Λίγες ώρες πριν από την Πέμπτη 8η Ιανουαρίου 1970, επιστρέφοντας από την ταβέρνα όπου έκανε το τραπέζι στους φίλους του για την ονομαστική του γιορτή και ενώ ξημέρωνε η μέρα των γενεθλίων του, ο Γιάννης Χρήστου σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα, μόλις στα 44 του χρόνια.
Σύμφωνα με τον συνθέτη και μουσικολόγο Michael Stewart, με τον θάνατο του Χρήστου «ο σύγχρονος μουσικός κόσμος έχασε ένα από τα συναρπαστικότερα και προκλητικότερα ταλέντα του». […] Πολλοί τον θεωρούσαν ως έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες της γενιάς του. Εξαιρετικά προικισμένος, προκαλούσε πολλές συζητήσεις και θαυμαζόταν πολύ τόσο στη χώρα του όσο και στο εξωτερικό.
***
Εκείνη την ημέρα η γυναίκα του Θηρεσία οδηγούσε το αυτοκίνητο. Κάποια στιγμή έχασε τον έλεγχο και προσέκρουσε σε κολόνα. Ο Χρήστου έχασε ακαριαία τη ζωή του ενώ η σύζυγός του πέθανε ύστερα από δέκα ημέρες. Άφησαν τρία παιδιά, τη Μαρίνα, την Αλεξάνδρα και τον Ευάγγελο.
***
Ο Χρήστου είχε ακριβώς τον ίδιο θάνατο που είχε και ο αγαπημένος του αδελφός Εύης (1922 – 1956)…
***
Ο Γιάννης Χρήστου γεννήθηκε στη συνοικία του Καΐρου, την Ηλιούπολη, στην Αίγυπτο, την Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 1926. Ήταν γόνος ελληνικής και κυπριακής οικογένειας. Φοίτησε στο αγγλικό κολέγιο Victoria της Αλεξάνδρειας και ξεκίνησε να συνθέτει από μικρή ηλικία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’40, ταξίδεψε στην Αγγλία για να σπουδάσει «Συμβολική Λογική και Φιλοσοφία» στο King’s College του Cambridge, δίπλα στον Ludwig Wittgenstein και τον Bertrand Russell.
Παράλληλα, παρακολούθησε ιδιαίτερα μαθήματα αρμονίας και αντίστιξης με τον Hans Ferdinand Redlich – διακεκριμένο μουσικολόγο, μαθητή και μελετητή του Alban Berg – ενώ το 1949 μετακόμισε στη Ρώμη για να σπουδάσει ενορχήστρωση για κινηματογράφο με τον Angelo Francesco Lavagnino, γνωστό κινηματογραφικό συνθέτη.
Στην Ιταλία συνέθεσε το πρώτο συμφωνικό έργο του, τη «Μουσική του Φοίνικα». Περιπλανήθηκε αρκετά στην Ευρώπη, διαμένοντας για ένα μικρό διάστημα στη Ζυρίχη, όπου παρακολούθησε διαλέξεις ψυχολογίας του Carl Gustav Jung ο οποίος ήταν δάσκαλος του μεγαλύτερου αδελφού του, Ευάγγελου (Εύη) Χρήστου, ο οποίος πέρασε από τη ζωή του νεαρού Γιάννη ως πνευματικός μέντορας.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, είχε ήδη επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια – όπου οργάνωσε το προσωπικό στούντιό του – και το 1956 παντρεύτηκε τη Θηρεσία (Σία) Χωρέμη, μια ξεχωριστή ζωγράφο από τη Χίο, η οποία στήριξε τον Χρήστου σε όλες τις δημιουργικές αναζητήσεις του.
Την ίδια χρονιά, ο αδελφός του Εύης σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Στα χρόνια που ακολούθησαν, αυτό το τραγικό γεγονός φαίνεται να επηρέασε βαθιά το έργο του συνθέτη.
Το 1953 έχει ήδη συνθέσει δύο ακόμα συμφωνικά έργα: «Πρώτη Συμφωνία» και «Λατινική Λειτουργία», ενώ το 1956 ολοκληρώνει τα «Έξι Τραγούδια» σε Ποίηση Τ. Σ. Έλιοτ (αρχικά για φωνή και πιάνο, έπειτα μεταγραφή για ορχήστρα). Το 1960 ο Χρήστου εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, μοιράζοντας το χρόνο του ανάμεσα στην Αθήνα και τη Χίο. Έχει ήδη ολοκληρώσει τη Δεύτερη Συμφωνία και τις «Μετατροπές» (Patterns & Permutations).
***
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, συνθέτει μουσική για το αρχαίο ελληνικό δράμα για το Εθνικό Θέατρο (Αγαμέμνων, Προμηθέας Δεσμώτης) και το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν (Πέρσες, Βάτραχοι, Οιδίπους Τύραννος), ενώ συνεργάζεται με τον Robert Graves και τον Αλέξη Μινωτή για μια τηλεοπτική παραγωγή στη Μεγάλη Βρετανία πάνω σε κείμενα αρχαίων τραγωδιών.
Την ίδια εποχή υπογράφει την «Τοκάτα για Πιάνο και Ορχήστρα», τα ορατόρια «Πύρινες Γλώσσες» και «Μυστήριον».
Μετακομίζει στην Αθήνα, εξαιτίας των όλο και περισσότερων καλλιτεχνικών γεγονότων στα οποία συμμετέχει. Η ύστερη φάση της δημιουργίας του – από το 1966 και μετά – είναι η πλέον παραγωγική: Πράξη για 12, Κυρία με τη Στρυχνίνη, Επίκυκλος, Εναντιοδρομία, Αναπαραστάσεις – ένα σύνολο διαφόρων πολύτεχνων τελετουργιών, από το οποίο ολοκληρωμένα έργα είναι μόνο δύο: Αναπαράστασις Ι και Αναπαράστασις ΙΙ.
Ανάμεσα σε αυτά, συνθέτει μουσική για τον κινηματογραφικό Οιδίποδα του Philip Saville, με τον Orson Welles και τον Christopher Plummer. Από το 1968, εργάζεται πυρετωδώς πάνω σε ένα φιλόδοξο σχέδιο: μια σύγχρονη όπερα μεγάλου διαμετρήματος, βασισμένη στην Ορέστεια του Αισχύλου. Δεν θα προλάβει να την παρουσιάσει ποτέ.
Ωστόσο, παρόλο που το όνομά του ως σήμερα προκαλεί το μεγαλύτερο σεβασμό στους κύκλους της σύγχρονης μουσικής, οι εκτελέσεις έργων του είναι εξαιρετικά σπάνιες. Την εποχή του θανάτου του Χρήστου, η μουσική του ακουγόταν σε μερικά από τα πιο φημισμένα διεθνώς φεστιβάλ μουσικής, ενώ ο ίδιος ετοιμαζόταν να παραδώσει στη δημοσιότητα το πιο φιλόδοξο εγχείρημα της σταδιοδρομίας του.
[…] Ο πρόωρος χαμός του άφησε μισοτελειωμένα πολλά του σχέδια, μεταξύ των οποίων και την «Ορέστεια», που η παγκόσμια πρώτη παρουσίασή της είχε προγραμματιστεί για τον Απρίλιο του 1970 στο Λονδίνο, στο πλαίσιο του Αγγλικού Φεστιβάλ Μπαχ, ενώ σχεδιάζονταν και άλλες παρουσιάσεις της στη Γαλλία, την Ιαπωνία, την Αμερική και τη Σκανδιναβία.
[…] Ο Χρήστου συνήθιζε να εργάζεται ολόκληρες ώρες χωρίς διακοπή, αλλά όταν δεν τον απασχολούσε η σύνθεση καθαυτή, περνούσε πολλές ώρες στη μεγάλη του βιβλιοθήκη μελετώντας φιλοσοφία, ανθρωπολογία, ψυχολογία, θεολογία, συγκριτική θρησκειολογία, ιστορία, καθώς και κείμενα σχετικά με την αλχημεία και αποκρυφισμό. Ο Χρήστου ήταν εξίσου φιλόσοφος και μεταφυσικός στοχαστής όσο και συνθέτης, και έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της δημιουργίας του, η συνειδητοποίηση ότι όλη του η μουσική αποτελούσε άμεση απόρροια των φιλοσοφικών μελετών και θεωριών του. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την παραγωγή της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του, όπου οι συνθετικές τεχνικές και διαδικασίες ξεπερνούν τα ως τότε συμβατικά πλαίσια της μουσικής».
***
(Το παραπάνω κείμενο είναι διασκευή – απόσπασμα από την έκδοση των ιστορικών ηχογραφήσεων, Σείριος 2001)