28.1 C
Athens
Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

«Δεσποινίς Τζούλια». Η πιο μικρή νύχτα του χρόνου, νύχτα ορίων, μέθης και αισθησιασμού

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

«Στη σιωπή δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα… όπως μπορείς στα λόγια».
Στρίντμπεργκ

Η «Δεσποινίς Τζούλια» είναι ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι στρατηγικής μέχρι θανάτου δίχως φραγμούς και όρια, που συνειρμικά μας παραπέμπει στο πολιτικό σκηνικό που ζούμε. Ο καθένας επιδιώκει να κυριαρχεί. Μην ξεχνάμε ότι η εξουσία είναι εθιστική σαν ναρκωτικό και τα δύο βασικά συστατικά της είναι η κυριαρχία και η υποταγή.
Όσοι βρίσκονται σε κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας και άρα σε θέση υποταγής, μόλις προαχθούν σε ανώτερη βαθμίδα η αίσθηση της κυριαρχίας κάνει την εμφάνισή της εντυπωσιακά. Προκαλεί ευχαρίστηση, ικανοποίηση και ευφορία. Αντίθετα αποτελέσματα δημιουργούνται σε περιπτώσεις απώλειας της εξουσίας. Οι κατέχοντες θέση εξουσίας συχνά οδηγούνται σε λανθασμένες κρίσεις και αποφάσεις, έχουν άγνοια κινδύνου, έντονη εγωκεντρικότητα και έλλειψη οίκτου για τους άλλους. Ο Ζαν, όπως αντιλαμβανόμαστε οι θεατές πολύ πριν από την Τζούλια, είναι χαρακτηριστικός αριβιστής, έχει μια ανήθικη τάση για γρήγορη ανάδειξη με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε μέσου. Σαν τους τυχοδιώκτες που συναντάμε σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικοπολιτικής μας διαδρομής, όπως αυτή που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια.

Τρία πρόσωπα σε μια κουζίνα

Η «Δεσποινίς Τζούλια» ολοκληρώθηκε το 1888 και πραγματεύεται την αποπλάνηση μιας δεσποινίδας ευγενούς καταγωγής από τον υπηρέτη της, κατά τη διάρκεια μιας πολύ θερμής νύχτας του θέρους. Αν και μικρότερο σε έκταση από άλλα έργα του συγγραφέα, θεωρείται ίσως το πιο αξιοσημείωτο από τα δράματά του, γιατί -εκτός των άλλων- επιχειρεί να αναδιαμορφώσει τη δραματική τέχνη. Η τραγωδία εκτυλίσσεται όλη σε μία πράξη, στην κουζίνα ενός εξοχικού σπιτιού και μόνο με τρία πρόσωπα.
Με ορίζοντα τη διονυσιακή γιορτή των υπηρετών, μέσα στην αδιαπέραστη και πνιγηρή ατμόσφαιρα της κουζίνας που βρίσκεται στα έγκατα του αρχοντικού, η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά για μια διαδικασία χωρίς επιστροφή. Ένα ανελέητο και βασανιστικό παιχνίδι εξουσίας και εναλλαγής ρόλων, μια αδυσώπητη ερωτική μονομαχία με κοινή αφετηρία αλλά εντελώς διαφορετικούς στόχους και απροσδόκητη κατάληξη.
Η σύγκρουση μεταξύ της Τζούλιας και του Ζαν φανερώνει τη μάχη των δύο φύλων, αλλά επίσης τη μάχη των κοινωνικών τάξεων και τον μη σεβασμό στη διαφορετικότητα. Έντονο το παιχνίδι μεταξύ της κόρης του εύπορου κόμη και του υπηρέτη του, ενώ δίπλα τους, ολιγόλογη παρατηρήτρια, βρίσκεται η μαγείρισσα Κριστίν, αρραβωνιαστικιά του Ζαν. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι δυο τους εμπλέκονται σε μία έκρυθμη ιστορία αποπλάνησης και εξευτελισμού. Πρόκειται για ένα έργο εμβληματικό της παγκόσμιας δραματουργίας, πρωτοποριακό για την εποχή του -ο πρόλογός του, άλλωστε, θεωρείται το μανιφέστο του νατουραλισμού- αλλά και προκλητικό, αφού είχε ξεσηκώσει πληθώρα αντιδράσεων στην εποχή του.
Τα πρόσωπα του Στρίντμπεργκ φέρουν τη μελαγχολία και την πικρία της φθοράς ενός κόσμου σε παρακμή. Μεταμφιέζονται από εξουσιαστές σε εξουσιαζόμενους, αφηγούμενοι τα κατορθώματά τους, το παρελθόν τους, τις ρίζες τους, προσπαθώντας μάταια να αισθανθούν. Αυτή ακριβώς η ανικανότητά τους να αισθανθούν είναι που οδηγεί την Τζούλια σε ένα παιχνίδι υποταγής και ταπείνωσης, σε ένα παιχνίδι εξόντωσης.
Ο έντονος ρυθμός της παράστασης, που σκηνοθέτησε η Λίλλυ Μελεμέ, οι απότομες ρωγμές σιωπής και ακινησίας, οι παλμικοί κραδασμοί, η ατμόσφαιρα πόθου και γενικά το σύνολο της υποκριτικής αναταραχής συστήνουν μια γλώσσα αμιγώς θεατρική. Μια γλώσσα που μας βοηθά να αντιληφθούμε την ψυχολογική δουλειά του ηθοποιού, την πρόσληψη ερεθισμάτων με την πίσω όψη του μυαλού, με τη ράχη του σώματος, τη χρήση βιωμάτων, μέσω ενός νευρικού μαγνητισμού που ξυπνάει τη φαντασία και ενεργοποιεί τις αισθήσεις.
Η «Δεσποινίς Τζούλια» αναμφισβήτητα αποτελεί μία από τις κλασικότερες θεατρικές μελέτες της λειτουργίας και της πάλης των δύο φύλων. Οι ήρωες οδηγούνται σε μία ακραία αναμέτρηση. Ο συγγραφέας δίνει τη δική του εκδοχή για τις διαφορές, τις ομοιότητες και το ενδιάμεσο του άνδρα και της γυναίκας.

Ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ μοιάζει, σαν ταμπεραμέντο και σαν δυναμισμός ψυχής, να ξεπερνάει το έργο του. Είναι από εκείνες τις μεγαλοφυΐες που φαίνονται ασύντακτες, γιατί δε χωράνε σε κανένα καλούπι, σε κανένα κανόνα, σε καμιά καθιερωμένη μορφή. Τους λείπει και το κατώτερο έστω όριο του μέτρου. Έτσι, βλέπουμε το μεγάλο αυτό δραματουργό να επικοινωνεί δύσκολα με το ευρύτερο κοινό, να μη γίνεται ποτέ, ενόσω ζει, συγγραφέας επιτυχιών. Σ’ αντιστάθμισμα όμως, αν ξεπερνάει το μέτρο, ξεπερνάει και την εποχή του. Πανθομολογουμένως, είναι ο πιο πρωτοπόρος δραματουργός του τέλους του 19ου αιώνα, αυτός που οδηγεί κατευθείαν στη δική μας την εποχή. Η επίδρασή του μένει ισχυρή και αναγνωρίσιμη στους πιο σημαντικούς θεατρικούς συγγραφείς του καιρού μας. Ιδιαίτερα στους Αμερικανούς, από τον Ευγένιο Ο’ Νηλ και μετά. Η “Δεσποινίς Τζούλια” είναι το έργο που κατέχει μια θέση εντελώς ξεχωριστή στην παραγωγή του Στρίντμπεργκ. Με το δράμα του αυτό, το βασισμένο σ’ ένα περιστατικό που του είχαν διηγηθεί, ο Σουηδός ποιητής έκανε ένα αποφασιστικό και πολυσήμαντο βήμα.
Το ψυχαναλυτικό αυτό κομψοτέχνημα γύρω από την εξουσία, τον έρωτα και την αιώνια μάχη των δύο φύλων, παρουσιάζεται με έναν εκλεκτό θίασο νέων αλλά αναγνωρισμένων ηθοποιών, τη Μαρία Κίτσου, τον Ορέστη Τζιόβα και την Αμαλία Αρσένη. Μια παραγωγή της εταιρείας Λυκόφως του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου. Παράσταση πολυεπίπεδη, αποτυπώνει με εξαιρετικό τρόπο τις σχέσεις τριών προσώπων, τη σύγκρουση των φύλων, τις ταξικές αντιθέσεις αλλά και τις ανθρώπινες φιλοδοξίες.

Η ιστορία

Η υπόθεση γνωστή: 23 Ιουνίου 1888, Σουηδία, νύχτα παραμονής μεσοκαλόκαιρου, μιας από τις μεγαλύτερες γιορτές της χώρας. Ο αρραβώνας της έχει πρόσφατα διαλυθεί και η δεσποινίς Τζούλια, μια κόρη κόμη, με ακραίες εμμονές και ζοφερά ατομικιστικό χαρακτήρα, αντί να πάει με τον πατέρα της επίσκεψη στους συγγενείς της, μένει σπίτι και περνάει τη νύχτα με τον Ζαν, έναν υπηρέτη, που έχει ερωτικό δεσμό με την Κριστίν, τη μαγείρισσα. Η εξέλιξη θα είναι ολέθρια δραματική.

Το αριστούργημα του Στρίντμπεργκ πραγματεύεται ζητήματα ταξικά στα οποία εμπλέκονται δραστικά ο έρωτας και η λαγνεία.
Ας δούμε όμως την υπόθεση πιο διεξοδικά: Καταρχάς, ο χωροχρόνος του έργου είναι μία καλοκαιρινή νύχτα του 1874 ανήμερα του Αη Γιαννιού, στο κτήμα του κόμη.
Η Δεσποινίς Τζούλια είναι η 25χρονη ατίθαση κακομαθημένη και αλαζονική κόρη του, που -όπως περιγράφει η μία υπηρέτρια στην άλλη στην αρχή του έργου- δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την οικογένειά της μετά τη διάλυση του αρραβώνα της (επειδή ο αρραβωνιαστικός της αρνήθηκε να πηδήξει πάνω από το μαστίγιο που κρατούσε η Τζούλια) κι έτσι, φοβούμενη τις συνέπειες της κριτικής, αρνήθηκε να κάνει διακοπές με τον πατέρα της και τους συγγενείς τους και έμεινε μαζί με τους υπηρέτες στο κτήμα.
Το βράδυ εκείνο οι υπηρέτες είχαν γιορτή, και στη γιορτή αυτή η νεαρή Τζούλια προκάλεσε ψιθύρους κι εντυπώσεις, αφού όχι μόνο πήρε μέρος στον χορό των υπηρετών, πράγμα αδιανόητο για την εποχή και την κοινωνική της θέση, αλλά χόρεψε κιόλας με τον Ζαν, τον υπηρέτη.
Ο Ζαν παρουσιάζεται ως ένας σχετικά μορφωμένος 30χρονος υπηρέτης με μεγάλες φιλοδοξίες για κοινωνική άνοδο και καταξίωση. Είναι λογοδοσμένος με την κατά 5 χρόνια μεγαλύτερή του, Κριστίν, τη μαγείρισσα. Κάποιες φορές η Δεσποινίς Τζούλια και ο Ζαν κάθονται στην κουζίνα και συζητάνε ενώ η Κριστίν κοιμάται εξαντλημένη πιο δίπλα.
Το συγκεκριμένο βράδυ όμως, με τον απόηχο της γιορτής, η συζήτηση περνάει σε επίπεδο φλερτ και ένα παιχνίδι εξουσίας στο οποίο αρχικά φαίνεται πως η Τζούλια έχει το “πάνω χέρι”. Αργότερα κρύβονται μαζί στο δωμάτιο του Ζαν προκειμένου να αποφύγουν τα κοροϊδευτικά σχόλια των χωρικών που τους είδαν να μιλάνε μαζί και η νύχτα τελειώνει εκεί.
Την επομένη όμως φαίνεται αισθητά πως κάτι έχει αλλάξει. Το πάθος του Ζαν για την Τζούλια έχει μετατραπεί σε ένα πάθος για κοινωνική άνοδο και προσπάθεια να δραπετεύσει από το κτήμα σε μία καλύτερη ζωή. Διαπιστώνοντας όμως πως η Τζούλια, η οποία έχει επίσης αλλάξει και του έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά, δεν μπορεί να του προσφέρει την κοινωνική άνοδο και την οικονομική άνεση που εκείνος επιθυμεί, την περιφρονεί παίρνοντας πίσω όλα όσα της υποσχέθηκε την προηγούμενη νύχτα, αφήνοντάς την απελπισμένη και παραδομένη στις όποιες προθέσεις του. Έτσι τα σκήπτρα του “παιχνιδιού” τους, περνάνε πλέον στα χέρια του.

Σχέσεις εξουσίας

Το πιο ενδιαφέρον ίσως στοιχείο του έργου, είναι οι σχέσεις “εξουσίας” που πραγματεύεται. Ανάμεσα στους δύο, η Τζούλια είναι ισχυρότερη λόγω κοινωνικής θέσης και μόρφωσης, ο Ζαν όμως είναι ισχυρότερος από εκείνη λόγω φύλου.
Ταυτόχρονα η Κριστίν είναι ισχυρότερη από τον Ζαν ως μεγαλύτερή του και πιο ώριμη, που τον φροντίζει, όπως φαίνεται και στην αρχή του έργου, αλλά και ο Ζαν είναι ισχυρότερος από την Κριστίν, ως ο “άντρας” της σχέσης τους.
Επίσης η Τζούλια είναι ισχυρότερη από την Κριστίν λόγω κοινωνικής θέσης, αφού η Κριστίν είναι υπηρέτριά της, όμως η Κριστίν είναι ισχυρότερη από την Τζούλια, όχι μόνο ως μεγαλύτερη και πιο αξιοπρεπής, αλλά και γιατί εκείνη είναι λογοδοσμένη επίσημα με τον Ζαν. Φαύλος κύκλος βεβαίως αλλά και μια σαφής επιρροή των Ιψενικών ερωτικών τριγώνων. Τέλος, τα σκήπτρα της εξουσίας σε όλο το έργο κρατάει ο Κόμης, ως εργοδότης και πατέρας, που ενώ άμεσα δεν εμφανίζεται πουθενά, υποδηλώνεται η εξουσία του σε όλους, μέσω των αντικειμένων του που δεσπόζουν στον χώρο. Οι μπότες του, τα προσωπικά του είδη, το κρασί του, το κουδούνι του που ο ήχος του προκαλεί δέος.
Το χτύπημα του κουδουνιού στο τέλος του έργου, σηματοδοτεί την επιστροφή του Κόμη και τη λήξη του παιχνιδιού του Ζαν και της Τζούλιας, αφού ο πραγματικός εξουσιαστής όλων τους επέστρεψε και τα πράγματα επανήλθαν (βίαια ή μη) στην τάξη. Με ό, τι αυτό συνεπάγεται.

Αναζητώντας τη «μορφή του νέου περιεχομένου, το νέο κρασί που θα τινάξει τα παλιά μπουκάλια», η «Δεσποινίς Τζούλια» προκαλεί σκάνδαλο στην εποχή της, εστιάζοντας στη σαρκοβόρα πάλη ανάμεσα σε δύο τάξεις, δύο φύλα, δύο ιδιοσυγκρασίες.

Η γυναικεία επιθυμία

Για τον Στρίντμπεργκ, γρίφος είναι η φύση της γυναικείας επιθυμίας. Τι επιθυμεί πραγματικά η γυναίκα στην ερωτική της σχέση με τον άνδρα; Θέλει να νικήσει και να «υποτάξει» τον άνδρα, ή αντίθετα επιθυμεί να ηττηθεί ερωτικά από αυτόν; Δίνει με νόημα μιαν απάντηση σύνθετη σε αυτό του τον προβληματισμό. Η γυναίκα επιθυμεί πάντοτε να είναι η νικήτρια. Θέλει να υποτάξει τον άνδρα στο ερωτικό της ένστικτο, αλλά υπό μια προϋπόθεση: ο άνδρας τον οποίο επιθυμεί να νικήσει, πρέπει, πάντα, να είναι δυνατότερός της. Δυνατότερος ακόμη και από τον πατέρα – αφέντη που δεσπόζει στο ασυνείδητό της, έτσι ώστε να μπορεί να εκτοπίσει το αρχετυπικό είδωλό του, και να πάρει τη θέση του. Νικώντας και υποτάσσοντας στο ερωτικό ένστικτό της έναν άνδρα δυνατότερό της, δυνατότερο και από τον πατέρα – αφέντη, η γυναίκα, ικανοποιεί την πιο βαθιά ασυνείδητη επιθυμία της, που είναι ο τελετουργικός φόνος – θυσία. Ο εραστής αυτής της νύχτας, ο Ζαν, αποδεικνύεται εν τέλει ανάξιος αυτού που επιζητεί και ολόκληρο το σκηνικό της ανταρσίας καταρρέει, για να οδηγηθεί η ηρωίδα, μοιραία, στην οιονεί τελετουργική αυτοκτονία – θυσία. Η τρομερή ιστορία κατάγεται από μύθους και από παλαιότερους συγγραφείς, αλλά και από τον Σαίξπηρ, που σε πολλά έργα του μας μιλά για αυτή την «αιώνια πάλη», τον αγώνα για επικράτηση, ανάμεσα στο «αρσενικό» και το «θηλυκό».
Ναι, ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ είναι ο κατεξοχήν μετρ της ψυχολογικής ανάλυσης, ένας συγγραφέας που αντιλαμβανόταν τη «μάχη των φύλων» ως ένα από τα πρωτεύοντα θέματα για να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο δραματικό έργο.
Και, πράγματι, η γυναίκα άσκησε στη ζωή του μία αντιφατικά μαγνητική έλξη. Αυτήν την πολυδιάστατη, μυστηριώδη και εν πολλοίς ανεξιχνίαστη θέαση της γυναικείας ψυχής διερευνά με ευθύνη και ακριβή αισθητική η παράσταση «Δεσποινίς Τζούλια» της Λίλλυς Μελεμέ.

Σκηνές υπέροχες και μυστηριακές διαδέχονται η μία την άλλη με τρόπο μαγικό και εγγράφονται στη μνήμη του θεατή. Η σκηνή του χορού, η ρεαλιστική και ποιητική σκηνή της ερωτικής πράξης, το κομμάτι πάγου που αργολιώνει και στοιχειώνει τη δράση, η ανατριχιαστική σκηνή που ο Ζαν λιανίζει τον σπίνο -το μόνο ζωντανό πλάσμα που η Τζούλια θέλει να πάρει μαζί της.

Στη σκηνοθετική προσέγγισή της η Λίλλυ Μελεμέ διαβάζει το νατουραλιστικό αίτημα του Αύγουστου Στρίντμπεργκ, καθώς και την περιβόητη μάχη των δύο φύλων που απασχολεί το συγκεκριμένο έργο, αλλά και -έχω την εντύπωση- ολόκληρη την εργογραφία του συγγραφέα. Οι ταξικές αντιθέσεις κυριαρχούν, η παρουσία της φύσης με τους ήχους της παγανιστικής γιορτής μέχρι τα τραγούδια και τα σχόλια του λαού που εκτονώνεται, δημιουργούν αλληγορικές αντιστίξεις και το παιχνίδι της εξουσίας δίνει το «παρών» σε όλες του τις διαστάσεις, χωρίς δέσμευση στις θεατρικές συμβάσεις αλλά με μια συγκρατημένη, στιβαρή, μα ζωηρότατη θεατρική προσέγγιση.
Δίνοντας έμφαση στην ψυχολογική ανάλυση, την περιγραφή – ξεγύμνωμα των χαρακτήρων, την οργανωμένη δομή και την καλογραμμένη πλοκή, συνδέει την αντιπαράθεση των φύλων με τις θεωρίες εξέλιξης και την πάλη των τάξεων, δημιουργώντας μια παράσταση υψηλής δυναμικής.

Οι συντελεστές

Η σκηνοθέτις σηματοδοτεί πολλαπλά την άνοδο του Ζαν και την πτώση της Τζούλια και αποσπά μια ζωντανή, σχεδόν ανυπέρβλητη ερμηνεία από την εξαιρετική Μαρία Κίτσου. Επικεντρώνεται στους χαρακτήρες και στα κίνητρά τους, ενώ αποκαλύπτει σταδιακά όλα όσα τους οδηγούν στην παθιασμένη, συγκρουσιακή κι εντέλει αυτοκαταστροφική συμπεριφορά τους. Κάνει μια παράσταση για τον άντρα και τη γυναίκα, για την ποίηση και την πραγματικότητα μέσα σ’ αυτά τα δύο σκηνικά όντα.

Το εμβληματικό ζευγάρι Τζούλια – Ζαν ερμηνεύουν η Μαρία Κίτσου και ο Ορέστης Τζιόβας, ενώ την αινιγματική Κριστίν υποδύεται η Αμαλία Αρσένη. Κάθε άνθρωπος είναι ένα σύμπαν. Σε αυτό το έργο είναι τρία και διαφορετικά, με άλλα θέλω και με κανένα ουσιαστικό, βαθύ κοινό ενδιαφέρον να τους ενώνει.

Η Τζούλια στην πορεία χάνει από την ευαισθησία της, τη ζωντάνια της. Καταλήγει να συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο. Ανέχεται με ευκολία τη βία και αντιδρά λιγότερο. Χάνει τη μαχητικότητα, το στυλ και την αισιοδοξία της. Η εξουσία την καθηλώνει, την υποτάσσει και προσπαθεί να την «αποκοιμίζει» συνειδησιακά.
Ερμηνευτικά υπάρχει και από τους τρεις ηθοποιούς ποιοτική απόδοση και ομοιογένεια.
Η Μαρία Κίτσου ζυγίζει το γνήσιο ταλέντο της και το αφήνει να λάμψει με όλη την αισθαντική μεγαλοπρέπεια της γοητείας του.
Ο Ορέστης Τζιόβας (Ζαν) αξιοποιεί όλα τα στοιχεία του ρόλου του με συνέπεια και εξαιρετική τεχνική. Μία από τις καλύτερες υποκριτικές του ώρες.
Η Αμαλία Αρσένη στο ρόλο της Κριστίν είχε έντονη παρουσία στους σωστούς τόνους. Ωραία φιγούρα, απέδειξε τα αξιοσημείωτα προσόντα της με τη μεστή της εκφραστικότητα και τη βαθιά λεπτομερειακή δουλειά της.

Προσεγμένη γλωσσικά η μετάφραση της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ.
Το σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά επιβλητικά λιτό. Έξοχη η συλλογή των αντικειμένων της κουζίνας και το στήσιμό τους. Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα κομψότατα, με ιδιαιτερότητες και συμβολισμούς, κρατούν χαρακτηριστικά της εποχής δίχως όμως να δεσμεύονται ιστορικά.
Στην καλαίσθητη ατμόσφαιρα της παράστασης συμβάλλουν η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα, οι χορογραφίες της Μόνικας Κολοκοτρώνη και η οργάνωση παραγωγής της Κατερίνας Μπερδέκα.

Η αντιπαλότητα

Ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ εστίασε σε αυτό το έργο όχι μόνο στην πάλη των δύο φύλων, αλλά και στη σύγκρουση δύο κοινωνικών τάξεων (τη λαϊκή τάξη που εκπροσωπεί ο Ζαν και την αριστοκρατική τάξη που εκπροσωπεί η Τζούλια). Πέρα λοιπόν από το προαιώνιο σύμπλεγμα αρσενικού-θηλυκού, υποβόσκει και η αντιπαλότητα ανάμεσα σε μια σαθρή και καταρρέουσα αριστοκρατία και μια ανερχόμενη -πλην αδίστακτη- λαϊκή τάξη.

Η Τζούλια, η γυναίκα, ο άνθρωπος που πήρε και διαμόρφωσε επιφανειακή προσωπικότητα από τα στοιχεία της εποχής και του περιβάλλοντός της, οδηγείται σε σύγκρουση με τον αληθινό εσωτερικό της κόσμο και το περιβάλλον της όταν ερωτεύεται τον υπηρέτη της. Και ως άνθρωπος πια καταρρίπτει ό, τι κοινωνικούς περιορισμούς της επιβλήθηκαν. Μέσα στη μοναδικότητά της και την αδιαφορία των ανθρώπων που την περιβάλλουν η μόνη διέξοδος γι’ αυτήν είναι ο θάνατος… Ο θάνατος της αγνότητας, ο θάνατος του ανθρώπου που δεν δέχεται το περίβλημα με το οποίο οι άλλοι θέλουν να ντυθεί. Έργο του θερινού ηλιοστασίου, έργο μιας νύχτας μικρής αλλά εκρηκτικής σε πυκνότητα, νύχτας γιορτής και μέθης, νύχτας απογύμνωσης και ρίγους, νύχτας πυρετού και αισθησιασμού.

Η «Δεσποινίς Τζούλια» είναι έργο τόσο δυνατό και τόσο διαχρονικό που ποτέ δεν θα πάψουμε να βλέπουμε με θάμβος.
Αναλογιζόμενη μέρες μετά ξανά και ξανά την παράσταση αυτή, συχνά ένιωθα σαν να την παρατηρούσα μέσα από ένα μονόδρομο καθρέφτη και δεν έπαψα να συναρπάζομαι από τη δύναμη των διαλόγων της, τη σκηνική ενάργειά της και τη διαχρονικότητα του θέματός της. Έναν αιώνα και κάτι, αφότου γράφτηκε το έργο, παραμένει επίκαιρο αφού σκιαγραφούνται με λεπτομερείς πινελιές ζητήματα που έχουν να κάνουν με τους θεσμούς και την αναγκαιότητά τους, με την αγάπη και τον έρωτα στα δύο φύλα αλλά και την εναγώνια πάλη τους για κυριαρχία.
Τι είναι ο έρωτας τελικά; Είναι το πάθος για ένα παιχνίδι δύναμης, που δεν τελειώνει ποτέ, χωρίς προκαθορισμένους κανόνες και γι’ αυτό πάντα σαγηνευτικό;

Απόσπασμα από το σημείωμα της σκηνοθέτιδας

* «…Για τον Ζαν, τον υπηρέτη του Κόμη, ο στόχος είναι η άνοδος, η απόδραση, η φυγή και η κοινωνική καταξίωση. Και το μόνο που αναζητά διακαώς είναι το «ιδανικό πρώτο κλαδί» που θα τον βοηθήσει στην αναρρίχησή του. Για τη Δεσποινίδα Τζούλια, από την άλλη, ο απόλυτος στόχος είναι η πτώση, η συντριβή, η εξαφάνιση και εντέλει η ανυπαρξία που θα την οδηγήσει στη λύτρωση από τα εφιαλτικά φορτία – κληρονομιά ενός ένοχου παρελθόντος.
Διχασμένη ανάμεσα στο ένστικτο και τη λογική, η Τζούλια ακροβατεί και φλερτάρει με τα όριά της δοκιμάζοντας ταυτόχρονα τις αντοχές των άλλων, χωρίς πρόθεση, χωρίς βούληση, χωρίς σχέδιο. Η φρενήρης διαδρομή της καθόδου που επιλέγει, την οδηγεί ένα βήμα πριν από το τέλος -στον προθάλαμο της κόλασης- στην κουζίνα του σπιτιού σε μετωπική σύγκρουση με τη σκληρή πραγματικότητα του Ζαν και μετατρέπει το ερωτικό παιχνίδι εξουσίας σε παιχνίδι επιβίωσης, όπου μόνο ένας από τους δύο μπορεί να βγει νικητής».
Λίλλυ Μελεμέ

Η Ταυτότητα της Παράστασης

Συγγραφέας: Αύγουστος Στρίντμπεργκ
Μετάφραση: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ
Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ
Σκηνικό: Γιώργος Γαβαλάς
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Χορογράφος: Μόνικα Κολοκοτρώνη
Βοηθός σκηνοθέτη: Ελβίνα Μποτονάκη
Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Φωτογραφίες: Τάσος Βρεττός
Παραγωγή: Λυκόφως – Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Παίζουν οι ηθοποιοί: Μαρία Κίτσου, Ορέστης Τζιόβας, Αμαλία Αρσένη

Αύγουστος Στρίντμπεργκ
“Δεσποινίς Τζούλια”
Πρεμιέρα 10 Φεβρουαρίου 2016
Διάρκεια: 90 λεπτά χωρίς διάλειμμα

Διεύθυνση

Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου

Προφήτου Δανιήλ 3 και Πλαταιών, Κεραμεικός 10435 ΑΘΗΝΑ

Εισιτήρια On-Line

Κρατήσεις Θέσεων

211 01 32 002 ~ 005
[email protected]

Βιογραφία

Ο Άουγκουστ Στρίντμπεργκ (August Strindberg, 22 Ιανουαρίου 1849 – 14 Μαΐου 1912) ήταν Σουηδός θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και ζωγράφος.
Γεννήθηκε το 1849 στη Στοκχόλμη – το τέταρτο παιδί από τα έντεκα της οικογένειας – από μικροαστό πατέρα, έμπορο αποικιακών και υπάλληλο ναυτιλιακής εταιρίας που είχε χρεοκοπήσει, κι από μητέρα κόρη ράφτη, που ήταν παραδουλεύτρα της οικογένειας και που τη στεφανώθηκε ο πατέρας του λίγους μόνο μήνες πριν από τη γέννησή του.
Τη μητέρα του ο Στρίντμπεργκ την έχασε από φυματίωση στα δεκατρία χρόνια του κι ο πατέρας του, προτού περάσει χρόνος από το θάνατο της γυναίκας του, ξαναπαντρεύτηκε τη νεαρή γκουβερνάντα των παιδιών του. Μεγαλωμένος μέσα στη μιζέρια και τις στερήσεις, καταπιεσμένος από την κακότητα της μητριάς του, έγινε ένα παιδί υπερευαίσθητο και αντιδραστικό, οξύθυμο και καχύποπτο. Από τα πικρά αυτά βιώματα της παιδικής ηλικίας του, δεν θα κατορθώσει να απαλλαγεί ποτέ “ο γιος της δούλας”.

Τα πρώτα έργα

Το 1867, γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα κι αργότερα συνεχίζει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις βιοποριστικές ανάγκες του, δοκιμάζει, δίχως επιτυχία, να γίνει ηθοποιός. Εγκαταλείποντας κι αυτό το σχέδιο, γράφεται και πάλι στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Εν τω μεταξύ, αρχίζει να γράφει σύντομα θεατρικά έργα και το 1871 δημοσιεύει την τραγωδία “Στη Ρώμη”, με θέμα τις δοκιμασίες του Δανού γλύπτη Μπέρτελ Τόρβαλντσεν (Thorvaldsen, 1768 – 1844). Κερδίζοντας κάποιο χρηματικό έπαθλο από το βασιλιά Κάρολο Ε’ της Σουηδίας για ένα ρομαντικό έργο του, εγκαταλείπει οριστικά πια τις σπουδές του το 1872 και αφιερώνεται στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία. Διαβάζει κι επηρεάζεται σημαντικά από τους Σβέντενμποργκ, Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ και Γκαίτε.

Το πρώτο σημαντικό δράμα

Το 1872, απορρίφθηκε από τους εκδότες του κι από τα θέατρα το πρώτο σημαντικό δράμα του “Ο Κυρ-Όλοφ”, με θέμα τη θρησκευτική μεταρρύθμιση στη Σουηδία, που είχε ως συνέπεια να φτάσει στα πρόθυρα της τρέλας. Κατορθώνει όμως να αντιδράσει και διορίζεται το 1874 υπάλληλος στη Βασιλική Βιβλιοθήκη της Στοκχόλμης, όπου παραμένει μέχρι το 1882, μελετώντας φιλοσοφία, προσπαθώντας να μάθει την κινέζικη γλώσσα και γράφοντας, κάτω από την επίδραση του Φλωμπέρ, το πρώτο νατουραλιστικό κοινωνικό μυθιστόρημα στα σουηδικά, το “Κόκκινο Δωμάτιο” (1879), μια σάτιρα της σουηδικής κοινωνίας και των χαλαρών ηθών της εποχής του. Στην περίοδο αυτή ερωτεύεται και παντρεύεται (1877) τη βαρώνη Σίρι φον Έσσεν, η οποία χώρισε για χάρη του τον πρώτο άντρα της. Από το γάμο τους αυτό γεννιούνται τρία παιδιά.

Μετανάστευση

Με αφορμή το έργο του “Νέο Βασίλειο” (1881), κριτική της κοινωνικής ζωής στη Σουηδία μετά τις κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις του 1865, εγκαταλείπει τη θέση του βιβλιοθηκαρίου και αναγκάζεται να μεταναστεύσει με την οικογένειά του και να ζήσει για αρκετό χρόνο στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελβετία και την Ιταλία (1882 – 1889). Στο διάστημα αυτό δημοσιεύει και μια συλλογή με ρεαλιστικά διηγήματα γύρω από το γάμο, τους “Παντρεμένους” (1884). Το έργο κατάσχεται και ο εκδότης δικάζεται για βλασφημία, αλλά η δημοτικότητα του Στρίντμπεργκ ανεβαίνει κατακόρυφα, πράγμα που τον κάνει να επιστρέψει στην πατρίδα του και να αναλάβει όλη την ευθύνη για το βιβλίο. Αθωώνεται από το δικαστήριο και την επόμενη χρονιά (1886) δημοσιεύει μια δεύτερη κι ακόμα πιο καυστική συλλογή με διηγήματα, με τον τίτλο και πάλι “Παντρεμένοι”, με έντονα τα στοιχεία του μισογυνισμού και του αντιφεμινισμού, που είναι τόσο γνώριμα στα κατοπινά θεατρικά έργα του.
Το 1886 ο Στρίντμπεργκ γράφει το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του “Ο γιος της δούλας”. Κατά την περίοδο 1880 – 1885, εμφανίζει τάσεις επαναστατικού σοσιαλισμού, όπως δείχνουν και τα διηγήματά του με τον τίτλο “Ουτοπίες πάνω στη γη” (1885). Μετά την περίοδο όμως αυτή στρέφεται όλο και περισσότερο σ’ ένα φιλελεύθερο συντηρητισμό κι από το 1890 εγκαταλείπει οριστικά το ουτοπικό σοσιαλιστικό του όραμα.

Οικογενειακή ζωή και οι σχέσεις των δύο φύλων στα έργα του

Ο γάμος του συγγραφέα με τη Σίρι φον Έσσεν στάθηκε για λίγα χρόνια ευτυχισμένος. Αυτό οφείλεται βασικά και στις συγγραφικές επιτυχίες του Στρίντμπεργκ στο διάστημα αυτό. Δεν άργησαν όμως οι ζήλιες και οι καβγάδες ανάμεσα στο ζευγάρι. Ο ποιητής ζει μια έντονη εσωτερική περιπέτεια, που τρέφει το μισογυνισμό του και την απέχθειά του για το γάμο και την οικογένεια. Αποτέλεσμα ήταν το διαζύγιο το 1891. Από τότε η ζωγραφική τού έγινε μια λυτρωτική εκτόνωση.
Η “μάχη των φύλων”, ως μια προαιώνια και αδιάλειπτη μονομαχία άντρα και γυναίκας, βρίσκει την πλήρη έκφρασή της στα έργα του Στρίντμπεργκ “Ο Πατέρας” (1887), “Οι σύντροφοι” (1888), “Δεσποινίς Τζούλια” (1888), “Οι δανειστές” (1888), ” Ο δεσμός” (1893) και “Ο χορός του θανάτου” (1901), καθώς και στα αυτοβιογραφικά του μυθιστορήματα. Όπως έγραψε σ’ ένα θεατρικό του σημείωμα ο Άγγελος Τερζάκης – “Η γυναίκα θ’ ασκήσει πάνω στη ζωή του Στρίντμπεργκ μια αλλόκοτη και αντιφατική έλξη… Έχει συνειδητοποιήσει όσο κανένας άλλος το δραματικό, το σχεδόν μοιραίο βάρος του θηλυκού στοιχείου μέσα στη ζωή… Έβλεπε στην πάλη άντρα – γυναίκας μια στοιχειακή αναμέτρηση, που παίρνει διαστάσεις φυσικού νόμου”.
Πολλά από τα έργα του Στρίντμπεργκ, που αναφέρονται στην πάλη των δύο φύλων, είναι αριστουργήματα ψυχολογικής ανάλυσης. Έχει γράψει θεατρικά έργα κάθε σχολής – ρεαλισμός, νατουραλισμός, συμβολισμός, ιστορικό δράμα, ονειρόδραμα, εξπρεσιονισμός. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός, ότι στην ίδια περίοδο με τα προσωπικά του δράματα έγραψε μετά το 1899 και μια σειρά από ρεαλιστικά ιστορικά έργα (“Γουσταύος Βάζα”, “Ερρίκος ΙΔ'”, “Κάρολος ΙΒ'”, “Βασίλισσα Χριστίνα”), καθώς και το αδυσώπητα νατουραλιστικό δράμα “Ο χορός του θανάτου”.
Από το 1892, ο Στρίντμπεργκ περιπλανιέται και πάλι στην Ευρώπη. Το 1893 γνωρίζει στο Βερολίνο και παντρεύεται τη νεαρή Αυστριακή συγγραφέα Φρίντα Ουλ. Γίνεται πατέρας για τέταρτη φορά. Αλλά κι ο δεύτερος αυτός γάμος κατέληξε σε διαζύγιο. Ύστερα από δύο γάμους και δύο διαζύγια, το βασανισμένο πνεύμα του βρίσκει καταφύγιο στο σβεντενμποργκικό μυστικισμό. Είχε προηγηθεί όμως η πνευματική του κατάρρευση από τον καιρό που έμαθε πως ο Νίτσε – με τον οποίο αλληλογραφούσε στα τέλη του 1888 – παραφρόνησε. Έφτασε στο απόγειο της κρίσης στο Παρίσι στα 1895 – 1896. Κλείστηκε σ’ ένα ιδιωτικό σανατόριο για να βρει την ψυχική του γαλήνη.

Η ανθρώπινη δυστυχία, η ανωτερότητα του πνεύματος και η απαισιοδοξία

Η υγεία του αποκαταστάθηκε σύντομα, μα δεν μπόρεσε να αποβάλει τις ψυχικές ιδιορρυθμίες του. Στα έργα του της περιόδου αυτής κυριαρχεί μια τάση μυστικιστική, μαζί και μια θρησκευτική ευαισθησία. Η επίδραση του Μαίτερλινκ είναι οπωσδήποτε φανερή. Η δραματική τριλογία του “Προς τη Δαμασκό”, που γράφτηκε ανάμεσα στα 1898 και 1904, είναι ένα έργο ονειρικό – συμβολικό, όπου ο συγγραφέας μέσα απ’ τη θρησκευτική πίστη οδηγεί τον άνθρωπο στη θριαμβική σωτηρία. Στην παράξενη κωμωδία του “Υπάρχουν εγκλήματα και εγκλήματα”, που δημοσιεύτηκε το 1899, οι αγωνίες που βασανίζουν την αμαρτωλή σκέψη βρίσκουν τη λύτρωση στο “ανώτερο δικαστήριο” του πνεύματος. Στο “Πάσχα” (1900) κυριαρχεί το χριστιανικό μήνυμα της αγάπης, που λυτρώνει από τους πόνους και τις οδύνες της ενοχής.
Τη Σουηδέζα ηθοποιό Χάριετ Μπόσσε, που ερμήνευσε το ρόλο της ηρωίδας στο “Πάσχα”, όταν το έργο παίχτηκε στη Στοκχόλμη τη Μεγάλη Πέμπτη του 1901, την ερωτεύτηκε ο Στρίντμπεργκ και την παντρεύτηκε την ίδια χρονιά. Ένας τρίτος γάμος κι ένα ακόμα παιδί. Ζωή βασανιστική και ανυπόφορη. Και ένα τρίτο διαζύγιο στα 1904. Η προσωπική δυστυχία και οι συνακόλουθες έμμονες ιδέες και μια απαισιοδοξία για τη ζωή αντανακλώνται, κάτω και από την επίδραση της υπαρξιακής σκέψης του Δανού φιλοσόφου Σαίρεν Κίρκεγκωρ, στα επόμενα δράματά του, όπως στην απαισιόδοξη “Σονάτα των Φαντασμάτων” (1907), μια εξπρεσιονιστική ανάλυση της ανθρώπινης δυστυχίας. Αλλά και με το “Ονειρόδραμα” (1902), μια συμβολική φαντασιοκοπία της ανθρώπινης ύπαρξης, ο Στρίντμπεργκ ελευθερώνει το νεότερο δράμα από τα δεσμά του νατουραλισμού, προμηνώντας τα έργα του Πιραντέλλο, του Τόλλερ, του Κάιζερ, του Τσάπεκ, του Κοκτώ, του Σαρογιάν και πολλών άλλων σύγχρονων πειραματιστών.

Τα τελευταία χρόνια

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, η μοναξιά του, μετά τους τρεις αποτυχημένους γάμους του, γίνεται μαρτυρική. Συνδέεται με τη νεαρή ηθοποιό Φάνυ Φάλκνερ, γνωρίζοντας επιτέλους κοντά της μια ήρεμη κι ευτυχισμένη ζωή. Το 1912, στα 63 χρόνια του, πεθαίνει στη Στοκχόλμη από καρκίνο του στομάχου. Το σπίτι που έζησε ο Στρίντμπεργκ, ο “γαλάζιος πύργος”, βρίσκεται στην οδό Ντρότνιγκαταν 85 στη Στοκχόλμη.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -