16.7 C
Athens
Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Γιάννης Ευθυμιάδης: Για να δει κανείς το φως, πρέπει να βυθιστεί στα πιο βαθιά σκοτάδια του

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

Ο ΑΛΚΙΝΟΟΣ (εκδόσεις Νεφέλη 2021) είναι ένα μακροσκελές ερωτικό τραγούδι. Ένα ερωτικό τραγούδι που αγγίζει την έννοια του έρωτα τόσο στη φυσική, όσο και στη μεταφυσική του διάσταση, έξω από τον χρόνο, πέρα από τα φύλα, εκεί που τέμνεται το είναι με το μη είναι. Κι απ’ την οξύτατη αυτή ακμή σπινθηρίζει ακατάλυτος κι ακατάβλητος ο έρωτας και γίνεται η υπέρτατη εξουσία.

Ο ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης σκηνοθετεί το σκηνικό ποίημά του «Αλκίνοος», που ανεβαίνει από 21 έως 25 Σεπτεμβρίου 2022 στη σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.

Μια παράσταση που, διατηρώντας την ποιητικότητα του λόγου, επιχειρεί να αποδώσει με ρεαλιστικό τρόπο τις εικόνες της σύγκρουσης, της αέναης πάλης, του ερωτικού παραληρήματος αλλά και της μεταφυσικής αποχώρησης. Κυρίαρχη δύναμη για το ξεδίπλωμα της ιστορίας, τόσο στο ποίημα όσο και στη δραματοποίησή του, είναι η «δύναμη του νου», το φοβερό παιχνίδι που παίζει σε βάρος μας το μυαλό αλλά και η σωτήρια παρέμβασή του. Έτσι που καθένας μας να γίνεται «τέλειο θύμα-θύτης».

Ο ήρωας στο συγκλονιστικό ποιητικό κείμενο «Αλκίνοος» του Γιάννη Ευθυμιάδη, είναι εγκλωβισμένος σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, αναζητά τον βαθύτερο εαυτό του, την καθαρότητα της αλήθειας του. Και φαντάζεται πως αντίκρυ του κείτεται κάποιος άλλος, μια νεότερη, φωτεινή εκδοχή του εαυτού του, η νεαρή του υπόσταση.
Η παράσταση πάει ένα βήμα παραπέρα. Ο ήρωας, τον οποίο ερμηνεύει ο Βαγγέλης Παπαδάκης, πλάθει με τη φαντασία του κάποιον άλλο, έναν δεύτερο εαυτό, για να ενωθεί μαζί του και μέσα από την ένωση αυτή, ερωτική και μεταφυσική, να φτάσει στην ουσία της ύπαρξής του, να ξαναγαπήσει το σώμα, το μυαλό και την ψυχή του και ενωμένος μαζί τους να οδηγηθεί στην ελευθερία και τη λύτρωση.

Ο ποιητής και συγγραφέας Γιάννης Ευθυμιάδης μιλάει στο catisart.gr για το έργο του και για την πολυαναμενόμενη παράστασή του.
Πιστεύει πως «για να δει κανείς το φως, το αληθινό, εσωτερικό φως, πρέπει να βυθιστεί στα πιο βαθιά σκοτάδια του».

«Εκεί που νομίζεις πως έχεις φτάσει σε ζοφερό αδιέξοδο, ξάφνου, μέσα απ’ τα ίδια σου τα μάτια ξεπροβάλλει ένα φως που γίνεται ολοένα και δυνατότερο. Γιατί είναι αληθινό», λέει.

Τα λόγια ενός ανθρώπου που βρίσκει καταφύγιο στην ποίηση, από εκεί αντλεί την έμπνευσή του, από εκεί βλέπει καθαρότερα.

ΠΟΙΑ είναι η καταγωγή σας και τι δεν ξεχνάτε από την παιδική σας ηλικία;

*Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά. Έχω κι απ’ τους δύο γονείς μου μικρασιάτικες ρίζες. Αυτό σημάδεψε και την καθημερινότητα, την αντίληψή μου για τον κόσμο και οπωσδήποτε τη γλώσσα μου. Η προσφυγική καταγωγή δίνει, νομίζω, μια αίσθηση νοσταλγίας, ακόμη κι αν δεν γνώρισες ποτέ τον άλλο τόπο, σε εξοικειώνει με τον “άλλο”, σου μαθαίνει να σκύβεις στη μέσα σου πατρίδα, σου χαρίζει μια ανοιχτωσιά. Στα παιδικά μου χρόνια ρουφούσα την ομορφιά και την αλήθεια απ’ όπου κι αν ερχόταν. Έμαθα να σέβομαι το δώρο της ζωής, να χαμογελώ στην κάθε μέρα, να παλεύω για μια καλύτερη επόμενη και να αγαπώ τους ανθρώπους. Αυτό που δεν θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω από τα παιδικά μου χρόνια είναι η μαγεία της ανακάλυψης.

ΠΟΙΟΙ δάσκαλοι, καθηγητές σάς άνοιξαν το δρόμο που ακολουθήσατε;

*Χρωστάω πολλά και σε ανθρώπους που υπήρξαν δάσκαλοί μου και σε άλλους που… έγιναν δάσκαλοί μου χωρίς ίσως να το γνωρίζουν. Κι αυτό είναι υπέροχο. Να δίνουμε και να παίρνουμε τη γνώση. Είμαστε όλοι φορείς μιας γνώσης προαιώνιας που καταγράφεται στα κύτταρά μας. Οφείλουμε να τη δεχόμαστε με ευγνωμοσύνη και να τη χαρίζουμε πάλι απλόχερα. Διδάσκοντας νέους ανθρώπους συνειδητοποιώ κάθε μέρα πόσο μεγάλη επιρροή ασκούμε στη διαμόρφωσή τους, ακόμη και με τις πιο ασυνείδητες πράξεις μας – καμιά φορά πιο πολύ μ’ αυτές. Οι δάσκαλοι που με καθόρισαν ήταν οι άνθρωποι που, πέρα από τις γνώσεις, μου χάρισαν την αγάπη για τη γνώση και την επίγνωση της ομορφιάς της.

ΠΩΣ ένας δημιουργός – ποιητής μπορεί να δει ως σκηνοθέτης το δικό του ποίημα;

*Η αλήθεια είναι πως δεν είναι εύκολο. Όταν έχεις παλέψει με τις λέξεις, με αισθήματα κι αισθήσεις, όταν έχεις πλάσει μιαν ατμόσφαιρα κι έναν ήρωα που πάλλεται μέσα σε αυτήν, είναι δύσκολο να απομακρυνθείς, να απελευθερωθείς, θα τολμούσα να πω, από αυτά. Από την άλλη, βέβαια, είναι και μεγάλο πλεονέκτημα ακριβώς αυτή η γνώση. Ξέρεις ανάσα ανάσα όχι μόνο τα λόγια του ήρωά σου αλλά κυρίως τα κίνητρα, τις παρορμήσεις του, την αίσθηση που έχει για τον άλλο, για τον εαυτό του, για τον κόσμο. Κάποιες στιγμές είσαι ο ίδιος ο ήρωάς σου. Ωστόσο στην παράσταση που θα δείτε τον Σεπτέμβριο προσπάθησα να προσεγγίσω σκηνοθετικά το κείμενο, αναμφίβολα με τη στέρεη γνώση του, αλλά και με την απόκοτη άγνοια ενός εφήβου. “Ξαναδιάβασα” τον ΑΛΚΙΝΟΟ με άλλη ματιά. Προσπάθησα να πλησιάσω τον ήρωα με διάθεση εξερεύνησης, αφήνοντας πίσω όλες μου τις βεβαιότητες. Και το αποτέλεσμα ήταν ανέλπιστο. Σιγά σιγά μου αποκαλύφθηκαν κι άλλες διαστάσεις αυτού του προσώπου. Ίσως αυτές που συμπλέουν με τα γραψίματά μας χωρίς να τις συνειδητοποιούμε τη στιγμή της δημιουργίας ενός έργου.

O Γιάννης Ευθυμιάδης με τον Βαγγέλη Παπαδάκη

ΠΩΣ ο ήρωας που είναι εγκλωβισμένος σε σκοτεινό δωμάτιο καταφέρνει να παρουσιάσει τη φωτεινή εκδοχή του εαυτού του;

*Πιστεύω βαθιά πως για να δει κανείς το φως, το αληθινό, εσωτερικό φως, πρέπει να βυθιστεί στα πιο βαθιά σκοτάδια του. Εκεί, στη γαλήνη της ερημίας μπορεί να αφουγκραστεί καθαρά την άχνα των λόγων του, να νιώσει το πιο ανεπαίσθητο άγγιγμα της ζωής, να δει με μάτια καθαρά την ύπαρξή του ακέραια. Ο ήρωας στον ΑΛΚΙΝΟΟ εγκλωβίζεται από τις συνθήκες, από πρόσωπα και πράγματα που τον περιβάλλουν, μα την ίδια στιγμή εγκλωβίζει κι ο ίδιος τον εαυτό του. Συχνά εσωτερικεύουμε σε τέτοιο βαθμό τις επιθυμίες των άλλων, νομίζοντας πως είναι δικές μας, και καταλήγουμε δέσμιοι ενός εαυτού τόσο ξένου προς αυτό που θελήσαμε να είμαστε. Η πορεία προς την απελευθέρωσή μας δεν μπορεί παρά να περάσει από βαθύ σκοτάδι, από στενές ατραπούς, από μονοπάτια δύσβατα. Κι εκεί που νομίζεις πως έχεις φτάσει σε ζοφερό αδιέξοδο, ξάφνου, μέσα απ’ τα ίδια σου τα μάτια ξεπροβάλλει ένα φως που γίνεται ολοένα και δυνατότερο. Γιατί είναι αληθινό.

ΠΟΙΟΝ ήρωα αγαπήσατε πιο πολύ; Τον ήρωα του βιβλίου ή τον ήρωα της θεατρικής σκηνής;

*Καθένας διατηρεί την αυτονομία της ύπαρξής του. Δεν μπορώ παρά να αγαπώ εξίσου και τους δύο. Τον ήρωα του ποιήματος τον αγάπησα βαθιά, γιατί έζησα μαζί του για χρόνια αρκετά (το έργο ξεκίνησε να γράφεται το 2014 και ολοκληρώθηκε λίγους μήνες πριν από την έκδοσή του το περασμένο καλοκαίρι). Ενώ φαινομενικά τον έπλασα εγώ, υπήρξαν στιγμές που αυτός με πήρε απ’ το χέρι για να μου δείξει άλλοτε σκοτεινές γωνιές της σκέψης μου, άλλοτε ολόφωτες ανατάσεις της ύπαρξής μου, της ύπαρξής μας. Αγαπώ όμως πολύ και τον θεατρικό ήρωα, γιατί ενσαρκώνει τις λέξεις, δίνοντάς τους την πνοή που χρειάζονται. Είναι αλήθεια πως η ποίηση έχει μέσα της τη δύναμη της προφορικότητας, του λόγου που εκφέρεται ζωντανά. Και το θέατρο δίνει στον ποιητικό λόγο σφρίγος, απελευθερώνει τις δυνάμεις εκείνες που κρύβονται μέσα στις λέξεις ή πίσω απ’ αυτές.

ΠΟΙΑ είναι η προσφορά της μουσικής, των φωτισμών και της κίνησης στον ήρωά σας;

*Έχω τη μεγάλη χαρά να συνεργάζομαι με εξαιρετικούς καλλιτέχνες που πλαισίωσαν όλη αυτή την προσπάθεια με τη γνώση και την αισθητική τους. Και πρώτος ο Γιώργος Καγιαλίκος που μου χάρισε τις αισθαντικές μελωδίες του, ήδη ένα χρόνο πριν, με τη μελοποίηση αποσπασμάτων του έργου σε ερμηνεία του Βασίλη Γισδάκη. Η μουσική, η μελωδία παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ποίησή μου. Υπάρχουν φορές που κάποιοι στίχοι, έργα ολόκληρα χτίζονται πάνω σε μελωδίες που “ακούω”. Ο Γιώργος Καγιαλίκος έχει το ταλέντο να ανασύρει κάθε φορά που συνεργαζόμαστε τις ποιότητες αυτές του ρυθμού και της μελωδίας των λόγων μου. Ειδικότερα για την παράσταση του ΑΛΚΙΝΟΟΥ ξαναδούλεψε θέματα και μοτίβα από το έργο της μελοποίησης σε νέα ενορχήστρωση. Οι μουσικές του συντροφεύουν άλλοτε τον σπαραγμό του ήρωα κι άλλοτε την υπερούσια πορεία του προς το φως. Οι φωτισμοί από τον Δημήτρη Κουτά θα αποδώσουν την ατμόσφαιρα του έργου. Κι είναι το βάρος που του αναλογεί μεγάλο, καθώς θα πρέπει να αναδείξει την πάλη ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Ήδη από τις πρώτες συζητήσεις και τον βασικό σχεδιασμό που έχει κάνει αναμένω από τον Δημήτρη να αποδώσει όλο τον… μαγικό ρεαλισμό του έργου. Τέλος η κίνηση του ήρωα, που ισορροπεί ανάμεσα στην τραχιά δόνηση και την αβρή χειρονομία, έχει την καθοδήγηση του Πλωτίνου Ηλιάδη, που μελετάει την εσωτερική δράση του πρωταγωνιστή για να αποδώσει και την εξωτερική.

ΠΟΙΑ είναι η εμπειρία σας κατά τη διαδρομή από τη Σελίδα Α του βιβλίου μέχρι τη Σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά;

*Είναι, στ’ αλήθεια, μια εμπειρία ζωής. Ήδη από τις πρώτες λέξεις που έγραφα όταν συνέθετα το ποίημα… “σκηνοθετούσα” τον ήρωα μέσα στον κόσμο του. Όταν έφτασε η στιγμή αυτό να γίνει και πράξη βρέθηκα μπροστά σε μια εμπειρία ανέλπιστα αποκαλυπτική. Βάθυνε η αίσθησή μου για το έργο, για τον ήρωα, για μένα τον ίδιο. Καμιά φορά, γράφοντας επινοούμε κόσμους γοητευτικούς μα αλλόκοτους. Κι όταν έρχεται η στιγμή να παρασταθούν, τότε συνειδητοποιούμε το χάσμα που χωρίζει την τέχνη από τη ζωή. Το θέατρο όμως έχει μια μαγική ιδιότητα να συναιρεί την παραδοξότητα του ποιητικού κειμένου με την αλήθεια και τη δράση. Είναι βαθιά, δεν το κρύβω, η συγκίνησή μου για την τροπή που πήρε η σκηνική παρουσίαση του έργου αυτού. Από την πρώτη στιγμή που καταπιάστηκα με τον ποιητικό αυτό μονόλογο ήξερα βαθιά μέσα μου πως πρόκειται για ένα έργο που θα πρέπει να δραματοποιηθεί. Και είμαι βαθιά ευγνώμων στον καλλιτεχνικό διευθυντή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, τον Λευτέρη Γιοβανίδη, που μου άνοιξε τόσο φιλόξενα την πόρτα της Σκηνής Ω.

ΠΟΙΟ θα είναι το όφελος του θεατή που θα παρακολουθήσει τον «Αλκίνοο»;

*Η τέχνη οφείλει να μας… ξεβολεύει. Να μας ταρακουνάει. Και αυτή ήταν η κύρια πρόθεσή μου, όταν έγραφα το έργο, κι εξακολουθεί να είναι και τώρα που το σκηνοθετώ. Η ποίηση, η τέχνη είναι ένας ανελέητος καθρέφτης της αλήθειας μας. Αν κοιτάξεις με βλέμμα καθαρό μέσα του δεν μπορεί παρά να δεις την πιο αληθινή υπόστασή σου. Αυτή ήταν μια οδυνηρή και συνάμα λυτρωτική πορεία όταν έγραφα το ποίημα. Η ίδια, από άλλο δρόμο, είναι και τώρα που το βλέπω στη σκηνική του εκδοχή. Ανάλογη θα ευχόμουν να είναι και η συνάντηση του θεατή με τον ΑΛΚΙΝΟΟ. Θα ήθελα να καταφέρει ο ήρωας να πάρει τον θεατή απ’ το χέρι και να τον οδηγήσει στα δικά του προσωπικά και ίσως λησμονημένα ή καταχωνιασμένα μέσα στο χρόνο σκοτάδια, για να ανασύρει από εκεί τις πιο όμορφες, τις πιο ατόφιες ουσίες της ζωής του. Και στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ στη συμβολή του ανθρώπου που θα ενσαρκώσει αυτό τον παράδοξα αυτοεγκλωβισμένο ήρωα, τον ήρωα που θα οδηγηθεί προς την ελευθερία και την ανάταση. Έχω τη μεγάλη χαρά να υποδύεται τον ρόλο αυτό ο Βαγγέλης Παπαδάκης, ένας ηθοποιός με λεπτές ποιότητες υποκριτικής τέχνης, ένας άνθρωπος με μεγάλη καλλιέργεια, που επικοινώνησε βαθιά με το ποίημα. Σε όλη αυτή την περίοδο των προβών (η προετοιμασία ως τις παραστάσεις θα φτάσει τους τέσσερις μήνες περίπου) ήταν πάντα ανοιχτός σε κάθε πειραματισμό που μας οδηγούσε όλο και πιο κοντά στην “ανακάλυψη” του ήρωα. Φέρνει πάντα στην πρόβα τις προτάσεις για την ενσάρκωση του πρωταγωνιστή, μένοντας όμως πιστός στην κύρια και καίρια υπόσταση που υπαγορεύει το ποιητικό έργο. Κι επειδή το έργο -πολύ περισσότερο η παράσταση- έχουν έντονη σωματικότητα, η κίνηση του Βαγγέλη δίνει στον ήρωα τη διάσταση που του αρμόζει.

ΠΟΥ θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή του ο θεατής της παράστασης;

*Νομίζω πως τα κλειδιά που θα έδινα εγώ στον θεατή για να μπει στον κόσμο του ΑΛΚΙΝΟΟΥ θα ήταν η ανάγκη μας για ελευθερία, η συνάντηση με τον εαυτό μας, η λυτρωτική δύναμη του έρωτα, η αναζήτηση της ομορφιάς. Ο ήρωας ξεκινά από μια αμήχανη ως και αδιέξοδη στατικότητα και οδηγείται με μια ανέλπιστα απελευθερωτική ορμή να αγαπήσει τον εαυτό του και μέσα από αυτόν και τον κόσμο, τη δημιουργία στην ολότητά της.

ΠΙΟ πολλές δυσκολίες έχετε έχοντας απέναντι τους μαθητές σας ή τους θεατές μιας παράστασης;

*Και το μάθημα στην τάξη είναι μια μορφή… “σκηνοθεσίας” και η καθοδήγηση στη σκηνή είναι “διδασκαλία”. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να εισέρχεσαι με τον πιο αληθινό εαυτό σου. Κι ίσως αυτό να είναι που κάνει και τις δύο λειτουργίες τόσο δύσκολες, αλλά και τόσο γοητευτικές. Οι έφηβοι είναι οι πιο σκληροί κριτές κι αυτό με έχει οπλίσει με τη δύναμη να αντιμετωπίζω την προσδοκία αλλά και την κριτική. Ελπίζω και οι θεατές της παράστασης να προσέλθουν με την αθωότητα των παιδιών και να κάνουν την ειλικρινή κριτική που κάνουν και οι μαθητές μου.

ΠΟΙΑ σχέση υπάρχει μεταξύ χαρακτικής, συγγραφής και σκηνοθεσίας;

*Είναι και τα τρία εκφάνσεις της τέχνης. Απαιτούν την ίδια άδολη προσέγγιση, με οδηγούν και τα τρία στην ίδια καθαρότητα. Αν μιλήσω ξεχωριστά για τη Χαρακτική και τις σπουδές μου στη Σχολή Καλών Τεχνών, μου χάρισαν μια πιο διεισδυτική ματιά στο αισθητικό γεγονός και μέσα απ’ αυτό το πρίσμα βλέπω και το στήσιμο της παράστασης του ΑΛΚΙΝΟΟΥ. Καθώς καταπιάνομαι με διαφορετικές μορφές της τέχνης συνειδητοποιώ όλο και πιο πολύ πως σε όλες διαχέεται η ουσία της ύπαρξής μας, η προσωπική μας αλήθεια, με διαφορετική υπόσταση κάθε φορά.

ΤΙ θα θέλατε να δείτε αν ήσασταν τώρα μπροστά σε ένα ανοιχτό παράθυρο;

*Αυτό που πραγματικά με γαληνεύει είναι η απλωσιά του πελάγους, η απεραντοσύνη του καθαρού ορίζοντα. Εκεί που τίποτε δεν συμβαίνει κι όμως συντελείται το πιο ουσιαστικό: η συνάντηση με τον εαυτό μας. Κι αν θα μπορούσα, θα επέλεγα να ατενίζω το Λιβυκό πέλαγος, με το οποίο με συνδέουν και παιδικές αναμνήσεις και στιγμές μοναδικής γαλήνης των καλοκαιρινών μου διακοπών.

ΠΟΙΑ είναι τα επόμενα σχέδιά σας;

*Έχω την αίσθηση πως η πορεία των παραστάσεων του ΑΛΚΙΝΟΟΥ θα συνεχιστεί. Ίσως αργότερα, μα το έργο αυτό έχει μια δυναμική που -εύχομαι- να με εκπλήξει. Παράλληλα πριν από λίγο καιρό εκδόθηκε το νέο μου ποιητικό βιβλίο με τίτλο “Το οικείο σκοτάδι”, το όγδοο κατά σειρά, από τις εκδόσεις “Νεφέλη”. Πρόκειται για μια συλλογή από ποιήματα εσωτερικά, εξομολογητικά και χτισμένα πάνω σε ποιητικούς τρόπους που οδηγούν τη γραφή μου κι εμένα τον ίδιο παραπέρα.

ΠΟΙΑ είναι η γνώμη σας για τα ζώα συντροφιάς;

*Τα ζώα είναι οι αληθινοί μας συνοδοιπόροι μέσα στην πλάση αυτή. Δίνουν την πιο ανιδιοτελή αγάπη και ζητούν τον πιο ειλικρινή μας εαυτό. Δυστυχώς δεν ζω μαζί με κάποιο ζωάκι, αν και θα το ήθελα πολύ, γιατί λείπω πολλές ώρες της ημέρας απ’ το σπίτι και δεν θα ήθελα να το αφήνω σε πολύωρη μοναξιά…

∼•∼

Ο Γιάννης Ευθυμιάδης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1969. Σπούδασε κλασική φιλολογία, με μεταπτυχιακές σπουδές στο αρχαίο ελληνικό δράμα, και χαρακτική στην Α.Σ.Κ.Τ. Έχει εκδώσει οκτώ βιβλία ποίησης (Στίγμα, ιδιωτική έκδοση 2004, Καινός διαιρέτης, Νεφέλη 2007, Γράμματα στον Πρίγκιπα, Μικρή Άρκτος 2010, 27 ή ο άνθρωπος που πέφτει, Μικρή Άρκτος 2012, Πάνω στο σώμα σου, Μικρή Άρκτος 2014, Πατρείδα, ΙΚΑΡΟΣ 2018, Αλκίνοος, Νεφέλη 2021, Το οικείο σκοτάδι, Νεφέλη 2022), ένα θεατρικό έργο (Αχιλλέας στον Άδη, Νεφέλη 2022) και ένα λογοτεχνικό δοκίμιο (12 κείμενα συνομιλίας με Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη, Καλλιγράφος 2014). Έχει μεταφράσει Άγγλους και Αμερικανούς ποιητές. Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, ενώ έχουν μελοποιηθεί και δισκογραφηθεί οι κύκλοι ποιημάτων «Το κρύσταλλο του κόσμου» (Μετρονόμος 2016) και «Αλκίνοος» (Μετρονόμος 2021). Εργάζεται ως εκπαιδευτικός, έχει εκδώσει φιλολογικά βιβλία για τη Μέση Εκπαίδευση και είναι συνεργάτης σε λογοτεχνικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, περιοδικά.
Έχει παρουσιάσει χαρακτικά έργα σε τρεις ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει συμμετάσχει σε εννέα ομαδικές.

∼•∼

Διαβάστε επίσης:

«Αλκίνοος» του Γιάννη Ευθυμιάδη. Ένα σκηνικό ποίημα ή αναζητώντας τον άλλο εαυτό

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -