάρχει αυτή η αγωνία των «αλλοιώσεων» που επιχείρησαν και επιχειρούν οι δημιουργοί που τα μεταπλάθουν, όπως και η Γέλινεκ: να σπάσουν αυτά τα δεσμά που οι απεικονίσεις παγίωσαν, της γυναίκας, του άνδρα, των τάξεων, του κακού και του καλού, ώστε να μας κάνουν να δούμε λίγο καλύτερα. Στη Γέλινεκ τα δραματικά πρόσωπα είναι πλήρη ως προς το θέμα που η συγγραφέας θέλει να προβάλει, ο τρόπος που το κάνει είναι ολοκληρωμένος. Είναι φοβερό αν το καλοσκεφτεί κανείς πόση στρέβλωση υπάρχει ακόμη και σήμερα στα πιστεύω μας, επειδή έχουν ριζώσει καλά κάποια πράγματα από την παιδική μας ακόμη ηλικία. Και αυτό το τρομακτικό στοιχείο, και ως προς τη θεματική του, είναι κάτι βαθιά προσωπικό για μένα, και με κάνει να θέλω να καταπιαστώ με αυτό το κείμενο και με αυτή τη συγγραφέα.
Υπάρχει αγριότητα και παραλογισμός στο έργο της Γέλινεκ; Πώς θα προσεγγίσεις αυτά τα στοιχεία;
* Υπάρχει ναι. Θα τα αφήσω να υπάρχουν μέσα από τον λόγο της, που είναι τόσο δυνατός ώστε να μην του αξίζει να τον υπερθεματίζει κανείς. Στην παράσταση που ετοιμάζουμε, θα επιχειρήσω να είναι διακριτικό το σκηνικό σχόλιο επάνω στον λόγο.
Πιστεύεις στη σύνδεση ηθοποιού – θεατή;
* Η ερώτηση είναι αν υπάρχει; Υπάρχει από τη στιγμή και μόνο που συλλαμβάνει κανείς την ιδέα μιας παράστασης, και από τη στιγμή που όλοι, ακόμη και οι ηθοποιοί προσπαθούν να επικοινωνήσουν και να συνδεθούν με τον θεατή αλλά κι ο θεατής ξεκινάει να έρθει επειδή με κάτι θέλει να συνδεθεί. Αν δεν υπήρχε αυτή η ανάγκη για αυτή τη σύνδεση, το θέατρο θα είχε εκλείψει. Και ναι κάνω θέατρο επειδή ακόμη πιστεύω σε αυτή τη μαγική σύνδεση, αυτός είναι ο στόχος. Αυτό που γίνεται στο θέατρο δεν μου φαίνεται ότι είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από μια ανταλλαγή.
Τι θεωρείς πως θα ήταν ανατρεπτικό στο θέατρο σήμερα;
* Το να επιστρέψει στην τελετουργία.
Έχεις ρόλους – απωθημένα, ως ηθοποιός;
* Ρόλους απωθημένα ε; όχι, με αυτή την έννοια δεν θα το έλεγα. Υπάρχουν συγγραφείς και έργα που μου αρέσουν πολύ και ονειρεύομαι σίγουρα. Κυρίως όμως θα ήθελα να παίζω περισσότερο απ’ ό,τι παίζω μέχρι στιγμής. Να κάνω περισσότερα πράγματα όσον αφορά και την ηλικιακή μου στιγμή, που και όρεξη πολλή έχω και δυνάμεις και δημιουργική διάθεση ώστε να μη φτάσω αργότερα να το έχω απωθημένο. Επίσης θα ήθελα πολύ να συνεργαστώ και με κόσμο μέσα από το θέατρο και όχι μόνο μέσα από το θέατρο, που δεν έτυχε ακόμη ή με ανθρώπους που έτυχε – πέτυχε να συμβεί κάποια ενδιαφέρουσα χημεία και θα ήθελα να τους ξανασυναντήσω. Αν έφτιαχνα λοιπόν μια πρόταση με τη λέξη απωθημένα που να χαρακτηρίζει εμένα ως ηθοποιό αυτή τη στιγμή, η πρόταση θα ήταν η εξής: Συνεργασίες με ανθρώπους – απωθημένα και όχι ρόλους – απωθημένα. Και αυτό γιατί η πορεία κάποιων ανθρώπων μου αρέσει πολύ και θα το έβλεπα σαν μια ευτυχή στιγμή ότι κι αν έφερνε ως πρόταση σε έργο ή σε ρόλο.
Ποιο θα είναι το επόμενο καλλιτεχνικό σου βήμα;
* Αυτό ακόμη δεν το ξέρω. Υπάρχουν σκέψεις και όνειρα αλλά δεν ξέρω σε τι θα γίνει βήμα και οι λόγοι είναι κυρίως πρακτικοί. Επίσης υπάρχουν πάντα και οι παράγοντες της έκπληξης και του αναπάντεχου που δεν μπορώ να υπολογίσω για να απαντήσω στην ερώτησή σας.
* * *
Ο Θάνατος και η Κόρη Ι: Χιονάτη
Της Ελφρίντε Γέλινεκ
Η βραβευμένη με Νόμπελ Αυστριακή συγγραφέας Ελφρίντε Γέλινεκ εξερευνά το μύθο της απόλυτα ηττημένης Πριγκίπισσας Χιονάτης, σε μια προσέγγιση με κεντρικό θέμα τη μεταθανάτια εμπειρία της θηλυκής εικόνας.
Η μετάπλαση της Χιονάτης των αδελφών Γκριμ, συχνό θέμα διερεύνησης μεταξύ λογοτεχνών και καλλιτεχνών της αποδόμησης, απασχολεί την καυστική πένα της Γέλινεκ, που δημιουργεί τη δική της εκδοχή του κλασικού παραμυθιού. Η παράσταση με τίτλο «Ο Θάνατος και η Κόρη Ι: Χιονάτη», σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνας Αγγελοπούλου, μεταφέρει στη σκηνή του Θεάτρου Εμπρός το ένα από τα έξι σύντομα έργα της σειράς «Δράματα των Πριγκιπισσών».
Μέσα από τους χειμαρρώδεις, υπαρξιακούς, παράλληλους μονολόγους των προσώπων αναδύονται διαστάσεις των χαρακτήρων και των ρόλων τους που διαφοροποιούν το κοινότοπο, παραμυθικό προφίλ. Η ημιθανής Χιονάτη και ο βιτριολικός Κυνηγός συναντιούνται επί σκηνής για να σχολιάσουν τα υπαρξιακά αδιέξοδα μιας ζωής προορισμένης να λάμπει σε φωτογραφίες περιοδικών.
Με τέσσερις ηθοποιούς (Ρωξάνη Βλάσση, Άγγελος Καλίνογλου, Χριστίνα Παπαδοπούλου, Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου) επί σκηνής ξεδιπλώνεται μια ιστορία της Χιονάτης, όπως δεν τολμούμε να τη δούμε κατάματα. Τον μουσικό σχεδιασμό της παράστασης επιμελείται ο Γιώργος Ανδριώτης και τους φωτισμούς η Στέβη Κουτσοθανάση. (Σημείωμα της δραματολόγου Χριστίνας Παπαδοπούλου)
- Η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα για το «Ο Θάνατος και η Κόρη Ι: Χιονάτη» της Ελφρίντε Γέλινεκ πραγματοποιήθηκε για τις ανάγκες της παράστασης
Συντελεστές
«Ο θάνατος και η Κόρη Ι: Χιονάτη»
Της Ελφρίντε Γέλινεκ
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου
Δραματολόγος: Χριστίνα Παπαδοπούλου
Ηχητικός σχεδιασμός/ Μουσική: Γιώργος Ανδριώτης
Φωτισμοί: Στέβη Κουτσοθανάση
Παίζουν οι ηθοποιοί
Ρωξάνη Βλάσση, Άγγελος Καλίνογλου, Χριστίνα Παπαδοπούλου, Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου
Μουσικοί επί σκηνής: Κική Κέρζελη, Καλλιόπη Παπαδημοπούλου
- Ο χώρος και οι ημερομηνίες θα ανακοινωθούν
Elfriede Jelinek
Γεννημένη στις 20 Οκτωβρίου του 1946, από πατέρα Τσεχοεβραίο, στην πόλη Μουρτσουσλάγκ στη Στυρία της νοτίου Αυστρίας, η Γέλινεκ έμαθε μουσική και τελειοποίησε τις σπουδές της στη σύνθεση στο Μουσικό Ωδείο της Βιέννης. Μετά την αποφοίτησή της το 1964, παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου και ιστορίας της τέχνης στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, συνεχίζοντας παράλληλα τις μουσικές σπουδές της. Το 1971 απέκτησε το δίπλωμα στο εκκλησιαστικό όργανο από το Ωδείο. Έκανε την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα το 1967 με την ποιητική συλλογή “Lisas Schatten” που εκδόθηκε στο Μόναχο, έγινε όμως ευρύτερα γνωστή το 1975 με το μυθιστόρημά της “Liebhaberinnen” (“Οι ερασιτέχνιδες”) και εν συνεχεία το 1980, με το “Die Ausgesperrten” (“Οι αποκλεισμένοι”). To μυθιστόρημά της “Die Klavierspielerin” (“Η πιανίστρια”, 1983), μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2001 από τον συμπατριώτη της Μίκαελ Χάνεκε (με τίτλο “Η δασκάλα του πιάνου”), με την Ιζαμπέλ Ιπέρ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Άλλα γνωστά μυθιστορήματά της είναι τα “Lust” (“Λαγνεία”, 1989) και “Gier” (“Απληστία”, 2000). Το τελευταίο της μυθιστόρημα, “Neid” (2007), κυκλοφόρησε ελεύθερα στο Διαδίκτυο, σηματοδοτώντας την απόφασή της να διαρρήξει τα δεσμά με το εμπορικό εκδοτικό κύκλωμα. Κάτοικος Βιέννης και Μονάχου, η Γέλινεκ είναι επίσης μεταφράστρια (έργων του Τόμας Πίντσον, Ζορζ Φεϊντό, Ευγένιου Λαμπίς, Κρίστοφερ Μάρλοου), ενώ έχει εργασθεί και ως σεναριογράφος στον κινηματογράφο κι έχει γράψει ένα λιμπρέτο για όπερα. Επίσης, είναι δημοφιλής θεατρική συγγραφέας, με περισσότερα από είκοσι θεατρικά έργα στο ενεργητικό της μεταξύ 1979-2009. Το 2004 της απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Βασιλική Ακαδημία Επιστημών.