Επιμέλεια: Παναγιώτης Μήλας
Ήταν ο όγδοος ευοίωνος πρίγκιπας, όμως δεν ήξερε να μιλάει. Δεν είχε μάθει να διαβάζει αν και ζούσε δίπλα σε καθηγητή.
Είχε μάθει μόνο τρεις λέξεις. Και οι τρεις άρχιζαν από το «Α»: Αφοσίωση, Αγάπη, Απώλεια…
Αυτές οι λέξεις τον έκαναν διάσημο. Αυτές οι λέξεις τον έκαναν να ξεχωρίζει μιας και στις μέρες μας – κυρίως – η πρώτη λέξη δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο πολλών ανθρώπων.
Όμως ο Χάτσικο δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν ένα λευκό, πανέμορφο και αξιαγάπητο κουτάβι Ακίτα που υιοθετήθηκε τον Ιανουάριο του 1924 από τον καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Τόκιο, Χιντεσάμπουρο Ούενο.
Ο μικρούλης γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1923 στην πόλη Οντάτε της Ιαπωνίας. Ο καθηγητής, όταν τον πήρε στο σπίτι του τον ονόμασε «Χάτσικο», που σημαίνει ο «όγδοος ευοίωνος πρίγκιπας», αυτός που φέρνει τύχη.
Ο καθηγητής με τον Χάτσικο έγιναν αχώριστοι φίλοι. Τον συνόδευε κάθε μέρα στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σιμπούγια, στα περίχωρα του Τόκιο όπου έμενε, για να πάρει το τρένο προς το πανεπιστήμιο. Μετά πήγαινε στο σπίτι και επέστρεφε το απόγευμα στον σταθμό για να περιμένει τον κύριό του που γύριζε από τη δουλειά.
Αυτό γινόταν μέχρι και τον Μάιο του 1925.
Μία ημέρα ο καθηγητής δεν επέστρεψε το απόγευμα στον σταθμό, όπου τον περίμενε ο πιστός του φίλος. Κατά τη διάρκεια μιας διάλεξής του στο πανεπιστήμιο έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε.
Ο Χάτσικο δεν δέχτηκε ποτέ την απώλεια του καθηγητή Ουένο. Η «Απώλεια» ήταν η μία από τις τρεις λέξεις που ήξερε. Τότε ο Χάτσικο «επιστράτευσε» τις άλλες δύο λέξεις που είχε μάθει: Την Αγάπη και την Αφοσίωση.
Γύρισε στον σταθμό και τον περίμενε να γυρίσει. Αυτό το έκανε σε καθημερινή βάση μέχρι το τέλος της ζωής του. Μετά τον θάνατο του καθηγητή πολλοί συγγενείς του πήραν τον Χάτσικο σπίτι τους, αυτός όμως πάντα κατάφερνε να το σκάει και να ξαναγυρίζει στον σταθμό του τρένου.
Περίμενε στον σταθμό για 10 χρόνια, υπομονετικά, κοιτάζοντας τα τρένα μέχρι να βγει και ο τελευταίος επιβάτης.
Το 1925, ένας μαθητής του Ουένο ο οποίος ήταν ειδικός στα σκυλιά Ακίτα, αναγνώρισε τον μεγαλόσωμο σκύλο. Παρατήρησε δε, πως ο Χάτσικο περίμενε στον σταθμό κοιτάζοντας τα τρένα μέχρι να βγει και ο τελευταίος επιβάτης και ρωτώντας τους περαστικούς και τους θαμώνες του σταθμού οι οποίοι τον τάιζαν, έμαθε τον λόγο της αναμονής του.
Ο μαθητής αυτός ερχόταν συχνά στον σταθμό για να δει τον Χάτσικο και έγραψε πολυάριθμα άρθρα σε τοπικές εφημερίδες, εξυμνώντας την αφοσίωση του λευκού Ακίτα. Ένα από αυτά τα άρθρα δημοσιεύτηκε σε μια εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας και ο Χάτσικο γίνεται σύντομα διάσημος.
Οι Ιάπωνες εντυπωσιάζονται, ενώ γονείς και δάσκαλοι χρησιμοποιούν τον Χάτσικο σαν παράδειγμα ύψιστης αφοσίωσης και πίστης στην οικογένεια.
Αμέσως μετά ένας διάσημος γλύπτης φιλοτέχνησε ένα μπρούτζινο άγαλμα του Χάτσικο να περιμένει καθιστός το αφεντικό του. Στα αποκαλυπτήριά του ήταν παρών και ο ίδιος ο σκύλος.
***
Τελικά ο Χάτσικο πέθανε στις 8 Μαρτίου του 1935, σε ηλικία 12 ετών, από καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο. Περαστικοί τον βρήκαν νεκρό κοντά στον σταθμό της Σιμπούγια, που για όλη του ζωή περίμενε τον καλύτερό του φίλο. Όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του, ο σταθμός και το μπρούτζινο άγαλμά του γέμισαν από κόσμο που άφηνε λουλούδια προς τιμήν του.
Ο τάφος του Χάτσικο βρίσκεται ακριβώς δίπλα στον τάφο του καθηγητή Χιντεσάμπουρο Ουένο. Οι δύο ταφικές στήλες είναι κοντά έτσι ώστε, σύμφωνα με το ιαπωνικό έθιμο, να μείνουν αιώνια αχώριστοι.
Κάθε χρόνο στις 8 Μαρτίου εκατοντάδες Ιάπωνες τιμούν τη μνήμη του και την αφοσίωσή του, στον σταθμό που πέρασε τη ζωή του και πέθανε.
Στο σημείο όπου ο Χάτσικο περίμενε τον κύριό του έχουν τοποθετηθεί τέσσερις μπρούτζινες πατούσες σκύλου και ένα κείμενο στα Ιαπωνικά που αναφέρεται στην αφοσίωσή του. Η είσοδος του σταθμού της Σιμπούγια όπου βρίσκεται το άγαλμά του ονομάζεται Χάτσικο – γκούτσι, «η είσοδος του Χάτσικο». Ένα όμοιο μπρούτζινο άγαλμα τοποθετήθηκε και στο Οντάτε, γενέτειρα του Χάτσικο, αλλά και στην είσοδο του μουσείου Ακίτα της περιοχής.
Για την αιτία θανάτου του Χάτσικο υπήρξαν πολλές εκδοχές όμως μόλις τον Μάρτιο του 2011, επιστήμονες ανακάλυψαν πως ο κύριος λόγος θανάτου του ήταν ο καρκίνος ο οποίος ήταν σε προχωρημένο (τελικό) στάδιο και είχε εξαπλωθεί από τους πνεύμονες μέχρι την καρδιά του.
Τα όργανα του Χάτσικο διατηρούνται στη φορμόλη στο ερευνητικό κέντρο του Πανεπιστημίου του Τόκιο δίπλα σε μία προτομή του ιδιοκτήτη του, ενώ το σώμα του βρίσκεται βαλσαμωμένο στο Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και Επιστημών του Τόκιο.
Η ιστορία του έγινε η αιτία της αναθέρμανσης του ενδιαφέροντος των Ιαπώνων για τους σκύλους Ακίτα, τους οποίους περιγράφουν ως «θαρραλέους σαν σαμουράι αλλά συνάμα τρυφερούς σαν γατάκια, με μεταξένια καρδιά αλλά και αλύγιστους σαν ατσάλι».