11.9 C
Athens
Δευτέρα 13 Ιανουάριος 2025

Δύο γράμματα αγάπης της Έμιλι Ντίκινσον προς τη Σούζαν Γκίλμπερτ

“Θα φώλιαζα, στη ζέστη της καρδιάς σου. Υπάρχει χώρος άραγε για μένα εκεί κοντά; Ή θα τριγυρνώ μακριά σου, άστεγη και μόνη;”
Έμιλυ Ντίκινσον, απόσπασμα από γράμμα στη συνομήλικη φίλη της, Σούζαν Γκίλμπερτ.

***

Η Έμιλι Ελίζαμπεθ Ντίκινσον (Emily Elizabeth Dickinson, 10 Δεκεμβρίου 1830 – 15 Μαΐου 1886) ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια. Αν και όχι τόσο διάσημη όσο ήταν εν ζωή, πλέον θεωρείται, μαζί με τον Ουόλτ Ουίτμαν, από τους πιο αναγνωρισμένους και αντιπροσωπευτικούς Αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της μένοντας αποκλεισμένη στο σπίτι των γονιών της στο Άμερστ και ολόκληρη η εργογραφία της παρέμεινε ανέκδοτη και κρυμμένη μέχρι και το θάνατό της. Εξαίρεση αποτέλεσαν μονάχα πέντε ποιήματα, από τα οποία τρία δημοσιεύτηκαν ανώνυμα και ένα εν αγνοία της ίδιας της ποιήτριας.

Οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον

Η Έμιλι γεννήθηκε το 1830 στο Άμερστ της Μασαχουσέτης. Ο πατέρας της ποιήτριας, Έντουαρντ Ντίκινσον, είχε σπουδάσει νομικά στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και εργαζόταν ως δικηγόρος στο Άμερστ της Μασαχουσέτης, ενώ αργότερα εκλέχθηκε μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Συγκλήτου της πολιτείας και μέλος του Αμερικανικού Κογκρέσου. Στις 6 Μαΐου 1828, παντρεύτηκε την Έμιλι Νόρκρος Ντίκινσον και έκαναν τρία παιδιά: τον Γουίλιαμ Όστιν, την Έμιλι Ελίζαμπεθ και τη Λαβίνια Νόρκρος, η οποία ήταν και αυτή που ανακάλυψε το έργο της αδερφής της, το συγκέντρωσε και το εξέδωσε μετά το θάνατό της.

Η Έμιλι Ντίκινσον προερχόταν από μια οικογένεια με ρίζες στη Νέα Αγγλία: οι πρόγονοί της έφτασαν στη Αμερική κατά το πρώτο μεταναστευτικό πουριτανικό κύμα. Συνεπώς, η αυστηρή προσήλωση της οικογένειάς της στον προτεσταντισμό επηρέασε και το έργο της ποιήτριας.

Η Έμιλι έζησε απομονωμένη στο δωμάτιό της μέχρι το θάνατό της. Σπάνια έβγαινε από το σπίτι κι ερχόταν σε επαφή με ελάχιστους ανθρώπους, οι οποίοι όμως την επηρέασαν σε μέγιστο βαθμό στην ποίηση και το τρόπο σκέψης της. Το 1854, γνώρισε τον πάστορα Τσαρλς Γουάντσγορθ σε ένα ταξίδι στη Φιλαδέλφεια. Ορισμένοι κριτικοί πιστεύουν ότι οι ρομαντικοί στίχοι των ποιημάτων της τα επόμενα χρόνια προέρχονταν από τον πλατωνικό έρωτά της για τον πάστορα, ωστόσο η ίδια τον αποκαλούσε “τον πιο κοντινό της άνθρωπο πάνω στη γη”.

Ποίηση και επιρροές

Τα αδέρφια της Έμιλι δεν ήταν μόνο η οικογένειά της, αλλά και οι σύντροφοι στις πνευματικές ενασχολήσεις της. Η ποίησή της αντανακλά τη μοναξιά που ένιωθε η ίδια, αλλά και στιγμές έμπνευσης που δίνουν ίσως μια αίσθηση ευτυχίας. Επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το θρησκευτικό συντηρητισμό της οικογένειάς της, αλλά και του αστικού πουριτανικού περιβάλλοντος της πόλης όπου ζούσε, ενώ φαίνεται να αντλεί επιρροές και από τους Μεταφυσικούς Άγγλους ποιητές του 17ου αιώνα. Θαύμαζε τον Τζον Κιτς και τους Ρόμπερτ και Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ.

H Ντίκινσον ήταν ιδιαίτερα παραγωγική στον αριθμό των ποιημάτων της, που ξεπερνούν τα 800 και συχνά τα έστελνε μέσω αλληλογραφίας σε φίλους της, ωστόσο δεν αναγνωρίστηκε ευρέως κατά τη διάρκεια της ζωής της. Πέθανε στο Άμερστ το 1886 και ο πρώτος τόμος ποιημάτων της εκδόθηκε μετά θάνατον το 1890 κι ο τελευταίος το 1955.

Η Ντίκισνον επηρεάστηκε από το έργο του Σαίξπηρ, από τη Βίβλο, το ποιητικό έργο του Έμερσον και κυρίως από τον Άγγλο ρομαντικό Τζον Κιτς και τους Βικτωριανούς ιδιαίτερα από το ζεύγος Ρόμπερτ και Ελίζαμπεθ Μπράουνινγκ όπως έγραψε η ίδια στο λογοτεχνικό κριτικό Χίγκινσον. Άλλες σημαντικές λογοτεχνικές επιρροές τόσο στο έργο όσο και στη ζωή της ήταν ο George Eliot, o Thomas Carlyle, η Goerges Sand, ο Alfred Lord Tennyson και η Charlotte Bronte με το μυθιστόρημα της Τζέιν Έιρ, το οποίο έγινε μέρος της ζωής της για πολλά χρόνια (ο εγκλεισμός, ο σκύλος της που τον ονόμασε Κάρολο όπως εκείνον του βιβλίου κ.τλ.).

Η δεκαετία 1855-1865 υπήρξε η παραγωγικότερη της ποιήτριας. Ήταν δύσκολο για μία γυναίκα να είναι επαγγελματίας συγγραφέας στα χρόνια της Έμιλι αν και δεν ήταν ασυνήθιστο να γράφει ποιήματα, οι περισσότερες και μάλιστα τα είδωλά της, Μπροντέ και Σαντ, χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα. Ωστόσο, σιγά σιγά εμφανίζονταν και άλλα στοιχεία του χαρακτήρα της που την έκαναν να φαίνεται ακόμη πιο αντισυμβατική. Στα τέλη της δεκαετίας του 1850 κατά τη “Μεγάλη Αφύπνιση”, η ίδια είχε αρνηθεί να διατρανώσει την πίστη της, συμπεριφορά που δεν πέρασε απαρατήρητη στο θεοκρατικό Άμερστ. Η άρνησή της έγινε στίγμα, το ότι δεν παντρεύτηκε δεν ήταν ασυνήθιστο καθώς ο Εμφύλιος και η φυματίωση είχαν ελαττώσει σημαντικά τον ανδρικό πληθυσμό. Δείγματα απομόνωσης άρχισε να εκδηλώνει κατά το πέρασμα της δεκαετίας όλο και πιο συχνά και πιο απόλυτα. Χαρακτηριστικά όταν ο διάσημος Έμερσον του οποίου το έργο γνώριζε και είχε μελετήσει βρέθηκε στο σπίτι του αδερφού της, η ίδια δεν τον γνώρισε ούτε του μίλησε. Η καλύτερή της φίλη από τα σχολικά της χρόνια, Σούζαν Χάντινγκτον-Γκίλμπερτ και κατόπιν γυναίκα του αδερφού της ενώ ζούσε στο απέναντι σπίτι, η Ντίκινσον μετά το 1856 προτιμά να της γράφει παρά να πηγαίνει να της μιλήσει, άλλες φορές αντί να μιλήσει σε κάποιον του πρόσφερε άνθη. Σταδιακά άρχισε να γράφει ποιήματα για τη μόνωση με γνωστότερο το “The soul selects her own Society”. Κάποιες φορές ίσως μιλούσε από την κρεβατοκάμαρά της στα παιδιά στον κήπο και τους κατέβαζε σε ένα καλάθι μπισκότα και σταφίδες. Διατηρούσε μια έμμεση επαφή με τον κόσμο μέσω της επιστολογραφίας. Ο μεγαλύτερος όγκος δουλειάς της εντοπίζεται στην ηλικία από 25-27 όπου γράφει περίπου 600 ποιήματα, τα ποιήματά της τα μετέγρεφε και τα έδενε μόνη της σε βιβλιαράκια. Συνολικά μέχρι το 1865 είχε γράψει πάνω από 1.100 ποιήματα.

Η αλληλογραφία και οι “Δάσκαλοι”

Στη διάρκεια της ζωής της αλληλογραφούσε με διάφορους άνδρες τους οποίους ονόμαζε “δασκάλους” και από τους οποίους εννοούσε ότι μάθαινε τα μυστικά της λογοτεχνίας. Εκτιμούσε πάρα πολύ τον αιδεσιμότατο Τσαρλς Γουάντσγουερθ ώστε έκανε πολλούς κριτικούς να νομίσουν ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του, δυστυχώς για την Έμιλι ήταν παντρεμένος και το χειρότερο έφυγε από τη Νέα Αγγλία για να μεταβεί στη Δυτική ακτή. Προτού αναχωρήσει, η Έμιλι του έγραψε ένα ερωτικό ποίημα που ξεκινά “I taste a liquor never brewed”. Άλλος δάσκαλός της ήταν ο εκδότης και ιδιοκτήτης εφημερίδας Σάμιουελ Μπόουλς, τον οποίο περιέγραψε ως “την πιο ελκυστική προσωπικότητα από όλους τους φίλους της”. Σχετίστηκε ακόμη με τον δικαστή Ότις Φίλιπς Λόρντ προς τον οποίο απέστειλε γράμματα ευγνωμοσύνης και αγάπης, ο κύριος δάσκαλός της όμως ήταν αδιαμφισβήτητα ο Χίγκινσον. Στον Χίγκινσον είχε αποστείλει μερικά ποιήματα και ο ίδιος την είχε συμβουλεύσει να μην προσπαθήσει να τα εκδώσει. Δεν ήταν η μόνη αρνητική κριτική υποδοχή που έλαβε η ποιήτρια. Στον Χίγκινσον έγραφε ότι ήταν άχρηστη η επιδίωξη της προβολής επειδή αυτή είναι κάτι που απλά συμβαίνει σε κάποιον.

Ωστόσο, η φήμη αποτελεί βασικό άξονα των ποιημάτων της που γράφτηκαν από το 1862-65. Ένα άλλο βασικό θέμα της ποίησής της είναι η απώλεια και η κρίση. Πολλοί μελετητές της πιστεύουν ότι πέρασε μια μεγάλη κρίση στις αρχές του Εμφυλίου που μάλιστα την ονομάζουν “την κρίση της ζωής της”. Ο Αίκεν υποστηρίζει ότι ένα βαθύ ψυχολογικό τραύμα την οδήγησε στο να κλειστεί στον εαυτό της. Στις επιστολές της προς τον Χίγκινσον φαίνεται σαν να ψάχνει κάποιον να αναπληρώσει το κενό του Γουάντσγουερθ. Τα συναισθήματά της για την προσωπική της κατάσταση είναι αρκετά δυνατά. Σ’ ένα ποίημα του 1862 εξέφρασε το συναίσθημα κάποιας που πίστευε ότι θα τρελαθεί, την ίδια ή την επόμενη χρονιά έγραψε ένα ποίημα για μια γυναίκα ντυμένη στα άσπρα. Αργότερα θα γινόταν αυτή η γυναίκα και θα φορούσε μόνο άσπρα.

Το 1862 έγραψε 366 ποιήματα κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ πριν, επομένως η κορύφωση της παραγωγικότητάς της εντοπίζεται στα χρόνια του Εμφυλίου που ήταν άλλωστε και το πιο καθοριστικό ιστορικό γεγονός στη ζωή της. Είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα όρασης και έκανε θεραπεία, γι’ αυτό προτιμούσε το χαμηλό φως και απέφευγε το διάβασμα ενώ έγραφε μόνο με μολύβι.

Επιστολή 77 προς τη Σούζαν Γκίλμπερτ, πιθανόν Φεβρουάριος 1852

Ευχαριστώ τις αγαπημένες μικρές χιονονιφάδες, που πέφτουν σήμερα και όχι κάποια αδιάφορη καθημερινή, όταν ο κόσμος και οι φροντίδες του κόσμου θα έβαζαν τα δυνατά τους να με κρατήσουν μακριά από τη φευγάτη μου φίλη — κι ευχαριστώ κι εσένα, αγαπημένη μου Σούζι, που δεν κουράζεσαι ποτέ από μένα, ή τουλάχιστον ποτέ δεν μου το λες, και που όταν ο κόσμος είναι ψυχρός, κι η καταιγίδα αναστενάζει τόσο μελαγχολικά, είμαι βέβαιη πως έχω ένα γλυκό καταφύγιο, ένα κρησφύγετο από την καταιγίδα! Χτυπούν οι καμπάνες, Σούζι, στο βορρά και στην ανατολή, και στο νότο, κι η καμπάνα του δικού σου χωριού, κι οι άνθρωποι που αγαπούν το Θεό, ανυπομονούν να πάνε στην εκκλησία· εσύ μην πας Σούζι, όχι στη δική τους συνάθροιση, μα έλα μαζί μου αυτό το πρωινό στην εκκλησία μες στις καρδιές μας, εκεί που οι καμπάνες δεν σταματούν να χτυπούν, κι ο ιεροκήρυκας που τον λένε Αγάπη – θα μεσολαβήσει εκεί για εμάς!
Θα πάνε όλοι εκτός από εμένα, στο συνηθισμένο οίκο συνάθροισης, να ακούσουν το συνηθισμένο κήρυγμα· η δριμύτητα της καταιγίδας είχε την ευγένεια να με καθηλώσει· και καθώς κάθομαι εδώ Σούζι, μόνη με τους αέρηδες κι εσένα, νιώθω βασιλικά όπως παλιά κι ακόμα περισσότερο, επειδή γνωρίζω πως ούτε φτωχοδιάβολος δεν θα εισβάλει σε αυτή τη μοναξιά, αυτή τη δικιά μας γλυκιά Κυριακή. Και σε ευχαριστώ για το πολυάκριβό σου γράμμα, που ήρθε τη νύχτα του Σαββάτου, όταν όλος ο κόσμος ήταν ασάλευτος σε ευχαριστώ για την αγάπη που μου έφερε, και για τις χρυσαφένιες του σκέψεις, και τα αισθήματα πετράδια απαράλλακτα, που ήμουν σίγουρη πως μάζεψα ολόκληρα καλάθια με μαργαριτάρια! Θρηνώ αυτό το πρωινό, Σούζι, που δεν έχω κανένα γλυκό ηλιοβασίλεμα πρόχειρο να σου επιχρυσώσω μια σελίδα, ούτε κανέναν όρμο τόσο γαλάζιο – ούτε καν μια καμαρούλα ψηλά—ψηλά πάνω στον ουρανό, σαν τη δική σου, να μου δώσει ουράνιες σκέψεις, να τις δώσω σ’ εσένα. Ξέρεις πως πρέπει να σου γράψω, κάτω, κάτω στο γήινο πεδίο – κανένα ηλιοβασίλεμα εδώ, κανένα άστρο ούτε καν ένα κομμάτι λυκόφως να μπορέσω να το κάνω ποίημα – και να σου στείλω! Ωστόσο, Σούζι, θα υπάρχει ρομάντζο στο ταξίδι του γράμματος σε σένα – σκέψου τους λόφους και τα λαγκάδια, και τα ποτάμια που θα περάσει, και τους οδηγούς και τους επόπτες της αμαξοστοιχίας που θα σπεύσουν να στο φέρουν· και πες μου δεν θα είναι ένα ποίημα απ’ αυτά που όμοιό του δεν γράφεται; Σε σκέφτομαι αγαπημένη Σούζι, τώρα, δεν ξέρω πώς ή γιατί, αλλά όλο και πιο τρυφερά με το πέρασμα κάθε μέρας, κι ο γλυκός μήνας της υπόσχεσης σιμώνει όλο και πιο πολύ· κι ο Ιούλιος μου φαίνεται τόσο αλλιώτικος – κάποτε φαινόταν στεγνωμένος και ξερός – και καθόλου δεν τον αγαπούσα λόγω της ζέστης του και της σκόνης· μα τώρα Σούζι, ο μήνας όλου του χρόνου ο καλύτερος· προσπερνώ τις βιολέτες – και την πρωινή δροσιά, και το πρώιμο Ρόδο και τους Κοκκινολαίμηδες· θα τα ανταλλάξω όλα αυτά με τη λάβρα και την καυτή μεσημβρία, όταν θα μπορώ να μετρώ τις ώρες και τα λεπτά μέχρι να έρθεις – Ω Σούζι, συχνά σκέφτομαι πως θα δοκιμάσω να σου πω πόσο πολύ πολύτιμη είσαι, και πως όλο σε ψάχνω, μα οι λέξεις δεν έρχονται, αν κι έρχονται τα δάκρυα, και κάθομαι απογοητευμένη – ωστόσο λατρεμένη μου, τα ξέρεις όλα αυτά – τότε γιατί προσπαθώ να σου τα πω; Δεν ξέρω μα όταν σκέπτομαι τους αγαπημένους μου, χάνεται όλη μου η λογική, και πράγματι φοβάμαι μερικές φορές πως πρέπει να φτιάξω ένα νοσοκομείο για τους αθεράπευτα παράφρονες, και να με αλυσοδένω εκεί κάτι τέτοιες στιγμές, για να μη σε πληγώσω.
Πάντα όταν λάμπει ο ήλιος, και πάντα όταν έχουμε καταιγίδα, και πάντα πάντα Σούζι, σε θυμόμαστε, και τι άλλο υπάρχει εκτός από το να θυμόμαστε; Δεν θα σου πω, επειδή ξέρεις! […] Αγαπημένη μου Σούζι, όλα σου τα γράμματα περιέχουν πράγματα γλυκά και πολλά για τα οποία θα μπορούσα να μιλήσω, μα ο χρόνος λέει όχι – ωστόσο μη νομίζεις πως τα ξεχνώ – Ω όχι – είναι ασφαλή στο σεντουκάκι τους που δεν μαρτυρά τα μυστικά τους — δεν τα φτάνει ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά – μα όταν η ώρα που ονειρευόμαστε – φτάσει – τότε Σούζι, υπόσχομαι να τα φέρω, και θα περάσουμε ώρες φλυαρώντας και φλυαρώντας για αυτά – εκείνες οι πολύτιμες θύμησες φίλων – πόσο τις αγαπούσα, και πόσο τις αγαπώ τώρα – τίποτα εκτός από τη Σούζι την ίδια δεν μου είναι ούτε κατά το ήμισυ τόσο αγαπητό. Σούζι δεν σε ρώτησα αν είσαι εύθυμη και καλά – και δεν μπορώ να σκεφτώ γιατί, εκτός από το ότι υπάρχει κάτι αέναο σε εκείνους που πολυαγαπάμε, αθάνατη ζωή και σφρίγος· πράγματι μοιάζει πως όλες οι αρρώστιες και συμφορές, θα τρέπονταν σε φυγή, δεν θα αποτολμούσαν να τους βλάψουν, και Σούζι, παρόλο που σε παίρνουν από εμένα, σε κατατάσσω με τους αγγέλους, και ξέρεις η Βίβλος μας λέει – «οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον». Μα αγαπημένη Σούζι, είσαι καλά, και γαλήνια, γιατί δεν θέλω να σε κάνω να κλάψεις λέγοντας, είσαι ευτυχισμένη; Μη δίνεις σημασία στη μουτζούρα, Σούζι. Είναι επειδή δεν κράτησα την αργία της Κυριακής!

***

Επιστολή 868 προς τη Σούζαν Γκίλμπερτ, αρχές Οκτωβρίου 1883

Αγαπημένη Σου –
Το Όραμα της Αθάνατης Ζωής εκπληρώθηκε –
Τελικά πόσο απλά έρχεται η Βαθεία Αντίληψη! ὁ ἐπὶ τόπον Πλέων κι όχι η Θάλασσα, ανακαλύπτουμε πως μας αποσβολώνει.
Ο Γκίλμπερτ αγαλλίαζε στα Μυστικά –
Η Ζωή του μ’ αυτά λαχάνιαζε – Με τι φοβέρα Φωτός, κραύγαζε «Μην το πεις, Θεία Έμιλυ!» Τώρα ο αναληφθείς Συμπαίκτης μου οφείλει να καθοδηγήσει εμένα. Δείξε μας, πολυλογά Μέντορα, την Οδό προς εσέ και μόνο!
Μίζερη στιγμή δεν έζησε – γεμάτη Θεία Δώρα η Ζωή του – τα Παιχνίδια του πιο ξέφρενα απ’ του Δερβίση ήτανε –
Τούτο το πλάσμα Χάση δεν ήτανε – Ταξίδευε απ’ τη Φέξη –
Τέτοιο ζύγιασμα των φτερών, δεν έδυσε ποτέ –
Τον βλέπω στ’ Άστρο, και συναπαντώ τη γλυκιά του γρηγοράδα σ’ όλα τα πετούμενα – Σάλπιγγα η Ζωή του, που ξελαρυγγιάζεται ως να σβήσει, Ηχώ η Ελεγεία του – έκσταση το Θρηνητικό του Άσμα –
Χάραμα και Μεσημβρία μαζί.
Για ποιο λόγο να περιμένει, αδικημένος μόνο απ´ τη Νύχτα, που σε μας την άφησε –
Δίχως κανένα στοχασμό, ο μικρός μας Αίας μετρά σπιθαμή προς σπιθαμή το σύμπαν –

Πέρνα στο Ραντεβού σου με το Φως,
Δίχως λαβωματιά εσύ λαβωμένοι εμείς –
Τσαλαβουτάμε αργά προς το Μυστήριο
Που εσύ δρασκέλισες με μιας!

Έμιλι.

Μετάφραση επιστολών: ΦΡΟΣΩ ΜΑΝΤΑ

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -