Του Παναγιώτη Μήλα
Δύο πανέμορφα εφηβάκια, ένα μελαχρινό και ένα ξανθό, σήκωναν σκόνη και ξεσήκωναν τους πάντες όταν γύριζαν στο σπίτι τρέχοντας στους χωμάτινους δρόμους του Νέου Κόσμου ή όταν τραγουδούσαν τις καλοκαιρινές νύχτες.
Γύριζαν τρέχοντας στο σπίτι. Η μελαχρινή, από την Εμπορική Σχολή – το Οικονομικό Γυμνάσιο – και η ξανθούλα, από το Κολυμβητήριο. Η κυρία Νίνα, ο κύριος Μάκης και ο μικρός αδελφός τους περίμεναν για να καθίσουν όλοι μαζί στο τραπέζι.
Η Κάκια, η Βίκυ και ο Σπύρος ήταν τα παιδιά των Αναλυτήδων. Η οικογένεια έζησε περίπου 8 χρόνια στην πλατεία Κυνοσάργους 1Β, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα Ιλισού, στο «βουναλάκι» όπως το λέγαμε τότε. Εκεί που τα ανοιξιάτικα βράδια μαζεύονταν οι νέοι της γειτονιάς και τραγουδούσαν έχοντας ως «αρχηγό τους τον Γρηγόρη Κορωναίο, πατέρα του διάσημου τενόρου των ημερών μας Αντώνη Κορωναίου. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε πουθενά ασφαλτοστρωμένος δρόμος. Ακόμη και η σημερινή Καλλιρρόης ήταν χωματόδρομος και ο Ιλισός δεν είχε σκεπαστεί.
Οι Αναλυτήδες με τη μεγάλη καρδιά έζησαν μαζί μας μέχρι και το 1954. Τότε έφυγαν για το Παλαιό Φάληρο. Λίγο μετά το τέρμα των λεωφορείων του Έδεμ, κάποια μέτρα μετά το ρέμα και τη γέφυρα της Πικροδάφνης. Ακριβώς απέναντι από τα ομώνυμα θαλάσσια λουτρά.
***
Πριν φύγουν όμως, τα Σαββατοκύριακα του καλοκαιριού, ο κύριος Μάκης μας …φόρτωνε στην τρίτροχη μοτοσικλέτα με το καλάθι (μάλλον BMW) και μας πήγαινε για μπάνιο στη Ραφήνα, στην περιοχή που βρίσκεται μετά το Μεγάλο Ρέμα του Βαλανάρη.
Το χαμόγελο ήταν το όπλο το οποίο ο Μάκης Αναλυτής χάρισε στα παιδιά του, την Κάκια, τη Βίκυ και τον Σπύρο.
Με το χαμόγελο, τα τρία αδέλφια αντιμετώπισαν όλες τις δυσκολίες, όλα τα προβλήματα, όλες τις αναποδιές. Με το χαμόγελο πρόκοψαν. Με το χαμόγελο έφτιαξαν τις οικογένειές τους.
Με το χαμόγελο ανέθρεψαν τα παιδιά τους. Με το χαμόγελο αγκάλιασαν και στήριξαν τους συνεργάτες τους.
***
Πριν φύγουν οι Αναλυτήδες από τον Νέο Κόσμο, μια Κυριακή πρωί κάναμε …οικογενειακή εκδρομή στο Θέατρο Rex! Εκεί η Κάκια πήρε μέρος στην πρώτη της παράσταση με τους συμμαθητές της στη Δραματική Σχολή του Ωδείου με δάσκαλο τον Δημήτρη Ροντήρη.
Δεν θυμάμαι ποιο έργο ήταν. Θυμάμαι μόνο το ζεστό χειροκρότημα και τον ενθουσιασμό όλων μετά το τέλος.
Δεύτερη φορά είδα την Κάκια στο Θέατρο «Διονύσια» στην Καλλιθέα στο «Φιόρο του Λεβάντε» με τον θίασο του Διονύση Παγουλάτου. Εκεί που τη γνώρισε παίζοντας δίπλα της και ο Κώστας Ρηγόπουλος.
Περισσότερα και πολύ ενδιαφέροντα έγραψε ο Ρηγόπουλος στο βιβλίο του «Το παραμύθι της ζωής μου».
Στο ίδιο βιβλίο, από τις «Εκδόσεις Γκοβόστη» – ανάμεσα στα πολλά και ενδιαφέροντα – γράφει:
«Οι Αναλυτήδες μένανε τότε σε ένα σπίτι ακριβώς απέναντι από την πλαζ της Πικροδάφνης. Δεν είχε γίνει ακόμη η επιχωμάτωση, ούτε η «μαρίνα» του Καλαμακίου και η θάλασσα ήτανε μπροστά στα πόδια μας.
Περνάγαμε τον δρόμο και «μπλουμ» κατευθείαν βουτάγαμε στα πεντακάθαρα τότε νερά της. Εκείνον τον καιρό ήταν ένα πολύ όμορφο σπίτι, ήσυχο, ερημικό κάπως, με τη βεράντα, τον κήπο του, κι εγώ με την Κάκια ήμασταν οι προνομιούχοι.
Μας είχανε μη στάξει και μη βρέξει. Το καλύτερο δωμάτιο εμείς. Κάθε επιθυμία μας ήταν διαταγή γι’ αυτούς. Σπουδαίοι και καλότατοι άνθρωποι, όλη η οικογένεια των Αναλυτήδων.
Ο Μάκης, ένας έξοχος, ευγενικός και αγαθός άνθρωπος.
Η Νίνα μια σπουδαία μάνα και μια άγια γυναίκα, που γινόταν θυσία για όλους και περισσότερο για μας τους δύο.
Και τα υπόλοιπα παιδιά τους, η Βίκυ και ο Σπύρος, δύο πάρα πολύ καλά παιδιά, τα οποία είχαν στριμωχθεί στα πίσω δωμάτια για να ’χουμε εμείς την άνεσή μας.
Το περίεργο είναι πως ενώ ο Μάκης ήταν σχεδόν ένας αγράμματος άνθρωπος, είχε καταφέρει να δώσει μια αγωγή και μια ευγένεια στα παιδιά του που τύφλα να ’χουνε μπροστά του οι δήθεν αριστοκράτες και μορφωμένοι πατεράδες».
***
Από τότε η εβδομαδιαία εκδρομή μας είχε πια προορισμό το Παλαιό Φάληρο. Εκείνο το καταπληκτικό σπίτι είχε ως μαγνήτη ένα υπέροχο πιάνο, την κόρη της Κάκιας τη Ζωίτσα και έναν ανθισμένο κήπο. Ακόμα εκεί κοντά υπήρχε μια χωμάτινη αλάνα όπου ο Σπύρος – ο μικρός αδελφός των κοριτσιών – έκανε προπόνηση στη σφαιροβολία, μιας και αργότερα έγινε αθλητής του Αθλητικού Ομίλου Παλαιού Φαλήρου στο αγώνισμα που αγαπούσε, δίπλα στον τότε πρωταθλητή Ελλάδος Γιώργο Τσακανίκα.
***
-Τα χρόνια πέρασαν και το ξανθό κορίτσι των Αναλυτήδων με τη φοβερή φωνή, αφού ολοκλήρωσε την πορεία στην κολύμβηση έκανε πλέον «πρωταθλητισμό» πίσω από τα μικρόφωνα του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Έγινε η αγαπημένη μας εκφωνήτρια Βίκυ Καρέλη, στο ραδιόφωνο του ΕΙΡ.
–Ο μικρός Σπύρος έτρεξε πρώτα σε αγώνες ράλι με το λατρεμένο του «Μίνι κούπερ», πέρασε για ένα διάστημα πίσω από τις κάμερες του κινηματογράφου και στο τέλος αφοσιώθηκε στο αυτοκίνητο.
-Τέλος, η Κάκια και ο Κώστας βρήκαν τον δρόμο τους και μέσα από τις ταινίες και μέσα από το θέατρο.
***
Εδώ αξίζει να θυμίσω το μοναδικό και ακατάρριπτο ρεκόρ στο ελληνικό θέατρο.
Με σκληρή δουλειά η Αναλυτή και ο Ρηγόπουλος έκαναν τη μεγάλη εμπορική επιτυχία «Αγάπη μου Ουαουά», την κωμωδία του Φρανσουά Καμπό «Cherie Noir», που έχει μέχρι ΚΑΙ σήμερα το ρεκόρ μακροβιότητας με 7 χρόνια συνεχών παραστάσεων.
Φυσικά – θα μου πείτε – ότι ήρθε αργότερα το «Σεσουάρ για δολοφόνους» αλλά εδώ δεν υπάρχει καμία σύγκριση.
Τότε η Αθήνα, το 1967, δεν είχε τον πληθυσμό του 2000 ή του 2010 ή του …2020. Τότε, η προβολή γινόταν από τη μόλις ενός έτους κρατική τηλεόραση και από τις λίγες εφημερίδες και τα περιοδικά.
Σήμερα υπάρχουν πολλά ιδιωτικά κανάλια, δεκάδες εφημερίδες, περιοδικά και ιντερνετική προβολή.
Τότε οι θεατές πήγαιναν ΜΟΝΟ στο ταμείο του θεάτρου. Σήμερα παίρνουν πρώτα το απόκομμα της πρόσκλησης από τα ταμεία των …σούπερ μάρκετ.
Χαρακτηριστική είναι η γκρίνια του δημοσιογράφου Βαγγέλη Ψυρράκη ο οποίος στην εφημερίδα «Απογευματινή» έγραφε στις 11 Ιανουαρίου 1998 ότι το «Θέατρο Αναλυτή» όχι μόνο δεν στέλνει πρόσκληση στους κριτικούς αλλά και δεν δέχεται την επαγγελματική ατέλεια των κριτικών και τους υποχρεώνει να πληρώσουν εισιτήριο!
Επίσης το «Αγάπη μου Ουαουά» παίχτηκε από τον ίδιο θίασο – με μια μόνο αλλαγή – και τα 7 χρόνια. Σήμερα – στο «Σεσουάρ» – άλλαζε ολόκληρος θίασος σε κάθε θεατρική σεζόν.
Είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν περιθώρια σύγκρισης.
***
Στη δεκαετία του 1990, η Κάκια «γύρισε» στην παλιά γειτονιά, στον Νέο Κόσμο. Εκεί τον παλιό λαϊκό συνοικιακό κινηματογράφο «Πανελλήνιον» η Κατερίνα Βασιλάκου τον μεταμόρφωσε σε ένα πολυτελές θέατρο. Εκεί ανεβάζει Πίντερ – σε σκηνοθεσία Βολανάκη – και άλλα θεατρικά, στα οποία συνεργάστηκε με την Κάκια, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο και την Άννα Φόνσου.
***
“Σε φιλώ στη μούρη”. 10 Νοεμβρίου 1997. Πρεμιέρα στο “Θέατρο Αναλυτή”. Όμως όπως είχα την τύχη να δω την Κάκια – μαθήτρια ακόμη – στο Θέατρο Rex, στην πρώτη της παράσταση, έτσι είχα την τύχη να τη δω και στην τελευταία της εμφάνιση. Ήταν τον χειμώνα του 1997 όταν ανέβασε το έργο του Γιώργου Διαλεγμένου «Σε φιλώ στη μούρη» σε σκηνοθεσία Γιώργου Ρεμούνδου. Σε εκείνη την παράσταση εκτός από τους θιασάρχες και τον συγγραφέα έπαιζαν επίσης: η Θεώνη Σκαλέρη, η Ασπασία Τζιτζικάκη, ο Γιώργος Μπασιάκος και ο Χρίστος Τριπόδης. Τα σκηνικά ήταν του Νίκου Κασαπάκη. Τα κοστούμια του Κώστα Βελινόπουλου και η μουσική επιμέλεια της Φωτεινής Μπαξεβάνη.
Για το έργο ο Βαγγέλης Ψυρράκης έγραψε: «Ο Ρηγόπουλος πλάθει με σοφία, με άσφαλτη εκφραστική ακρίβεια έναν έξοχο Μήτσο». Συνεχίζοντας πρόσθεσε: «Η Αναλυτή είναι μια γλύκα με μέτρο και εσωτερικότητα, γήινη και απόκοσμη συγχρόνως».
Όμως το θαυμαστό σε αυτή την τελευταία εμφάνιση της Κάκιας είναι κάτι που μόνο οι ηθοποιοί το καταφέρνουν: Έπαιζε με το χέρι σπασμένο! Όλο ήταν φασκιωμένο με γύψο! Κι όμως κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Όταν βγήκε στο φουαγιέ και άπλωσα το χέρι να τη συγχαρώ είδα το πρόβλημα…
***
[Πατήστε «κλικ» επάνω στις φωτογραφίες για να τις δείτε μεγαλύτερες]
Η Κάκια [που γεννήθηκε την Παρασκευή 23 Μαρτίου 1934] είχε κληρονομήσει το χαμόγελο του μπαμπά της. Ήταν το «φάρμακο» για κάθε πληγή. Όμως αυτό το φάρμακο κάποια στιγμή …έληξε. Έτσι η Κάκια λύγισε όταν έχασε τον αγαπημένο της Κώστα την Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2001. Ύστερα από ένα χρόνο, το Σάββατο 1η Ιουνίου 2002, «φρόντισε» να τον συναντήσει και πάλι.
Από τότε και οι δύο με το χαμόγελό τους μ άς συνοδεύουν… Δεν τους ξεχνάμε… Τους αγαπάμε…