Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Χαλαρό, άνετο, δροσερό, φιλικό με το δέρμα, αλλά όχι στη μόδα πλέον. Παρ’ όλα αυτά ένα ανδρικό αθλητικό φανελάκι με παρτούς ώμους μπορεί να γίνει πολύ λειτουργικό στοιχείο του ανδρικού κυρίως ντυσίματος. Ένα καλό βαμβακερό φανελάκι μπορεί να φορεθεί και ως εξώρουχο για τις sporty και sporty-chic εμφανίσεις κάποιων ανδρών -πάντα υπό προϋποθέσεις.
Στην Αμερική οι αμάνικες αυτές μπλούζες λέγονται και Tank Tops, καθώς πρωτοφορέθηκαν από γυναίκες στις πισίνες ως ένδυμα κολύμβησης. Στη δεκαετία του 1920, οι γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να ντύνονται πολύ συντηρητικά όταν ήθελαν να κάνουν μια βουτιά στη «δεξαμενή κολύμβησης», η οποία είναι πλέον γνωστή ως «πισίνα». Αυτού του είδους τα μαγιό αναφέρονταν κάποτε ως «στολές δεξαμενής».
Το φανελάκι αργότερα φορέθηκε ως εσώρουχο και άρχισε να χρησιμοποιείται συχνότερα στα αθλήματα. Οι άνδρες αθλητές γρήγορα εκμεταλλεύτηκαν τη δροσερή αίσθηση, την ελευθερία και το εύρος κίνησης που πρόσφερε το αμάνικο μπλουζάκι στα χέρια.
Ορισμένες πηγές επιμένουν ότι η παράδοση τού να φορά ένας άνδρας αθλητικό φανελάκι ως κάτι περισσότερο από εσώρουχο μπορεί να εντοπιστεί στους Ιταλούς μετανάστες στην Αμερική. Αυτές οι ίδιες πηγές ισχυρίζονται ότι οι Ιταλοί άνδρες είχαν κάποιο είδος εμμονής στο να φορούν τα φανελάκια χωρίς τα όμορφα πουκάμισά τους και έφεραν αυτή την αισθητική μαζί τους στις ΗΠΑ, ειδικά στη Νέα Υόρκη, όπου μπορούσαν να μένουν άνετοι και δροσεροί μέσα στην καλοκαιρινή υγρασία.
Στον 21ο αιώνα οι νέοι καταναλωτές αντιμετωπίζουν το φανελάκι ως ένα λιτό και ίσως ξεπερασμένο εσώρουχο. Ήδη από τη δεκαετία του ’90 το αποδιώξαμε από συμπλήρωμα του ανδρικού ντυσίματος ως κοινό και κατώτερου γούστου, γαλλιστί banal. Στον κινηματογράφο όμως η φανέλα έγραψε ιστορία και συνδέθηκε με τους πιο αρρενωπούς πρωταγωνιστές. Για δεκαετίες αποτέλεσε σύμβολο σεξουαλικότητας. Από τα χρόνια του βωβού κινηματογράφου, οι σκηνοθέτες προσέδιδαν τη στυλιστική πινελιά της λευκής φανέλας στους πιο αντιπαθητικούς και «μάτσο» χαρακτήρες κι αυτό σήμαινε πολλά.
Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν διάλογοι, τα πάντα έπρεπε να γίνονται αντιληπτά με την όραση. Έτσι, όπως οι κακοί της ταινίας συνήθιζαν να φοράνε μαύρο καπέλο και οι καλοί λευκό, το λευκό φανελάκι υποδήλωνε έναν πολύ χαρακτηριστικό ρόλο. Αυτόν του αργόσχολου άντρα, που είναι βίαιος και συμπεριφέρεται απαξιωτικά στη σύντροφό του. Δεν είναι τυχαίο ότι η ονομασία του ρούχου στα αγγλικά είναι μέχρι σήμερα «wife beater», δηλαδή «αυτός που χτυπάει τη σύζυγό του». Σταδιακά, η φανέλα επαναπροσδιορίστηκε και οι κινηματογραφικοί ήρωες τής άλλαξαν χαρακτήρα.
Ο Μάρλον Μπράντο και ο Τζέιμς Ντιν ήταν δύο από τους πρώτους ηθοποιούς που υιοθέτησαν το στυλ της πρόχειρης φανέλας και το έκαναν μόδα. Οι γόηδες του αμερικανικού σινεμά δεν ήταν βίαιοι σύζυγοι, όπως συνέβαινε στο παρελθόν με τις βουβές ταινίες. Οι χαρακτήρες τους ήταν γήινοι. Άνδρες λιγομίλητοι, με ταπεινή καταγωγή και επιβλητική προσωπικότητα. Προστατευτικοί με τις γυναίκες, αλλά ιδιαίτερα οξύθυμοι αν κάποιος τύχαινε να τα βάλει μαζί τους. Κοινώς, υποδύονταν τους ήρωες της διπλανής πόρτας, που κάθε γυναίκα ονειρευόταν να βρει και κάθε άντρας επιδίωκε να γίνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μάρλον Μπράντο ως Στάνλεϊ στην ταινία «Λεωφορείον ο Πόθος» του Ελία Καζάν (1951), η οποία βασίστηκε στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Τενεσί Ουίλιαμς.
Το ίδιο μοτίβο προσαρμόστηκε και στα ελληνικά δεδομένα. Αν και στον ελληνικό κινηματογράφο, το ανοιχτό πουκάμισο με σηκωμένα μανίκια ήταν η συνηθέστερη στυλιστική επιλογή, δεύτερο στις προτιμήσεις ερχόταν το λευκό φανελάκι. Ο Νίκος Κούρκουλος και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ υιοθετούσαν πολύ συχνά τον ρόλο των «λαϊκών παιδιών» με το ατημέλητο λουκ. Ακόμα και ο Αλέκος Αλεξανδράκης που συνήθιζε να έχει ένα πιο ατσαλάκωτο προφίλ, είχε γυρίσει ερωτικές σκηνές με τη φανέλα για την ταινία «Δάκρυα Για Την Ηλέκτρα» (1966).
Στις «Διπλοπενιές», όπου ο Παπαμιχαήλ τα πρωινά δουλεύει στις οικοδομές, η λευκή φανέλα διαφαίνεται μέσα από τη ζακέτα στις περισσότερες σκηνές. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον Κούρκουλο στον «Κατήφορο», όπως και με τον Ανέστη Βλάχο στην «Ανοιχτή Θάλασσα». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι όταν δεν φοριέται από τους «ωραίους», στον ελληνικό κινηματογράφο, η φανέλα αποτελεί κωμικό στοιχείο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Λάμπρου Κωνσταντάρα στην ταινία «Κάτι κουρασμένα παλικάρια». Ο λαμπρός ηθοποιός εμφανίζεται με φανελάκι, σε μια κωμική απόπειρά του να γυμναστεί.
Με τα χρόνια, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’80, η λευκή φανέλα επαναπροσδιορίστηκε. Αποσυνδέθηκε σταδιακά από τους «μυστήριους γόηδες» και άρχισε να εμφανίζεται σε χολιγουντιανές ταινίες δράσης. Ο «Ράμπο», αν και το λευκό δεν ήταν το αγαπημένο του χρώμα, στις σκηνές που φορούσε μπλούζα, επέλεγε πάντα αμάνικες φανέλες. Παρόμοια ήταν κι η ενδυματολογική προσέγγιση του Γούλβεριν από τον Χιου Τζάκμαν.
Ο χαρακτήρας του Νίκολας Κέιτζ στο «Con Air», όπως και ο Βιν Ντίζελ στο «Fast and Furious», δίνουν επίσης την εντύπωση ότι οι ντουλάπες τους είναι γεμάτες με στοίβες από φανελάκια. Στον αντίποδα, έχει πλέον επανέλθει και το στερεότυπο του «wife beater», κυρίως σε ταινίες κοινωνικού περιεχομένου. Πολύ συχνά ο βίαιος άντρας, με το άγριο παρουσιαστικό που χτυπά και προσβάλλει τη γυναίκα του, εμφανίζεται πλήρως ατημέλητος, με τη λευκή -λεκιασμένη- φανέλα να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της γκαρνταρόμπας του.
Εν αρχή, το φανελάκι ήταν ένα λευκό βαμβακερό εσώρουχο, το οποίο σκοπό είχε να αφήνει ελεύθερα τα χέρια, και να απορροφά τον ιδρώτα το καλοκαίρι ή να προστατεύει λιγάκι το χειμώνα, όπως και το ξαδερφάκι του το T-shirt. Για να φτάσει κι αυτό να κατακτήσει πρώτα τους σπουδαστές του Κέμπριτζ και της Οξφόρδης και, εν συνεχεία, να γίνει σύμβολο της hip-hop κουλτούρας. Ιδανικό για σωματική εργασία, αρχικά κάλυπτε τις ανάγκες των φορτοεκφορτωτών στις αποβάθρες των λιμανιών. Σε μια μεγάλη τοιχογραφία του μεγάλου Antoine Serra εικονίζεται ένας docker με άσπρο φανελάκι να διαδηλώνει στη Μασσαλία ενάντια στον πόλεμο της Ινδοκίνας. Στο πρώτο μισό του 20ου αι., το φανελάκι είναι το σύμβολο της στερεοτυπικής εικόνας του «αρσενικού» και του προλετάριου. Χρόνια μετά τον Μάρλον Μπράντο, ο Φρέντι Μέρκιουρι, τραγουδιστής των Queen, θα το μετατρέψει σε έμβλημα κατατεθέν του. Σήμερα, ο Βιν Ντίζελ απεγνωσμένα το προσπαθεί. Ο Μπρους Γουίλις, στο «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει», ήταν από τους τελευταίους που το κατάφερε.
Πρόσφατα είδαμε και τον γιατρό Σωτήρη Τσιόδρα να το φοράει τη στιγμή του εμβολιασμού του για την Covid-19. Ένα απλό και αθώο, αυθόρμητο κι ανεπιτήδευτο στιγμιότυπο που προκάλεσε πλήθος σχολίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν πειράζει. Ο άνθρωπος αυτό έμαθε να τον βολεύει στη δουλειά του κι αυτό κάνει. Η προτεραιότητα του γιατρού Τσιόδρα είναι να φορά την άσπρη μπλούζα και να σώζει ζωές. Άλλωστε, δεν υπάρχει τίποτα πιο αξιοπρεπές και γοητευτικό από τον άνθρωπο εκείνον που δεν φοβάται να δείξει το πόσο ανθρώπινος είναι. Υπενθυμίζοντας, χωρίς να το επιδιώκει, ότι αυτή η ευαλωτότητα ισχύει για όλους μας.
Ο λοιμωξιολόγος Σωτήρης Τσιόδρας είναι ένα δημόσιο πρόσωπο πέρα από μικροπολιτικές τριβές, πέρα από μικρότητες. Μπορεί ο τρόπος που φορά το φανελάκι του να απέχει παρασάγγας από την εικόνα του Μάρλον Μπράντο στην εμβληματική ταινία του Καζάν. Όμως αυτό το λευκό βαμβακερό κομμάτι ύφασμα, Μινέρβα ή Ατθίς, που ξέμεινε, είναι το ίδιο που έντυσε μπαμπάδες και παππούδες σε κήπους καλοκαιρινούς, σε πρωινά μεσογειακά, σε καφέδες απογευματινούς έξω από κουζίνες, σε οικοδομές, σε συνεργεία, σε καύσωνες, που έκρυβε τρυφερά μαλλιαρά στέρνα, σταυρουδάκια του ήλιου, ιδρώτα, δουλειά και αντρίκια ντροπαλοσύνη. Εύθραυστα μεσημέρια και νύχτες στις ταράτσες. Είναι το ίδιο που φορέθηκε ύστερα από προτροπή μιας στοργικής μάνας ή μιας συζύγου σαν ξόρκι για προστασία. Από το κρύωμα; Από το “μάτι”; Τώρα μπορεί να γίνει και μια κατάσαρκη σημαία που μπολιάζει ελπίδα και εντιμότητα για το μέλλον.