«Ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ζώο και η ζωή δεν είναι εύκολη γι’ αυτόν όταν κόβονται οι κοινωνικοί δεσμοί. Τα ηθικά πρότυπα τηρούνται πιο εύκολα μέσα στη δομή της κοινωνίας. Πολύ λίγα άτομα έχουν τη δύναμη να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους αν η κοινωνική, πολιτική και νομική τους θέση είναι εντελώς συγκεχυμένη. Μην έχοντας το κουράγιο να παλέψουμε για κάποια αλλαγή της κοινωνικής και νομικής μας θέσης, αντ’ αυτού, πολλοί από εμάς, έχουμε αποφασίσει να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε ταυτότητα. Και τούτη η περίεργη συμπεριφορά κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα. Η σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε είναι εν μέρει δικό μας έργο».
Η Χάνα Άρεντ (γερμανικά: Johanna “Hannah” Arendt, 14 Οκτωβρίου 1906 – 4 Δεκεμβρίου 1975) ήταν Γερμανοαμερικανίδα, εβραϊκής καταγωγής, πολιτική επιστήμονας και φιλόσοφος. Τα δεκαοχτώ βιβλία της και πληθώρα άρθρων, σε θέματα που κυμαίνονται από τον ολοκληρωτισμό μέχρι την επιστημολογία, είχαν μια μεγάλη επιρροή στην πολιτική θεωρία. Η Άρεντ είναι ευρέως γνωστή ως μία από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς φιλοσόφους του 20ού αιώνα.
Ως Εβραία, η Άρεντ αποφάσισε να εγκαταλείψει τη ναζιστική Γερμανία το 1933 και έζησε στην Τσεχοσλοβακία, την Ελβετία και τη Γαλλία προτού φτάσει στις ΗΠΑ το 1941 μέσω της Πορτογαλίας. Έγινε Αμερικανίδα πολίτης το 1950, έχοντας αρνηθεί τη γερμανική υπηκοότητα το 1937. Τα έργα της ασχολούνται με τη φύση της δύναμης αλλά και με την πολιτική, τη δημοκρατία, την εξουσία και τον ολοκληρωτισμό. Το βραβείο Χάνα Άρεντ ονομάστηκε έτσι προς τιμή της.
Βιογραφία
Γεννήθηκε από μια κοσμική οικογένεια Γερμανοεβραίων στην πόλη Λίντεν (κοντά στο Αννόβερο) κι ήταν η κόρη της Martha Kohn και του Πολ Άρεντ. Μεγάλωσε στο Καίνιξμπεργκ (αργότερα Κάλινγκραντ όταν προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ένωση το 1946) και στο Βερολίνο. Η οικογένεια της Άρεντ αφομοιώθηκε εξολοκλήρου στον τρόπο ζωής της Γερμανίας και η ίδια θυμόταν αργότερα: “Στη Γερμανία, η λέξη αφομοίωση έλαβε μια βαθιά φιλοσοφική έννοια. Μπορείτε δύσκολα να συνειδητοποιήσετε πόσο σοβαρή ήταν η κατάστασή μας”.
Η Άρεντ αρνήθηκε την εβραϊκή της ταυτότητα μόλις αποδέχτηκε τον αντισημιτισμό ως ενήλικας. Ταυτίστηκε αρκετά με την Rahel Varnhagen, μια γυναίκα από την Πρωσία που έζησε τον 19ο αιώνα και αναζητούσε απεγνωσμένα να μπει στον πολιτισμό της Γερμανίας, μόνο για να απορριφθεί επειδή γεννήθηκε Εβραία. Η Άρεντ αργότερα ανέφερε για την Varnhagen ότι ήταν “η κοντινότερη γυναίκα φίλη μου, δυστυχώς νεκρή εκατό χρόνια νωρίτερα”.
Μετά την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής της το 1924, εισήχθη στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, όπου σπούδασε επί ένα χρόνο φιλοσοφία μαζί με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Σύμφωνα με τον Χανς Τζόνας, η Άρεντ ήταν η μοναδική Γερμανο-Εβραία φοιτήτρια στο έτος που φοιτούσε. Η Άρεντ ξεκίνησε μια μακροχρόνια και θυελλώδη ερωτική σχέση με τον Χάιντεγκερ, για την οποία τής ασκήθηκε κριτική εξαιτίας της υποστήριξης του Χάιντεγκερ υπέρ του ναζιστικού κόμματος την περίοδο που ήταν πρύτανης στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Έπειτα από έναν χρόνο στο Marburg, η Άρεντ φοίτησε επί ένα εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο Φράιμπουργκ, όπου παρακολούθησε τις διαλέξεις του Έντμουντ Χούσερλ. Το 1926 μετέβη στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης όπου το 1929, υπό την επίβλεψη του υπαρξιστή φιλοσόφου Καρλ Γιάσπερς, ολοκλήρωσε τη διατριβή της που είχε τίτλο Der Liebesbegriff bei Augustin: Versuch einer philosophischen Interpretation (de) (“Η έννοια της αγάπης στην σκέψη του Αγίου Αυγουστίνου: Προσπάθεια δημιουργίας μιας φιλοσοφικής ερμηνείας”).
Σταδιοδρομία
Το 1929, στο Βερολίνο, τη χρονιά που κυκλοφόρησε η διατριβή της, παντρεύτηκε τον Γκίντερ Στερν, αργότερα γνωστό ως Γκίντερ Άντερς. Πήραν διαζύγιο το 1937. Το 1932, η Άρεντ ταράχτηκε βαθιά από δημοσιεύματα που ανέφεραν ότι ο Χάιντεγκερ συμμετείχε σε συναντήσεις και ομιλίες των εθνικοσοσιαλιστών. Του έγραψε ζητώντας του να αρνηθεί ότι τον προσέλκυε ο εθνικοσοσιαλισμός. Ο Χάιντεγκερ απάντησε ότι δεν προσπαθούσε να αρνηθεί τις φήμες (οι οποίες ήταν αληθείς) και απλά τη διαβεβαίωσε ότι τα αισθήματά του για την ίδια δεν είχαν αλλάξει. Ως Εβραία που ζούσε στη ναζιστική Γερμανία, η Άρεντ συναντούσε προβλήματα στο να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Έκανε έρευνα στον αντισημιτισμό για κάποιο καιρό προτού συλληφθεί και φυλακιστεί για σύντομο διάστημα από την Γκεστάπο το 1933.
Στο Παρίσι
Το 1933, η Άρεντ εγκατέλειψε τη Γερμανία για την Τσεχοσλοβακία και αργότερα τη Γενεύη, όπου εργάστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα στην League of Nations. Στο Παρίσι, έγινε φίλη με τον ξάδερφο του πρώτου συζύγου της, τον μαρξιστή κριτικό λογοτεχνίας και φιλόσοφο, Walter Benjamin. Ενώ βρισκόταν στη Γαλλία, εργάστηκε για να βοηθά τους Εβραίους μετανάστες. Το 1937, απαρνήθηκε τη γερμανική υπηκοότητά της. Το 1940, παντρεύτηκε τον Γερμανό ποιητή και μαρξιστή φιλόσοφο, Heinrich Blücher, ιδρυτικό μέλος του KPD. Τον Μάιο του 1940, μετά τη γερμανική εισβολή στη Γαλλία, η Άρεντ εργάστηκε στο Camp Gurs αλλά κατάφερε να ξεφύγει πριν οι Γερμανοί φτάσουν στην περιοχή.
Στη Νέα Υόρκη
Η Άρεντ έφυγε από τη Γαλλία το 1941 με τον σύζυγο και τη μητέρα της, ταξιδεύοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω της Πορτογαλίας. Έλαβαν κάρτες βίζα που κυκλοφόρησαν παράνομα από τον Αμερικανό διπλωμάτη Hiram Bingham, ο οποίος βοήθησε περίπου 2.500 Εβραίους μετανάστες. Ο Varian Fry, Αμερικανός ανθρωπιστής, πλήρωσε το ταξίδι τους και τους βοήθησε να λάβουν τις βίζες. Με την άφιξή τους στη Νέα Υόρκη, η Άρεντ έγινε ενεργό μέλος στη γερμανο-εβραϊκή κοινότητα. Από το 1941 έως το 1945, αρθρογραφούσε στη γερμανόφωνη εβραϊκή εφημερίδα Aufbau. Ξεκινώντας το 1944, ήταν η διευθύντρια έρευνας στην Commission of European Jewish Cultural Reconstruction, και με την ιδιότητα αυτή ταξίδεψε στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο.
Μετά τον πόλεμο
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Άρεντ εργάστηκε για την Youth Aliyah, έναν οργανισμό που έσωσε εκατοντάδες παιδιά από το Ολοκαύτωμα και τα μετέφερε στη Βρετανική Αποικία της Παλαιστίνης. Έγινε στενή φίλη με τον Καρλ Γιάσπερς και τη σύζυγό του, αναπτύσσοντας μια βαθιά πνευματική φιλία με αυτόν. Ξεκίνησε να αλληλογραφεί με την Αμερικανίδα συγγραφέα Mary McCarthy εκείνη την περίοδο.
Το 1950, η Άρεντ έγινε επίσημα πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε να συναντιέται ξανά με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, και είχε μια διετή σχέση με τον άνδρα που είχε προηγουμένως γίνει ο μέντοράς της, ο δάσκαλός της και ο εραστής της. Την περίοδο εκείνη, η Άρεντ τον υπερασπίστηκε απέναντι στους κριτικούς που έκριναν αρνητικά την ενθουσιώδη συμμετοχή του στο ναζιστικό κόμμα. Παρουσίασε τον Χάιντεγκερ ως έναν αφελή άνδρα που χαρακτηριζόταν από δυνάμεις τις οποίες δεν μπορούσε να ελέγξει και επεσήμανε ότι η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ δεν είχε καμιά σχέση με τον εθνικοσοσιαλισμό. Η Άρεντ υπηρέτησε ως επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Notre Dame, στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ, στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον και στο Πανεπιστήμιο Northwestern. Το 1959 έγινε η πρώτη γυναίκα λέκτορας στο Πρίνστον. Δίδαξε και στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου από το 1963 έως το 1967, όπου ήταν μέλος της Committee on Social Thought. Από το 1967 μέχρι τον θάνατό της το 1975 δίδαξε στο The New School στο Μανχάταν. Δίδαξε επίσης στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και στο Center for Advanced Studies στο Πανεπιστήμιο Wesleyan (1961–62, 1962–63).
Η Χάνα Άρεντ πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 4 Δεκεμβρίου 1975, σε ηλικία 69 ετών, από καρδιακή προσβολή. Τάφηκε μαζί με τον σύζυγό της Χάινριχ Μπλίχερ, στο Bard College στη Νέα Υόρκη.
Η Άρεντ υποστήριξε ότι ναζισμός και σταλινισμός είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, επειδή συγκλίνουν στην απάρνηση της ζωής. Γράφει για αυτό: «Το ριζικό κακό εμφανίστηκε σε ένα σύστημα στο οποίο όλοι οι άνθρωποι έγιναν εξίσου περιττοί. Οι διαχειριστές αυτού του συστήματος θεωρούν τους εαυτούς τους τόσο περιττούς όσο περιττούς θεωρούν και τους υπόλοιπους ανθρώπους, οι δε ολοκληρωτικοί δολοφόνοι είναι τόσο πιο επικίνδυνοι όσο περισσότερο αδιαφορούν για το αν είναι οι ίδιοι ζωντανοί ή νεκροί, για το αν έζησαν ποτέ ή αν δε γεννήθηκαν ποτέ.[…] Τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά συμβάντα συνδέονται παντού σιωπηρώς με την ολοκληρωτική μηχανή που σχεδιάστηκε για να καταστήσει περιττούς τους ανθρώπους».
Το 1958 δημοσιεύει το σημαντικότερο πολιτικό-φιλοσοφικό της έργο, Την ανθρώπινη κατάσταση, ασκώντας κριτική στη σύγχρονη κοινωνία, όπου η οικονομία εξουσιάζει όλο και περισσότερο την πολιτική. «Αν ο κόσμος πρόκειται να περιλαμβάνει έναν δημόσιο χώρο, αυτός δεν μπορεί να οικοδομείται μόνο για μια γενεά και να σχεδιάζεται μόνο για τους ζώντες· πρέπει να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα της ζωής των θνητών. Χωρίς αυτή την υπέρβαση σε μια δυνάμει επίγεια αθανασία, καμιά πολιτική, με την αυστηρή έννοια της λέξης, κανένας κοινός κόσμος και κανένας δημόσιος χώρος δεν είναι δυνατός.[…] ΟΙ άνθρωποι για πολλούς αιώνες πριν από μας -αλλά όχι τώρα πλέον- εισέρχονταν στο δημόσιο χώρο διότι επιθυμούσαν κάτι τι δικό τους ή κάτι τι που είχαν από κοινού με άλλους να διαρκέσει περισσότερο από τη γήινη ύπαρξή τους. Έτσι η κατάρα της δουλείας δεν ήταν μόνο ότι στερούσε από τους δούλους την ελευθερία και την ορατή ύπαρξη, αλλά και ο φόβος των ίδιων των αφανών εκείνων ανθρώπων «ότι περνώντας από την αφάνεια της ζωής τους στον θάνατο δεν θα άφηναν πίσω τους κανένα σημάδι να μαρτυράει πως κάποτε υπήρξαν».
Το 1961 παρακολουθεί τη δίκη του Άντολφ Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ ως δημοσιογράφος για το περιοδικό The New Yorker και δύο χρόνια αργότερα δημοσιεύει το βιβλίο «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: η κοινοτοπία του κακού», που προκαλεί βαθιά διαμάχη στους εβραϊκούς κύκλους. Γράφει η Άρεντ για τον Άιχμαν: «Όσο πιο πολύ τον άκουγες να μιλάει, τόσο πιο εμφανές γινόταν ότι η αδυναμία του να μιλήσει συνδεόταν στενά με την αδυναμία του να σκεφτεί, και πιο συγκεκριμένα να σκεφτεί από τη σκοπιά ενός άλλου». Δεν περιγράφει τον Άιχμαν ως σαδιστή και άνθρωπο με φονικά ένστικτα, αλλά ως σχολαστικό γραφειοκράτη και υπάκουο υποτελή του Γ΄ Ράιχ. Το ίδιο υπαινίσσεται για όλους τους συνοδοιπόρους του και τους συνεργάτες των ναζί – όχι μόνο στη Γερμανία. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι δεν ήταν αντισημίτης, άλλα έγινε Ναζί επειδή του άρεσε να πηγαίνει με το πλήθος. Τα εγκλήματά του ήταν η απόδειξη της «κοινοτοπίας του κακού». Επίσης ασκεί κριτική στον τρόπο που διεξάγεται η δίκη καθώς και στις συνεργασίες διαφόρων Εβραίων με τους Ναζί, στην προσπάθειά τους να σώσουν τη ζωή τους. Πολλοί Εβραίοι φίλοι της διακόπτουν τη σχέση τους μαζί της και ο Τύπος την επικρίνει σφόδρα.
Μερικές από τις σπουδαιότερες ρήσεις της
– “Ο πιο φλογερός επαναστάτης θα γίνει συντηρητικός την επόμενη μέρα μετά την επανάσταση.”
-“Η επιθυμία για δύναμη και εξουσία δεν είναι χαρακτηριστικό των δυνατών, αλλά -όπως ο φθόνος και η πλεονεξία- είναι ελάττωμα των αδύναμων ψυχών και, συχνά, πολύ επικίνδυνο.”
-“Το πρόβλημα με τα ψέματα και την εξαπάτηση είναι ότι η αποτελεσματικότητά τους βασίζεται εξ ολοκλήρου σε μια σαφή αντίληψη της αλήθειας την οποία ο ψεύτης και απατεώνας επιθυμεί να κρύψει.”
-“Δεν υπάρχουν επικίνδυνες σκέψεις. Το να σκέφτεσαι αυτό καθαυτό είναι επικίνδυνο.”