Ο Κωνσταντίνος Παρθένης διέτρεξε με τη ζωή του και το έργο του τα τέλη του 19ου αιώνα και ολοκλήρωσε τη διαδρομή του στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στο σπίτι του, στους πρόποδες της Ακρόπολης. Αλεξάνδρεια, Βιέννη, Παρίσι, Κέρκυρα, Αθήνα, είναι οι κυριότεροι σταθμοί του έργου του, που δεν είναι ακόμη καταγεγραμμένο στο εύρος του, ούτε απολύτως οριοθετημένο στην ιστορία της τέχνης. Η ζωγραφική του Παρθένη βρίσκεται σε διαρκή δημιουργικό διάλογο, πάντα με προσωπικό ύφος, με τα εικαστικά ρεύματα του μοντερνισμού, ενώ οι εικονογραφικές αναφορές στην αρχαιότητα και στη βυζαντινή τέχνη διαμορφώνουν ένα προσωπικό ζωγραφικό ιδίωμα, που εξελίσσεται σταθερά μέχρι το τέλος της ζωής του μέσα από μια πληθώρα έργων.
Ο ζωγράφος ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες που επέβαλε τις ρηξικέλευθες για την εποχή του απόψεις για τον μοντερνισμό και έκανε πράξη την πεποίθησή του ότι ο καλλιτέχνης οφείλει να έχει την αναγνώριση και την υποστήριξη του κράτους.
Με τον διορισμό του στη Σχολή Καλών Τεχνών άλλαξε τον τρόπο διδασκαλίας της τέχνης και δίδαξε μία νέα ηθική για την καλλιτεχνική εκπαίδευση. Οι στενές φιλίες του με διανοούμενους και πολιτικούς, καθώς και οι απόψεις του για τις πολιτικές αναταράξεις της ελληνικής ιστορίας στον μεσοπόλεμο αντανακλώνται στην πορεία αλλά και στο έργο του.
Οι εντάσεις που προκαλούσε η παρουσία του στους συναδέλφους του και η θαρραλέα απόσυρσή του στο σπίτι-εργαστήριό του τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του συνέβαλαν στη δημιουργία ενός μυστηρίου γύρω από τη δυσνόητη συχνά ζωγραφική του.
Η Εθνική Πινακοθήκη είναι ο κάτοχος του μεγαλύτερου μέρους έργων, σχεδίων και τεκμηρίων του Κωνσταντίνου Παρθένη. Προέρχονται κυρίως από όσα κληρονόμησε από τα δύο τέκνα του ζωγράφου. Για πρώτη φορά, οι επιλογές από τις συλλογές του μουσείου, που συμπληρώνονται με σημαντικά έργα από ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές, παρουσιάζουν με νηφαλιότητα, ευκρίνεια και απλότητα την πορεία και την εξέλιξη του ζωγραφικού του έργου.
ΕΝΑΣ ΠΡΩΤΕΪΚΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ
Η καλλιτεχνική δημιουργία του Παρθένη χαρακτηρίζεται από συνεχείς πρωτεϊκές μεταμορφώσεις. Μόνο ο ομήλικός του Picasso (1881-1973) μπορεί να παραβληθεί μαζί του σε αυτό τον τομέα. Άλλωστε, ο Έλληνας μοιράζεται με τον Ισπανό ομότεχνό του και ένα άλλο σπάνιο προνόμιο: ότι και οι δύο καλλιτέχνες καταφέρνουν να διατηρούν μια στιλιστική σταθερά, έναν ευανάγνωστο γενετικό κώδικα, ένα άμεσα αναγνωρίσιμο ύφος που διαπερνά και ενοποιεί τις πολύτροπες αναζητήσεις τους. Αυτό που χαρίζει στο έργο του Παρθένη τη μοναδική ατομικότητά του είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει την καλλιτεχνική δημιουργία, ως καθαρά πνευματική υπόθεση, ως cosa mentale, όπως την όρισε ο Leonardo da Vinci (1459-1519). Ο τελικός προορισμός της είναι η καθαρή ποίηση, αλλά ο δρόμος που οδηγεί σε αυτή την κορυφή είναι η έρευνα, η γνώση, η σοφία: «Η τέχνη όμως πρέπει να έχει και την επιστήμη της… Και την επιστήμη μπορεί καθένας να τη διδαχτεί. Η τέχνη είναι ουσιαστικά ατομική, προσωπική».
Μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, με νωπές ακόμη τις εντυπώσεις από τα ζωηρά χρώματα των Fauves και των Nabis, ο Παρθένης θα ζωγραφίσει μερικά γοητευτικά ύπαιθρα εκ του φυσικού, ιδιαίτερα στην Κέρκυρα, αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, χωρίς συμβολιστικές παραδηλώσεις. Μόνο αυτή την περίοδο ο ζωγράφος συμπλέει με τους ομοτέχνους του της «Ομάδας Τέχνη», που φιλοτεχνούν τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα έργα αμιγώς υπαιθριστικά, ανταποκρινόμενοι στο αίτημα της δημιουργίας ενός ελληνικού μοντερνισμού. Αμέσως μετά εμφανίζονται και επιβάλλονται στο έργο του οι ισχυρές σχηματοποιήσεις, ενώ ένας ποιητικός άνεμος μεταμορφώνει τα ύπαιθρά του σε υπερβατικά οράματα των «Ηλυσίων πεδίων». Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, οι σχηματοποιήσεις αυτές αποκαλύπτουν τη λανθάνουσα ποιότητα του αττικού φωτός, που κάνει τους όγκους να διαγράφονται με καθαρότητα και συσπειρώνει τα σχήματα, δίνοντας το πρωτείο στη γραμμή έναντι του χρώματος. Είναι το στοιχείο εκείνο που ο διορατικός Τσαρούχης θα αποκαλέσει «αττικισμό» στη ζωγραφική του δασκάλου του.
Η δεκαετία του ’20 θα δει τον Παρθένη να αποσύρεται βαθμιαία από τα εγκόσμια και να βυθίζεται στον οραματικό κόσμο της ώριμης ζωγραφικής του, που ενοικείται από αλληγορικές και συμβολικές παραστάσεις. Οι μορφές του, καμπυλόγραμμες, κυματοειδείς, χορευτικές, εντάσσονται αρμονικά στον χώρο δημιουργώντας μελωδικές ρίμες με τα περιβάλλοντα συνθετικά στοιχεία, δέντρα, βουνά, λόφους. Μνήμες από τους ευρωπαίους συμβολιστές, παλαιότερους και νεότερους (Puvis de Chavannes, Maurice Denis, Ferdinand Hodler), αλλά και επιδράσεις από το Βυζάντιο ή τον Θεοτοκόπουλο, απόλυτα χωνεμένες και υποταγμένες στον προσωπικό κώδικα του ζωγράφου, ανιχνεύονται στα έργα αυτής της περιόδου (Τα αγαθά της συγκοινωνίας, 1920-1925). Το χρώμα, που διατηρεί ακόμη τη δροσιά του στις μεγάλες αλληγορικές και διακοσμητικές συνθέσεις της δεκαετίας του ’20, θα αρχίσει να υποχωρεί, δίνοντας τη θέση του σε πιο εγκεφαλικά σχήματα, που παραπέμπουν στην αναλυτική φάση του Κυβισμού. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η στροφή αυτή παρατηρείται στις μετακυβιστικές νεκρές φύσεις που συντονίζονται, και μάλιστα συγχρονικά, με τις κλασικιστικές νεκρές φύσεις που ζωγραφίζουν οι πρωτοπόροι του Κυβισμού, Picasso, Braque, Juan Gris, τον ίδιο καιρό στο Παρίσι. Τα χρώματα αυτά, που ο Τσαρούχης θα τα ονομάσει πολυγνώτεια, δεν είναι άλλα από τα βυζαντινά που εισήγαγε τον ίδιο καιρό με εθνικιστικό ζήλο ο Κόντογλου στη ζωγραφική, επηρεάζοντας πολλούς καλλιτέχνες της Γενιάς του Τριάντα.
Η γραφή του Παρθένη γίνεται ολοένα και πιο γεωμετρική, η καμπύλη και η ευθεία εναλλάσσονται, συχνά χαραγμένες με τον χάρακα και τον διαβήτη, ενώ η ζωγραφική ύλη ελαφρώνει, γίνεται πνευματικός αιθέρας. Ο καμβάς, γυμνός, μεταμορφώνεται σε οθόνη, όπου προβάλλονται οι υπερβατικές εικόνες των μεγάλων οραματικών συνθέσεων, που απασχολούν σχεδόν αποκλειστικά την έμπνευση του καλλιτέχνη τη δεκαετία του ’30. Θέλοντας να αξιοποιήσει την αδρή υφή και το υπόλευκο χρώμα της πίσω όψης του καμβά, δεν θα διστάσει να τον μεταβάλει σε πεδίο των πιο φιλόδοξων συνθέσεών του, όπως είναι η μνημειώδης Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου (1933). Τα υπερφυσικά δρώμενα αυτών των έργων ταυτίζονται με θεοφάνειες, που αισθητοποιούνται με τη βοήθεια μιας αχειροποίητης τεχνικής. Η χρωστική ουσία χάνει την υλική της υπόσταση, γίνεται καθαρή πνευματική προβολή. Οι μορφές, μετάρσιες, μετεωρίζονται σε έναν υπερβατικό χώρο, όπου ο χρόνος έχει καταλυθεί, όπως στη βυζαντινή τέχνη, και όπου τα λείψανα του ορατού κόσμου έχουν αναχθεί σε πλατωνικά αρχέτυπα. Θα έλεγε κανείς πως τα ώριμα έργα του Παρθένη τείνουν προς ένα ιδανικό αρχέτυπο, ιερό και αχειροποίητο όπως το μανδήλιον της Αγίας Βερενίκης.
Το καταλυτικό στοιχείο της τελικής αλχημικής κράσης, που συναιρεί και συγχωνεύει τον ιδιότυπο εκλεκτισμό του Αλεξανδρινού καλλιτέχνη, και που συνιστά εν τέλει την πεμπτουσία του ύφους του, είναι μια ιδανική άνω πατρίδα του μύθου, της ιστορίας και της τέχνης, όπως τη θεάται ένας μορφωμένος Έλληνας της διασποράς από προοπτική απόσταση. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που είδε και μετουσίωσε στην ποίησή του ο Καβάφης την ιστορία και τον μύθο μιας φιλτάτης ιδεατής και διαχρονικής Ελλάδας με νοσταλγία, εκ του μακρόθεν. Γιατί στην πραγματικότητα ο Παρθένης παρέμεινε για πάντα εθελοντικά αυτοεξόριστος και ανένταχτος, πολίτης της δικής του ουτοπικής Ελλάδας.
Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα