Πάνω: Των Κυθήρων
Ελίχρυσος (αμάραντος, αθάνατος, σεμπερβίβα). Μυθικό φυτό της Μεσογείου, στο οποίο η φύση δώρισε το χάρισμα της αιώνιας νεότητας, καθώς διατηρεί την ομορφιά και τη φρεσκάδα του ακόμα κι όταν κοπεί.
Το γένος helichrysum περιλαμβάνει πάνω από 500 είδη με εξάπλωση σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Πολλά καλλιεργούνται σαν καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου δέκα είδη. Ένα από αυτά και η αγαπημένη του Τσιρίγου, σεμπρεβίβα ή σεμπρεβίδα όπως τη λέγαμε παλιότερα, πριν μάθουμε καλά τα ιταλικά. Το ονόμασαν έτσι οι Βενετσιάνοι κατακτητές καθώς παρατήρησαν ότι όταν το έκοβαν έμενε πάντα το ίδιο (δεν μαραινόταν στον χρόνο). Tο “λουλούδι” της σεμπρεβίβας διατηρεί το χρώμα του για πολλά χρόνια. Βέβαια στην πραγματικότητα τα μικροσκοπικά άνθη της μαραίνονται και πεθαίνουν. Αυτό που διατηρείται είναι τα γυαλιστερά, αχυρώδη κίτρινα φύλλα που περιβάλλουν τα μικροσκοπικά άνθη. Γι’ αυτό και οι σεμπρεβίβες μαζεύονται πριν ανοίξουν τα βράκτια: (φύλλο, συχνά χρωματιστό, από τη βάση του οποίου αναπτύσσεται το άνθος) και γίνεται ειδική επεξεργασία ώστε τα μπουμπούκια να παραμείνουν λαμπερά κίτρινα για πολύ καιρό. Από τα ελληνικά είδη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το σπάνιο τοπικό ενδημικό της Αμοργού (Helichrysum amorginum) με υπόλευκα άνθη. Το ελίχρυσο είναι αντιφλεγμονώδες, αντιβακτηριακό, ενώ το αιθέριο έλαιό του που έχει έντονο άρωμα, χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και σε καλλυντικές κρέμες. Εκτός από τη σεμπρεβίβα, στην ίδια κατηγορία είναι και ο αμάραντος, ένα αυτοφυές ποώδες φυτό που τραγουδήθηκε και από τη λαϊκή μας παράδοση…
Το μικρό κίτρινο λουλούδι πήρε το όνομά του από την ιταλική λέξη «sempre» που σημαίνει πάντα και τη μετοχή του ρήματος «vivere» που σημαίνει ζω, δηλαδή σε ελεύθερη μετάφραση ζωντανό για πάντα.
Η σεμπρεβίβα των Κυθήρων με σχετικά μεγάλα άνθη και έντονο χρυσοκίτρινο χρώμα φυτρώνει σε απόκρημνα μέρη στα νοτιοδυτικά του νησιού και στη βραχονησίδα Χύτρα.
Το άνθος αυτό, σύμβολο της παντονινής αγάπης, φύεται στα Κύθηρα, την Αμοργό (Helichrysum amorginum) όπου υπάρχει και ένα σπάνιο είδος με υπόλευκο χρώμα, αλλά και στα ορεινά πετρώδη εδάφη της Ηπείρου.
Στην Ήπειρο είχαν και πρακτική χρήση αφού οι γυναίκες στο παρελθόν τα χρησιμοποιούσαν σαν ένα είδος φυσικού σκωροαπωθητικού αντί για ναφθαλίνη.
Ο μύθος του Πάρη και της ωραίας Ελένης
Ο μύθος λέει ότι όταν ο Πάρης έκλεψε την ωραία Ελένη από τη Σπάρτη και ενώ ταξίδευαν προς την Τροία, σταμάτησαν στα Κύθηρα για να κάνουν σπονδές προς τιμήν της θεάς Αφροδίτης που τους προστάτευε. Εκεί πέρασαν λίγες μέρες και ολοκλήρωσαν τον έρωτά τους.
Η ωραία Ελένη όμως ζήλεψε τη θέα Αφροδίτη που κατά τη μυθολογία ζούσε στο νησί και απαίτησε απο τον Πάρη να της πει ότι εκείνη ήταν η πιο όμορφη γυναίκα. Ο Πάρης θέλοντας να καθησυχάσει την ωραία Ελένη της είπε δείχνοντας το κίτρινο άνθος:
«Βλέπεις αυτό το λουλούδι; Τα μαλλιά σου έχουν το χρυσαφί του χρώμα, το σώμα σου μοιάζει με τον μίσχο του και το δέρμα σου είναι απαλό σαν τα πέταλά του. Η ομορφιά σου θα διατηρηθεί έτσι για πάντα».
Και το λουλούδι ονομάστηκε σεμπρεβίβα.
Η ομορφιά της άγριας σεμπρεβίβας με το έντονο χρυσοκίτρινο χρώμα που φυτρώνει στα απόκρημνα μέρη της ελληνικής υπαίθρου είναι μοναδική και μας θυμίζει τους θησαυρούς της ελληνικής γης και τα ανεκτίμητα δώρα της φύσης.
Η σεμπρεβίβα των Κυθήρων πιστεύεται πως είναι το είδος Helichrysum orientale, Ελίχρυσον το ανατολικό. Το μπουμπούκι του φυτού, με κύρια προέλευση τη Χύτρα, όπου κάθε αρχή καλοκαιριού γίνεται οργανωμένη συλλογή από ορισμένους ντόπιους, χρησιμοποιείται από χειροτέχνες του νησιού για κατασκευή αναμνηστικών δώρων και διακοσμητικών.
Το είδος Ηelichrysum stoechas (L.) DC, φυτρώνει σχεδόν παντού στο νησί, όπως εξάλλου και σε όλη την Ελλάδα, είναι αρκετά μικρότερο και δεν έχει το λαμπερό κίτρινο χρώμα του orientale. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει κάποια προσπάθεια για καλλιέργεια του φυτού. Η καλλιεργημένη σεμπρεβίβα είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την άγρια με έντονο κίτρινο χρώμα χωρίς όμως τις χρυσαφιές αποχρώσεις της αυτοφυούς.
Σε ό, τι αφορά το επιστημονικό όνομα Ελίχρυσος, που, όπως και στα περισσότερα φυτά προέρχεται κατά βάση από τα αρχαία ελληνικά, υπάρχουν διάφορες απόψεις. Κατά μία εκδοχή (Αθήναιος 15.681), ο Θεμισταγόρας από την Έφεσο αποδίδει την ονομασία του φυτού στη νύμφη Ελιχρύση, που το αγάπησε και το μάζεψε πρώτη. Άλλη πιθανή ετυμολόγηση είναι από το ελίσσω + χρυσός και το επίθετο orientale = ανατολικός, αναφορά στη γεωγραφική εξάπλωση του φυτού στην ανατολική Μεσόγειο και την Τουρκία.
Στεφάνια από ελίχρυσο πρόσφεραν οι Αρχαίοι Έλληνες στους αθάνατους θεούς. Ο Θεόφραστος το ονόμασε “χρυσάνθεμον” και ελίχρυσο και το εκτιμούσε ιδιαίτερα για την καταπραϋντική επίδραση που είχε στο θυμικό του ανθρώπου. Το φυτό αναφέρεται ακόμα στον Θεόκριτο που θαυμάζει το χρυσοκίτρινο χρώμα του, στον Διοσκουρίδη και τον Πλίνιο που το θεωρούν από τα καλύτερα αφιερώματα στα αγάλματα των θεών.
Ο πρώτος βοτανικός κήπος με καθαρά επιστημονικό, ερευνητικό και μορφωτικό χαρακτήρα, ήταν εκείνος που ιδρύθηκε από τον Αριστοτέλη το 350 π.χ. κοντά στον Ηριδανό, παραπόταμο του Ιλισού. Είχε εμπλουτιστεί και με Ελίχρυσο και πολλά σπάνια φυτά που έστελνε ο Μέγας Αλέξανδρος στο δάσκαλο του από τις ασιατικές χώρες τις οποίες κατακτούσε. Επιμελητής του κήπου ήταν ο Θεόφραστος, μαθητής και φίλος του Αριστοτέλη, ο οποίος θεωρείται σήμερα ως ο θεμελιωτής της Βοτανικής Επιστήμης.