Σάββατο, 25 Μαρτίου 1911, ώρα 16:40. Ήταν η τελευταία εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας. Στον όγδοο όροφο του εργοστασίου παραγωγής ενδυμάτων της Triangle Waist Company στο Κάτω Μανχάταν, οι περίπου 500 εργάτες –που είχαν πιάσει δουλειά από τις 8 το πρωί– τακτοποιούσαν τις ραπτομηχανές τους και καθάριζαν τους πάγκους πάνω στους οποίους έκοβαν τα υφάσματα. Όταν ο θόρυβος από τις μηχανές σταμάτησε και οι εργαζόμενοι ετoιμάζονταν να πάρουν τα πανωφόρια και τα καπέλα τους από την ιματιοθήκη, πρόσεξαν φλόγες να ξεπηδούν από έναν κάδο στον οποίο πετούσαν τα υπολείμματα των υφασμάτων. Αυτό που θα ακολουθούσε έμελλε να είναι μία από τις φονικότερες πυρκαγιές σε εργοστάσιο, η οποία άλλαξε για πάντα τους κανονισμούς ασφαλείας όχι μόνον στη Νέα Υόρκη αλλά και σε ολόκληρη την Αμερική.

Το εργοστάσιο της κόλασης
Στο εργοστάσιο παραγωγής ενδυμάτων Triangle Shirtwaist (Triangle Shirtwaist Factory Fire) δούλευαν πολλές εργάτριες κυρίως Εβραίες και Ιταλίδες ηλικίας από 16 έως 23 ετών που είχαν πρόσφατα μεταναστεύσει στις ΗΠΑ για μια καλύτερη ευκαιρία για ζωή. Μπορεί να μην το ξέρανε, αλλά εκείνη την ημέρα θα έμεναν στην Ιστορία.
Στο εργοστάσιο συνολικά εργάζονταν 500 εργάτες, ανάμεσά τους και παιδιά, τα οποία δούλευαν από το πρωί, έως το βράδυ. Οι εργοστασιάρχες για να μην έχουν την έννοια ότι μπορεί κάποιος από τους εργάτες να κλέψει εμπόρευμα, κλείδωναν τις πόρτες των ορόφων όταν οι μηχανές δούλευαν.
Το χρονικό
Το απόγευμα εκείνης της ημέρα, οι εργάτριες της εταιρείας ετοιμάζονταν να φύγουν, έχοντας δουλέψει αρκετά για αυτή την εβδομάδα. Όμως στον ακριβώς από κάτω όροφο ένας εργαζόμενος πετάει ένα τσιγάρο σε έναν κάδο απορριμμάτων που είναι γεμάτος με κλωστές ρούχων και κομμάτια πανιών, υλικά που είναι εξαιρετικά εύφλεκτα.
Ξαφνικά, πιάνει φωτιά, και εργάτες αρχίζουν να φωνάζουν στους συναδέλφους τους να εγκαταλείψουν το κτήριο. Όσοι βρισκόταν όμως στον ένατο όροφο ήταν κλειδωμένοι και ο επιστάτης που είχε τα κλειδιά είχε ήδη εγκαταλείψει το κτήριο.
Ένας λογιστής προειδοποιεί τους διοικητές του 10ου ορόφου για το ξέσπασμα μιας άνευ προηγουμένου φωτιάς. Άμεσα, οι ιδιοκτήτες του εργοστασίου μαζί με τα παιδιά τους εκκενώνουν τον όροφο, ξεφεύγοντας μόλις και μετά βίας από τις φλόγες. Αλλά κανένας δεν ενημερώνει τον 9ο όροφο.
Κάποιες από τις εργάτριες κατάφεραν να προλάβουν να φύγουν από τους φλεγόμενους ορόφους από το ασανσέρ που μετέφερε μόνο εμπορεύματα και κάποιες από τη σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα του κτηρίου, αλλά η φωτιά σύντομα πήρε τέτοιες διαστάσεις που και αυτές οι έξοδοι διαφυγής έκλεισαν για όσες απέμειναν πίσω.

Δίχως να γνωρίζουν προς τα πού να διαφύγουν, οι εργάτριες συσσωρεύονται στη σκάλα εξόδου κινδύνου, αλλά αυτή καταρρέει, ρίχνοντας 20 ανθρώπους στον αεραγωγό. Παγιδευμένα κορίτσια προσπαθούν ανέφικτα να σπάσουν την κλειδωμένη πόρτα της Washington Street. Δεν υπάρχει έξοδος όμως.
Στο έσχατο σημείο επιβίωσης, τα κορίτσια αρχίζουν και πηδούν από τα παράθυρα πέφτοντας στους δρόμους, χωρίς να έχουν κάποια άλλη επιλογή. Μάλιστα, οι ιδιοκτήτες, έχοντας σώσει τη ζωή τους παρακολουθούσαν έξω από το κτήριο τη φρίκη που διαδραματιζόταν.
Οι ιδιοκτήτες στην πραγματικότητα δεν τιμωρήθηκαν ποτέ. Πλήρωσαν κάποια πρόστιμα και τους έγιναν επιπλήξεις, όμως το εργοστάσιο συνέχισε στο ίδιο μοτίβο εναντίον των φτωχών εργατών. Στις νέες εγκαταστάσεις του εργοστασίου μετά τη φωτιά οι υποδομές και πάλι δεν ήταν φτιαγμένες από υλικά με πυραντοχή ούτε υπήρχαν αρκετές έξοδοι.

Ο τραγικός απολογισμός εκείνης της ημέρας ήταν 146 εργάτριες να χάσουν τη ζωή τους, επειδή οι ιδιοκτήτες τις έκλεισαν μέσα και δεν υπήρχαν έξοδοι κινδύνου. Ο θάνατος αυτών των ανθρώπων οδήγησε σε βελτίωση της νομοθεσίας σχετικά με τους όρους ασφαλείας στους χώρους εργασίας και στην ενίσχυση της Διεθνούς Ένωσης Εργαζόμενων Γυναικών στην Κλωστοϋφαντουργία (International Ladies’ Garment Workers’ Union), που αγωνίστηκε ιδιαίτερα για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
