Σα μάνα των μικρών πουλιών που χάθηκαν
πρώτη θ’ αρχίσω εγώ το θλιβερό τραγούδι
Πώς συνεχίζεται η ζωή μετά τις μεγάλες ήττες; Πώς προσδιορίζονται οι άνθρωποι όταν ο κόσμος τους καταρρέει; Ο θρήνος της Εκάβης ηχεί σαν προειδοποίηση στο «νεκρό χρόνο» που ακολουθεί την καταστροφή. Την ύστατη καταστροφή, την άλωση της Τροίας και την υποδούλωση των γυναικών της. Οι «Τρωάδες» απηχούν, όχι τον πόλεμο ή την ήττα, αλλά την υπέρβαση παντός ορίου στη διαχείριση κρίσεων εκ μέρους των “διαχειριστών”, δηλαδή των νικητών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των Αχαιών, των εξουσιαστών που βάζουν σκοπό να εξολοθρεύσουν κάθε Κασσάνδρα, κάθε Ανδρομάχη, κάθε Αστυάνακτα μέσα μας. Πώς αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στο άγνωστο τοπίο που αναδύεται σε περιόδους κρίσης; Πώς σηκώνουμε το βάρος της ευθύνης των πράξεών μας;
Τα δεινά των γυναικών της Τροίας είναι το αποτέλεσμα του μένους των εξουσιαστών, του πάθους της κυριαρχίας, του φόβου της απώλειας ελέγχου. Γιατί πάντα στην Ιστορία η εξουσία φοβάται, φοβάται μη χάσει την ισχύ της και αυτό το μόνο που δεν μπορεί να εξολοθρεύσει, δηλαδή την Εκάβη εντός μας. Τη βασίλισσα – παρελθόν, την ευγένεια του πνεύματος, η οποία τροφοδοτεί τις ελπίδες μας και χλευάζει την υποταγή μας.
Το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Πάτρας παρουσίασε στην Επίδαυρο, στις 23 και 24 Αυγούστου, τις “Τρωάδες”, την πιο δημοφιλή από τις σωζόμενες τραγωδίες του Ευριπίδη (παρουσιάστηκε στα Μεγάλα Διονύσια το 415 π.χ.) που καθρεφτίζει την αλαζονεία της εξουσίας και τις ολέθριες συνέπειές της σε κάθε εποχή.
Η ιστορία αναπτύσσεται στη “νεκρή ζώνη” μεταξύ μιας κατάκτησης και ενός ολοκληρωτικού αφανισμού και κλείνει με την εξάλειψη της προοπτικής των ηττημένων και την απαρχή της καταστροφής των νικητών, εντέλει την έναρξη μιας νέας εποχής που προκαλεί δέος και δεν υπόσχεται τίποτα.
Ο Θοδωρής Αμπαζής σε μια σύγχρονη πρόταση με τη σύμπραξη τριάντα δύο μουσικών και δεκατεσσάρων ηθοποιών επιχείρησε μια μουσική ανάγνωση σε ένα κλασικό έργο, το οποίο αποτυπώνει το θρίαμβο και την εξουσία των νικητών μέσα από τα πάθη και τον όλεθρο των ηττημένων. Σε αυτή την πρόταση επιχειρήθηκε η αξιοποίηση της μουσικότητας του λόγου και της δομής της αρχαίας τραγωδίας.
Οι «Τρωάδες» του Ευριπίδη, μια τραγωδία μεγάλης κλίμακας, που ασχολείται με βιώματα και αισθήματα βασικά και πανανθρώπινα, διδάχτηκαν το 415 π.Χ., ευθύς μετά την κατάληψη της Μήλου από τους Αθηναίους, που κατέσφαξαν τον ανδρικό πληθυσμό της και υποδούλωσαν τις γυναίκες και τα παιδιά της, και ενώ επέκειτο η παράτολμη εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία. Ανήκε στην τριλογία «Αλέξανδρος», «Παλαμήδης», «Τρωάδες», με κατάληξη το σατυρικό δράμα «Σίσυφος». Από τα τέσσερα έχουν διασωθεί μόνον οι «Τρωάδες». Από σκόρπια στοιχεία μπορούμε να ανασυνθέσουμε σε γενικές γραμμές το περιεχόμενό τους και να διαπιστώσουμε ότι και τα τρία δράματα συμβάλλουν στην καταγραφή της μοιραίας τρωικής εκστρατείας και των τραγικών αποτελεσμάτων της τόσο για τους νικημένους, όσο και για τους νικητές.
Οι «Τρωάδες» επεκτείνονται στις δυσμενείς συνέπειες της εκστρατείας κατά της Τροίας και στην πλοκή τους δίνεται εξαντλητικά με όλα τα μελανά χρώματα η ανατριχιαστική τραγωδία των νικημένων. Στο έργο βλέπουμε γυναίκες που κάποτε ήταν ασφαλείς, ευτυχισμένες και εύπορες, να βρίσκονται αντιμέτωπες με το φάσμα της επιβίωσης και της διατήρησης αυτού που απέμεινε από τις οικογένειές τους. Τις βλέπουμε στο πιο ακραίο όριο της απελπισίας, καθώς καλούνται να διαχειριστούν την απώλεια, τον ξεριζωμό, τη σκλαβιά, το βιασμό, τη σκληρότητα, το θάνατο.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Ευριπίδης με τη φιλόδοξη αυτή τετραλογία του νικήθηκε από τον Ξενοκλή, που δίδαξε τα χαμένα, σήμερα, δράματα «Οιδίπους», «Λυκάων», «Βάκχες» και «Αθάμας». Δεν αποκλείεται να μην μπορούσαν να αντέξουν οι Αθηναίοι μια τόσο υπερβολική δυστυχία, όπως αυτή που καταγράφεται στις «Τρωάδες». Μπορεί ακόμα να τους δημιουργούσε ενοχές και ψυχολογικά τραύματα η θηριωδία και η βαρβαρότητα των Ελλήνων, όπως αναδύεται από όλον αυτόν το ζόφο, ύστερα μάλιστα από τη δική τους απάνθρωπη συμπεριφορά στη Μήλο, τη στιγμή δε που προετοιμαζόταν η εκστρατεία στη Σικελία μέσα σε πολλούς προβληματισμούς και ανησυχίες αφενός και με υπερφίαλους ενθουσιασμούς και μεγαλειώδεις προσδοκίες αφετέρου.
Αρχικά στο έργο εμφανίζεται ο θεός Ποσειδώνας, στην παράσταση ως άγαλμα με τη φωνή του Μιχαήλ Μαρμαρινού, που βλέπει με συγκίνηση το δράμα των Τρώων. Τα ερείπια της πόλης να βγάζουν καπνούς, ο ποταμός Σκάμανδρος στην πεδιάδα της Τροίας, όπου οι Αχαιοί είχαν εγκαταστήσει το στρατόπεδό τους, να αντηχεί από τους οδυρμούς των αιχμαλώτων γυναικών, που περιμένουν την κλήρωσή τους στους νικητές, την άμοιρη βασίλισσα Εκάβη σωριασμένη στη γη μπρος στις σκηνές των σκλαβωμένων Τρωαδιτισσών, αφού έχει χάσει τον Πρίαμο και τα παιδιά της, αλλά δίχως να υποψιάζεται ακόμα τις μαύρες συμφορές της που θα ακολουθήσουν. Την ώρα που ο θεός αποχαιρετάει την κατεστραμμένη Τροία, αφού οι θεοί δεν έχουν θέση σε μια ερειπωμένη πόλη, παρουσιάζεται η θεά Αθηνά. Στο ρόλο, αιθέρια και στιβαρή ταυτόχρονα, να εμφανίζεται από το κοίλον του θεάτρου η εξαίσια Κόρα Καρβούνη. Η ανόσια πράξη του Αίαντα εις βάρος της Κασσάνδρας πρόσβαλε το δίκαιο των θεών και μετέστρεψε τα αισθήματά της για τους Έλληνες. Ζητάει τη σύμπραξη του Ποσειδώνα, για να εξοντωθεί ο ελληνικός στόλος καθώς επιστρέφει, πράγμα για το οποίο είναι πρόθυμος, όπως ήταν αναμενόμενο, ο θεός της θάλασσας.
Το λυρικό άσμα της Εκάβης – Άννας Κοκκίνου είναι συνταρακτικά ανθρώπινο. Μια δυστυχισμένη μάνα, μια σκλαβωμένη βασίλισσα, που υποφέρει από το φυσικό πόνο του γερασμένου κορμιού της ριγμένου πάνω στο σκληρό χώμα, θρηνεί για τη χαμένη πατρίδα της, για τα μύρια βάσανά της και καλεί τις αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες να συνοδέψουν το κλάμα της.
Τότε εμφανίζεται και ο Ταλθύβιος, πειστικότατος ο Απόστολος Πελεκάνος στο ρόλο, που εκθέτει τις αποφάσεις των Αχαιών και εντείνει την αγωνία των γυναικών. Η Κασσάνδρα δόθηκε στον Αγαμέμνονα, η Πολυξένη προορίζεται για τον τάφο του Αχιλλέα και η χήρα Ανδρομάχη θα ακολουθήσει τον Νεοπτόλεμο, το γιο του φονιά του άνδρα της, του Έκτορα.
Στη σκηνή ορμάει η Κασσάνδρα (εξαιρετική και ιδιόρρυθμη στην ιερή μανία της η Τζωρτζίνα Δαλιάνη), η ιέρεια, σαν Βακχίδα, κραδαίνοντας στα χέρια της δύο αναμμένους δαυλούς. Σε κατάσταση εκστατικής μανίας αποκαλύπτει με άγριο θρίαμβο την καταστροφή που περιμένει τους νικητές. Τη δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα, τη μητροκτονία για να πάρει εκδίκηση ο γιος του, τη δεκάχρονη βασανιστική περιπλάνηση του Οδυσσέα, και όλα αυτά σε ένα μείγμα παραφροσύνης, στοχασμού και έκρηξης. Τα λόγια της, λόγια μάντισσας, περιέχουν ένα συγκλονιστικό χλευασμό του υμεναίου, προφητείες για την ίδια της τη μοίρα. Η Κασσάνδρα φεύγει σαν Ερινύα, για να καταστρέψει το σπίτι των νικητών. Από τη συμφορά που θα φέρει η ίδια στο σπίτι των Ατρειδών, περνάει σε μια σοφιστεία ότι οι Τρώες, που αγωνίστηκαν για την πατρίδα τους, βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα από τους Έλληνες, που υπέφεραν και πέθαναν σαν τα σκυλιά στα ξένα, φτάνοντας και στην ιδέα της υστεροφημίας, ιδίως για τον ηρωικό Έκτορα, αλλά και για τον Πάρη, που αξιώθηκε να είναι ο άνδρας μιας θυγατέρας του Δία! Για τον Οδυσσέα προβλέπει πως χρόνια θα περιπλανιέται άθλιος, ενώ η Εκάβη δεν πρόκειται να γίνει σκλάβα του.
Όταν ο κήρυκας Ταλθύβιος φεύγει με την Κασσάνδρα, η Εκάβη σωριασμένη στο έδαφος θρηνεί για την τωρινή της απελπιστική δυστυχία, που γίνεται ακόμα πιο αβάσταχτη από τη θύμηση της ευτυχίας που κάποτε έζησε.
Το επόμενο επεισόδιο επικεντρώνεται στην Ανδρομάχη, την οποία με θλιμμένη μεγαλοπρέπεια υποδύεται η Δανάη Σαριδάκη, που φτάνει στη σκηνή με ένα αμάξι φορτωμένο με όπλα του Έκτορα, αλλά και στο μικρό Αστυάνακτα, τον Αλέξανδρο Παπούλια, που σε πολλά σημεία έκλεψε την παράσταση με τη χαριτωμένη παιδικότητά του. Η Ανδρομάχη και η Εκάβη εκπέμπουν κραυγές οδυνηρές για την τραγική τους κατάσταση και απελπισμένες εκκλήσεις προς τους αγαπημένους νεκρούς τους, τον Έκτορα και τον Πρίαμο. Στη στιχομυθία που ακολουθεί, η Εκάβη, μετά τον πόνο της για την Κασσάνδρα, μαθαίνει από την Ανδρομάχη και την τραγική τύχη της Πολυξένης, τη μοίρα της οποίας ωστόσο η γυναίκα του Έκτορα θεωρεί καλύτερη από τη δική της, αφού ο θάνατος τη γλίτωσε από τις φοβερές συμφορές που περιμένουν την ίδια, αν και στη ζωή της ως τώρα στάθηκε ένα υπόδειγμα συζύγου. Η Εκάβη, αφού παρομοιάζει τον εαυτό της με τσακισμένο καράβι που το ρήμαξε τρανή θαλασσοταραχή και αφέθηκε έρμαιο στα λυσσασμένα κύματα, συμβουλεύει τη νύφη της να φερθεί λογικά στο νέο αφέντη της, ελπίζοντας η δόλια πως θα μεγαλώσει ο Αστυάνακτας και ότι μπορεί κάποτε να ξαναζήσει η Τροία.
Τότε ακριβώς πέφτει το τελειωτικό χτύπημα. Έρχεται ο Ταλθύβιος και, συντριμμένος και ο ίδιος από φρίκη, ανακοινώνει την απόφαση των Ελλήνων, που πάρθηκε ύστερα από συμβουλή του Οδυσσέα, να γκρεμίσουν τον Αστυάνακτα από τα τείχη της Τροίας! Καταλήγοντας, τους συμβουλεύει να αποδεχτούν την απόφαση φρόνιμα, χωρίς αντίσταση, γιατί μόνον έτσι θα τους επιτρέψουν να θάψουν το παιδί.
Η επόμενη ρήση της Ανδρομάχης είναι από τις ωραιότερες που έγραψε ο Ευριπίδης.
Πάρτε το, σύρτε το, πετάξτε το, αφού σωστό σας φαίνεται να το πετάξετε, φάτε τις σάρκες του (…)
Πάρτε με να κρυφτώ, ρίξτε στο πλοίο το άθλιο κορμί μου.
Χωρίς λογική επιχειρηματολογία, χωρίς ρητορική προσπάθεια, μόνο με γνήσιο και άμεσο συναίσθημα η μάνα αποχαιρετάει το παιδί της με την αληθινή συγκλονιστική συγκίνηση που γνωρίσαμε και στη Μήδεια. Τέλος η πίκρα της ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον της Ελένης, και με έναν παροξυσμό πόνου αφήνει τη σκηνή, ενώ η Εκάβη εκφράζει την απόγνωσή της.
Αμέσως μετά καταφθάνει ο Μενέλαος (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης), ως επηρμένος νικητής και ως ματαιόδοξος γόης, να παραλάβει την Ελένη, για να τη σκοτώσει, όπως ισχυρίζεται, αφού την οδηγήσει πίσω στην Ελλάδα. Προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του λέγοντας ότι ξεσήκωσε την εκστρατεία στην Τροία όχι για χάρη της γυναίκας του, αλλά για να τιμωρήσει αυτόν που πρόσβαλε το ιερό δίκαιο της φιλοξενίας. Η απόφαση του Μενέλαου να τιμωρήσει την Ελένη στην Ελλάδα, και όχι επιτόπου, δικαιολογημένα προκαλεί υποψίες στην Εκάβη, όπως είναι λογικό.
Η Ελένη (Κατερίνα Διδασκάλου), ελκυστική, προκλητική, λάγνα, θρασύτατη και αμετανόητη, προσπαθώντας να δικαιολογηθεί, ρίχνει πρώτα την ευθύνη στην Εκάβη, που γέννησε τον Πάρη, ύστερα στην πανίσχυρη θεά Αφροδίτη, στην οποία κανείς, θεός ή άνθρωπος, δεν μπορεί να αντισταθεί, και τέλος στις ίδιες τις Τρωαδίτισσες, που την εμπόδιζαν τάχα να γυρίσει πίσω στους Έλληνες μετά το θάνατο του Πάρη. Η Εκάβη ανασκευάζει όλες τις ψευδολογίες της ότι δήθεν την είχαν απαγάγει με τη βία και ότι αργότερα ήθελε να φύγει από την Τροία και την εμπόδιζαν. Συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Σε μια τελευταία έκκληση προτρέπει τον Μενέλαο να τη σκοτώσει.
Η σκηνή κλείνει με τον Μενέλαο να φιλά στο στόμα την Ελένη κι αυτή αμέσως μετά να αναχωρεί πρώτη στητή από το κοίλον και αυτόν να την ακολουθεί.
Ακολουθεί η κατάρα των οδυρομένων γυναικών για τον Μενέλαο. Να συντριβεί το καράβι του στο γυρισμό και να μη σώσει να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Η Έξοδος είναι ένας ατελείωτος θρήνος που κλιμακώνεται εντονότατα με το μοιρολόι για τον Αστυάνακτα και με τον κοπετό για την Τροία, καθώς σωριάζεται σε ερείπια μέσα στη φωτιά και τον καπνό. Ο Ταλθύβιος με φανερή συγκίνηση φέρνει το πτώμα του παιδιού στην Εκάβη να το θάψει πάνω στην ασπίδα του Έκτορα, αφού η Ανδρομάχη έχει φύγει εσπευσμένα με τον Νεοπτόλεμο. Ο ίδιος έλουσε ήδη το σώμα του άτυχου μικρού στα νερά του Σκάμανδρου.
Το δόρυ σας είναι μεγαλύτερο από το νου σας, Αχαιοί.
Η Εκάβη, ύστερα από μια επίθεση στους άνανδρους Αχαιούς, που φοβήθηκαν ένα αθώο παιδάκι και το σκότωσαν απάνθρωπα, με τη συγκινητική τρυφερότητα που χαρακτηρίζει τον Ευριπίδη όταν πρόκειται να περιγραφούν σχέσεις με παιδί, θρηνεί απαρηγόρητα για τις χαμένες ελπίδες που σήμαινε γι’ αυτήν ο εγγονός της, για την παιδική του γλυκύτητα, για την αγάπη που του πρόσφερε η ίδια και για την τρυφερότητα που δεχόταν από εκείνο. Ο Χορός των γυναικών στολίζει το παιδικό σώμα με ό, τι μπόρεσε να περισώσει από την καταστροφή, συνοδεύοντας με θρηνητικές κραυγές, που συμβάλλουν στην πένθιμη διαδικασία.
Το γενικευμένο θρήνο για το παιδί διαδέχεται ένας ξαφνικός τρόμος από τις φωτιές που βλέπουν οι γυναίκες πάνω στην ακρόπολη του Ιλίου. Εδώ επιδιώκεται μια τελευταία κορύφωση στο δράμα με τους δαυλοφόρους των Αχαιών να καταστρέφουν πυρπολώντας ό, τι απόμεινε ακόμα από τη δύστυχη πόλη. Πρόκειται για την τελευταία κτηνωδία των Ελλήνων.
Στην κατακλείδα ο Ταλθύβιος ειδοποιεί τις γυναίκες να βιαστούν για να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, η Εκάβη θρηνώντας επιχειρεί να πέσει μέσα στη φωτιά και τη συγκρατεί ο Κήρυκας, οι γυναίκες σφυροκοπούν με τις γροθιές τους το χώμα και κραυγάζουν τον πόνο στους νεκρούς τους σε άκρα απόγνωση, ενώ το κάστρο σωριάζεται συντρίμμια και οι δυνάμεις της καταστροφής μοιάζουν να λυσσομανούν. Από μια τέτοια κόλαση οι αιχμάλωτες γυναίκες ξεκινούν για τη σκλαβιά, με την Εκάβη να σέρνεται ερείπιο από πίσω…
Το όνομα της πατρίδας μας,
τα πάντα, όλα, χάνονται
η Τροία δεν υπάρχει πιαΗ παράσταση ακολούθησε τη δομή και τη διάφανη καθαρότητα του έργου του Ευριπίδη δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα τρία αυτοτελή επεισόδια, της Κασσάνδρας, της Ανδρομάχης και του Μενελάου με την Ελένη. Επεισόδια που στοχεύουν στην κορύφωση του δράματος και του θρήνου της Εκάβης. Η δράση ξετύλιξε με ρυθμό και θεατρικότητα μια σειρά απανωτών καταστροφών και ιερόσυλων εγκλημάτων σαν αμείλικτη λιτανεία τρόμου. Μια φρίκη δίχως σταματημό.
Επιπλέον αξιοποίησε μουσικά όλα τα υλικά της τραγωδίας και πρότεινε νέους τρόπου εκφοράς με τη μουσική να κυριαρχεί.
Ο Χορός (Κέλυ Γιακουμάκη, Αναστασία Κατσιναβάκη, Κατερίνα Λάττα, Φιλιώ Λούβαρη, Μαρία Παρασύρη, Ελίνα Ρίζου, Αντιγόνη Φρυδά) με τη μεγάλη ποικιλομορφία στις αντιδράσεις των γυναικών, από την απελπισία, τον οδυρμό, το στοχασμό αλλά και το ψυχικό σθένος, ήταν άψογος και κατ’ εξοχήν στυλοβάτης της παράστασης. Κατά τη γνώμη μου, οι “Τρωάδες” του Θόδωρου Αμπαζή ήταν μια φιλότιμη, έντιμη και καλαίσθητη παράσταση που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ένα καλογραμμένο συμφωνικό έργο ενορχηστρωμένο για νυχτά όργανα, θρήνους, υψηλό λόγο, κινήσεις σωμάτων, οίκτο, πόνο, τρέλα, βία, αγάπη, μίσος και απόγνωση. Όλα αυτά συνταιριασμένα με δραματατικό τρόπο και εξαιρετική ισορροπία.
Συντελεστές
Μετάφραση
Έλσα Ανδριανού
Σκηνοθεσία
Θοδωρής Αμπαζής
Σκηνικό – κοστούμια
Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική
Θοδωρής Αμπαζής
Χορογραφία – Κίνηση
Ζωή Χατζηαντωνίου
Φωτισμοί
Αλέκος Αναστασίου
Επεξεργασία μουσικού υλικού
Μιχάλης Παπαπέτρου
Βοηθοί Σκηνοθέτη
Ελεάννα Τσίχλη
Κύνθια Βουκουβαλίδου
Βοηθός Σκηνογράφου
Τίνα Τζόκα
Βοηθός Μουσικού
Μιχάλης Παπαπέτρου
Διανομή
Εκάβη
Άννα Κοκκίνου
Ελένη
Κατερίνα ∆ιδασκάλου
Αθηνά
Κόρα Καρβούνη
Ανδρομάχη
∆ανάη Σαριδάκη
Κασσάνδρα
Τζωρτζίνα ∆αλιάνη
Μενέλαος
Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης
Ταλθύβιος
Απόστολος Πελεκάνος
Ποσειδώνας (φωνή)
Μιχαήλ Μαρμαρινός
Χορός
Κέλυ Γιακουμάκη
Αναστασία Κατσιναβάκη
Κατερίνα Λάττα
Φιλιώ Λούβαρη
Μαρία Παρασύρη
Ελίνα Ρίζου
Αντιγόνη Φρυδά
Συμμετείχε ως άγαλμα του Ποσειδώνα ο Γιώργος Ζυγούρης
Αστυάναξ: Βασίλης Βασιλείου / Αλέξανδρος Παπούλιας
Δημήτρης Χουντής: Σοπράνο-Σαξόφωνο
* Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων Πάτρας «Θανάσης Τσιπινάκης»
Βάγια Ζεππάτου: Υπεύθυνη Ορχήστρας
Πρώτα Μαντολίνα:
Βάγια Ζεππάτου, Φώτης Παπαντωνίου, Παναγιώτης Ρουσσέας, Κωνσταντίνα Βασιλοπούλου, Δήμητρα Περδίκη, Δήμητρα Αψόμωτου
Δεύτερα Μαντολίνα:
Δάφνη Ζουρνατζή, Μαρία Καζαντζίδη, Παναγιώτα Λουκοπούλου, Ανδριάνα Αγγελοπούλου, Περικλής Σιούντας, Χριστίνα Αντωνοπούλου, Γιάννης Γιαννόπουλος.
Μαντόλες:
Ελένη Λάππα, Δήμητρα Τουλιάτου, Νικόλας Φωτόπουλος, Αλέξης Ορφανός.
Κιθάρες:
Βασίλης Πουρνιάς, Έλενα Τζουφέτα, Αγγελική Πανίτσα, Κυριάκος Ζαφειρόπουλος, Γαβριέλα Βασιλοπούλου, Ανδρόνικος Καραμπέρης, Γιώργος Βασιλόπουλος, Στέλλα Μπαλή, Κωνσταντίνος Λοτσάρης.
Κόντρα Μπάσο:
Βιλέν Καραπετιάν