Γιώργος Σεφέρης «Ο Μαθιός Πασκάλης ανάμεσα στα τριαντάφυλλα»
Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α΄
Καπνίζω χωρίς να σταματήσω απ’ το πρωί
αν σταματήσω τα τριαντάφυλλα θα μ’ αγκαλιάσουν
μ’ αγκάθια και με ξεφυλλισμένα πέταλα θα με πνίξουν
φυτρώνουν στραβά όλα με το ίδιο τριανταφυλλί
κοιτάζουν· περιμένουν να ιδούν κάποιον· δεν περνά κανείς·
πίσω από τον καπνό της πίπας μου τα παρακολουθώ
πάνω σ’ ένα κοτσάνι βαριεστημένο χωρίς ευωδιά,
στην άλλη ζωή μια γυναίκα μου έλεγε μπορείς να γγίξεις αυτό το χέρι
κι είναι δικό σου αυτό το τριαντάφυλλο είναι δικό σου μπορείς να το πάρεις
τώρα ή αργότερα, όταν θελήσεις.
Κατεβαίνω καπνίζοντας ολοένα, τα σκαλοπάτια
τα τριαντάφυλλα κατεβαίνουν μαζί μου ερεθισμένα
κι έχουνε κάτι στο φέρσιμό τους απ’ τη φωνή
στη ρίζα της κραυγής εκεί που αρχίζει
να φωνάζει ο άνθρωπος: “μάνα” ή “βοήθεια”
ή τις μικρές άσπρες φωνές του έρωτα.
Είναι ένας μικρός κήπος όλο τριανταφυλλιές
λίγα τετραγωνικά μέτρα που χαμηλώνουν μαζί μου
καθώς κατεβαίνω τα σκαλοπάτια, χωρίς ουρανό·
κι η θεία της έλεγε: “Αντιγόνη ξέχασες σήμερα
τη γυμναστική σου
στην ηλικία σου δε φορούσα κορσέ, στην εποχή μου”
Η θεία της ήταν ένα θλιβερό κορμί μ’ ανάγλυφες φλέβες
είχε πολλές ρυτίδες γύρω στ’ αυτιά μια ετοιμοθάνατη μύτη
αλλά τα λόγια της ήταν γεμάτα φρόνηση πάντα
Την είδα μια μέρα να γγίζει το στήθος της Αντιγόνης
σαν το μικρό παιδί που κλέβει ένα μήλο.
Τάχα θα τη συναπαντήσω τη γριά γυναίκα έτσι που κατεβαίνω;
Μου είπε σαν έφυγα: “Ποιος ξέρει πότε θα ξαναβρεθούμε;”
κι έπειτα διάβασα το θάνατό της σε παλιές εφημερίδες
το γάμο της Αντιγόνης και το γάμο της κόρης της Αντιγόνης
χωρίς να τελειώσουν τα σκαλοπάτια μήτε ο καπνός μου
που μου δίνει μια γέψη στοιχειωμένου καραβιού
με μια γοργόνα σταυρωμένη τότες που ήταν όμορφη, πάνω στο τιμόνι
Κορυτσά, καλοκαίρι ’37
Από το 1936 ο Γιώργος Σεφέρης βρίσκεται ως πρόξενος της Ελλάδας στην Κορυτσά της Αλβανίας, όπου και γίνεται δέκτης της γενικότερης αναστάτωσης που επικρατεί στην Ευρώπη και σύντομα θα οδηγήσει στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο ποίημα «Ο Μαθιός Πασκάλης ανάμεσα στα τριαντάφυλλα» ο Σεφέρης αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο το αίσθημα της αναμονής και της αδράνειας του ανθρώπου που ενώ γνωρίζει ότι τα γεγονότα που έρχονται θα είναι κοσμοϊστορικής σημασίας, ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο παρά να περιμένει.
Ο ποιητής χρησιμοποιεί εδώ ένα προσωπείο παρμένο από το μυθιστόρημα του Πιραντέλο «Ο μακαρίτης Ματτίας Πασκάλ», θέλοντας να αποστασιοποιηθεί από το συναίσθημα της ενοχλητικής αυτής αδράνειας που τον έχει κυριεύσει κι ίσως για να παραπέμψει τον ενημερωμένο αναγνώστη στην ανάγκη του Ματτία Πασκάλ να αλλάξει τον εαυτό του. Ο Σεφέρης βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια πόλη που δεν έχει να του προσφέρει τις διεξόδους που θα έβρισκε σε μια μεγαλύτερη πόλη, και παράλληλα σε μια πόλη που τον κρατά μακριά από τα κέντρα ενημέρωσης, που τόσο σημαντικά ήταν σε μια τόσο έντονη χρονική περίοδο που μέρα με τη μέρα οδηγεί τους ανθρώπους και πιο κοντά στην καταστροφή.
- Πίνακας: Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) – Τριαντάφυλλο του Montrouge με εγγλέζικο φλιτζανάκι. Γαλλία, 1968