Ο πόλεμος -αυτή η «μαύρη πανούκλα»- ξεσπά στην Ευρώπη. Η Γαλλία σπαράζει στις όχθες του Σομ και του Λουάρ, εκατομμύρια οι αιχμάλωτοι στα κρεματόρια. Ο πόλεμος κάνει πιο έντονο τον χωρισμό, την απουσία, την αρρώστια, την ανασφάλεια. Μήπως, όμως δεν είμαστε πάντα υπό απειλήν αποκομμένοι, εξόριστοι, σαρακοφαγωμένοι όπως το φρούτο από το σκουλήκι; Η «Πανούκλα», το δεύτερο μετά τον «Ξένο» μεγάλο μυθιστόρημα του Καμύ, καταγράφει τη συμπεριφορά των ανθρώπων σ’ έναν κόσμο που μοιάζει χωρίς σκοπό και μέλλον, σ’ έναν κόσμο πνιγηρής επανάληψης και μονοτονίας. Κι αυτό που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους δεν είναι η αυτοκρατορία της σάρκας τους, αλλά οι σιωπές, οι κρυφές πληγές τους, οι σκιές που ρίχνουν στις προκλήσεις της ζωής.
Η Πανούκλα (γαλλικά La peste) είναι έργο του Αλμπέρ Καμύ το οποίο διηγείται τα παράξενα φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο Οράν, στην Αλγερία (γαλλική επαρχία) από το 1940 και μετά.
Πρωταγωνιστής αυτού του φανταστικού χρονικού, ο γιατρός Bernard Rieux. Όλα ξεκινούν όταν ο τελευταίος βρίσκει έναν νεκρό αρουραίο στο διάδρομο του κτηρίου όπου διαμένει. Δεν παραλείπει να το αναφέρει στον θυρωρό του κτηρίου, ο οποίος πιστεύει πως πρόκειται για κάποιο είδος φάρσας. Ο γιατρός συλλαμβάνει κι άλλες σκηνές αρουραίων που κείτονται νεκροί στους σκουπιδοτενεκέδες φτωχών γειτονιών, ενώ όλη η πόλη μιλάει για αυτούς τους αρουραίους που βγαίνουν από τους υπονόμους λόγω της πείνας που μαστίζει το είδος τους.
Αλμπέρ Καμύ, «Η πανούκλα» (απόσπασμα)
[…]
Έτσι οι αιχμάλωτοι της πανούκλας πάλεψαν όλη τη βδομάδα μ’ όποιον τρόπο μπορούσαν. Και μερικοί ανάμεσά τους όπως ο Ραμπέρ, έφθασαν, όπως βλέπουμε, να φανταστούν ότι ενεργούσαν ακόμα σαν ελεύθεροι άνθρωποι, ότι μπορούσαν να διαλέξουν. Όμως μπορούμε πράγματι να πούμε ότι αυτή τη στιγμή, στα μέσα του Αυγούστου, η πανούκλα είχε καλύψει τα πάντα. Δεν υπήρχαν πια τότε προσωπικά πεπρωμένα, αλλά μια συλλογική υπόθεση που ήταν η πανούκλα και αισθήματα που τα μοιράζονταν όλοι. Το σημαντικότερο ήταν ο χωρισμός και η εξορία, μ’ όλο το φόβο και την εξέγερση που περιέκλειαν. Νά γιατί ο αφηγητής πιστεύει ότι ταιριάζει στο αποκορύφωμα της ζέστης και της αρρώστιας να περιγράψει τις βιαιότητες των επιζώντων συμπολιτών μας, την ταφή των νεκρών και την οδύνη των χωρισμένων εραστών.
Στα μέσα εκείνης της χρονιάς ήταν που έπιασε ένας δυνατός άνεμος, που φυσούσε για πολλές μέρες μέσα στη χτυπημένη από την πανούκλα πόλη. Τον άνεμο τον φοβούνται ιδιαίτερα οι κάτοικοι του Οράν, γιατί δε συναντά κανένα φυσικό εμπόδιο πάνω στο οροπέδιο που είναι χτισμένη η πόλη, κι έτσι χιμάει μ’ όλη του τη μανία μέσα στους δρόμους. Μετά απ’ αυτούς τους ατέλειωτους μήνες, που ούτε μια σταγόνα νερό δεν είχε δροσίσει την πόλη, το Οράν ήταν σκεπασμένο με μια γκρίζα σκόνη που ξεφλούδιζε στο φύσημα του ανέμου. Κι ο άνεμος σήκωνε κύματα σκόνης και χαρτιών που τυλίγονταν στα πόδια των σπάνιων πια περαστικών. Τους έβλεπες πια να διασχίζουν βιαστικοί τους δρόμους, γερμένοι μπροστά, φράζοντας μ’ ένα μαντίλι ή με το χέρι τους το στόμα. Το βράδυ, αντί οι άνθρωποι να μαζεύονται πολλοί μαζί προσπαθώντας να παρατείνουν τη διάρκεια αυτών των ημερών που καθεμιά τους μπορούσε να είναι κι η τελευταία γι’ αυτούς, συναντούσες μικρές ομάδες ατόμων που βιάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι τους ή να χωθούν στα καφενεία. Έτσι, για μερικές μέρες, την ώρα του σούρουπου, που έπεφτε γρηγορότερα αυτή την εποχή, οι δρόμοι ήταν έρημοι και μόνος ο άνεμος θρηνολογούσε ανάμεσά τους ασταμάτητα. Μια μυρωδιά από φύκια και αρμύρα αναδινόταν από την ταραγμένη και πάντα αόρατη θάλασσα. Και τότε τούτη η έρημη πόλη, ασπρισμένη από τη σκόνη, πλημμυρισμένη από μυρωδιές θαλασσινές, αντηχούσε από το ουρλιαχτό του ανέμου και βογκούσε σαν ένα νησί που το χτύπησε η συμφορά.
*
Οι άνθρωποι αποκλεισμένοι από τον έξω κόσμο, αποχωρισμένοι από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, νιώθουν ότι έχουν καταδικαστεί σε μια ιδιότυπη εξορία γιατί πρόκειται για μια εξορία στον ίδιο τους τον τόπο.
«… ήταν το αίσθημα της εξορίας αυτό το κενό που είχαμε μέσα μας, αυτή η ειδική συγκίνηση, ο παράλογος πόθος να ξαναγυρίζεις στα παλιά ή να επισπεύδεις το χρόνο, αυτά τα πύρινα βέλη της μνήμης …. και τότε βλέπαμε πως ο χωρισμός ήταν προορισμένος να διαρκέσει κι έπρεπε να συμφιλιωθούμε με το χρόνο. Ξαναβρισκόμαστε έτσι στη θέση των φυλακισμένων, καταφεύγαμε στο παρελθόν, κι αν κάποιοι από μας έμπαιναν στον πειρασμό να ζήσουν στο μέλλον, δεν αργούσαν να προσγειωθούν απότομα, κουβαλώντας όλες τις πληγές που σε φορτώνει η φαντασία όταν την εμπιστεύεσαι…».
Την Πανούκλα την έγραψε ο Καμύ το 1947. Η συγγραφή του συμπίπτει, με την απειλή του ναζισμού καθώς ο Καμύ κατακρίνει το σταλινικό και κάθε άλλο απολυταρχικό καθεστώς της εποχής, όπως και με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, που καθορίζει τη συγγραφική του πορεία. Όπως αναφέρει και ο ίδιος στα σημειωματάριά του, το έργο αυτό, μοιάζει με «λίμνη ύστερα από κατακλυσμό». Στην Πανούκλα, ο Καμύ, θέλει να μεταδώσει τη φιλοσοφική του σκέψη αφήνοντας στο τέλος ένα ηθικό δίδαγμα.
Μετά την ανάγνωση αυτού του βιβλίου και βάζοντας όλα τα γεγονότα στη σειρά, μπορούμε να καταλάβουμε πως ο Καμύ χρησιμοποιεί ένα σωρό σύμβολα για να περιγράψει την κατάσταση της εποχής του και ειδικότερα τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η πανούκλα, λοιπόν, μπορεί να ερμηνευτεί ως τα δεινά του πολέμου. Τα θύματα της πανούκλας είναι τα θύματα του πολέμου και η ίαση της αρρώστιας θα μπορούσε να είναι η αποχώρηση και η ήττα των Γερμανών και των συμμάχων τους.
Μήπως ζούμε και σήμερα μια «πανούκλα», μήπως είμαστε θύματα μιας αρρώστιας που μας στερεί την ελευθερία και μας αναγκάζει να ξενιτευτούμε για να ζήσουμε; Μήπως ζούμε και σήμερα με την ανασφάλεια του αύριο; Οι πόλεμοι από τότε δεν έχουν σταματήσει δυστυχώς, πόλεμοι συμφερόντων, πόλεμοι οικονομικοί, πολιτικοί, ηθικοί. Η «πανούκλα» του Καμύ, θα είναι πάντα έργο διαχρονικό.
Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στην Αλγερία το 1913. Κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσής του προσβάλλεται από φυματίωση η οποία τον εξουθενώνει σε όλη του τη ζωή. Αυτή η συμπόρευσή του με τον θάνατο τον ωθεί να καταφύγει στη φιλοσοφία της ζωής και στον σκεπτικισμό. Σε όλη του τη ζωή είναι κάθετα αντίθετος στη λογική και δεν εντάσσεται σε κάποιο σύστημα ή δόγμα. Απορρίπτει τον χριστιανισμό και υπερασπίζει, απ’ όπου και αν βρεθεί, τους απανταχού αδυνάτους και μη έχοντες.
Ιδρύει το Théâtre du Travail (1935), όπου εκεί δουλεύει ως σκηνοθέτης, διασκευαστής και ηθοποιός. Ασκεί με πάθος και το επάγγελμα της δημοσιογραφίας εξαιτίας της απογοήτευσής του από την πολιτική. Πολιτική και δημοσιογραφία έχουν αξίες ασύμβατες κατά τον Καμύ, καθώς ο πολιτικός αποκρύπτει την αλήθεια, ενώ ο δημοσιογράφος οφείλει να την ξεσκεπάσει, χαρακτηρίζοντας τον δημοσιογράφο «ιστορικό τού άμεσου».
Όσο για την πολιτική, ταυτισμένος στην αρχή ιδεολογικά με το κομμουνισμό, στη συνέχεια τον εγκαταλείπει. Ασπάζεται τη μαρξιστική ιδεολογία, την οποία αντιλαμβάνεται σαν μια θρησκεία χωρίς Θεό. Μέχρι το πέρας της ζωής του θα επιδιώξει για τη Γαλλία έναν σοσιαλισμό σκανδιναβικού τύπου, απορρίπτοντας συνολικά τον οικουμενισμό των Ιακωβίνων και των κομμουνιστών. Ελπίζει σε έναν σοσιαλισμό ανένταχτο σε κόμματα, που θα καταβάλλει έντονη προσπάθεια σκέψης και δράσης και θα αποσκοπεί στη βελτίωση της ηθικής και υλικής κατάστασης όλων των μελών της κοινωνίας.
Ο Καμύ τιμάται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1957.
Στις 4 Ιανουαρίου 1960 σκοτώνεται σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, στο Βιλμπλεβέν της Υόν στη Γαλλία.
ΕΡΓA
Μυθιστορήματα
Ο Ξένος, 1942
Η πανούκλα, 1947
Η πτώση, 1956
Ο ευτυχισμένος θάνατος-πρόδρομο έργο του “Ξένου”, γράφτηκε το 1936-1938, εκδόθηκε μετά θάνατον το 1970
Ο πρώτος άνθρωπος, ημιτελές, δημοσιεύτηκε μετά θάνατον το 1995
Διηγήματα
Η εξορία και το βασίλειο, 1957
Θεατρικά
Καλιγούλας, γράφτηκε το 1938, ανέβηκε το 1945
Η παρεξήγηση, 1944
Κατάσταση Πολιορκίας, 1948
Οι Δίκαιοι, 1949
Δοκίμια
Εξέγερση στις Αστουρίες, 1936
Απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, συλλογή δοκιμίων, 1937
Γάμοι, δοκίμια και εντυπώσεις, 1939
Ο μύθος του Σίσυφου, δοκίμιο για το παράλογο, 1942
Ο επαναστατημένος άνθρωπος, 1951
Το καλοκαίρι, δοκίμιο, 1954
Γράμματα σ’ ένα Γερμανό φίλο, 1948
Σημειωματάρια 1935-1942 [1962], 1942-1951 [1964], 1951-1959 [1989]
Σκέψεις για τη λαιμητόμο, 1957