Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Συνέδεσε την πρωτοπορία με την αμερικανική παράδοση, εστιάζοντας στις σκοτεινές πλευρές του γάμου, της θρησκείας και στις καταστροφικές ψευδαισθήσεις της αμερικανικής κοινωνίας. Από τους πρώτους Αμερικανούς συγγραφείς που ανταποκρίθηκαν στην ανάγκη να γράψουν θέατρο του παραλόγου, ώστε να καυτηριάσουν με αυτό τον τρόπο τον εφησυχασμό της κοινωνίας τους. Οι ήρωες του Έντουαρντ Άλμπι είναι δύο φορές τραγικοί, όχι μόνο γιατί ζουν σε έναν παράλογο κόσμο αγνοώντας αυτή τη βασική αρχή του, αλλά και γιατί διαπιστώνουν το παράλογο ξαφνικά και συχνά με βίαιο τρόπο.
Το παράλογο
Ξεκινώντας από το μονόπρακτο “Zoo story” το 1958 και φτάνοντας μέχρι και τη “Γίδα” το 2000, ο Έντουαρντ Άλμπι περιγράφει την εισβολή του παραλόγου σε έναν κατά τα άλλα «φυσιολογικό» κόσμο.
Οι ήρωες δεν ζουν απλώς σε έναν παράλογο κόσμο, σε μεγάλο βαθμό βιώνουν την ψευδαίσθηση αυτής της κανονικότητας. Το θέατρο του Έντουαρντ Άλμπι ακριβώς λόγω του τρόπου και της φόρμας του κατάφερε να προσεταιριστεί χαρακτηριστικά και θεματικές που συχνά το θέατρο του παραλόγου απέκλειε ή πλησίαζε με αφηρημένο τρόπο.
Όσο παράλογες και αν είναι πολλές από τις καταστάσεις των έργων του, οι ήρωες δεν είναι ενσαρκωμένες ιδέες ή αυτόματα κουρδισμένα στον ρυθμό μιας άποψης, είναι άνθρωποι, πρόσωπα με σάρκα, χαρακτήρες ζωντανοί, μακριά από τους θεατρικούς τύπους. Ένα θέμα που κυριαρχεί στα έργα του Άλμπι είναι το αδύνατο των ανθρωπίνων σχέσεων και οι διαφορετικές εκδοχές της ζωτικής νοσηρότητας της οικογένειας.
Το θέατρο άλλωστε εδώ και αιώνες αιμοδοτείται από τη νοσηρότητα: από την αρχαία τραγωδία μέχρι τις μέρες μας, με όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς.
Τέσσερις χαρακτήρες και μία κατσίκα
Το «The Goat, or Who Is Sylvia?» είναι ένα κοινωνικό δράμα χαρακτήρων, που περιστρέφεται γύρω από έναν αξιοσέβαστο αρχιτέκτονα, η γυναίκα και ο έφηβος γιος του οποίου καλούνται να αντιμετωπίσουν με ψυχραιμία τον κεραυνοβόλο έρωτά του με μία κατσίκα, τη Σύλβια.
«Είναι ένα θεατρικό σε τρεις σκηνές, με τέσσερις χαρακτήρες και μία κατσίκα. Ξέρετε, υπάρχει μια αληθινή κατσίκα στο έργο και ένας άνθρωπος που μεταμορφώνεται σε αποδιοπομπαίο τράγο», είχε δηλώσει ο Αμερικανός συγγραφέας σε συνέντευξή του στο Interview magazine το 2002, λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα του «Η γίδα ή ποια είναι η Σύλβια» στο Μπρόντγουεϊ, για να καταλήξει: «Θεωρώ ότι θα σοκάρει και θα προκαλέσει αηδία σε πολύ κόσμο. Το ελπίζω!».
Πράγματι, το έργο του βραβευμένου με τέσσερα Πούλιτζερ Αμερικανού συγγραφέα, θεωρείται ένα από τα πιο τολμηρά του.
Το αδιέξοδο
Πώς συμβαίνει ένας πενηντάχρονος και επαγγελματικά άκρως επιτυχημένος οικογενειάρχης, χωρίς να πάψει να αγαπάει τη γυναίκα του, να ερωτεύεται ταυτόχρονα μια γίδα, τη Σύλβια; Με την ακραία αυτή ερωτική σχέση ο Άλμπι καταδεικνύει το αδιέξοδο των διαπροσωπικών σχέσεων των ζευγαριών στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά και την προσωπική αγωνία κάθε επιτυχημένου αστού που, κορεσμένος από τα αγαθά του καταναλωτισμού, αναζητεί να βρει ενδιαφέρον σε καταστάσεις που κρίνονται ανεπίτρεπτες από την τρέχουσα ηθική.
Έργο με έντονο χιούμορ, εκρηκτικούς χαρακτήρες, πανέξυπνους διαλόγους, σκληρότητα αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη τρυφερότητα, η Γίδα προοιωνίζεται όχι μόνο το μέλλον των έως τώρα παραδοσιακών δομών της κοινωνίας, αλλά και τα ερωτήματα που θα βασανίζουν τον αστό του 21ου αιώνα.
Το παντρεμένο ζευγάρι του έργου, ο Μάρτιν και η Στίβι, εύποροι και εκλεκτικοί, ζουν σε ένα καλόγουστο σπίτι των προαστίων, περιτριγυρισμένοι από ακριβά έργα τέχνης. Στην αυγή του 21ου αιώνα, ο Άλμπι χρειαζόταν ένα ισχυρό δραματουργικό εύρημα για να δοκιμάσει τα ταμπού τους –και τα δικά μας– και το βρήκε στη Σύλβια, τη γίδα που έρχεται να καταρρίψει τη συζυγική ευτυχία και την οικογενειακή γαλήνη.
«Θέλω οι θεατές να σκεφτούν κάτι πέρα από τη φαντασία, ό,τι πιο αβάσταχτο έχουν κρύψει βαθιά μέσα τους, και να το δουν με νέα ματιά».
Το συγκεκριμένο θεατρικό έργο ελκύει επειδή περιέχει την ακρότητα της ανθρώπινης κατάστασης, πολύ ωραίους σύνθετους ρόλους και μια εξαιρετική αίσθηση του δραματικού ρυθμού.
Επιρροές
Ο Άλμπι ξεκίνησε με επιρροές από τον Ίψεν και τον Στρίντμπεργκ. Το πρώτο του έργο, το 1958, ήταν «Η ιστορία του ζωολογικού κήπου» («The Zoo Story»), στο οποίο μάλιστα προσέθεσε μία σκηνή το 2011. Για πολλά χρόνια δίδασκε νέους θεατρικούς συγγραφείς στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον. «Λέω στους φοιτητές μου: «Αν θέλεις να μάθεις κάτι για τη δομή ενός θεατρικού έργου, άκου τα πρελούδια και τις φούγκες του Μπαχ». Ανακάλυψα την κλασική μουσική στα οκτώ μου και νομίζω ότι έμαθα από τη δομή της μουσικής τη φύση της δομής ενός δράματος. Συχνά θεωρώ τον εαυτό μου συνθέτη», είχε πει.
Έγραφε σε όλη του τη ζωή. Ο ίδιος έλεγε: «Το μόνο πράγμα που με απασχολούσε ήταν αν γράφω έξυπνα, αν γράφω καλά. Δεν μπορείς να ανησυχείς για το αν είσαι στη μόδα, γιατί τότε σταματάς να γράφεις όπως εσύ. Όταν γράφεις, δεν μπορείς να είσαι υπάλληλος».
Ο τίτλος
Ακόμη και ο τίτλος του έργου απηχεί την αίσθηση της πολλαπλότητας από την άποψη της σημασίας του.
«Who is Sylvia? What is she?», αναρωτιέται ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ στους «Δύο άρχοντες από τη Βερόνα». Ο Έντουαρντ Άλμπι απαντά στο ερώτημα μερικούς αιώνες αργότερα: η Σύλβια είναι μια γίδα.
Η «Γίδα» τελικά προορίζεται να είναι μια τραγωδία. Μια τραγωδία με την αρχαία ελληνική σημασία του όρου. Τραγωδία < αρχαία ελληνική τραγῳδία < τράγων ᾠδή, τραγούδι Χορού του οποίου τα μέλη είναι μεταμφιεσμένα σε Σατύρους (τραγόμορφους δαίμονες).
Το αινιγματικό έργο παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία στο Broadway το 2002. Αν και απέσπασε ανάμεικτες κριτικές, χάρισε στον συγγραφέα του το Tony Award και μία ακόμη υποψηφιότητα για το βραβείο Pulitzer.
Η τελετουργική τρέλα
Στις πολυάριθμες συνεντεύξεις του ο Άλμπι υποστήριζε πως οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τίποτα για τον εαυτό τους. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να γράφουν για τους εαυτούς τους. Όσο για τους φίλους του θεάτρου, θεωρούσε πως «θα πρέπει να δοκιμάζουν να βλέπουν έργα για να αντιμετωπίσουν καταστάσεις και ιδέες που έγκεινται πέρα από το πεδίο της προσωπικής τους άνεσης».
Ο Άλμπι θέτει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ανεξέλεγκτη φύση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, σχετικά με το γάμο και την ερωτική σταθερότητα, καθώς συνδέει το έργο του με τον Διόνυσο, ως θεό της τελετουργικής τρέλας. Θεό ο οποίος εμπνέει την έκσταση που απελευθερώνει τους οπαδούς του από φόβους και υπονομεύει την εξουσία. Στο έργο υπάρχει συμβολική παραπομπή στην τραγική μορφή του αρχαιοελληνικού θεού Διόνυσου, σατιρίζοντας τη μεταλλαγμένη γενιά της αμερικανικής αμφισβήτησης και του Γούντστοκ και αποφορτίζοντας με ειρωνεία την αβάσταχτη πραγματικότητα της ιστορίας. Το έργο παραπέμπει επίσης στις “Βάκχες” και στις “Ευμενίδες”. Ο Άλμπι έβαλε έναν εμπρηστικό υπότιτλο στο έργο του (Notes towards a definition of tragedy) και άφησε θεωρητικούς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς και κριτικούς θεάτρου να αναρωτιούνται τι εννοεί με αυτό το «Σημειώσεις για έναν ορισμό της τραγωδίας».
Η παράσταση
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Νικορέστης Χανιωτάκης στο «Θησείον, Ένα θέατρο για τις τέχνες» είναι από τις καλύτερες, από τις αρτιότερες παραστάσεις που παρακολουθήσαμε φέτος. Και -πιστέψτε με- παρακολουθήσαμε πολλές.
Συγκλονιστικές οι ερμηνείες και από τους τέσσερις ηθοποιούς και ευφυής η σκηνοθεσία. Μέσα από ένα ευφάνταστο, γυάλινο δωμάτιο, κάπου δίπλα μας, στο δρόμο μας, ανάμεσα στο κοινό ή ακόμα και μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, ξετυλίγονται οι χαρακτήρες και τα βιώματά τους που αντιπροσωπεύουν τα μεγαλύτερα πανανθρώπινα ερωτήματα. Πόσο ελεύθεροι είμαστε; Πού σταματά η ελευθερία μας και πού αρχίζει η ελευθερία του άλλου; Τι θέτει όρια στη συμπεριφορά μας και ποιο είναι το πολιτικώς ορθόν; Έχουμε όλοι δικαίωμα στην ευτυχία, έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε; Μη σταθούμε στην κτηνοβασία, ας αφεθούμε στην ανακάλυψη των δικών μας αναγωγών.
Ένας γρίφος
Ένα παράξενα πειστικό έργο, με οξύ χιούμορ, άκρως ανατρεπτικό και καθόλου αναμενόμενο. Και, προσοχή, επαναλαμβάνουμε, δεν είναι ένα έργο για την κτηνοβασία. Όταν θέλεις να ασχοληθείς με ακραία συναισθήματα, χρειάζεσαι σίγουρα ακραίες αναγωγές. Πώς αλλιώς να μπεις σε απάτητα νερά; Ο ήρωάς μας είναι ένας ευπρεπής, φιλελεύθερος, συνετός, ευγενικός άνθρωπος, που αυτήν την εποχή κάνει σεξ μια γίδα.
Ένας γρίφος, ένας Κύβος του Ρούμπικ για δυνατούς λύτες είναι η «Γίδα». Μιλά κυρίως για την αγάπη και για την απώλεια. Για την αγάπη πέρα από κάθε όριο και πέρα από κάθε λογική.
Αναφέρεται σ’ αυτό που δεν μπορούμε να φανταστούμε, αυτό που έχουμε θάψει βαθιά μέσα μας γιατί είναι δυσβάσταχτο και βασανιστικό. Επιπλέον θέλει να σοκάρει τον θεατή, να τον ταρακουνήσει, να τον φέρει αντιμέτωπο με κοινωνικούς κανόνες που οριοθετούν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Στο έργο του Άλμπι «Η Γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;», όπως και σε κάθε άλλο έργο του, το μήνυμα πίσω από τα προφανή, είναι πολύ μεγαλύτερο και ουσιαστικό.
Μια “δεμένη” οικογένεια
«Οι άνθρωποι λένε ψέματα στον εαυτό τους για το ποιοι είναι και πώς βλέπουν τον εαυτό τους. Το έργο μου αφορά στην ανικανότητά μας να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας», γράφει ο συγγραφέας.
Σε μια πρώτη ανάγνωση το κείμενο πραγματεύεται ένα πολύ αντισυμβατικό και προβοκατόρικο θέμα, κάτι που φαινομενικά δοκιμάζει τις ηθικές αντοχές του κοινού. Μπορεί, λοιπόν, η κτηνοβασία να είναι το κύριο θέμα του δράματος, εάν, ωστόσο, αποδομήσει κανείς το κείμενο, στις σχισμές του κρύβεται περισσότερο μια πραγματεία για την προδοσία και τον έρωτα.
Σαν άλλος τραγικός, ο συγγραφέας κλείνει τη συμβατική παρένθεση για να μας προσγειώσει στην πραγματικότητα, ενώ έχουμε ήδη δοκιμάσει μέσα μας ένα τόσο ευρύ φάσμα συναισθημάτων ώστε η κάθαρση επιτυγχάνεται με τον ιδανικότερο τρόπο. Η ισορροπία δεν αποκαθιστά μόνο την αιχμηρή θεματική, αλλά και τις δυναμικές μιας καλά δεμένης οικογένειας που έχει δοκιμαστεί πειστικά σε κάτι τόσο ακραίο. Τα όρια κάπου χαλαρώνουν και κάπου αίρονται εντελώς, με αληθοφάνεια και με απόλυτη αναγκαιότητα, όπως προστάζει η αριστοτελική φιλοσοφία.
Κάτι σαθρό…
Τέσσερα πρόσωπα θα αναδείξουν προβλήματα της εποχής και της ψυχής, σκληρά, αβυσσαλέα: Ο κεντρικός ήρωας έχει κερδίσει το σημαντικότερο αρχιτεκτονικό βραβείο για τον σχεδιασμό της πόλης του μέλλοντος. Ζει μια αρμονική ζωή με τη γυναίκα του και τον ομοφυλόφιλο γιο τους, του οποίου την ιδιαιτερότητα έχουν αποδεχθεί και οι δύο γονείς. Μεγαλοαστική τάξη, υψηλό κοινωνικό status, κοινωνική αναγνώριση και μια πολλά υποσχόμενη συνέχεια στην ήδη επιτυχημένη σταδιοδρομία του πρωταγωνιστή.
Από τα πρώτα λεπτά της παράστασης, παρά το καθ’ όλα φυσιολογικό περιτύλιγμα, ο θεατής διαισθάνεται ότι κάτω από την καλογυαλισμένη βιτρίνα της κοινωνικής ευπρέπειας ελλοχεύει κάτι περίεργο, κάτι σαθρό, κάτι σάπιο.
Στη διάρκεια μιας συνέντευξης που παραχωρεί ο διάσημος αρχιτέκτονας θα αποκαλύψει στον δημοσιογράφο φίλο του, πως τους τελευταίους μήνες είναι παράφορα ερωτευμένος με τη Σύλβια. Μόνο που η Σύλβια είναι, κυριολεκτικά, μια γίδα.
Ο συγγραφέας γίνεται πιο κυνικός και πιο ρηξικέλευθος από ποτέ. Ο Μάρτιν, που ζει με την υπέροχη, πιστή και έξυπνη γυναίκα του Στήβι και τον έφηβο γιο του μια αξιοζήλευτη ζωή, δεν μπορούσε με τίποτα να φανταστεί ότι η ζωή του θα ερχόταν τα πάνω-κάτω όταν, αναζητώντας εξοχικό, θα έπεφτε πάνω σε μία γίδα την οποία σφόδρα θα ερωτευόταν.
Ο θεατής δεν μπορεί παρά να στραφεί προς τα μέσα, σε αλήθειες ανείπωτες, βαθιά κρυμμένες μέσα του, ενώ η πιθανότητα αποκάλυψής τους τον αφήνει να χαμογελάει αμήχανα στην πλατεία.
Ο Άλμπι ξεκόβει τα πρόσωπά του από τον περίγυρο και τα θεωρεί αυτόνομα ως υπάρξεις που πάνω τους, αφού επέδρασε, άφησε τη σφραγίδα του το κοινωνικό περιβάλλον.
Λογοπαίγνια και οξυδερκή σχόλια, κρυφός τρόμος με έδρα το αίνιγμα της ανθρώπινης κατάστασης.
Ήρωες που αξίζουν τον οίκτο και τη συμπάθεια. Χαρακτήρες σύγχρονοι, ανασφαλείς, τραγικοί, μοναχικοί, ψυχικά φοβισμένοι και απομονωμένοι. Άνθρωποι που πάσχουν.
Ερμηνείες και συντελεστές
Το ανέβασμα της “Γίδας” από τον ικανότατο σκηνοθέτη Νικορέστη Χανιωτάκη είχε την καλοτυχία των σωστών επιλογών σε όλους τους τομείς. Τους ρόλους ερμηνεύουν ηθοποιοί εξαιρετικοί, γι’ αυτό η παράσταση λειτουργεί δημιουργικά.
Ο Νίκος Κουρής ζωγραφίζει έντεχνα την ψυχοσύνθεση του επιτυχημένου αρχιτέκτονα. Όλα πάνω του προδίδουν αστικό βόλεμα. Αινιγματικός, επιβλητικός, με κύρος. Πετυχαίνει μια εξαιρετική νίκη ισορροπίας ανάμεσα στην εσωτερική προσέγγιση του ρόλου του και στην προς τα έξω παρουσίασή της.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου κατέκτησε σταθερά το ρόλο της και έδωσε μια μαγικής σκληρότητας και υψηλής ποιότητας ερμηνεία, πλαστουργώντας υπέροχα το πρόσωπο της ηρωίδας. Μια ηθοποιός με ζωντάνια και ψυχή!
Ο Γιάννης Δρακόπουλος, ως εκπρόσωπος της «πολιτικής ορθότητας» και των ηθικών προτύπων κοινωνικής συμπεριφοράς, ήταν λιτός και στιβαρός, με έναν τόνο καθημερινότητας και σαρκασμού στο ύφος και στο παίξιμο.
Πολύ καλές εντυπώσεις άφησε ο νεότατος και ταλαντούχος Μιχαήλ Ταμπακάκης, ο οποίος έδειξε ευαισθησία και υποκριτικές αρετές στο ρόλο του μπερδεμένου εφήβου γιου.
Μια παράσταση με ζωηρή ροή και εναλλαγές, που εστιάζει στο θέμα της με ανελέητη προσήλωση. Μια λαμπρή θεατρική επιτυχία που στήθηκε με βάση την προσεγμένη ενδυματολογική επιμέλεια και το δημιουργικά ευρηματικό σκηνικό της Αρετής Μουστάκα, τους άρτιους φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλα, την πρωτότυπη μουσική και ηχητική επιμέλεια του αξιόλογου Γιάννη Μαθέ, τη σκηνοθετική βοήθεια της Τόνιας Καζάκου και την ευθύβολη σκηνοθεσία ενός σκηνοθέτη με γνώση, του Νικορέστη Χανιωτάκη, ο οποίος και με τη μεστή του μετάφραση άγγιξε τις σωστές χορδές του έργου.
Συντελεστές
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Σκηνικά – Κοστούμια: Αρετή Μουστάκα
Πρωτότυπη μουσική-Επιμέλεια Ήχων: Γιάννης Μαθές
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Τόνια Καζάκου
Οργάνωση παραγωγής: Μαριάννα Παπασάββα
Μακιγιάζ: Ηλίας Λιατσόπουλος
Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ
Παραγωγή: Μυθωδία
Επικοινωνία: BrainCo
Παίζουν: Νίκος Κουρής, Λουκία Μιχαλοπούλου, Γιάννης Δρακόπουλος, Μιχαήλ Ταμπακάκης
Πληροφορίες
Θησείον, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες
Τουρναβίτου 7, Θησείο
Τηλέφωνο: 210 3255444
Πρεμιέρα: Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019
Έως 23 Απριλίου 2019
Παραστάσεις
Δευτέρα: 21:15
Τρίτη 21:15
Διάρκεια: 100 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
***
Τιμές εισιτηρίων από 10 – 16 ευρώ.
ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΣΑΣ ΕΔΩ ΜΕ ΕΝΑ “ΚΛΙΚ”
***
O θεατρικός συγγραφέας Έντουαρντ Άλμπι (1928-2016) γεννήθηκε στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ και δύο εβδομάδες μετά τη γέννησή του δόθηκε για υιοθεσία. Θετός πατέρας του ήταν ο Reed A. Albee, γιος του Edward Franklin Albee του 2ου που ήταν ιδιοκτήτης, τη δεκαετία του 1920, μιας σειράς θεάτρων. Τα νεανικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από τη σύγκρουση με τους θετούς γονείς του και την αποβολή του από διάφορα Λύκεια, μεταξύ των οποίων το Valley Forge Military Academy της Πενσιλβάνια, καθώς και από το Κολέγιο Τρίνιτυ στο Hartford του Connecticut. Σύμφωνα με τον Σαλμάν Ρουσντί, “ο Άλμπι έλεγε ότι είχε συνειδητοποιήσει από την ηλικία των 12 την ομοφυλοφιλία του”. Εγκαταλείποντας το κολέγιο, κατέφυγε στο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Ν. Υόρκης, κάνοντας διάφορες δουλειές, αποφασισμένος να γίνει συγγραφέας. Οι συγγραφικές του φιλοδοξίες στράφηκαν στην ποίηση και την πεζογραφία, έως ότου ο Θόρντον Γουάιλντερ τον έκανε να στραφεί στο θέατρο. Το 1958 εκδόθηκε το πρώτο του θεατρικό έργο, “Zoo Story” (“Ιστορία ζωολογικού κήπου”), που ανέβηκε για πρώτη φορά στο Βερολίνο. Με το επόμενο έργο του “The Sandbox”, του 1959, ο Άλμπι ενσάρκωσε την αμερικανική εκδοχή του θεάτρου του παραλόγου (των Μπέκετ, Ιονέσκο και Ζαν Ζενέ στην Ευρώπη), με τη ριζοσπαστική κριτική του απέναντι στη λαϊκή αμερικανική κουλτούρα. Το 1960 η “Ιστορία ζωολογικού κήπου” ανέβηκε στη Νέα Υόρκη. Ακολούθησαν στη σκηνή τα έργα του “Fam and Yam”, “The American Dream” (“Αμερικάνικο όνειρο”), “The Death of Bessie Smith” (“Ο θάνατος της Μπέσι Σμιθ”). Το 1962 η αποδοχή του έργου του συνέπεσε με τη μεγάλη επιτυχία του “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;” (“Who’ s Afraid of Virginia Woolf?”), που θεωρήθηκε το αριστούργημά του και προκρίθηκε από την αρμόδια επιτροπή για το βραβείο Πούλιτζερ του 1963 (που δεν απονεμήθηκε στην κατηγορία των θεατρικών έργων). Το 1967 τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ για την “Ευαίσθητη ισορροπία” (“A Delicate Balance”). Το 1975 τιμήθηκε και πάλι με το βραβείο Πούλιτζερ για το έργο “Με θέα τη θάλασσα” (“Seascape”), όπως συνέβη το 1994 με το έργο “Τρεις ψηλές γυναίκες” (“Three Tall Women”). Φτάνοντας στο απόγειο της φήμης του, έγραφε και σκηνοθετούσε ο ίδιος τα έργα του που γνώριζαν διεθνή απήχηση. Επίσης, το 1967 δημιούργησε το Edward F. Albee Foundation με αντικείμενο τη φιλοξενία νέων θεατρικών συγγραφέων στο William Flanagan Center, στο Μόντοκ της Ν. Υόρκης. Μετά το 1989 δίδαξε θέατρο στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον. Πέθανε στο Μόντοκ της Ν. Υόρκης στις 16 Σεπτεμβρίου 2016, σε ηλικία 88 ετών, 11 χρόνια μετά από το θάνατο του συντρόφου του, γλύπτη Jonathan Thomas.
– Στο ελληνικό θεατρόφιλο πρωτοπαρουσιάστηκε από τον Κάρολο Κουν και το «Θέατρο Τέχνης» με την «Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου», τη θεατρική σεζόν 1962-1963 και ακολούθησε το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» τη σεζόν 1965-1966. Έργα του έχουν ανεβεί από τις κρατικές θεατρικές σκηνές και από θιάσους του ελευθέρου θεάτρου.