«Αγαπώ τις γάτες επειδή απολαμβάνω να περνώ χρόνο σπίτι μου. Σιγά σιγά, αυτές γίνονται η εμφανής ψυχή του» – Jean Cocteau
Ο Jean Cocteau, αυτός ο «βαρόνος – φάντασμα της γαλλικής τέχνης», όπως τον αποκαλεί η εφημερίδα «Λε Μοντ», γνώρισε στο πέρασμά του σχεδόν «τους πάντες». Βραβεύτηκε από τη γαλλική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών, αγαπήθηκε και μισήθηκε με πάθος γιατί ακριβώς ήταν το αρνητικό της εικόνας που έχουμε για τον μοντέρνο καλλιτέχνη των αρχών του αιώνα.
Εστέτ, ναρκισσευόμενος, κοσμικός και απίστευτα φιλόδοξος, αναζήτησε τη φήμη, τον θαυμασμό και την ηδονή, ασχολήθηκε με την ποίηση και την τέχνη, αλλά και τη μόδα. Η ίδια του η ζωή και η εικόνα του ήταν ίσως το μοναδικό του αριστούργημα, «μια οριζόντια πτώση» έλεγε ο ίδιος, ποιητική και σουρεαλιστική, γεμάτη πάθη και τραγική «αγωνία».
Για την ποίηση έλεγε ότι δεν «ανακατεύεται μαζί της, αλλά περιμένει από εκείνη να έρθει προς το μέρος του»: «Η μέθοδός μου είναι απλή, προσπαθώ να φτιάξω ένα τραπέζι. Σειρά σας, μετά, να καθίσετε εκεί και να φάτε». Ο Πάμπλο Πικάσο έλεγε γι’ αυτόν ότι ήταν ο λιγότερο λογοτεχνικός των ποιητών.
Στην τέχνη γενικότερα τον ενδιαφέρουν το μαγικό στοιχείο, η μεταφυσική και το όνειρο που όμως συγχέεται με την πραγματικότητα· είναι ολοφάνερο στις ταινίες του.
«Ο κινηματογράφος μάς δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε ορατό το αόρατο, να ρυθμίσουμε στον ρυθμό μας τη ροή των πραγμάτων».
O Ζαν Κοκτό επίσης αγαπούσε πολύ τις γάτες – τόσο πολύ, που βοήθησε στη δημιουργία ενός κλαμπ στο Παρίσι με όνομα «Λέσχη Φίλων της Γάτας» όπου γινόταν σόου γατο-καλλιστείων και τα μέλη είχαν μια καρφίτσα – κεφάλι γάτας, ασφαλώς σχεδιασμένη από τον ίδιο. Τελικά ψηφίστηκε Πρόεδρος του συλλόγου, τιμή για την οποία ο φίλος του Beulah Spiegelgasse Roth έλεγε, «[πιθανώς] αυτό σήμαινε περισσότερο για τον [Cocteau] από το να είναι μέλος της Academie Française».
Υπάρχουν φήμες ότι ο Ζαν Κοκτό αγαπούσε τις γάτες από τη συναναστροφή με τη φίλη και γείτονά του, συγγραφέα Colette. Η οποία ήταν επίσης μια μεγάλη γατόφιλη. Ούτως ή άλλως, ο Ζαν είχε κατακτήσει αυτή την αγάπη. Ήξερε ότι το δώρο του ήταν η έμπνευση, το γουργούρισμα και το “ζύμωμα” των ποδιών της γάτας.
«Αν προτιμώ τις γάτες από τα σκυλιά είναι επειδή δεν υπάρχουν αστυνομικές γάτες», έλεγε.
Ο Ζαν Κοκτό (Jean Cocteau, 5 Ιουλίου 1889 – 11 Οκτωβρίου 1963) ήταν Γάλλος ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ζωγράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Υπήρξε ένας από τους πιο πολυσχιδείς καλλιτέχνες του Mεσοπολέμου, μέλος της γαλλικής πρωτοπορίας. Επιδόθηκε στην ανάπλαση και υπερρεαλιστική ερμηνεία των ελληνικών μύθων (Ορφέας, Αντιγόνη, Οιδίποδας, Ολέθρια μηχανή), θήτευσε στο ψυχολογικό θέατρο και ασπάστηκε το νεορομαντισμό. Από τις γνωστότερες ταινίες του είναι: Η πεντάμορφη και το τέρας και οι Τρομεροί γονείς (από το θεατρικό του έργο).
Γεννήθηκε στο Μεζόν-Λαφίτ, κοντά στο Παρίσι, το 1889 και πέθανε στο Μιλί-λα-Φορέ, κοντά στο Παρίσι, το 1963 σε ηλικία 74 ετών. Ήταν γιος εύπορου Παριζιάνου συμβολαιογράφου και μορφώθηκε στο Λύκειο Κοντορσέ.
Επιδεικνύοντας ταλέντο στην ποίηση, το μυθιστόρημα και το θέατρο, στη ζωγραφική, στο σενάριο και τη μουσική κίνηση της χώρας του, ο Κοκτό δημοσίευσε την πρώτη συλλογή ποιημάτων του “Το λυχνάρι του Αλαντίν” (La Lampe d’ Aladin) το 1909, σε ηλικία μόλις 18 χρόνων. Στις ποιητικές συλλογές του που ακολούθησαν, “Ο άστατος πρίγκιπας” (1910), “Ο χορός του Σοφοκλέους” (1912) και το “Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας” (1919), διακρίνεται από μια αβρότητα και χάρη στο ύφος κι έναν πλούτο φαντασίας. Το ίδιο παρατηρείται και στα μυθιστορήματά του, όπως για παράδειγμα στο “Θωμά τον απατεώνα” (Thomas l’ imposteur, 1923) και στα “Τρομερά παιδιά” (Les Enfants terribles, 1929). Όλο το έργο του, ακόμα και τα φιλοσοφικά και κριτικά του δοκίμια, διαπνέεται από ένα αίσθημα παιδικής αφέλειας μαζί με μια αγωνία αναζήτησης.
Στο θέατρο άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1923 με τους “Νεόνυμφους του Πύργου του Άιφελ” (Les Mariés de la Tour Eiffel), με μια τάση φυγής από το στυλ του ρεαλισμού που επικρατούσε και ανάπτυξης της αξίας του αυτοσκοπού στη θεατρική τέχνη. Στη συνέχεια με τον “Ρωμαίο και Ιουλιέτα” (1924), τον “Ορφέα” (1927), την “Αντιγόνη” (λιμπρέτο στην όπερα του Χόνεγκερ) και τον “Οιδίποδα τύραννο” (λιμπρέτο στην όπερα – ορατόριο του Ιγκόρ Στραβίνσκι) το 1928, την “Ανθρώπινη φωνή” (1930), την “Ολέθρια μηχανή” (La Machine infernale, 1934), τους “Ιππότες της στρογγυλής τραπέζης” (Les Chevaliers de la Table ronde, 1937), τους “Τρομερούς γονείς” (Les Parents terribles, 1939), τη “Γραφομηχανή” (La Machine à écrire, 1941) και το “Δικέφαλο αετό” (L’Aigle à deux têtes, 1946), κηρύσσεται υπέρ των νεωτεριστικών ιδεών, συνεργάζεται με Γάλλους της πρωτοπορίας κι εμφανίζεται διαδοχικά ως φουτουριστής, σουρεαλιστής, κυβιστής ή ντανταϊστής.
Επηρεασμένος από το σουρεαλιστικό κίνημα και τους πρωτοπόρους της αφηρημένης τέχνης στη ζωγραφική και τη γλυπτική, ο Κοκτό πειραματίζεται και μεταφέρει τις τάσεις αυτές της εποχής του και στο θέατρο, όπως στην “Παρέλαση” (Parade, 1917) σε σκηνικά Πικάσο και μουσική του Ερίκ Σατί (Satie) και “Το Βόδι πάνω στη Στέγη” (Le Boeuf sur le Toit, 1920) σε σκηνικά Ντιφί και μουσική του Νταριούς Μιλό (Milhaud).
Από τους συγγραφείς που είχαν επιρροή στο έργο του είναι ο Εντμόν Ροστάν, ο Ραϊμόν Ραντιγκέ, ο Κατιλ Μαντές, η Κόμισσα ντε Νοάιγ, μα πιο πολύ ο Αντρέ Ζιντ. Ο Κοκτό όμως δεν περιορίστηκε στη συγγραφή των έργων του. Έλαβε κι ο ίδιος ενεργό μέρος ως ηθοποιός, παραγωγός, σκηνογράφος. Έγραψε για χορόδραμα, μιούζικαλ, τσίρκο, κινηματογραφικές ταινίες (όπως π.χ. η σουρεαλιστική ταινία “Η ωραία και το κτήνος”, 1946). Συνεργάστηκε με ονόματα όπως ο Φρανσουά Κοπό, ο Άρθουρ Χόνεγκερ, συνθέτης του μουσικού δράματος “Βασιλιάς Δαβίδ”, ο Πικάσο και ο Μοντιλιάνι, ο Σερζ Ντιαγκιλέφ, ο μεγάλος Ρώσος χορογράφος και σκηνοθέτης, ιδρυτής των περίφημων “Ρωσικών μπαλέτων” κ.ά.
Ο Ζαν Κοκτό πέθανε στις 11 Οκτωβρίου του 1963, μία ημέρα μετά την Εντίθ Πιάφ. Ο Ζαν Κοκτό και η Εντίθ Πιάφ, σε ένα από τα περίεργα παιχνίδια της μοίρας, διασταυρώθηκαν το 1940 όταν η Πιάφ ερμήνευσε αλησμόνητα τον Ωραίο αδιάφθορο, που ο Κοκτό είχε γράψει ειδικά για εκείνη.
Προσωπική ζωή
Υπήρξε φίλος για δεκαετίες με τον Πάμπλο Πικάσο και ήταν ένας από τους κουμπάρους στον γάμο του Ισπανού ζωγράφου με την Ολγα Χοχλόβα. Επίσης, ήταν φίλος με τον Μαρσέλ Προυστ, τον Αντρέ Ζιντ και τον δισέγγονο του Βίκτωρος Ουγκώ, Ζαν. Από το 1937 ως τον θάνατό του είχε σχέση με τον ηθοποιό Ζαν Μαρέ.
Στις δύο φωτογραφίες (πάνω) ο σύντροφός του, ηθοποιός Ζαν Μαρέ, γιος κτηνιάτρου, με τον σκύλο Μαλούκ, που είχε σώσει κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Κοκτό διατηρούσε για τον Μαλούκ μια στοργική συμπάθεια και εκτιμούσε την αφοσίωσή του στον Μαρέ. Ωστόσο, τίποτα δεν υπήρξε ικανό να κερδίσει την πρώτη θέση που κατείχαν στην καρδιά του οι γάτες.
Το έργο του Ζαν Κοκτό έχει εύστοχα παρομοιαστεί με μια ελληνική προτομή ραγισμένη από την αγωνία: “Ποιήματα, δοκίμια, μυθιστορήματα, θέατρο, όλο το έργο ραγίζει και ανάμεσα στις ρωγμές αφήνει να φανερωθεί η αγωνία”, γράφει ο Ζαν Ζενέ. Πράγματι, όλη η πορεία της ζωής και του έργου του είναι ένα είδος “ταξιδιού της μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα”: (αυτο)σκοπός του είναι διαμέσου αυτών των ρωγμών-πληγών να ρίξει άπλετο φως μέσα στις χίλιες και μία νύχτες της ψυχής του, και μεσ’ από τα σκοτάδια που τον κατοικούν να προσεγγίσει τον Θεό, αφού, όπως λέει, ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή Του. Γνωρίζοντας τον εαυτό του γνωρίζει τον Θεό.
Αυτό που χαρακτηρίζει τον Ζαν Κοκτό και δυσκολεύει την κατηγοριοποίησή του είναι ότι ασχολήθηκε εξίσου λαμπρά με τη λογοτεχνία, τη δοκιμιογραφία, την ποίηση, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική, τη σκηνογραφία, τη λιθογραφία, την αγγειοπλαστική… δημιουργώντας μια εξαιρετικά προσωπική αισθητική. Αποτελεί έτσι ένα μοναδικό φαινόμενο για τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική ιστορία του 20ού αιώνα, έναν πολύτροπο ποιητή, ή, όπως εύστοχα τον χαρακτηρίζει ο Μάνος Χατζιδάκις, “έναν διαβολικό ακροβάτη της τέχνης”, για τον οποίο η ποίηση είναι ενιαία και απλώς εκφράζεται ποικιλοτρόπως.
Η ιδιαίτερη σχέση του Κοκτό με την Ελλάδα, περισσότερο ως “ιδέα”, αποτελεί μια ξεχωριστή ενότητα στη ζωή του. Η Ελλάδα, όπως έλεγε ο ίδιος, “αποτελούσε τη ζωηρότερη αισθητική χαρά της ζωής του”.
Η πολυσυζητημένη ελληνικότητα του Κοκτό, κατά έναν παράδοξο τρόπο, φαίνεται να έγκειται στο γεγονός ότι υπήρξε περισσότερο Έλληνας από τους Έλληνες, “ένας φανατικός Έλλην”, όπως θα έλεγε πάλι ο Μάνος Χατζιδάκις, αφού κατάφερε με τη διασκευή των ελληνικών μύθων να πετύχει και να τονίσει αυτό για το οποίο οι μύθοι ήταν προορισμένοι: την αυτογνωσία του ανθρώπου. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Κοκτό συμφιλίωσε τη θεωρία με την πράξη, αρετή άλλωστε βαθύτατα ελληνική.
Ο ίδιος, στην ποιητική του διαθήκη Ρέκβιεμ (1962), γράφει: “Θα ήταν δίκαιο να με εξηγήσουν αφού πρώτα με έχουν παρεξηγήσει”.