Πρωτομαγιά
Χωρίς κοστούμι, ντυμένος λίγα άσπρα
ο ποιητής ετοιμάζεται να πεθάνει. Γύρω του,
γυναίκες που άκουσαν όσα ίσως δεν ήξερε
πως ήθελε να πει ή να μυρίσει σε ένα λουλούδι
που μαραίνεται ώσπου η ύλη του να γίνει σκόνη.
Τίποτε δεν χάνεται από την κίνηση ενός ποδιού του
ενώ εκείνος νιώθει τη συνέχεια να εισέρχεται
ως αιωνιότητα στον ύστερό του χώρο.
Έχει πια κουραστεί.
Έπαψαν ή διαρκούν οι φλέβες στο λαιμό του;
Γιατί περιμέναμε να κλάψει ένα κορίτσι;
Ποιος θα φέρει ένα κοστούμι; Γρήγορα!
Να είναι όμορφος, να λάμπει σαν λιοντάρι
που οργίζεται στο γδάρσιμο του φωτός.
Χωρίς το αίμα του, γεννιέται μία οικογένεια
που ντύνεται σιωπή, για να περισσεύει αφού
κανένα λουλούδι δεν είναι σκέτη σκόνη.
ΙΖ.
Όλα αυτά που έγιναν χώρεσαν στο ποτήρι
όπως ζωγραφίστηκε με θάλασσα και με ήλιους,
παραλείποντας τις σελήνες και τις ελιές —
που έμαθαν τα μπαρμπούνια από τα δίχτυα
επειδή αξημέρωτα απλώνονται σε βυθούς
γυμνούς από ανθρώπους και γλάρους.
Λυπάμαι. Η θέση μου αδυνατεί να πει
τον τρόπο άντλησης όσων τυχερά θα έρθουν
από ορίζοντες χαραγμένους στην ενιαία μνήμη
όλων εκείνων που προηγήθηκαν ξαφνικά
ενώ τα ρούχα τους στέγνωναν πλάι στο τζάκι.
Ευθύνομαι. Είδα τις ώρες της αργίας
να γίνονται στιγμές χωρίς στάλες ουσίας,
άκουσα τραγούδια που αγνοούν τον Φρόιντ,
μύρισα σώματα ενώ ζητούσαν αγκαλιά,
άγγιξα σκέψεις που ξεχώρισαν ως αφρός,
γεύτηκα πριν νιώσω τον πόνο του νεκρού,
σκύβω για όσα έκανα μαζί με άλλους.
Πικραίνομαι. Πίνω κρασί από ένα αμπέλι
που θα μπορούσε να είναι δικό μου,
το πληρώνω με τις ώρες εργασίας.
Ουρλιάζω. Οι σιωπές μου είναι κλεισμένες
σε τοίχους που θα σήμαιναν την ελευθερία.
Γιώργος Κ. Ψάλτης