Ο Διομήδης Κομνηνός (1956-1973) ήταν τo πρώτo θύμα της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στην Αθήνα, αν και ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι έλκυε την καταγωγή του από την Κύπρο, ενώ διέμενε στην οδό Λευκάδος 7. Προς τιμήν του το 9ο Δημοτικό Σχολείο Πετρούπολης ονομάστηκε “9ο Δημοτικό Σχολείο Πετρούπολης Διομήδης Κομνηνός”. Είχε περάσει τις εισαγωγικές εξετάσεις του Πολυτεχνείου με υψηλούς βαθμούς λίγο πριν από το θάνατό του.
Τη νύχτα της 16ης Νοεμβρίου 1973, αστυνομικές δυνάμεις ήρθαν αντιμέτωπες με εκατοντάδες διαδηλωτών που είχαν συγκεντρωθεί εντός και εκτός του προαυλίου του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων. Ο Διομήδης Κομνηνός ήταν μαθητής λυκείου μέσα στο Πολυτεχνείο, ενώ αργότερα ενώθηκε με άλλους μαθητές και φοιτητές στη γωνία 3ης Σεπτεμβρίου, Μάρνη και Αβέρωφ, μεταφέροντας τραυματίες. Τραυματίστηκε και ο ίδιος θανάσιμα στην καρδιά από πυρά που έριξαν, σκοπεύοντάς τον από απόσταση 10 μέτρων άνδρες της φρουράς του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές και τον γιατρό Αντώνη Κοντόπουλο στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του ΕΕΣ και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών (μετέπειτα Γενικό Κρατικό).
Αναγνώριση
Ο ποιητής Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής έγραψε ένα ποίημα προς τιμήν του. Επίσης και η Λένα Παππά, το γνωστό ποίημα “Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου”, το οποίο άλλωστε, μέχρι πρόσφατα, ήταν ανθολογημένο σε σχολικά εγχειρίδια. Ο ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου δημιούργησε συλλογή αποστροφικών ποιημάτων στην οποία έδωσε τον τίτλο “Διομήδης Κομνηνός” όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρει: “Δεκαεφτά χρονών. Εθελοντής τραυματιοφορέας. Γαζώθηκε από σφαίρες τη Νύχτα της Μεγάλης Σφαγής. 17 Νοέμβρη ’73 στο Πολυτεχνείο.”.
Το όνομά του αναφερόταν στο βούλευμα των Δικών της Χούντας.
Η σκισμένη του μπλούζα βρίσκεται σε έκθεμα θυμάτων του Πολυτεχνείου και χρησιμοποιήθηκε από τη χήρα του Σαλβαδόρ Αλιέντε, Ορτένσια, για να σκουπίσει τα δάκρυά της.
Tρία ποιήματα για τον δολοφονημένο από τη χούντα, τις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, 17χρονο μαθητή Διομήδη Κομνηνό.
Δολοφονήθηκε με σφαίρα στην καρδιά, στις 16 του Νοεμβρίου 1973, στη διασταύρωση των οδών Αβέρωφ και Μάρνη, από τη φρουρά του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και μεταφέρθηκε νεκρός στο «Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών».
Διομήδης Κομνηνός
του Ανέστη Ευαγγέλου
Δεκαεφτά χρονών. Εθελοντής τραυματιοφορέας,
γαζώθηκε από σφαίρες τη Νύχτα της Μεγάλης Σφαγής,
17 Νοέμβρη του ’73, στο Πολυτεχνείο.
Οι εφημερίδες
***
Στερημένος την αγιότητα ενσαρκωμένη, απτή,
εγκάθειρκτος της λογικής, αρνιόμουν να πιστέψω
επίμονα, πως τα οστά μοσχοβολούν και λάμπουν
των αγίων. Ώσμε προχτές που κίνησα κι εγώ
να προσκυνήσω το πουκάμισό σου ματωμένο
κι από τα βόλια τρυπημένο των φονιάδων.
Καθώς
πλησίαζα βουρκωμένος, τρέμοντας απ’ την ταραχή,
βλέπω ν’ ανέρχεται τεράστιο το πουκάμισο σου
και να καλύπτει όλο το χώρο με φεγγοβολή
γλυκιά, κι από ψηλά, με λεπτό άρωμα, να ευωδιάζει.
Καρδιά των καρδιών, που θα ’λεγε κι ο Νικηφόρος,
έφηβε ωραίε, λαμπρέ, του ελληνικού φωτός,
που τους ενόχλησες πολύ να κουβαλάς τους λαβωμένους
κι άπονα σε σκοτώσαν οι φασίστες.
*
Συνομιλία με τον Κομνηνό Διομήδη
του Νίκου Παναγιωτούνη
Απόψε αγόρι μου μαζί σου
θα πω δυο λόγια παραπάνω
μπορεί να σε στεναχωρήσω
και ίσως και να σε πικράνω
όμως να ξέρεις από μένα
θ’ ακούσεις μόνο το σωστό
ίσως λιγάκι διογκωμένο
μ’ ανθρώπινο είναι κι αυτό.
Μου λες πως θέλεις του λαού μας
να του χαρίσεις λεφτεριά
για να μην δένουν την καρδιά του
κτήνη με σίδερα βαρειά
κι εγώ αυθόρμητα όπως πάντα
θα σου μιλήσω ειλικρινά
και συ θα κρίνεις ΔΙΟΜΗΔΗ
τα φαύλα και τ’ αληθινά.
Πώς θες να σπάσεις τα δεσμά τους
και να τσακίσεις αλυσίδες
αφού φοβούνται κι είναι δούλοι
αυτοί οι άνθρωποι που είδες
πώς θέλεις να σ’ ακολουθήσουν
στον δρόμο σου τον ιερό
έτοιμοι να λιποψυχίσουν
είναι στον πρώτο κεραυνό.
Ξέρεις πως λέω την αλήθεια
και η αλήθεια είναι πικρή
μα ο φόβος τους τρυπά τα στήθεια
μόλις θα δούνε μια στολή
λένε πως είναι δημοκράτες
μα έχουν στο σβέρκο τους ζυγό
και τρέμουν μπρος στους φαυλοκράτες
το ίδιο όπως στο φασισμό.
Συγχώρεσέ με Διομήδη
στο μνήμα σου το σκοτεινό
μα σ’ έχουνε ξεχάσει ήδη
και όλα αυτά είναι σκηνικό.
Εσύ δεν δίστασες να δώσεις
το αίμα σου το παιδικό
και απορείς που ακόμα βλέπεις
γύρω σου πλήθος δουλικό.
Όμως μπορεί να κάνω λάθος
κι όλος αυτός ο συρφετός
να είναι αγωνιστές με πάθος
και όχι όχλος μα λαός
γι’ αυτό ησύχασε ακριβέ μου
μπορεί και μέσα απ’ τους δειλούς
να βγουν γενναίοι και γενναίες
που θα κρατάνε κεραυνούς.
Μπορεί το σκηνικό ν’ αλλάξει
κι αντί στεφάνια γιορτινά
από του τουφεκιού τη λάμψη
να ξεπροβάλλει η λευτεριά
και τότε ΚΟΜΝΗΝΕ ΔΙΟΜΗΔΗ
του χώρου τούτου μαχητή
στην πικραμένη σου καρδούλα
θα ξανανθίσει η ζωή.
Δεν ξέρω μήτε που ανήκες
ΔΙΟΜΗΔΗ ιδεολογικά
μα μέσα στην ψυχή σου είχες
ανθρώπινα ιδανικά.
Εσύ ήσουν πέρα ως πέρα αντάρτης
γέννημα θρέμμα του λαού
μα τώρα γυιέ μου είσαι ήλιος
μέσα στα πλάτη τ’ ουρανού.
Εσύ θα ξαναζωντανέψεις
τη φλόγα μέσα στις ψυχές
και στο πλευρό μας θα παλέψεις
για νάρθουν μέρες πιο λαμπρές.
Κι εμείς που θάχουμε εσένα
παράδειγμά μας φωτεινό
το χώρο πούβαψες με αίμα
κάστρο θα κάνουμε τρανό.
Θα πολεμήσουμε με πείσμα
τον κάθε ιμπεριαλιστή
κι από το σβέρκο του λαού μας
θα διώξουμε κάθε ληστή.
Θα διώξουμε την ξένη ακρίδα
τυρράνους κι Αμερικανούς
και η γαλάζια μας πατρίδα
θα ξαναγίνει φως και νους.
*
Στο Διομήδη Κομνηνό
του Δημήτρη Ραβάνη – Ρεντή
Βεβαίως,
είχε βεβαρημένο παρελθόν ο Διομήδης.
Πέντε χρονών, στους ώμους του πατέρα του
φώναζε για λευτεριά στην Κύπρο,
δέκα χρονών, ξυπόλυτος,
με μια φέτα ψωμί στην τσέπη,
βάδιζε στην πορεία της ειρήνης,
στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία.
Στα δεκαεπτά
μ’ ένα πλακάτ στο χέρι:
ψωμί – παιδεία – ελευθερία.