Η Εντίτ Τζοβανά Γκασιόν – η διάσημη Εντίθ Πιάφ – γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1915 στο Παρίσι και έφυγε από τη ζωή στις 10 Οκτωβρίου του 1963 στην πόλη Γκρας της γαλλικής Ριβιέρας.
Επιμέλεια: Παναγιώτης Μήλας
«Σ’ αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν, Τάκη. Μη μου πληγώσεις την καρδιά».
Αυτά έγραφε ανάμεσα σε άλλα στην τετρασέλιδη επιστολή της η Εντίθ Πιάφ προς τον Δημήτρη Χορν στις 20 Σεπτεμβρίου 1946.
Δύο ημέρες πριν, στις 18 Σεπτεμβρίου, η Πιάφ είχε δώσει τη μοναδική της συναυλία στην Αθήνα, στο θέατρο «Κοτοπούλη» στο κτήριο Rex όπως λεγόταν τότε.
Εκείνη την εποχή, η Πιάφ «που τραγουδούσε –μαζί με την Ιρένε ντε Τρεμπέρ – στο κέντρο «Μαϊάμι» της Κυψέλης, γνώρισε στα διαλείμματα τον Χορν, στο μπαρ του κέντρου».
Ο Χορν, ωραίος και ευγενικός, γνώστης της γαλλικής και της αγγλικής γλώσσας, μπορούσε με άνεση να συναναστραφεί την Πιάφ. Όπως γράφει o κ. Ζάχος Χατζηφωτίου, «η Πιάφ είχε δει τότε και το χορευτικό ζευγάρι Γιάννη Φλερύ και Λίντας Άλμα για τους οποίους έκλεισε δουλειά με εξάμηνο συμβόλαιο στο κέντρο Μονσενιέρ, στο Παρίσι».
Το 1946 [και μέχρι το 1950] ο Χορν ανήκε στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου και προετοιμαζόταν για την πρεμιέρα της 27ης Νοεμβρίου 1946 στο «Πολύ κακό για το τίποτα» του Σαίξπηρ σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα και σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη. Σκηνογράφος ήταν ο Κλεόβουλος Κλώνης και ενδυματολόγος ο Αντωνάκης Φωκάς. Συμπρωταγωνιστές του Χορν -που έπαιζε τον ρόλο του Βενέδικτου- ήταν οι Μάνος Κατράκης, Μαίρη Αρώνη, Στέλιος Βόκοβιτς και Χριστόφορος Νέζερ.
Παράλληλα όμως με τον Θίασο Δ. Χορν – Ε. Χαλκούση έπαιζε και στο «Θέατρο Κοτοπούλη» στο έργο «Κύριος Ντε Φαλεντόρ» των Ζωρζ Ντασάρ και Αρμάν Βελχίλλ σε σκηνοθεσία Γιάννη Τσαρούχη με την Ελένη Χαλκούση και τον Λυκούργο Καλλέργη.
***
Στην Κυψέλη λοιπόν η τραγουδίστρια γνώρισε τον Χορν ο οποίος ήταν μόλις 25 ετών, εκείνη έκλεινε τότε τα 31. Η διάσημη Γαλλίδα όταν γύρισε στο Παρίσι έστειλε στον Χορν και ένα τηλεγράφημα στις 13 Νοεμβρίου του 1946 και του έγραφε: «Αν μπορείς γράψε μου στο όνομα κυρία Μπιγκάρ, στην οδό Μπερί 26. Μη βάλεις το όνομά μου στη διεύθυνση».
Στην επιστολή της στον Χορν, η Πιάφ έγραφε επίσης: «Θα έρθω εγώ κοντά σου τον Νοέμβριο, κανείς στον κόσμο δεν θα με εμποδίσει να έρθω στην Αθήνα».
***
Η Πιάφ όμως δεν ήρθε ξανά στην Αθήνα, αλλά ούτε και το ταξίδι του Χορν στο Παρίσι έγινε ποτέ… έτσι «το σπουργιτάκι» δεν μπόρεσε να πει:
«Και μόνο που τον βλέπω,
αισθάνομαι στα στήθια μου
τη καρδιά μου να βροντά»…
Ούτε μπόρεσε να ζήσει μαζί του:
«Νύχτες αγάπης αξημέρωτες,
που δεν λένε να τελειώσουν»…
***
Τα παραπάνω είναι στίχοι από το «La Vie En Rose» που είχε γράψει η ίδια το 1945. Σε όλη της την καριέρα η Πιάφ έγραψε 80 τραγούδια.
Στη συναυλία της Αθήνας το «La Vie En Rose» ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία της. Το κοινό της πρωτεύουσας αποθέωσε τη Γαλλίδα τραγουδίστρια, όπως έγραφαν και οι εφημερίδες της εποχής.
Η εφημερίδα «Ελευθερία» σημείωνε σε ένα μονόστηλο στη σελίδα 2 της 18ης Σεπτεμβρίου 1946: «Σήμερα στις 6.30 μ.μ. συναυλία της μεγάλης τραγωδού του γαλλικού άσματος Εντίθ Πιάφ και της Ιρένε ντε Τρεμπέρ. Το σύνολον των εισπράξεων θα διατεθεί υπέρ των ελληνικών και των εν Ελλάδι γαλλικών φιλανθρωπικών έργων».
Επίσης η εφημερίδα «Εμπρός» και πάλι στη σελίδα 2 της 18ης Σεπτεμβρίου πρόσθετε ότι η συναυλία «θα πραγματοποιηθεί υπό την προστασία της ενταύθα γαλλικής πρεσβείας και του υπουργού Τύπου κ. Μπαλτατζή».
***
Ακολουθεί, σε μετάφραση, το «La vie en rose», του 1945 σε στίχους της Πιάφ:
«Μάτια που κάνουνε τα μάτια μου
να χαμηλώνουν.
Χαμόγελο που σβήνεται
στις άκρες των χειλιών του,
να το πορτρέτο,
χωρίς ρετούς κανένα,
του άντρα που ανήκω.
Όταν με παίρνει αγκαλιά
και μου σιγοψιθυρίζει,
βλέπω τη ζωή ρόδινη.
Μου λέει λόγια αγάπης,
λόγια καθημερινά
κι αυτό μου κάνει κάτι…
Μπήκε στην καρδιά μου,
ένα κομμάτι ευτυχίας,
για το οποίο ξέρω
πολύ καλά την αιτία:
Είναι αυτός για μένα
κι εγώ γι’ αυτόν,
σε τούτη τη ζωή…
Μου το ‘πε,
μου τ’ ορκίστηκε,
για όλη τη ζωή.
Και μόνο που τον βλέπω,
αισθάνομαι στα στήθια μου
τη καρδιά μου να βροντά…
Νύχτες αγάπης αξημέρωτες,
που δε λένε να τελειώσουν
με κυριεύει μια πελώρια ευτυχία,
καημοί κι έννοιες σβήνουνε.
Ευτυχισμένοι… τόσον ευτυχισμένοι,
που μας έρχεται να πεθάνουμε».
***
Ένα μήνα μετά τη συναυλία τα «Νέα» της 24ης Οκτωβρίου 1946 μιλούσαν για τον Απόλλωνα που ανακάλυψε η διάσημη Γαλλίδα στην Αθήνα.
Αυτά για το πέρασμα της Πιάφ από την όμορφη πόλη και το θέατρο «Κοτοπούλη».
***
Η δική μου γενιά μεγάλωσε με τα δισκάκια των 45 στροφών. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η σημερινή καταιγίδα της ενημέρωσης μέσα από το Διαδίκτυο και η υπερπαραγωγή. Τα ιταλικά και τα γαλλικά τραγούδια είχαν την πρώτη θέση στις επιλογές μας και το «σπουργιτάκι» βρισκόταν στην κορυφή. Ο τραγικός της θάνατος στις 10 Οκτωβρίου του 1963 μας είχε συγκλονίσει λες και ήταν δικός μας άνθρωπος..
***
Λίγα λόγια για το θέατρο «Κοτοπούλη» και το «Κοτοπούλη – Rex»
Να θυμίσω εδώ –για να μην υπάρχουν ασάφειες– ότι το πρώτο «Θέατρο Κοτοπούλη» στην πλατεία Ομονοίας κατεδαφίστηκε το 1936 και την ίδια χρονιά πήρε τη θέση του ο κινηματογράφος «Κρόνος», που μετά τον πόλεμο μετονομάστηκε σε «Κοτοπούλη».
Ένα χρόνο πριν, το 1935, η ανάθεση του Σικιαρίδειου Μεγάρου, στην οδό Πανεπιστημίου, έγινε στους αρχιτέκτονες Λεωνίδα Μπόνη και Βασίλειο Κασσάνδρα. Το Μέγαρο είναι ένα κτήριο που στεγάζει τρεις σκηνές, έχει ύψος 34 μέτρα και η πρόσοψή του παραπέμπει στην αμερικάνικη αισθητική της εποχής που χτίστηκε.
Η σκηνή «Rex» λειτούργησε από το 1937 για να στεγάσει το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το πρώτο έργο που ανέβηκε τότε ήταν η «Βασίλισσα Ελισάβετ», του Α. Ζωσέ, σε σκηνοθεσία Γιαννούλη Σαραντίδη, τον Φεβρουάριο του 1937. Τα σκηνικά είχε κάνει ο αρχιτέκτονας Κίμωνας Λάσκαρις.
Το 1982 το θέατρο «Κοτοπούλη» καταστράφηκε από πυρκαγιά, και το 1987 περιήλθε στην κυριότητα του Υπουργείου Πολιτισμού ως διατηρητέο. Από το 1993 λειτουργεί ως σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Έχει πλατεία, περιμετρικό εξώστη και 15 θεωρεία καθώς και αμφιθεατρικό υπερώο. Η σκηνή έχει πλάτος: 18.90 μέτρα, βάθος: 12.85 μέτρα, ύψος: 17 μέτρα και είναι η μεγαλύτερη της Αθήνας.