Του Παναγιώτη Μήλα
[email protected]
«Ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκεία σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ’ ἑκάστω τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται».
Οι παραπάνω αράδες σε ελεύθερη απόδοση λένε τα εξής: «Διότι τάφος των επιφανών ανδρών είναι κάθε τόπος, και δε σώζεται το όνομά τους μόνο σε επιγραφές στην πατρίδα τους, αλλά διατηρείται η ανάμνησή τους και στις ξένες χώρες, πιο πολύ στη μνήμη και στις καρδιές των ανθρώπων παρά στα γραπτά μνημεία και στους τάφους».
Λοιπόν, επανέρχομαι. Τι τραγωδία κι αυτή. Να μάθουμε ντε και καλά αρχαία ελληνικά. Ποιος ο λόγος; Κανένας! Ίσα ίσα για να μας βγάζουν το λάδι οι φιλόλογοι. Στο ΣΤ’ Γυμνάσιο Αρρένων, στην αρχή η Μαρία Αγγελάκη και αργότερα ο Γιώργος Παπανδρεόπουλος.
Ωραία. Πες και τα μάθαμε. Με ποιον θα μιλάμε; Αναπάντητο το ερώτημα. Τα χρόνια πέρασαν και το ερώτημα δεν απαντήθηκε.
Στη Μικρή Επίδαυρο με την Πατεράκη
Φθάσαμε όμως στο καλοκαίρι του 2014 και στη μικρή Επίδαυρο. Στην «αχιβάδα», όπου η Ρούλα Πατεράκη παρουσίασε τον «Πελοποννησιακό Πόλεμο» του Θουκυδίδη. Η παράσταση πρόκειται να ολοκληρωθεί σε τρία χρόνια. Ο γενικός τίτλος της τριετίας είναι «Το Μανιφέστο του Πολέμου». Πρώτο μέρος: «Περικλής: Η Νεύρωση της Ηγεμονίας» (καλοκαίρι του 2014), δεύτερο μέρος: «Το Σύνδρομο Αλκιβιάδης» (καλοκαίρι του 2015) και τρίτο μέρος: «Άρατε Πύλας» (καλοκαίρι του 2016).
Αυτός ο προγραμματισμός για τα τρία χρόνια προκάλεσε ταραχή σε κάποιους θεατές οι οποίοι εμφανώς ενοχλημένοι σχολίαζαν το γεγονός την ώρα που εμείς χειροκροτούσαμε τους ηθοποιούς και τη Ρούλα Πατεράκη, η οποία προτίμησε να μείνει στα «ορεινά» και να μην κατέβει στη σκηνή.
Τη στιγμή εκείνη ρώτησα τους διαμαρτυρόμενους κυρίους αν είχαν διαβάσει ή αν είχαν ακούσει τον «Επιτάφιο». Όταν απάντησαν αρνητικά τους είπα πως είναι κέρδος και μόνο το γεγονός ότι μας δόθηκε η ευκαιρία να έρθουμε κοντά σε αυτό το κείμενο. Επίσης τους είπα πως αν έπρεπε να διαμαρτυρηθούν για κάτι αυτό θα ήταν η απουσία και των 300 εκπροσώπων της Βουλής από τις κερκίδες της μικρής Επιδαύρου. Ούτε ένας δεν τίμησε με την παρουσία του αυτή την παράσταση. Μάλλον τα κατάφερα να τους πείσω μιας και, όπως είδα στη συνέχεια, πήγαν προς τα παρασκήνια –παρά τις δυσκολίες πρόσβασης– για να συγχαρούν τον Δημήτρη Λιγνάδη που ως άνθρωπος της διπλανής πόρτας, δίχως στόμφο και ρητορικότητα, διακόπτοντας για μια γουλιά νερό, με πνεύμα σύγχρονο, με φυσικότητα, άρθρωσε τον “Επιτάφιο” του Περικλή.
Σε ποιον ανήκει ο Επιτάφιος;
Βέβαια ακόμη και τώρα δεν ξέρουμε τελικά αν ο «Επιτάφιος» ήταν λόγος του Περικλή ή λόγος του Θουκυδίδη. Η πατρότητά του αμφισβητείται, καθώς μέρος της ιστορικής κοινότητας θεωρεί ότι είναι δημιούργημα του Θουκυδίδη και όχι του Περικλή. Ο Επιτάφιος που έφτασε σε εμάς, καταγράφεται από τον Θουκυδίδη αλλά δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ότι πρόκειται για λέξη προς λέξη μεταφορά όσων πράγματι εκφωνήθηκαν εκείνη τη φορτισμένη μέρα, με την Αθήνα να θρηνεί τους νεκρούς της και με το μέλλον της να διαφαίνεται ζοφερό. Εξάλλου ο ίδιος ο Θουκυδίδης αναφέρει προηγουμένως (στο 1.22) ότι γενικά οι ομιλίες που παραθέτει στο έργο του “δεν ήταν δυνατόν να μεταφερθούν λέξη προς λέξη”. Επίσης ο Περικλής δέκα χρόνια πρωτύτερα είχε εκφωνήσει άλλον έναν επικήδειο για τους νεκρούς στο Σαμιακό Πόλεμο και ίσως στοιχεία του ενός έχουν περιληφθεί στον άλλον. Αν βέβαια ευσταθεί η άποψη ότι ο Επιτάφιος για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού Πολέμου γράφτηκε από τον ίδιο τον Θουκυδίδη, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κείμενο είναι αρκετά πιστό (εκτός και αν ο Περικλής έκανε αλλαγές στο κείμενο καθώς μιλούσε και ο Θουκυδίδης στο βιβλίο του περιέλαβε την εκδοχή με την οποία συμφωνούσε περισσότερο). Για την πατρότητα του Επιταφίου έχουν εκφραστεί πολλές απόψεις με δύο βασικές: τη μία να θεωρεί συγγραφέα τον Περικλή και την άλλη, τον Θουκυδίδη, δίχως κανένα μέλος της ελληνικής και διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας να μπορέσει να αποδείξει ικανοποιητικά είτε τη μία είτε την άλλη, αφού και οι δύο άνδρες είχαν την παιδεία, την ευαισθησία και το πολιτικό κριτήριο να συντάξουν παρόμοια κείμενα. Παρότι αναπόδεικτες και οι δύο θεωρίες, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα υψηλά νοήματα αυτού του κειμένου.
Επιτάφιοι λόγοι, κατά την Ελληνική Αρχαιότητα, κατά κανόνα, εκφωνούνταν κατά τον ενταφιασμό των νεκρών. Ήταν τιμές προς τους νεκρούς. Η συνήθεια αυτή είχε καθιερωθεί στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι δεν περιορίζονταν μόνο σε θρήνους, αλλά πίστευαν ότι έπρεπε να εξιστορήσουν και να προβάλουν τα κατορθώματα του θανόντος και την προσφορά του στην πόλη.
Στην Αθήνα εξεφωνήθησαν πολλοί επιτάφιοι λόγοι. Διεσώθησαν πέντε. Ο Επιτάφιος του Περικλέους, ο Επιτάφιος του Λυσίου, ο Επιτάφιος του Δημοσθένη, ο Επιτάφιος του Υπερείδη και ο Επιτάφιος του Μενεξένου.
Ίσως στο ευρύ κοινό ο γνωστότερος είναι ο Επιτάφιος του Περικλέους ο οποίος τον εξεφώνησε για τους νεκρούς του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού Πολέμου το 427 π.Χ. στην περιοχή του Κεραμεικού.
Το Δημόσιο Σήμα στα… αζήτητα
Σήμερα ο χώρος αυτός στο μεγαλύτερο μέρος του έχει καλυφθεί από οικοδομές, έχει δε μείνει ένα υπόλοιπο τμήμα οικοπέδου και ένας σύλλογος της περιοχής με το όνομα «Δημόσιο Σήμα» αγωνίζεται να το αναδείξει.
Ήδη, όπως λέγεται, «τοπικές οργανώσεις, κάτοικοι, επαγγελματίες, σύλλογοι και φορείς της περιοχής Κεραμεικού – Μεταξουργείου προσπαθούν να αξιοποιήσουν το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, για τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος στη γειτονιά και την ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς».
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας ήταν και η επίσκεψη στην περιοχή του Προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια την Πέμπτη 14 Απριλίου 2010.
Το ξεκίνημα είχε γίνει νωρίτερα όταν ακριβώς δίπλα στο χώρο του «Δημόσιου Σήματος» (οδός Σαλαμίνος, αριθμός 35), που έχει αναδείξει η Αρχαιολογική Υπηρεσία και αποτελεί ένα σημείο ιστορικής σημασίας για την πόλη της Αθήνας, ένα ερειπωμένο οικόπεδο γεμάτο μπάζα και σκουπίδια, στη διασταύρωση Λεωνίδου και Πλαταιών, παραδόθηκε στην τοπική κοινωνία του Κεραμεικού – Μεταξουργείου ως ένα μικρό, προσωρινό πάρκο για τους κατοίκους και επισκέπτες της γειτονιάς, μέχρις ότου ξεκινήσουν σε αυτό εργασίες ανασκαφής που θα αναδείξουν περαιτέρω το χώρο του «Δημόσιου Σήματος».
Όλη η προσπάθεια έχει σχεδιασθεί από τις υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων και του Υπουργείου Πολιτισμού.
Η ανασκαφή στον αριθμό 35 της οδού Σαλαμίνος έχει αποκαλύψει ταφικά μνημεία και «πολυανδρεία» του Πελοποννησιακού Πολέμου (στα οποία βρέθηκαν οστά νέων ανδρών, αγγεία περίτεχνα ζωγραφισμένα με σκηνές μάχης ή αποχαιρετισμού, όπως και κεραμικά ευρήματα) και που αποτελούν τμήμα του Δημοσίου Σήματος.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία, το Δημόσιο Σήμα αποτελεί το δημόσιο νεκροταφείο, το νεκροταφείο δηλαδή δημόσιων, επιφανών ανδρών του 5ου προ Χριστού αιώνα και χωροθετείται στα αριστερά και δεξιά μιας λεωφόρου πλάτους 40 μ. και μήκους 1.100 μ. που ξεκινούσε από το Δίπυλο, τη σημαντικότερη είσοδο της Αρχαίας Αθήνας, και κατέληγε στην Ακαδημία του Πλάτωνα.
Στην Αθήνα σήμερα, το Δημόσιο Σήμα χωροθετείται κάτω και μεταξύ των οδών Πλαταιών και Σαλαμίνος στον Κεραμεικό που ξεκινούν από τον ομώνυμο αρχαιολογικό χώρο της περιοχής και καταλήγουν στις γραμμές του τρένου, ενώ συνεχίζοντας προς την Ακαδημία Πλάτωνος τοποθετείται κάτω από την οδό Μοναστηρίου. Στο κεφάλαιο της τεκμηρίωσης στην έκθεση της ανασκαφής από τη Γ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων αναφέρεται: “Ο ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός καμένων οστών (που αποδίδονται σε αρκετούς σκελετούς στιβαρών ανδρών) στις επιχώσεις των χώρων και κυρίως στην κατά χώραν στρώση, με κτερίσματα χωρίς ίχνη καύσης (που παραπέμπει σε πιθανή μεταφορά νεκρών από μακρινό σημείο), ο μεγάλος αριθμός ταφικών αγγείων και οστράκων (ερυθρόμορφων και λευκών ληκύθων) με σκηνές μάχης και αποχαιρετισμού, ο αποκλεισμός της ταύτισης των αρχιτεκτονικών στοιχείων με ναόσχημο κτίσμα, η μορφολογική ομοιότητα των κτισμάτων με τάφους τύπου “θήκης” και ο υπόγειος – εντός ορύγματος – χαρακτήρας του μνημείου, οδηγούν στο να αναγνωριστούν τα αποκαλυφθέντα αρχαία ως πολυάνδρια”. Εκτιμάται πως σε αυτή τη διαδρομή βρίσκονται οι τάφοι των Περικλή, Θρασυβούλου, Κλεισθένους, Αρμοδίου, Αριστογείτονος κ.ά.
Βρισκόμαστε στη “σημείο μηδέν”
Ήδη βρισκόμαστε περίπου πέντε χρόνια από τότε που άρχισαν οι πρώτες κινήσεις και ακόμη βρισκόμαστε στο «σημείο μηδέν». Εκεί που θα έπρεπε να είναι η αφετηρία και ο τερματισμός όλων των τουριστικών περιπάτων, εκεί αυτό που θα συναντήσετε είναι η εικόνα που βλέπεται στις τρεις φωτογραφίες. Η «Αμφίπολη της Αθήνας» ζει και αναπνέει μέσα στα σκουπίδια και ακούει μόνο την ανάσα του γορίλα. Σκεφτείτε μόνο αν αυτό τον θησαυρό τον είχαν σε κάποια άλλη χώρα. Θα τον είχαν μετατρέψει σε κέντρο πολιτισμού, θα τον είχαν μετατρέψει –να το πω εκλαϊκευμένα;– σε μηχανή κοπής χρήματος. Εδώ μόνο αποθετήριο σκουπιδιών είναι ο χώρος αυτός και φυσικά όχι με ευθύνη των κατοίκων που δίνουν τη μάχη τους με το τέρας της γραφειοκρατίας, της άγνοιας και της αδιαφορίας.
Και το τέρας αυτό το ταΐζει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με όποια ευθύνη του αναλογεί, και (κυρίως) ο υπουργός Πολιτισμού, που δεν τραβάει κάποιο αυτί, ο υπουργός Τουρισμού, ο δήμαρχος Αθηναίων, αλλά και κάθε άλλος υπεύθυνος, από τον πρωθυπουργό μέχρι και τα μέλη της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής. Καλά για το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), ας μη μιλήσω. Κρίμα θα είναι. Χαμένα λόγια… Ας ελπίσουμε πως κάποτε θα ξυπνήσει από τη χειμερία νάρκη του. Ο πολιτισμός και ο τουρισμός δεν έχουν ανάγκη από υπνοβάτες.
Διαβάστε την κριτική της Ειρήνης Αϊβαλιώτου για «Το Μανιφέστο του Πολέμου» της Ρούλας Πατεράκη. https://www.catisart.gr/index.php/2010-03-28-10-49-51/2449–l-r-l-r-.html
Ακολουθεί ο Περικλέους Επιτάφιος του Θουκυδίδη σε μετάφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου
35. “Οι περισσότεροι που ωμίλησαν μέχρι τούδε από την θέσιν αυτήν επήνεσαν τον νομοθέτην, ο οποίος εις το έθιμον της δημοσία δαπάνη κηδείας επρόσθεσε την απαγγελίαν του επιταφίου λόγου, διότι έκρινεν ότι αρμόζει τοιαύτη ν’ απονέμεται, τιμή κατά την ταφήν των νεκρών του πολέμου. Αλλ’ εγώ θα ενόμιζα αρκετόν προς άνδρας, οι οποίοι δι’ έργων εδείχθησαν γενναίοι, να εκδηλούνται και αι τιμαί δι’ έργων, οποία είναι όσα βλέπετε παρομαρτούντα εις την υπό της πόλεως παρασκευασθείσαν επιτάφιον αυτήν τελετήν, και να μη εξαρτάται η υστεροφημία πολλών ανδρών από την ευγλωττίαν ή έλλειψιν ευγλωττίας του ρήτορος. Διότι δύσκολον είναι να ομιλήση κανείς με το προσήκον μέτρον εις περιστάσεις, κατά τας οποίας και αυτή η ακριβής παράστασις της αληθείας δυσκόλως γίνεται πιστευτή. Καθόσον και ο γνωρίζων εξ’ ιδίας αντιλήψεως τα γεγονότα και ευνοϊκώς διατεθειμένος ακροατής, είναι πιθανόν να θεωρήση ότι οι λόγοι του ρήτορος είναι υποδεέστεροι της ιδικής του γνώσεως και ευνοίας, και ο μη επαρκώς γνωρίζων τα πράγματα, οσάκις ακούει κάτι τι που υπερβαίνει τας ιδικάς του δυνάμεις, είναι πιθανόν ένεκα φθόνου να πιστεύση ότι πρόκειται περί υποβολών. Διότι οι έπαινοι που λέγονται δι’ άλλους επί τοσούτον μόνον είναι ανεκτοί, εφόσον έκαστος νομίζει ότι και ο ίδιος είναι ικανός να κατορθώση όμοια ή ανάλογα των επαινουμένων. Ό, τι δήποτε υπερβαίνει τούτο, προκαλεί αμέσως τον φθόνον και την δυσπιστίαν. Επειδή, εν τούτοις, οι πρόγονοί μας επεδοκίμασαν την συνήθειαν αυτήν ως καλώς έχουσαν, οφείλω και εγώ, συμμορφούμενος με τον νόμον, να δοκιμάσω να ανταποκριθώ όσον το δυνατόν περισσότερον προς την επιθυμίαν και τας πεποιθήσεις του καθενός από τους ακροατάς μου.
36. “Την ομιλίαν μου θ’ αρχίσω από τους προγόνους μας πρώτον. Διότι είναι όχι μόνον δίκαιον, αλλά και πρέπον συγχρόνως εις τοιαύτην ευκαιρίαν, όπως η παρούσα, ν’ αποτίσωμεν εις την μνήμην των τον φόρον αυτόν της τιμής. Καθόσον, κατοικούντες οι ίδιοι πάντοτε μέχρι σήμερον την χώραν αυτήν κατά την διαδοχήν των αλλεπαλλήλων γενεών μας την παρέδωσαν ελευθέραν δια της ανδρείας των. Αλλ’ εάν εκείνοι είναι άξιοι των επαίνων μας, έτι μάλλον άξιοι είναι οι πατέρες μας. Διότι εκτός εκείνων, τα οποία εκληρονόμησαν, απέκτησαν δια πολλών μόχθων και την σημερινήν μας ηγεμονίαν, και εκληροδότησαν και αυτήν και εκείνα εις ημάς τους σήμερον ζώντας. Και ημείς εδώ, άλλωστε, όσοι είμεθα ακόμη εις ώριμον ηλικίαν περίπου, ενισχύσαμεν οι ίδιοι την ηγεμονίαν αυτήν πολυειδώς, και την πόλιν παρεσκευάσαμεν καθ’ όλα αυταρκεστάτην και δια τον πόλεμον και δια την ειρήνην. Εν τούτοις, ούτε περί των πολεμικών κατορθωμάτων, με τα οποία αι διάφοροι κτήσεις μας απεκτήθησαν, ούτε περί της δραστηριότητος, με την οποίαν ημείς οι ίδιοι ή οι πατέρες μας απεκρούσαμεν τας επιθέσεις Ελλήνων ή βαρβάρων εχθρών, θα ομιλήσω, διότι δεν επιθυμώ να μακρηγορήσω μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι όλα αυτά τα γνωρίζουν. Αλλ’ αφού πρώτον εξηγήσω από ποίας αρχάς εμπνεόμενοι εφθάσαμεν εις την σημερινήν περιωπήν και υπό ποίους δεσμούς και με ποίον τρόπον ζωής η ακμή μας έγινε τόσον μεγάλη, έπειτα θα έλθω εις τον έπαινον των προκειμένων νεκρών, διότι θεωρώ ότι και αρμόζοντα εις την παρούσαν περίστασιν είναι να λεχθούν αυτά και συμφέρον ν’ ακουσθούν με προσοχήν από την πολυάριθμον αυτήν συνάθροισιν πολιτών και ξένων.
37. “Ζώμεν τωόντι υπό πολίτευμα, το οποίον δεν επιζητεί ν’ αντιγράφη τους νόμους των άλλων, αλλ’ είμεθα ημείς μάλλον υπόδειγμα εις τους άλλους παρά μιμηταί αυτών. Και καλείται μεν το πολίτευμά μας δημοκρατία, λόγω του ότι η κυβέρνησις του κράτους ευρίσκεται όχι εις χείρας των ολίγων, αλλά των πολλών. Αλλά δια μεν των νόμων ασφαλίζεται εις όλους ισότης δικαιοσύνης δια τα ιδιωτικά των συμφέροντα, ενώ υπό την έποψιν της κοινής εκτιμήσεως, έκαστος πολίτης προτιμάται εις τα δημόσια αξιώματα, όχι διότι ανήκει εις ωρισμένην κοινωνικήν τάξιν, αλλά δια την προσωπικήν του αξίαν, εφόσον διακρίνεται εις κάποιον κλάδον. Ούτε, εξ άλλου, εκείνος που είναι πτωχός, ημπορεί όμως να προσφέρη υπηρεσίας εις την πόλιν, ευρίσκει εμπόδιον εις τούτο, ένεκα της κοινωνικής του αφανείας. Και όχι μόνον εις τον δημόσιόν μας βίον πολιτευόμεθα με πνεύμα ελευθέριον, αλλά και εις την αναμεταξύ μας καθημερινήν επικοινωνίαν είμεθα ελεύθεροι καχυποψίας, διότι δεν αγανακτούμεν εναντίον των άλλων δι’ όσα πράττουν χάριν της ευχαριστήσεώς των, ούτε προσλαμβάνομεν απέναντί των φυσιογνωμίαν σκυθρωπής αποδοκιμασίας, η οποία δεν ζημιώνει αληθώς, πληγώνει όμως. Αλλ’ ενώ εις τας ιδιωτικάς μας σχέσεις αποφεύγομεν να φαινώμεθα δυσάρεστοι, εις τον δημόσιόν μας βίον αποφεύγομεν την παρανομίαν, από ευλάβειαν προ πάντων προς τας επιταγάς των εκάστοτε αρχόντων και των νόμων, εκείνων ιδίως εξ αυτών, όσοι έχουν τεθή είτε προς υπεράσπισιν των αδικουμένων, είτε, μολονότι άγραφοι, φέρουν αναμφισβήτητον όνειδος εις τους παραβάτας των.
38. “Αλλ’ επί πλέον επρονοήσαμεν κατά πολλούς τρόπους και δια την ανάπαυσιν του πνεύματος από τους κόπους. Διότι έχομεν και αγώνας και ιεράς πανηγύρεις καθιερωμένας καθ’ όλον το έτος και κατοικίας ευπρεπείς. Και η καθημερινή τέρψις, την οποίαν ποριζόμεθα από αυτάς, αποδιώκει τας μερίμνας της ζωής. Χάρις εις το μεγαλείον της πόλεώς μας, εξ άλλου, τα πάντα συρρέουν εις αυτήν από όλα τα μέρη του κόσμου, και συμβαίνει τοιουτοτρόπως ν’ απολαμβάνωμεν τ’ αγαθά των άλλων ανθρώπων, ως να ήσαν τόσον ιδικά μας, όσον και τα προϊόντα της ιδίας ημών χώρας.
39. “Διαφέρομεν δ’ επίσης από τους αντιπάλους και ως προς την άσκησιν εις τα πολεμικά πράγματα κατά τούτο, ότι δηλαδή πρώτον μεν έχομεν τας πύλας της πόλεώς μας ανοικτάς εις όλους, και ουδέποτε δια ξενηλασίας εμποδίζομεν κανένα να μάθη ή ίδη κάτι τι, εκ φόβου μήπως, εάν δεν το κρύψωμεν, το ίδη κανείς από τους εχθρούς μας και ωφεληθή. Διότι την εμπιστοσύνην μας στηρίζομεν όχι εις τας προετοιμασίας ή εις τα πολεμικά τεχνάσματα, αλλ’ εις την προσωπικήν μας κατά την ώραν της δράσεως ευψυχίαν. Έπειτα δε, προκειμένου περί της ανατροφής, εκείνοι μεν από της παιδικής ηλικίας δι’ επιπόνου ασκήσεως επιδώκουν να γίνουν ανδρείοι, ενώ ημείς μολονότι ακολουθούμεν τρόπον ζωής αβίαστον, είμεθα εξ ίσου ικανοί να προκινδυνεύωμεν, αγωνιζόμενοι προς ισοπάλους εχθρούς. Απόδειξις τούτου είναι ότι ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν εναντίον του εδάφους μας, όχι μόνοι, αλλά με όλους τους συμμάχους των, ημείς εκστρατεύομεν εναντίον των άλλων μόνοι, και μολονότι πολεμούμεν εις ξένην χώραν εναντίον ανθρώπων προασπιζόντων το ίδιον έδαφος τους νικώμεν κατά κανόνα χωρίς δυσκολίαν. Προσθέσατε εις τούτο ότι κανείς από τους εχθρούς μας δεν αντιμετώπισεν ηνωμένην την δύναμίν μας, διότι κατά τον ίδιον καιρόν όχι μόνον δια το ναυτικόν μας φροντίζομεν, αλλά και κατά ξηράν εκπέμπομεν εις παλλάς επιχειρήσεις στρατιώτας από τους ιδικούς μας πολίτας. Όταν, εν τούτοις, οι εχθροί μας συγκρουσθούν οπουδήποτε προς τμήμα της δυνάμεώς μας, εάν μεν νικήσουν, καυχώνται ότι μας ενίκησαν όλους, εάν δε ηττηθούν, ότι ενικήθησαν από όλους. Τωόντι, εφόσον προτιμώμεν ν’ αντιμετωπίζωμεν τους κινδύνους με άνεσιν μάλλον παρά κατόπιν επιπόνου ασκήσεως, και με ανδρείαν που απεκτήθη όχι από νομικόν καταναγκασμόν, αλλ’ από τον τρόπον της ζωής μας, έχομεν το πλεονέκτημα ότι χωρίς να παραπονούμεθα προώρως χάριν μελλόντων κινδύνων, άμα ως περιέλθωμεν εις αυτούς, αναδεικνυόμεθα εξ ίσου γενναίοι όσον και οι αντίπαλοί μας, οι οποίοι υποβάλλονται εις διαρκείς μόχθους. Ούτω δε η πόλις μας είναι αξία θαυμασμού, όχι μόνον ως προς τούτο, αλλά και υπό άλλας ακόμη επόψεις.
40. “Διότι είμεθα ερασταί του ωραίου, αλλά και φίλοι συγχρόνως της απλότητος, και καλλιεργούμεν το πνεύμα μας χωρίς θυσίαν του ανδρισμού μας. Ο πλούτος, εξ άλλου, μας χρησιμεύει ως ευκαιρία μάλλον προς εκτέλεσιν έργων, παρά ως ελατήριον κομπορρημοσύνης. Ούτε θεωρούμεν εντροπήν την ομολογίαν της πενίας, αλλά μεγαλυτέραν εντροπήν το να μη καταβάλλη κανείς κάθε προσπάθειαν δια να την διαφύγη. Εις την πόλιν μας, άλλωστε, εκείνοι που επιμελούνται τας προσωπικάς των υποθέσεις δεν αμελούν δια τούτο τας δημοσίας, και μολονότι άλλοι μεν είναι απησχολημένοι εις τούτο, άλλοι δε εις εκείνο το επιτήδευμα, όλοι εννοούν επαρκώς τα πολιτικά πράγματα. Διότι μόνοι ημείς εκείνον που δεν μετέχει εις αυτά θεωρουμεν όχι φιλήσυχον, αλλ’ άχρηστον πολίτην, και εφόσον δεν λαμβάνομεν οι ίδιοι την πρωτοβουλίαν των ληπτέων αποφάσεων, κρίνομεν τουλάχιστον ορθώς περί των μέτρων, τα οποία άλλοι εισηγούνται, πιστεύοντες ότι τα έργα ζημιώνει όχι η συζήτησις, αλλά το να μη διαφωτισθή κανείς προηγουμένως δια της συζητήσεως, πριν έλθη η ώρα της δράσεως. Διότι και κατά τούτο διαφέρομεν τωόντι πολύ από τους άλλους, ότι είμεθα εξαιρετικώς τολμηροί εις την δράσιν και σύγχρονως μελετώμεν οι ίδιοι κατά βάθος όσα πρόκειται να επιχειρήσωμεν, ενώ εις τους άλλους, αντιθέτως, η μεν αμάθεια γεννά θράσος, η δε σκέψις ενδοιασμόν. Εκείνοι, άλλωστε, θα εθεωρούντο δικαίως ως έχοντες μεγίστην ευψυχίαν όσοι, μολονότι έχων καθαρωτάτην αντίληψιν και των δεινών του πολέμου και των τερπνών της ειρήνης, δεν υποχωρούν, εν τούτοις, απέναντι των κινδύνων. Και ως προς την ευγένειαν ακόμη των αισθημάτων μας απέναντι των άλλων, ευρισκόμεθα εις αντίθεσιν προς τους πολλούς. Διότι τους φίλους μας επιδιώκομεν ν’ αποκτήσωμεν όχι ευεργετούμενοι από αυτούς, αλλ’ ευεργετούντες αυτούς. Καθόσον ο ευεργετήσας είναι φίλος ασφαλέστερος από τον ευεργετούμενον, διότι επιδιώκει δια της συνεχίσεως της προς αυτόν ευμενείας να διατηρήση την ευγνωμοσύνην του. Ενώ ο ευεργετηθείς είναι μάλλον αδιάφορος φίλος, καθόσον γνωρίζει ότι θ’ ανταποδώση την προς αυτόν χάριν όχι ως εύνοιαν, αλλ’ ως εξόφλησιν χρέους. Και μόνοι αφόβως ωφελούμεν άλλους όχι από υπολογισμόν δια το ιδικόν μας υλικόν συμφέρον, αλλ’ από εμπιστοσύνην προς το ελευθέριον πνεύμα, από το οποίον εμπνεόμεθα.
41. “Συγκεφαλαιώνων, λοιπόν, λέγω ότι και το σύνολον της πόλεως είναι γενικόν της Ελλάδος σχολείον, και καθείς από τους συμπολίτας μας μου φαίνεται ως να συγκεντρώνη εις την προσωπικότητά του την ικανότητα να προσαρμόζεται εις τας ποικιλωτάτας εκφάνσεις της δραστηριότητος με την μεγαλυτέραν ευστροφίαν και χάριν. Και ότι τούτο δεν είναι κομπορρημοσύνη, επιβαλλομένη από την παρούσαν ευκαιρίαν, αλλά η πραγματική αλήθεια, αποδεικνύει ακριβώς η δύναμις της πόλεως, την οποίαν τα προτερήματά μας αυτά μας επροσπόρισαν. Διότι από όλας τας συγχρόνους πόλεις μόνη η πόλις των Αθηνών, όταν τεθή υπό δοκιμασίαν, αποδεικνύεται ανωτέρα της φήμης της, και αυτή μόνη ούτε εις τον ηττώμενον παρέχει αφορμήν αγανακτήσεως, διότι ενικήθη από τοιούτον εχθρόν, ούτε εις τους υπηκόους αφορμήν παραπόνου, ότι κυβερνώνται από αναξίους. Με το να δώσωμεν δε καταφανείς αποδείξεις της δυνάμεώς μας, της οποίας άλλως τε τόσοι τωόντι υπάρχουν αψευδείς μάρτυρες, θα είμεθα αντικείμενον θαυμασμού και δια τους συγχρόνους και δια τους μεταγενεστέρους, χωρίς καν να έχωμεν ανάγκην ούτε Ομήρου, δια να ψάλη τους επαίνους μας, ούτε άλλου ποιητού, ο οποίος δια των στίχων του ημπορεί να τέρψη προς στιγμήν, αλλά του οποίου η φαντασιώδης παράστασις των γεγονότων θα διαψευσθή από την αλήθειαν των πραγμάτων, αφού εξηναγκάσαμεν κάθε θάλασσαν και κάθε γην ν’ ανοιχθή εις την ημετέραν τόλμην, και εγκατεσπείραμεν παντού αιώνια μνημεία ανδραγαθιών εναντίον εχθρών και υπέρ φίλων. Υπέρ τοιαύτης λοιπόν πόλεως μαχόμενοι έπεσαν οι προκείμενοι νεκροί, διότι έκριναν μεγαλοφρόνως καθήκον των να μη επιτρέψουν να τους αφαιρεθή αυτή, και καθείς από ημάς τους επιζώντας είναι πρόθυμος φυσικά να υποφέρη τα πάντα προς χάριν της.
42. “Δια τούτο ακριβώς και επεξετάθην περισσότερον εις τα του μεγαλείου της πόλεως, διότι ηθέλησα να σας δείξω ότι τα άθλα, δια τα οποία αγωνιζόμεθα, είναι πολύ μεγαλύτερα από εκείνα, δια τα οποία αγωνίζονται όσοι δεν απολαύουν όμοια με αυτά πλεονεκτήματα, και συγχρόνως να καταδείξω δια πραγματικών αποδείξεων τον έπαινον των ανδρών αυτών εδώ, προς τιμήν των οποίων ομιλώ σήμερον. Και τωόντι το μεγαλύτερον μέρος του εγκωμίου των ελέχθη ήδη. Διότι τα ανδραγαθήματα αυτών και των ομοίων των προσέδωσαν νέαν λάμψιν εις την δόξαν της πόλεως, την οποίαν ύμνησα, και ολίγοι υπάρχουν Έλληνες, των οποίων η φήμη θα ημπορούσε να δειχθή εξ ίσου ισόρροπος προς τα έργα, όσον των προκειμένων νεκρών. Νομίζω, άλλωστε, ότι τοιούτος θάνατος, όπως ο των ανδρών αυτών εδώ, αποδεικνύει ηρωϊσμόν, είτε ως αποκαλύπτων αυτόν δια πρώτην φοράν, είτε ως επισφραγίζων αυτόν τελειωτικώς. Διότι δι’ εκείνους, οι οποίοι υπό άλλας τυχόν επόψεις είναι κακοί, δίκαιον είναι η κατά τους πολέμους επιδειχθείσα ανδραγαθία να εκτιμάται περισσότερον από κάθε άλλο. Διότι, αποσβέσαντες το κακόν δια του καλού, παρέσχον εις την πατρίδα μεγαλυτέραν ωφέλειαν από την ζημίαν που επροξένησαν ως ιδιώται. Κανείς, εν τούτοις, από τους άνδρας αυτούς εδώ δεν επροτίμησε την συνέχισιν της απολαύσεως του πλούτου, ώστε να δειχθή δειλός, ούτε εζήτησε ν’ αναβάλη την τρομεράν ημέραν με την φυσικήν εις τον πτωχόν ελπίδα ότι ημπορεί ακόμη, εάν επιζήση, να πλουτίση. Αλλά θεωρήσαντες ότι η τιμωρία των εχθρών ήτο πολύ πλέον ποθητή παρά τα πράγματα αυτά, και ότι δεν ημπορούσαν να εκθέσουν την ζωήν των χάρις ευγενεστέρας υποθέσεως, απεφάσισαν, διακινδυνεύοντες αυτήν, να εκδικηθούν μεν εκείνους, παραιτήσουν δε όλα τα λοιπά. Και ενεπιστεύθησαν μεν εις την ελπίδα το άδηλον της επιτυχίας του αγώνος, αλλ’ ό, τι αφορά εις τον παρόντα και προ των οφθαλμών των κίνδυνον, εστηρίχθησαν μόνον εις εαυτούς και το προσωπικόν των θάρρος. Και όταν ευρέθησαν εις το μέσον του κινδύνου, κρίνοντες προτιμότερον ν’ αποθάνουν υπερασπίζοντες εαυτούς παρά να σωθούν υποχωρούντες, απέφυγαν μεν το όνειδος της δειλίας, αντιμετώπισαν όμως ψυχή τε και σώματι τον κίνδυνον, και συγχρόνως εις στιγμήν ωρισμένην υπό της ειμαρμένης μετήλλαξαν βίον, όχι τρέμοντες από φόβον αλλά περιβαλλόμενοι από τον φωτοστέφανον της δόξης.
43. “Και αυτοί μεν εδείχθησαν τοιουτοτρόπως άξιοι της πόλεως. Σεις, εξ’ άλλου, οι επιζώντες οφείλετε να θεωρήσετε καθήκον σας, όπως επιδείξετε προς τους εχθρούς φρόνημα όχι ολιγώτερον τολμηρόν, μολονότι πρέπει να εύχεστε όπως τούτο οδηγήση εις έκβασιν ολιγώτερον ολεθρίαν. Την ωφέλειαν δε τούτου οφείλετε να κρίνετε όχι απλώς επί τη βάσει των λόγων ρήτορος, ο οποίος ημπορούσε να μακρηγορήση, εκθέτων προς ανθρώπους γνωρίζοντας εξ ίσου καλά όσον και εκείνος όλα τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η απόκρουσις του εχθρού. Αλλ’ οφείλετε μάλλον καθ’ εκάστην να προσηλώνετε τα βλέμματά σας προς τας ορατάς εκδηλώσεις της δυνάμεως της πόλεως, έως ότου γίνετε θαυμασταί της. Και όταν εμπνευσθήτε από την θέαν του μεγαλείου της, να σκεφθήτε ότι όλα αυτά τα απέκτησαν άνδρες τολμηροί, οι οποίοι εγνώριζαν τί έπρεπε να πράξουν και κατά την ώραν του κινδύνου ωδηγούντο από υψηλόν αίσθημα τιμής, και οι οποίοι, εάν ποτέ ήθελαν αποτύχει εις καμμίαν επιχείρησιν, έκριναν αποφασιστικώς ότι η πατρίς των τουλάχιστον δεν έπρεπε να στερηθή την ανδρείαν των, και προσέφεραν την ζωήν των ως τον ενδοξότερον υπέρ αυτής έρανον. Καθόσον, θυσιάζοντες την ζωήν των δια το κοινόν καλόν, εκέρδιζαν υπέρ εαυτών τον αθάνατον έπαινον, και τάφον επισημότατον, όχι τόσον τον τάφον, εις τον οποίον κείνται, όσον εκείνον, εις τον οποίον η δόξα των επιζή αείμνηστος, πανηγυριζομένη είτε δια λόγων, είτε δια τελετών εις κάθε ευκαιρίαν. Διότι των επιφανών ανδρών τάφος είναι όλη η γη, και δεν διαμνημονεύονται αυτοί μόνον εις την ιδικήν των πατρίδα δι’ επιτυμβίων στηλών και επιγραφών, αλλά και εις την ξένην διατηρείται άγραφος η μνήμη των, χαραγμένη εις το πνεύμα εκάστου μάλλον παρά εις υλικά μνημεία. Τους άνδρας αυτούς οφείλετε να μιμηθήτε, και θεωρούντες ότι θεμέλιον της ευτυχίας είναι η ελευθερία, και της ελευθερίας η ευψυχία, μη αποβλέπετε με ανησυχίαν εις τους κινδύνους του πολέμου. Διότι όσοι είναι δυστυχείς και ούτε εις περίπτωσιν νίκης έχουν ελπίδα καλυτέρων ημερών, έχουν ολιγώτερον λόγον να δείχνωνται αφειδείς της ζωής των, παρά εκείνοι, οι οποίοι, εάν εξακολουθήσουν ζώντες, τρέχουν τον κίνδυνον να μεταπέσουν από την ευτυχίαν εις την δυστυχίαν, και οι οποίοι, εάν νικήσουν, έχουν να χάσουν περισσότερον από κάθε άλλον. Καθόσον εις άνδρα έχοντα γενναίον φρόνημα, είναι αλγεινοτέρα η ταπείνωσις, την οποίαν προκαλεί η δειλία, παρά ο ανώδυνος θάνατος, ο επερχόμενος εις στιγμήν που είναι γεμάτος από θάρρος και εμπνέεται συγχρόνως από την ελπίδα της νίκης της πατρίδος.
44. “Δια τούτο και τους γονείς των σήμερον θαπτομένων – όσοι παρίστασθε εδώ- δεν οικτείρω, αλλά θα προσπαθήσω μάλλον μόνον να παραμυθήσω. Γνωρίζετε τωόντι ότι η ζωή σας διήλθεν εν μέσω ποικίλων μεταβολών της τύχης, ενώ ευτυχείς πρέπει να θεωρούνται εκείνοι, εις τους οποίους η μοίρα ήθελεν επικλώσει τόσον τιμητικόν θάνατον, όπως των προκειμένων νεκρών, ή τόσον τιμητικόν πένθος, όπως το ιδικόν σας, και εκείνοι, των οποίων η ζωή προσεμετρήθη ούτως, ώστε το όριον της ευδαιμονίας να συμπέση προς την στιγμήν του θανάτου. Γνωρίζω αληθώς ότι είναι δύσκολον να σας πείσω, αφού την απώλειάν σας θα υπενθυμίζουν πολλάκις αι ευτυχίαι των άλλων, τας οποίας και σεις προηγουμένως απελαύσατε. Και λυπείται κανείς όχι δια την τυχόν έλλειψιν αγαθών, τα οποία δεν εδοκίμασεν, αλλά δια την αφαίρεσιν εκείνων, εις τα οποία είχε συνηθίσει. Αλλ’ όσοι είσθε ακόμη εις ηλικίαν προς παιδοποιίαν, πρέπει να υπομένετε την συμφοράν με μεγαλυτέραν καρτερίαν, με την ελπίδα αποκτήσεως και άλλων τέκνων. Διότι η νέα τεκνοποιία όχι μόνον ατομικώς θα κάμη πολλούς να λησμονήσουν τους νεκρούς των, αλλά και εις την πόλιν θα παράσχη διττήν ωφέλειαν, και λόγω μη ελαττώσεως του πληθυσμού και λόγω ασφαλείας. Διότι δεν είναι δυνατόν να έχουν την ιδίαν αξίαν ή να είναι επίσης δίκαιαι αι περί των δημοσίων πραγμάτων γνώμαι εκείνων, όσοι δεν έχουν, όπως οι άλλοι, τέκνα δια να μετάσχουν των ιδίων κινδύνων. Όσοι, εξ άλλου, είσθε γέροντες, πρέπει να νομίζετε ότι ο μεν ήδη διανυθείς μακρότερος βίος, κατά τον οποίον υπήρξατε ευτυχείς, είναι κέρδος, ο δε παρών θα είναι σύντομος, και ν’ ανακουφίζεσθε με την δόξαν των νεκρών αυτών εδώ. Διότι μόνον η αγάπη των τιμών δεν γηράσκει ποτέ, και όταν κανείς φθάση εις την άκαρπον περίοδον της ζωής, όχι τόσον το κέρδος, όπως μερικοί ισχυρίζονται όσον αι τιμαί παρέχουν την μεγαλυτέραν τέρψιν.
45. “Δι’ όσους δε από τους παρόντας είσθε τέκνα ή αδελφοί των πεσόντων, βλέπω τον αγώνα της προς αυτούς αμίλλης του να φανήτε αντάξιοι των δυσχερή (διότι τους νεκρούς συνηθίζουν οι πάντες να εγωμιάζουν), και οσονδήποτε υπέροχον ανδρείαν και αν επιδείξετε, μόλις θα θεωρηθήτε δεν λέγω βέβαια όμοιοι, αλλ’ ολίγον κατώτεροι απ’ αυτούς. Διότι, μεταξύ των ζώντων επικρατεί φθόνος προς τους αντιπάλους, ενώ εκείνοι που δεν αποτελούν πλέον εμπόδιον δια τους άλλους τιμώνται πάντοτε δι’ ευνοίας, κατά της οποίας κανείς δεν αντιτάσσεται. Αλλ’ εάν πρέπη να μνημονεύσω οπωσδήποτε και την αρετήν των γυναικών εκείνων, όσαι του λοιπού θα ζήσουν ως χήραι, θα συγκεφαλαιώσω την προς αυτάς παραίνεσίν μου εις τας ολίγας αυτάς λέξεις. Μεγάλη αληθώς θα είναι η δόξα δια σας, εάν δεν δειχθήτε κατώτεραι της γυναικείας φύσεως, και επίσης μεγάλη δι’ εκείνας από σας, περί των αρετών ή ελαττωμάτων των οποίων όσον το δυνατόν ολιγώτερος γίνεται λόγος μεταξύ των ανδρών.
46. “Εξεπλήρωσα το υπό του νόμου επιβαλλόμενον καθήκον, εκθέσας δια του λόγου μου όσα είχα πρόσφορα προς τιμήν των πεσόντων, οι οποίοι άλλωστε και δι’ έργων ετιμήθησαν ήδη, εν μέρει μεν δια της δημοσίας ταφής, εν μέρει δε λόγω του ότι η πόλις αναλαμβάνει από τούδε να διαθρέψη δημοσία δαπάνη τα τέκνα των, μέχρις ότου ενηλικιωθούν, ορίζουσα τοιουτοτρόπως ως βραβείον των τοιούτων αγώνων στέφανον ωφέλιμον και δια τους πεσόντας και δια τους επιζώντας. Διότι όπου μέγιστα ορίζονται βραβεία αρετής, εκεί και άριστοι πολίται οικούν την πόλιν. Και τώρα, αφού έκαστος εξ υμών εθρήνησεν αρκετά τον νεκρόν του απέλθετε εις τα ίδια”.
Φωτογραφίες: catisart.gr