Στον πίνακα Don Manuel Osorio de Zuniga του Francisco de Goya απεικονίζεται το τετράχρονο παιδί του κόμη της Αλταμίρα με αλαβάστρινο πρόσωπο, εύθραυστο, αθώο και τρυφερό μες στα κατακόκκινα ενδύματά του να κάνουν ακόμα πιο έντονη την ευάλωτη φύση του.
Στα χέρια του κρατά το σκοινάκι που έχει δεμένο από το πόδι ένα πουλί: Ένα αθώο παιδί να έχει αιχμαλωτίσει την ελευθερία. Στο ράμφος του πουλιού υπάρχει η επαγγελματική κάρτα του ίδιου του Γκόγια.
Μοιάζει σαν μια προέκταση της φυλάκισης του πουλιού η επαγγελματική του κάρτα που αυτό παραπέμπει σε παραπέρα σκέψεις για το πόσο ελεύθερος ένιωθε σε εκείνο το περιβάλλον. Ίσως ο Γκόγια με αυτό τον τρόπο να ήθελε να δείξει τη δική του αιχμαλωσία από τους προστάτες του.
Και πιο πίσω στο σκοτεινό φόντο, τρεις γάτες, που τότε συμβόλιζαν το κακό στην Ισπανία, έτοιμες να ορμήσουν στο δεμένο πουλάκι, κάνουν πιο ένοχο το σκηνικό του έργου, που έρχεται σε μιαν ακόμη αντίθεση με την αθωότητα του μικρού παιδιού. Είναι ένα έργο που μπορεί να θεωρηθεί προάγγελος των μετέπειτα θεμάτων του.
Η μεγάλη ευαισθησία του Γκόγια στην αναπαράσταση των παιδιών φαίνεται σ’ αυτό το έργο, με τα πιο υψηλά αποτελέσματα. Στο πορτρέτο αυτό ο ζωγράφος αναπαριστά τον έκτο γιο του κόντε της Αλταμίρα. Ντυμένος με ένα κόκκινο κοστούμι, μπεζ εσάρπα και γιακά με λεπτή δαντέλα, ο μικρός Δον Μανουέλ παρουσιάζεται να παίζει με μια κίσσα, η οποία κρατά μια κάρτα (επισκεπτήριο) με το όνομα και το λογότυπο του καλλιτέχνη στο ράμφος της. Δίπλα του υπάρχουν ένα εξαιρετικά λεπτοδουλεμένο κλουβί με σπίνους και καρδερίνες και τρεις γάτοι με μεγάλα μάτια. Στο κάτω μέρος του πίνακα είναι γραμμένο ολόκληρο το όνομα του μικρού Μανουέλ και η ημερομηνία γέννησής του (2-4-1784).
Στη χριστιανική τέχνη τα πουλιά συχνά συμβολίζουν την ψυχή, ενώ στο μπαρόκ τα πουλιά σε κλουβί είναι σύμβολα της αθωότητας. Αν και η σύνθεση του έργου μπορεί να θεωρηθεί συμβατική για την εποχή μας (μία κόκκινη φιγούρα στο κέντρο του πίνακα και κάποια αντικείμενα στη βάση της φιγούρας), όμως για την εποχή κατά την οποία έζησε και δημιούργησε ο Γκόγια μια τέτοιου τύπου αναπαράσταση σε έναν απροσδιόριστο χώρο, με το «γυμνό φόντο» ατμοσφαιρικά φωτισμένο με «απειλητικούς» χαμηλούς τόνους, αποτέλεσε καινοτομία και επηρέασε μεταγενέστερους καλλιτέχνες όπως τον Μανέ.
Στο έργο, παρά την ακρίβεια ορισμένων λεπτομερειών, όπως ο γιακάς του μικρού Μανουέλ ή το τρίχωμα των γάτων, οι ελαφρές και γρήγορες πινελιές του Γκόγια, που δεν ορίζουν έντονα περιγράμματα και αυστηρά καθορισμένα σχήματα, προοιωνίζονται τον ιμπρεσιονισμό. Ο Γκόγια χρησιμοποιεί ένα βασικό, θερμό κόκκινο χρώμα στο κέντρο του πίνακα και στον υπόλοιπο χώρο θερμά και ψυχρά καφετιά, κίτρινα, πράσινα, άσπρα και μαύρα χρώματα, δημιουργώντας αντιθέσεις, αλλά κυρίως χρωματική και ατμοσφαιρική αρμονία.
Εντύπωση προκαλούν το χλωμό πρόσωπο του μικρού Μανουέλ και το βλέμμα του, που δε στοχεύει κάπου συγκεκριμένα, καθώς και το δυνατό φως γύρω από τα μαλλιά του. Οι τρεις γάτοι με τα έντονα μεγάλα μάτια, κρυμμένοι στη σκιά, που επιβουλεύονται την κίσσα, έρχονται σε αντίθεση με το αθώο βλέμμα του μικρού Μανουέλ, το οποίο φωτίζεται έντονα. Η αιχμάλωτη κίσσα, καθώς οδηγείται μπροστά από τους γάτους, συμβολίζει πιθανόν και τη σκληρότητα που δείχνουν ορισμένες φορές τα παιδιά.
Βιογραφία του Φρανσίσκο Γκόγια
Ο μεγάλος δάσκαλος της ζωγραφικής και της χαρακτικής έμελλε να αποτελέσει ένα από τα περίβλεπτα δείγματα σύγχρονου καλλιτέχνη.
Ως επίσημος ζωγράφος της βασιλικής αυλής της Ισπανίας, πρόσφερε αφειδώς τις υπηρεσίες του στον μονάρχη, μη λησμονώντας όμως ταυτόχρονα τον λαό που στέναζε έξω από το παλάτι: με τρεις σειρές χαρακτικών σχολιάζει καυστικά τα δεινά του κόσμου, ριψοκινδυνεύοντας τόσο τη θέση του όσο και τη ζωή του.
Ο παραγωγικότατος καλλιτέχνης θα άφηνε κληρονομιά στην ανθρωπότητα 700 πίνακες ζωγραφικής (ελαιογραφίες), περισσότερα από 300 χαρακτικά αλλά και πλήθος σχεδίων, εισάγοντας παράλληλα σχεδιαστικές καινοτομίες και προάγοντας τη ζωγραφική τεχνική σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται με ασφάλεια ένας από τους κορυφαίους «μαέστρους» του καμβά.
Όσο για τις πολιτικές του ανησυχίες και την κοινωνική του ευαισθησία, παρέμεινε σταθερά προσηλωμένος στον οπτικό σχολιασμό των συμφορών του πολέμου και του ηγεμονικού ζυγού, γεγονός που θα τον ανάγκαζε να αυτοεξοριστεί εξαιτίας του κινδύνου που διέτρεχε πλέον από το στέμμα…
Πρώτα χρόνια
Ο Francisco de Goya γεννιέται στις 30 Μαρτίου 1746 στο Fuendetodos της Ισπανίας. Γιος επιχρυσωτή, ο Γκόγια θα περάσει την παιδική του ηλικία στη Σαραγόσα, όπου και ανακάλυψε την κλίση του στο σχέδιο. Σε ηλικία 14 ετών μάλιστα ξεκινά σπουδές ζωγραφικής με γνωστούς δασκάλους της εποχής, αντιγράφοντας έργα μεγάλων μετρ της τέχνης, όπως του Βελάσκεθ και του Ρέμπραντ.
Λίγο αργότερα, ο Γκόγια θα βρεθεί στη Μαδρίτη, δουλεύοντας στο εργαστήριο ζωγραφικής των Francisco και Ramοn Bayeu y Subías. Θέλοντας να επεκτείνει τις γνώσεις του στο σχέδιο και τον χρωματισμό, θα ταξιδέψει στην Ιταλία το 1770 (ή το 1771) για να σπουδάσει τους κλασικούς από πρώτο χέρι. Ήταν στη Ρώμη λοιπόν που θα ερχόταν σε επαφή με νέες τεχνικές και παλιά μυστικά, λαμβάνοντας μάλιστα μέρος και στον διαγωνισμό ζωγραφικής της περίφημης Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Πάρμα: παρά το γεγονός ότι οι κριτές λάτρεψαν το έργο του, δεν του απένειμαν το πρώτο βραβείο.
Ο Γκόγια στην ισπανική βασιλική αυλή
Με τη βοήθεια του περίφημου Γερμανού ζωγράφου Άντον Μενγκς, ο Γκόγια έρχεται σε επαφή με την ηγεμονική οικογένεια της Ισπανίας και αρχίζει σταδιακά να δημιουργεί έργα κατά παραγγελία. Ξεκινά ταπεινά, φιλοτεχνώντας ταπισερί που λειτουργούσαν ως μοντέλο για υφαντές ταπετσαρίες, τις οποίες κατασκεύαζαν γυναίκες σε εργαστήριο της Μαδρίτης. Τα έργα αυτά απεικόνιζαν σκηνές της καθημερινότητας, όπως «Το Αλεξήλιο» (1777) και ο «Πωλητής Κεραμικών» (1779).
Μέχρι το 1779, ο Γκόγια είχε αποκτήσει μια μικρή φήμη, γεγονός που θα του εξασφάλιζε την προαγωγή του σε ζωγράφο της βασιλικής αυλής. Συνεχίζοντας την ανοδική του πορεία, γίνεται δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάντο τον επόμενο χρόνο, εμβαθύνοντας σε τεχνικές προσωπογραφίας.
Αποφοιτώντας, ήταν πλέον έτοιμος να εγκαθιδρύσει τη φήμη του ως ζωγράφος πορτρέτων, αναλαμβάνοντας πολυάριθμες παραγγελίες από τους αριστοκρατικούς κύκλους της ισπανικής αυλής. Έργα όπως το «Ο δούκας και η δούκισσα Οσούνα και τα παιδιά τους» (1787-1788) απεικονίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σχεδιαστική δεινότητα του Γκόγια αλλά και την έμφαση που έδινε στη λεπτομέρεια.
Αποτυπώνει με μαεστρία ακόμα και τα παραμικρά χαρακτηριστικά του προσώπου και των ενδυμάτων της αριστοκρατικής οικογένειας!
Ασθένεια
Το 1792 ο Γκόγια, υποφέροντας από άγνωστη πάθηση, θα χάσει πλήρως την ακοή του. Η ταραγμένη προσωπική περίοδος της ανάρρωσης θα τον ωθήσει να ξεδιπλώσει το ταλέντο του σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια: αρχίζει να ζωγραφίζει για το κέφι του, πίνακες δηλαδή που δεν του είχαν παραγγείλει και δεν επρόκειτο να πληρωθεί γι’ αυτούς, δίνοντας έμφαση σε πορτρέτα γυναικών από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Το ζωγραφικό του ύφος υπόκειται επίσης σε ευρείες αλλαγές.
Παρά τις νέες πινελιές που εισήγαγε στην τέχνη του, ο Γκόγια συνεχίζει να ανθεί οικονομικά και επαγγελματικά, εξαργυρώνοντας τη φήμη του το 1795 όταν και ανέλαβε διευθυντής της Βασιλικής Ακαδημίας.
Κοινωνικές ευαισθησίες
Παρά το γεγονός ότι αποτελούσε ενεργό μέλος της ηγεμονικής αυλής και υπεύθυνος της Βασιλικής Ακαδημίας, ο Γκόγια δεν ξέχασε ποτέ τα δεινά του λαού της Ισπανίας: αποφασίζει λοιπόν να τα απαθανατίσει ως κοινωνικό σχόλιο.
Στρέφεται στη χαρακτική και φιλοτεχνεί το 1799 μια σειρά από έργα («Los Caprichos») που σχολιάζουν τη διαφθορά, την απληστία και την καταπίεση του λαού με καυστικό τρόπο: τα 80 χαρακτικά λειτουργούν ως γροθιά στο στομάχι για την άρχουσα τάξη, μιλώντας ανοιχτά για κοινωνικά γεγονότα και πολιτικά τεκταινόμενα.
Ακόμα όμως και στο επίσημο corpus των έργων του, ο Γκόγια δεν χαρίστηκε στο βασιλικό μαικήνα του: έβλεπε πάντα με κριτικό μάτι τις παραγγελίες που του δίνονταν από την αριστοκρατία, βάζοντας τη δική του καυστική πινελιά σε όσα θεωρούσε κακώς κείμενα. Περίφημο παράδειγμα είναι το έργο που φιλοτέχνησε για την οικογένεια του βασιλιά Καρόλου Δ’ (γύρω στα 1800), το οποίο παραμένει ένα από τους γνωστότερους πίνακές του, παρά το γεγονός ότι απεικόνισε τα μέλη της οικογένειας περισσότερο σαν καρικατούρες παρά σαν αληθινούς ανθρώπους!
Είναι σίγουρο ότι ο μεγάλος δάσκαλος θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα τις μορφές (το είχε ξανακάνει άλλωστε με μοναδική επιτυχία!), προφανώς όμως δεν ήθελε (ή έτσι τουλάχιστον υποθέτουν οι ιστορικοί τέχνης).
Ο Γκόγια χρησιμοποίησε επίσης την ιδιαίτερη παλέτα του για να καταγράψει (εν είδει χρονικογράφου) την ταραγμένη ιστορία της χώρας του και των καιρών του. Το 1808 η Γαλλία εισβάλλει στην Ισπανία, με τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στο τιμόνι. Ο Γάλλος αυτοκράτορας εγκαθιστά τον αδελφό του στον θρόνο της Ισπανίας, με τον περίφημο ζωγράφο Γκόγια να παραμένει ωστόσο στις υπηρεσίες και της νέας αυλής. Αυτό βέβαια δεν θα του στερούσε τη δυνατότητα να φιλοτεχνήσει μια νέα σειρά από χαρακτικά που θα αποτύπωναν τις φρικαλεότητες του πολέμου.
Κι όταν ο Ισπανός μονάρχης θα ξανακέρδιζε τον θρόνο του το 1814, θα ερχόταν το πιο περίφημο ενδεχομένως έργο του Γκόγια, το βαθύτατα αντιπολεμικό «3η Μαρτίου».
Ο πίνακας αναπαριστά την ισπανική εξέγερση στη Μαδρίτη κατά των γαλλικών δυνάμεων κατοχής, μιλά όμως σαφώς για την ανθρώπινη απώλεια του πολέμου.
Κατοπινά χρόνια
Με τον Φερδινάνδο Ζ’ στον βασιλικό θρόνο της Ισπανίας, ο Γκόγια κράτησε τη θέση του στην ισπανική αυλή παρά το γεγονός ότι είχε εργαστεί -τυπικά- για τον Γάλλο κατακτητή Ιωσήφ Βοναπάρτη. Ο βασιλιάς φέρεται να του λέει: «Θα σου άξιζε να αποκεφαλιστείς, είσαι όμως σπουδαίος καλλιτέχνης, οπότε σε συγχωρούμε!».
Άλλοι βέβαια δεν θα ήταν εξίσου τυχεροί με τον Γκόγια, καθώς ο βασιλιάς βάλθηκε να ξεκάνει τους φιλελεύθερους που ονειρεύονταν συνταγματικό κράτος. Ο Γκόγια, παρά το ακραίο προσωπικό ρίσκο που έπαιρνε, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον ζυγό του Φερδινάνδου με μια νέα σειρά χαρακτικών («Los disparates»), που απεικονίζουν τον παραλογισμό των καιρών διερευνώντας τις έννοιες της λαγνείας, της τρέλας, της τρίτης ηλικίας, του θανάτου και πολλών ακόμα εκρηκτικών κοινωνικών θεμάτων, πάντα υπό το πρίσμα του γκροτέσκου.
Το τεταμένο πολιτικό κλίμα και η «ενόχληση» που αποτελούσε πλέον ο Γκόγια για τη βασιλική αυλή θα τον αναγκάσουν να αυτοεξοριστεί πρόθυμα το 1824: παρά την κακή κατάσταση της υγείας του, ο ζωγράφος θεωρεί ότι θα είναι ασφαλέστερος εκτός Ισπανίας. Μετακομίζει στο Μπορντό της Γαλλίας, όπου και περνά τα τελευταία του χρόνια, συνεχίζοντας πάντα τη ζωγραφική.
Τα έργα της τελευταίας αυτής περιόδου παρουσιάζουν τα πορτρέτα φίλων του που αναγκάστηκαν επίσης να εγκαταλείψουν την Ισπανία. Ο ίδιος πεθαίνει στις 16 Απριλίου 1828 στο Μπορντό.
Προσωπική ζωή
Ο Γκόγια ήταν παντρεμένος με την Josefa Bayeu y Subías, την αδελφή των παλιών δασκάλων του Francisco και Ramοn Bayeu y Subías. Το ζευγάρι απέκτησε ένα παιδί, τον Xavier.
Παρουσίαση του έργου:
ΜΑΝΟΥΕΛ ΟΣΟΡΙΟ ΝΤΕ ΘΟΥΝΙΚΑ (ΜΑNUEL OSORIO DE ZUNICA)
Φρανσίσκο Γκόγια (Francisco Goya), ζωγράφος και χαράκτης, 1746-1828
Υλικό: λάδι σε μουσαμά
Έτος δημιουργίας: 1788
Τόπος διατήρησης: Μητροπολιτικό Μουσείο Τεχνών, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ
Διαστάσεις: 101 × 127 εκ.