«Ακολούθα, μου λένε,
το μεγάλο ποτάμι που για σένα,
τη στιγμή τούτη ανοίχτηκε
Ιδού, ο οβολός σου
για τον πορθμέα»
(Καίτη Δρόσου, από την ποιητική
της συλλογή Οι τοίχοι τέσσερις, Κείμενα,1985)
Η Καίτη Δρόσου (1922-2016), που απεβίωσε στις 3 Φεβρουαρίου του 2016 σε μια σοφίτα στο Παρίσι, ήταν γνωστή και ως αυτόνομη ποιητική παρουσία αλλά και ως αφοσιωμένη σύντροφος του Άρη Αλεξάνδρου (1922-1978), του οποίου φρόντισε το έργο μετά τον πρόωρο θάνατό του. Μέλος της ΕΣΗΕΑ, υπήρξε μια γυναίκα δυναμική, θαρραλέα, χειραφετημένη από νωρίς, όταν αυτές οι ιδιότητες δεν ήταν διόλου αυτονόητες για το φύλο της. Δύσκολος και συνάμα ζεστός άνθρωπος, μοναχική από επιλογή, ανήσυχη, φιλοπερίεργη για τα πάντα του κόσμου τούτου (πολιτική επικαιρότητα, λογοτεχνία, θέατρο, εικαστικά, αλλά και μικροκαθημερινότητα της γειτονιάς της στην Κυψέλη ή στο «μεγάλο της χωριό», το Παρίσι, όπως το έλεγε, συνειδητή πολίτις-citoyenne κι εδώ κι εκεί). Θα λείψουν από τους φίλους της το πείσμα και το πάθος της σε ό,τι υποστήριζε, η βραχνάδα της φωνής της, το δηκτικό της χιούμορ, το κόμπιασμα ανάμεσα στη γαλλική ή την ελληνική λέξη, όταν ήθελε να ακριβολογήσει, η ζωντάνια της ως το τέλος. Μια αντισυμβατική προσωπικότητα.
-
Απόσπασμα άρθρου-συνέντευξης της Καίτης Δρόσου για τον Άρη Αλεξάνδρου στον Βασίλη Καλαμαρά που δημοσιεύτηκε στην εφημερία “Ελευθεροτυπία” στις 19 Μαΐου 2003:
«Έγραφε το “Κιβώτιο” με ματωμένα χέρια
Το ανέβασμα της «Αντιγόνης» στο ΚΘΒΕ και μια γαλλική επανέκδοση του «Κιβωτίου» («La Caisse» από τις εκδόσεις Le Passeur, σε μετάφραση της Κολέτ Λιστ) είναι τα δύο γεγονότα γύρω από τα οποία στράφηκε η ζωή της Καίτης Δρόσου τους τελευταίους μήνες.
Η γαλλική έκδοση τη χαροποιεί ιδιαίτερα. Δυο εξαιρετικά εισαγωγικά κείμενα από τον Ζιλ Ορτλίμπ (τον μεταφραστή του Βιζυηνού) και τη Λίζυ Τσιριμώκου («Το θρόισμα της Ιστορίας») βοηθούν τον Γάλλο αναγνώστη να συνειδητοποιήσει τη λογοτεχνική αξία του κειμένου που έχει στα χέρια του, αλλά και να γνωρίσει την ιδιαιτερότητα της ζωής και της προσωπικότητας του Έλληνα συγγραφέα, «συγγραφέα του ενός βιβλίου, αλλά τι βιβλίου!», όπως γράφει και ο Ορτλίμπ.
«Θυμάμαι ότι έγραφε και τα χέρια του ήταν ματωμένα. Έγραφε τα βράδια μετά τη δουλειά. Στο τελευταίο κεφάλαιο είχε πυρετό».
Η Καίτη Δρόσου γυρνάει πίσω στα δύσκολα χρόνια του Παρισιού, τότε που ολοκληρώθηκε το «Κιβώτιο». Μιλάει με ψυχραιμία και ειλικρίνεια, που με φέρνει σε αμηχανία. Η ίδια έκανε την καθαρίστρια και ο Αλεξάνδρου το «garcon». Ένα είδος ανθρώπου για όλες τις βαριές δουλειές. Παραπονέθηκε ποτέ; «Ποτέ. Αυτό είναι σλάβικο. Οι Ρώσοι πεθαίνουν χωρίς να βγάλουν λέξη. Μιλιά».
Έφυγαν από την Αθήνα λίγο μετά τη χούντα. Ο άνθρωπος που είχε γνωρίσει, όπως γράφει και η Λίζυ Τσιριμώκου, «την αμείλικτη καταδίωξη από το κράτος της Δεξιάς, το ανάθεμα και την κατασυκοφάντηση από την επίσημη Αριστερά», ζει στο Παρίσι μέσα στην πιο απόλυτη μοναξιά.
Μα το Παρίσι ήταν τότε γεμάτο Έλληνες πολιτικούς εξόριστους. «Δεν θυμάμαι να ήρθε κανείς να μας βρει. Έτσι όπως ζούσαμε με τον Άρη έπρεπε ο άλλος να ‘ρθει. Μας είχε μείνει από τα χρόνια του διωγμού, που ήταν, άλλωστε, όλη μας η ζωή. Εάν είχες κάνει εξορία και έβλεπες ανθρώπους στο δρόμο, έπρεπε αυτοί να σου μιλήσουν πρώτοι. Γιατί δεν ήξερες αν σε ακολουθεί χαφιές. Έπειτα, όλοι οι Έλληνες του Παρισιού έκαναν πολιτική. Έπρεπε να δώσουμε γη και ύδωρ στον Κολιγιάννη. Δεν θέλαμε, είχαμε πάρει αποστάσεις από το κόμμα. Να κάνουμε τι; Να κατεβαίνουμε τα μπουλβάρ με τις ελληνικές σημαίες; Τον Γάλλο, άλλωστε, δεν τον εκπλήσσεις με τίποτα».
– Δεν τον πόναγε τον Άρη Αλεξάνδρου η χούντα;
«Αφάνταστα. Μα με τι άλλο πέρα από την πολιτική ασχολήθηκε ο Άρης σε όλη του τη ζωή; Όλο του το έργο είναι πολιτικό. Αλλά από ένα σημείο και ύστερα δεν ξαναδιάβασε ούτε εφημερίδα. Ούτε στη Γαλλία. Εγώ έπαιρνα τη “Μοντ”. Ούτε που την κοίταγε. “Εγώ αυτό που θέλω θα το δω ξαφνικά μπροστά μου πρωτοσέλιδο. ΕΠΕΣΕ Η ΧΟΥΝΤΑ”, μου έλεγε. Στην Ελλάδα ούτε για καλοκαίρι δεν ξανάρθαμε. Όταν έπεσε η χούντα ήρθαμε το 1976 και κάναμε διακοπές με τον Ρίτσο στη Σάμο και μετά ξαναφύγαμε».
Ο Άρης Αλεξάνδρου πέθανε στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1978 στα 56 του χρόνια. Το «Κιβώτιο» είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από τον «Κέδρο» το 1975, αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Στη Γαλλία είχε κυκλοφορήσει λίγο πριν από το θάνατό του.
«Λίγες μέρες πριν πεθάνει το είχε δει στη βιτρίνα του Γκαλιμάρ και του είχαν στείλει και λίγα αντίτυπα», θυμάται η Καίτη Δρόσου. «Η πρώτη γαλλική κριτική δημοσιεύτηκε τη μέρα της κηδείας του. Ο Άρης έφυγε χωρίς να καταλάβει τίποτα από την απήχηση που θα είχε το “Κιβώτιο”. Αλλά και για την τύχη του στην Ελλάδα δεν είχε καλύτερη γνώμη. Μέχρι να μας πει η κυρία Κρανάκη ότι έχει κάνει αίσθηση, ο Άρης νόμιζε ότι είχε πάει πάτο».
Είχε αρχίσει να το γράφει στην Ελλάδα, το 1966. Όταν ο Άρης Αλεξάνδρου και η Καίτη Δρόσου έφυγαν για το Παρίσι δεν πήραν μαζί τους τα πρώτα χειρόγραφα. Όταν το ξανάπιασε μετά από περίπου τέσσερα χρόνια ο Γιάννης Ρίτσος εξεπλάγη που μπόρεσε να ξαναβρεί το ίδιο στυλ, τον ίδιο τόνο.
Ένα γράμμα του Ρίτσου με ημερομηνία αποστολής 19 Οκτωβρίου 1972, Σάμος, κλείνει την καινούργια γαλλική έκδοση του «Κιβωτίου».
Μεταφράζω από τα γαλλικά.
«(…) Σχετικά τώρα με το “Κιβώτιο”, α, αγαπητέ μου Άρη, τι εξαιρετικό μυθιστόρημα. Όσο πιο πολύ προχωράει τόσο περισσότερο απελευθερώνεται από “ορισμένες δυστυχείς ιστορικές εμπειρίες” και εισέρχεται στο παγκόσμιο πεδίο του καθολικού ανικανοποίητου όλων για όλα, σ’ αυτό το βαθύ και για πάντα ανεξερεύνητο πεδίο της “αποτυχίας ζωής και δημιουργίας”…».
Το «Κιβώτιο», αυτό το «αντι-έπος της δογματικής αριστεράς, αποστασιοποιημένο από τα ανδραγαθήματα, τα ηχηρά συνθήματα, τους γενναίους αγωνιστές με τα λάβαρα και τα φυσεκλίκια», όπως γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου, ανήκει σήμερα στις πρώτες πρώτες θέσεις του κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας. Και, το σημαντικότερο ίσως, έρχεται συνέχεια σε επαφή με νέους αναγνώστες. Η Καίτη Δρόσου θυμάται τη Νανά Καλιανέση του «Κέδρου» να της λέει:
«Ξέρεις ότι έχω δύο μεγάλες επιτυχίες, τον Βάρναλη και τον Ρίτσο. Αλλά βιβλίο που να πουλάει κάθε μέρα, κάθε μέρα σαν το “Κιβώτιο”, δεν έχω».
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Άρη Αλεξάνδρου «Ακόμη τούτη η άνοιξη» εκδόθηκε το 1946. Ακολούθησε η «Άγονος Γραμμή» (1952) και η «Ευθύτης Οδών» (1959). Στην ποίηση του Αλεξάνδρου υπάρχει έντονη η πικρία από τη διάψευση των ελπίδων, πικρία που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των ποιητών που έζησαν τον εμφύλιο. Συγχρόνως, χαρακτηρίζεται από έντονη ειρωνεία που σε ορισμένα σημεία φτάνει στο σαρκασμό, ως προς όλα τα γνωστά κοινωνικά συστήματα. Ο ποιητικός του λόγος ανεξάρτητος, καυστικός, ενίοτε ειρωνικός. Ωστόσο, διατηρεί μια ευγένεια, αντικειμενικότητα και κάποτε εκφέρεται με ένα συγκινητικό λυρισμό.
Ξεφυλλίζοντας τη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού έργου του Άρη Αλεξάνδρου με το τίτλο «Ποιήματα 1941-1974», διαπιστώνει εύκολα κανείς την αξιοπρέπεια στην ιδεολογική πορεία του συγγραφέα.
Ξεκίνησε με το στρατευμένο λόγο του υπέρ του κομμουνισμού για να καταλήξει στην άρνησή του κόμματος, απογοητευμένος από τους χειρισμούς των υπευθύνων ηγετών.
Ο Αλεξάνδρου ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση έργων κλασικών και νεότερων Ρώσων συγγραφέων (μετέφρασε Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τσέχωφ, Αχμάτοβα και άλλους) αλλά και έργων Γάλλων, Αμερικανών και Άγγλων συγγραφέων.
Γράφει ο Νίκος Σαραντάκος στο Διαδίκτυο:
«Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, ο Άρης Αλεξάνδρου δεν είναι παραγνωρισμένος -ωστόσο, παραγνωρισμένο ή ξεχασμένο ίσως είναι ένα κομμάτι του έργου του, αφού θεωρείται ευρέως «συγγραφέας του ενός βιβλίου», όπου βέβαια αυτό το ένα βιβλίο είναι το μυθιστόρημα «Το κιβώτιο». Κι όσο κι αν το Κιβώτιο φέρνει τον Γιόζεφ Κ. στα ελληνικά βουνά, για να δανειστώ τη φράση του φίλου μου Ζιλ Ορτλίμπ, με την οποία προλογίζει τη νέα έκδοση του “Κιβωτίου” στα γαλλικά (La Caisse, ed. Le Passeur, 2003), η αλήθεια είναι ότι η ακτινοβολία του έχει κάπως παραγκωνίσει το ποιητικό έργο του Αλεξάνδρου, και ολότελα το μεταφραστικό του έργο. Προσωπικά, θεωρώ τον Αλεξάνδρου μέγιστο μεταφραστή, και μεταφράσεις όπως της εξάτομης αυτοβιογραφίας του Ηλία Έρενμπουργκ («Άνθρωποι, χρόνια, ζωή») τις θεωρώ μνημειώδεις και (θα το τολμήσω) μεγαλύτερο επίτευγμα από το Κιβώτιο».
Να σημειωθεί ότι μια ενότητα από τη δεύτερη συλλογή του Αλεξάνδρου, τα «Ανεπίδοτα γράμματα», έχει μελοποιηθεί (μαζί με άλλα ποιήματά του) από τον Μιχάλη Γρηγορίου σε καντάτα για φωνή και πιάνο, με την Αφροδίτη Μάνου και τον Σάκη Μπουλά. -
Με τον Άρη Αλεξάνδρου στο Παρίσι Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της εγγονής του Άρη Αλεξάνδρου, Κατερίνας Καμπάνη «Ο παππούς μου, Άρης Αλεξάνδρου» (εκδόσεις «Ύψιλον», 2006) παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα άρθρου της Όλγας Σελλά στην εφημερίδα Η καθημερινή 16 Απρίλη 2006:
«Άρης Αλεξάνδρου, ο παππούς
Ένα διαφορετικό πορτρέτο μέσα από τις αναμνήσεις της εγγονής του Κατερίνας Καμπάνη
Πώς μένει ένας παππούς στη μνήμη των εγγονιών του; Τι εικόνες κρατάνε οι απόγονοι από τις περιστασιακές, συνήθως, επαφές με τους προγόνους τους, όταν εκείνοι δεν υπάρχουν; Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τις σύντομες, περιστασιακές, αλλά γεμάτες συναντήσεις τους, η Κατερίνα Καμπάνη γράφει ένα βιβλίο για τον παππού της, τον συγγραφέα και μεταφραστή Άρη Αλεξάνδρου. Για τα καλοκαίρια στο Παρίσι ή στην Ελλάδα που είχε την ευκαιρία να γνωριστούν, να παίξουν μαζί, να αφήσει ο παππούς τα ίχνη του στη μνήμη της μικρής, τότε, Κατερίνας…
Η πρώτη εικόνα της πεντάχρονης, τότε, Κατερίνας είναι «το καλοσυνάτο, το διαπεραστικό βλέμμα του και, σαν απόκοσμη μουσική, η ήρεμή του φωνή και ο συναρπαστικός γοητευτικός λόγος του». Μια αποτίμηση που κάνει η Κατερίνα Καμπάνη σήμερα, με τη βοήθεια της γιαγιάς της, Καίτης Δρόσου. Η γιαγιά είναι που βάζει σε τάξη τις σκόρπιες εικόνες της εγγονής, που λύνει απορίες, που ξαναζωντανεύει πρόσωπα, τοπία, φωτογραφίες, στιγμές. Η σύντροφος της ζωής του Άρη Αλεξάνδρου, η Καίτη Δρόσου, είναι η ζωντανή μνήμη σ’ αυτό το ταξίδι αναμνήσεων. Η εγγονή, η Κατερίνα Καμπάνη, κρατάει απλώς τη γεύση: «Ο παππούς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ το σκάκι –που το ξέχασα– να τρώγω με τα ξυλάκια τα ασιατικά φαγητά –που δεν το ξέχασα– να μαγεύομαι με ιστορίες –αληθινές και φανταστικές– που μου διηγιόταν· ούτε αυτές τις ξέχασα». Απ’ αυτές τις σκόρπιες αναμνήσεις, που αποτελούν όμως ένα διαφορετικό, άγνωστο πορτρέτο του Άρη Αλεξάνδρου, η «Κ» προδημοσιεύει σήμερα μερικά αποσπάσματα.
«Πρωτοείδα τον παππού στη γραφική κοινότητα της νότιας Γαλλίας La Colle-sur-Loup, στη διάρκεια διακοπών. Σ’ ένα γράμμα του προς τη μεγάλη μου θεία Αύρα, αδελφή της γιαγιάς μου, με το χιούμορ που τον διακρίνει και τη μεταφραστική του μανία, της γράφει: “Εν Κόλλα επί του Λύκου”. (…) Τότε που ήμουν μικρή και δε διάβαζα, με έθρεψαν εν είδει παιδικών παραμυθιών οι ιστοριούλες που μου διηγιόταν απ’ την παιδική του ηλικία στη Ρωσία, την πρώτη του πατρίδα. Βρήκα δύο που τις είχε γράψει ως μαθητής. Με καμάρι. Όχι πια αντιγράφοντας, αλλά βάζοντας τη σκέψη του στο χαρτί, σε γλώσσα ελληνική που κατακτήθηκε με κόπο, θέληση και πείσμα».
«Του Άρη του αρέσει να φωτογραφίζει, αλλά όχι να φωτογραφίζεται. Γι’ αυτό και σπάνια ποζάρει μπροστά στον φακό. Εξαίρεση αποτελούν φωτογραφίες τραβηγμένες από τον Αλέξανδρο Αργυρίου, τον ζωγράφο Άλκη Πιερράκο, τη Μαντλέν, συνάδελφο της γιαγιάς Καίτης στο παρισινό εργοστάσιο όπου εδούλεψε δεκαπέντε χρόνια, κι άλλους που δεν τους θυμάμαι. Σ’ αυτές εδώ τις φωτογραφίες (οι περισσότερες των ετών 1977-1978), η στάση, το ύφος, το πάντοτε ερευνητικό του βλέμμα, είτε κοιτάζει ένα τοπίο είτε ανάβει τον αναπτήρα του, βοηθά, όποιον τις παρατηρεί προσεκτικά, να δει πως ο Άρης βρίσκεται σχεδόν συνεχώς σε παραμονές αποφάσεων. Πρόκειται για την εποχή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. (…) Δεν θυμάμαι να έγραφε ο παππούς στις διακοπές, ούτε να ’χε φέρει μαζί του χαρτιά ή σημειώσεις. Μου το επιβεβαίωσε η Καίτη στις αφηγήσεις της οποίας και βασίζομαι για εποχές και γεγονότα που λόγω της ηλικίας μου αγνοώ. Ο Άρης, από τα νιάτα του, στην Αθήνα, σταματούσε να μεταφράζει για δεκαπέντε μέρες. Έμενε σπίτι ξαπλωμένος, διαβάζοντας, ονειροπολώντας – πραγματικό φαρνιέντε! Ξαπλωμένος ο Άρης – το ’βλεπες. Αυτή η στάση ήταν κάτι σαν ευδαιμονία, πιότερη από χαρά. Στ’ αλήθεια, στις αμμουδιές όπου πηγαίναμε για μπάνιο, στις εκδρομές, στα βουναλάκια, στην εξοχή, πρώτος και καλύτερος βολευόταν. Ξαπλωμένος».
«Είχα ό,τι ήθελα. Όλοι μου κάναν τα χατίρια. Όμως, δεν είχε γούστο. Το ήξερα απ’ τα πριν. Εκτός, εκτός από τον Άρη· κι ας ήταν τα χατίρια τα πιο απίθανα, όπως, ας πούμε, να χορεύω πάνω στην κοιλιά του. Μας περίμενε. Όλους. Αλλά κυρίως εμένα, με ύφος τάχα αδιάφορο. Έτσι άρχιζε το παιχνίδι –της επίθεσης, της σαγήνης, της υποταγής. Έπρεπε να θέλει να μου κάνει το χατίρι, χωρίς παρακάλια απ’ τη μεριά μου. Πλενόμουνα προσεχτικά στον νιπτήρα, με τις ώρες, του τραγουδούσα, του χόρευα. Μια μέρα, θυμάμαι, έπαιζε μ’ ένα φακό, τον αναβόσβηνε. Μου κίνησε έτσι το ενδιαφέρον και, φυσικά, την επιθυμία να κάνω το ίδιο. Παράτησα τον φακό, γιατί δεν τα κατάφερνα, και το είπα. Είπα: “Δεν μπορώ…” Ξέρω πως κείνη τη μέρα ο παππούς με αγάπησε πολύ. Το είπε στην Καίτη. Γιατί; Γιατί είχα πει “όχι”, γιατί είπα “δεν μπορώ”, εξηγώντας την αδυναμία μου, γιατί την παραδέχτηκα.
Ξεδιπλώναμε κάθε βράδυ τις αφίσες – και ήταν πολλές. Δεν ήταν μάθημα γεωγραφίας, αλλά ζωγραφικής. Τελικά, κολλήσαμε στον τοίχο την αφίσα της Πορτογαλίας. Ήταν, βλέπεις, η εποχή της “Επανάστασης των Γαρυφάλλων”. Το παιχνίδι – μάθημα συνεχίστηκε με τη μουσική. Για πολλά απογεύματα, ακούγαμε μαζί έναν μεγάλο δίσκο. “Τον έφερα για σένα”, μου είχε πει. Έπρεπε, λοιπόν, στο τέλος πολλών ακροάσεων, να είμαι σε θέση να μαντέψω τι αντιπροσωπεύει κάθε όργανο. Ποιος μουσικός φθόγγος είναι η γάτα, το καναρίνι ή το αγόρι, ο κεντρικός ήρωας. Ήταν “Ο Πέτρος και ο λύκος” του Σεργκέι Προκόφιεφ, με αφηγητή τον Ζεράρ Φιλίπ. Κάθε επιτυχημένη απάντηση είχε την ανταμοιβή της. Τις καραμέλες δεν τις αγαπούσα. Προτιμούσα ένα φιλί. Αυτός ήταν ο παππούς μου – για μένα».
Ανοιξιάτικες Ώρες (Καίτη Δρόσου)
Είναι μια χώρα με μανταρινιές,
Εκεί στην άκρη του χεριού σου,
Εκεί που τελειώνει ο καημός μας
Κι αρχίζει ο ουρανός.
Είπες:
Χρειάζεται να φυσήξει ένας άνεμος,
Να σκουπίσει τα σπίτια και τα δέντρα,
Να σκουπίσει τα χρόνια μας,
Για ν` ανάψεις μ` ένα πράσινο φύλλο
Την πίπα σου.
Εμείς δεν ξέραμε τίποτ` άλλο απ` τις μυγδαλιές
Που φύτεψε ο παππούς στο περιβόλι.
Όμως τώρα τον ξέρουμε
Τον άνεμο που σκουπίζει τα χρόνια μας
Και το πράσινο φύλλο
Που ανάβεις την πίπα σου
– Τώρα που φτάνουνε τα χέρια μας
ως τα δικά σου.
Το ποίημα δημοσιεύτηκε, χωρίς άλλα στοιχεία, στην εφημερίδα Η ΑΥΓΗ, στην καθημερινή στήλη Ποιητικό Ανθολόγιο, τον Νοέμβριο του 2003. [ανθολόγος του μήνα η κ. Μαρία Στασινοπούλου].
Δελτάρια του Γιάννη Ρίτσου στην Καίτη Δρόσου
Κοντοπούλι 1-ΧΙΙ-48
Καιτούλα μου τώρα δα πήρα το γραμματάκι σου. Σου απαντώ αμέσως. Βλέπεις τί τακτικός που έγινα — εγώ που βαριόμουνα σαν και τί την αλληλογραφία. Νιώθω την ανάγκη να κουβεντιάσω μαζί σας. Πού ‘ναι οι καλές μας μέρες — η συντροφιά μας — η ζέστα της αγάπης μας. Κι από μακριά ζεσταίνει — ε; Καιτούλα μου τί κρύο εδώ πέρα! Αγέρας ασταμάτητος —παγωνιά— χιονίζει. Είναι βράδι. Έχω αναμένη μια μικρή λαμπίτσα και σου γράφω. Εδώ σε μια γωνιά. Μ’ ακούς που σου κουβεντιάζω; Αχ αυτός ο αγέρας —άκου τον— αλωνίζει την ερημιά. Μα το γραμματάκι σου είναι δω —σιμά μου— ζεστό και λαχανιασμένο —ανασαίνει— σ’ ακούω. Μίλησέ μου κι άλλο. Μη σταματάς. Ναι — δεν μπορεί, θα ‘γραψες όμορφα ποιήματα. Θυμάμαι: «στη γωνιά του δρόμου, μου ‘δωσε ραντεβού ο αυγερινός». Έτσι; Κρίμα να μην προφτάσουμε να τα δημοσιεύσουμε. Αργότερα. Κάθε τι καλό δεν έχει να φοβηθεί το χρόνο. Η ποίηση κ’ η αγάπη. Ναι, ναι. Γράφε μου. Φιλιά στ’ Αγγελούδι και στο Φανάκη και στην Αύρα.
Πολλά-πολλά φιλιά — μη με ξεχνάς.
Γιάννης
* * *
Μούδρος, 12-VII-49
Αγαπημένη μου Καιτούλα
Πήρα δυο γράμματά σου και για τρίτη ή τέταρτη φορά τα γαλλικά περιοδικά. Χίλια ευχαριστώ. Δε σου ‘γραψα καθόλου τούτες τις μέρες. Μεταφερθήκαμε απ’ το Κοντοπούλι στο Μούδρο. Βρίσκομαι τώρα κοντά στη θάλασσα. Άρχισα τα μπάνια. Είναι όμορφα. Ίσως μετακινηθούμε κι από δω. Πότε και για πού δεν ξέρω. Τώρα είναι ζήτημα πια αν θα παίρνεις ένα ή δυο γράμματά μου το μήνα. Μη στενοχωριέσαι. Εσύ να συνεχίζεις να μου γράφεις όπως πάντα. Και πιο συχνά ακόμα. Είναι για μένα τόση χαρά. Όχι, μην πικραίνεσαι. Το ξέρεις πως δε σε ξεχνάω. Σε φιλώ
γλυκά-γλυκά
Γιάννης
[Πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Τροχιές σε διασταύρωση. Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου, πρόλ. Καίτη Δρόσου, επιμ.-εισαγ.-σημ. Λίζυ Τσιριμώκου, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2008, σ. 125 & 159]
Tα δελτάρια εξορίας και τα γράμματα του Γιάννη Ρίτσου προς την Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου είναι τεκμήρια μιας ακρωτηριασμένης αλληλογραφίας ανάμεσα σε τρεις επιστήθιους φίλους και ομότεχνους σε καιρούς χαλεπούς: επάλληλες εξορίες και δοκιμασίες στα χρόνια του μετεμφυλιακού ζόφου, νέες εκτοπίσεις αργότερα και σκληρές συνθήκες αυτοεξορίας στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας εμποδίζουν την προσωπική και άμεση επικοινωνία τους. Δεν είναι, βέβαια, οι μόνοι. Έτσι, εντασσόμενο σε ιστορική προοπτική, τούτο το επιστολικό μνημόνιο φιλίας προσεπικυρώνει και εμπλουτίζει τις γνώσεις μας για το ήθος της εξορίας, την εμπειρία των εκτοπισμένων και το καθεστώς ανελευθερίας που τους επιβάλλεται. Ωστόσο, σε επίπεδο λογοτεχνικής κριτικής, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ύφος του συγγραφέα, αθροίζοντας εμμονές, αγωνίες και αυτοδεσμεύσεις σχετικά με την πορεία της γραφής του, είναι αυστηρά προσωπικό και ενιαίο. Τόσο ο Ρίτσος όσο και ο Αλεξάνδρου (στα ελάχιστα δείγματα του επιστολικού του λόγου που σώζονται) είναι απολύτως αναγνωρίσιμοι, διατηρώντας έκτυπα τα στοιχεία που συνέχουν την ποιητική τους.
Από την άποψη αυτή, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τη γενετική διαδικασία ποιημάτων, τη συνεχή επεξεργασία του ρυθμού και του στίχου από έναν εργάτη ασκητικά αφοσιωμένο στην τέχνη του (Ρίτσος), καθώς και τις ωδίνες τοκετού ενός κορυφαίου κειμένου της σύγχρονης πεζογραφίας, του Κιβωτίου (Αλεξάνδρου).
Τα δελτάρια εξορίας και πολλές επιστολές αναπαράγονται έγχρωμα στις σελίδες του βιβλίου, αναδεικνύοντας έτσι όλη τη γοητεία των χειρογράφων.
Περιεχόμενα
ΚΑΙΤΗ ΔΡΟΣΟΥ
Πρόλογος: Μνήμη κατά ριπάς
ΛΙΖΥ ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΥ
Εισαγωγή: Χαρτογραφία μιας φιλίας
ΔΕΛΤΑΡΙΑ ΕΞΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ ΠΡΟΣ ΚΑΙΤΗ ΔΡΟΣΟΥ
Κοντοπούλι, Λήμνος, 9.Χ.1948
Κοντοπούλι, Λήμνος, 10.ΧΙ.1948
Κοντοπούλι, Λήμνος, 1.ΧΙΙ.1948
Κοντοπούλι, Λήμνος, 17.ΧΙΙ.1948
Κοντοπούλι, Λήμνος, 26.ΧΙΙ.1948
Κοντοπούλι, Λήμνος, 3.II.1949
Κοντοπούλι, Λήμνος, 24.II.1949
Κοντοπούλι, Λήμνος, 25.III.1949
Κοντοπούλι, Λήμνος, 23.ΙV.1949
Κοντοπούλι, Λήμνος, 10Ύ.1949
Κοντοπούλι, Λήμνος, 15.V.1949
Κοντοπούλι, Λήμνος, 19.V.1949
Κοντοπούλι, Λήμνος, 11.VI.1949
Κοντοπούλι, Λήμνος, 23.VI.1949
Μούδρος, Λήμνος, 12.VII.1949
Μακρόνησος, 31.ΙΧ.1949
Μακρόνησος, 27.ΧΙΙ.1949
Μακρόνησος, 1.Ι.1950
Μακρόνησος, 2.I.1950
Μακρόνησος, 16.I.1950
Μακρόνησος, 18.II.1950
Μακρόνησος, 3.ΙΙΙ.1950
Μακρόνησος, 11.III.1950
Μακρόνησος, 21.III.1950
Μακρόνησος, 27.III.1950
Μακρόνησος, 31.III.1950
Μακρόνησος, 2.IV.1950
Μακρόνησος, 21.IV.1950
Μακρόνησος, 30.IV.1950
Μακρόνησος, 6.V.1950
Μακρόνησος, 20.V.1950
Μακρόνησος, 16.VI.1950
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 1.VIII.1950
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 23.VIII.1950
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 11.IX.1950
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 27.Χ.1950
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 21.ΧΙ.1950
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 4.ΧΙΙ.1950
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 17.ΧΙΙ.1950
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 19.ΧΙΙ.1950
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 26.ΧΙΙ.1950
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 6.II.1951
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 14.V.1951
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 2.VI.1951
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 4.ΙΧ.1951
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 31.I.1952
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 21.II.1952
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 28.IV.1952
Άγιος Ευστράτιος Λήμνου, 3.V.1952
ΚΑΡΤ-ΠΟΣΤΑΛ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ
ΠΡΟΣ ΚΑΙΤΗ ΔΡΟΣΟΥ ΚΑΙ ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Προς Καίτη Δρόσου – Αθήνα, 10.ΙΧ.1954
Προς Καίτη Δρόσου – Αθήνα, 7.ΙΧ.1955
Προς Καίτη Δρόσου και Άρη Αλεξάνδρου – Όστραβα, 31.VIΙ.1962
Προς Καίτη Δρόσου και Άρη Αλεξάνδρου – Δρέσδη, 12.ΙΧ.1962
Προς Καίτη Δρόσου – Πράγα, 25.ΙΧ.1962
Προς Καίτη Δρόσου – Καρλόβασι, Σάμος, 9.VIII.1963
Προς Καίτη Δρόσου – Αθήνα, 6.VI.1971
Προς Αρη Αλεξάνδρου – Αθήνα, 7.VI.1971
Προς Αρη Αλεξάνδρου – Αθήνα, 25.VI.1971
Προς Καίτη Δρόσου – Αθήνα, 12.VIΙ.1971
Προς Αρη Αλεξάνδρου – Αθήνα, 12.VIΙ.1971
Προς Mlle Grand,Καίτη Δρόσου και Άρη Αλεξάνδρου – Καρλόβασι, Σάμος 4.Χ.1971
Προς Καίτη Δρόσου και Άρη Αλεξάνδρου – Καρλόβασι, Σάμος 7.ΧΙ.1971
Προς Άρη Αλεξάνδρου – Καρλόβασι, Σάμος, 21.ΧΙ.1971
Προς Καίτη Δρόσου – Καρλόβασι, Σάμος, 26.ΧΙ.1971
Προς Καίτη Δρόσου – Καρλόβασι, Σάμος, 11.ΧΙΙ.1971
Προς Καίτη Δρόσου – Αθήνα, 14.I.1972
Προς Καίτη Δρόσου – Αθήνα, 9.ΙΙ.1972
Προς Αρη Αλεξάνδρου – Αθήνα, 28.II.1972
Προς Καίτη Δρόσου – Αθήνα, 19.IV.1972
Προς Καίτη Δρόσου και Άρη Αλεξάνδρου – Αθήνα, 15.V.1972
Προς Καίτη Δρόσου και Άρη Αλεξάνδρου – Αθήνα, 28.VI.1972
Προς Καίτη Δρόσου – Αθήνα, 1.VIΙ.1972
Προς Άρη Αλεξάνδρου – Αθήνα, 4.VIΙ.1972
Προς Καίτη Δρόσου και Άρη Αλεξάνδρου – Αθήνα, 19.Χ.1972
Προς Άρη Αλεξάνδρου – Αθήνα, 9.ΧΙΙ.1972
Προς Καίτη Δρόσου – Αθήνα, 21.III.1973
Προς Άρη Αλεξάνδρου – Αθήνα, 28.V.1973
Προς Καίτη Δρόσου και Άρη Αλεξάνδρου – Αθήνα, 28.VIΙ.1973
Προς Άρη Αλεξάνδρου – Αθήνα, 12.V.1974
Προς Άρη Αλεξάνδρου – Καρλόβασι, Σάμος, 10. VIΙΙ.1974
Προς Καίτη Δρόσου – Αθήνα, 25.V.1976
Προς Καίτη Δρόσου – Αθήνα, 28.IV.1977
Προς Καίτη Δρόσου – Αθήνα, 19.ΧΙ.1978
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΚΑΙ ΚΑΙΤΗΣ ΔΡΟΣΟΥ ΠΡΟΣ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ
Άρης Αλεξάνδρου – Παρίσι, 18.9.1972
Άρης Αλεξάνδρου – Παρίσι, [2.11.1972]
Άρης Αλεξάνδρου – Παρίσι, 4.12.1972
Άρης Αλεξάνδρου [Αμηνολόγητη επιστολή]
Άρης Αλεξάνδρου – Παρίσι, 3.11.1975
Καίτη Δρόσου – Παρίσι, 9.11.1978
- Στην αρχική φωτογραφία είναι ο Τάσος Φιλιακός και η Μιράντα Φιλιακού, ο Γιάννης Ρίτσος και η Καίτη Δρόσου.