[…]Ρίχτηκα με τα μούτρα στην αναζήτηση του προσωπικού μου θεού: ΤΗΝ ΑΠΛΟΤΗΤΑ. Όσο πιο συμπυκνωμένα και λακωνικά έγραφα τόσο λιγότερα περιθώρια για λάθος και για ψέμα υπήρχαν. Η ευφυΐα θα ήταν η δυνατότητα να λες κάτι βαθύ με πολύ απλά λόγια.
[…]Ήμουν πια 50 χρόνων, και ίσως, ένας επαγγελματίας συγγραφέας. Διάβασα τα ποιήματά μου σε διάφορα πανεπιστήμια, πάντοτε μεθυσμένος, και έσπασα μεγάλη πλάκα με το κοινό.
[…]Η γραφή όμως είναι ένα αλλόκοτο πράγμα: δεν καταλήγεις πουθενά, μπορεί να πλησιάσεις αλλά δεν φτάνεις ποτέ.
[…]Η τακτική μου ήταν να αποφεύγω τους λογοτέχνες όσο πιο πολύ γινόταν, κάνουν κακό ο ένας στον άλλον, κάνουν πάρτι, κουτσομπολεύουν, παραπονιούνται, όλοι μαζί. Σχεδόν όλοι οι λογοτέχνες που έχω γνωρίσει πιστεύουν ότι είναι αθάνατοι και περιφρονημένοι όταν η αλήθεια είναι πως απλά η γραφή τους είναι χάλια. Οι περισσότεροι λογοτέχνες δεν είναι ευχάριστοι τύποι.
[…]Πιστεύω ότι το θαύμα της εποχής μας είναι το γεγονός ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που κάθονται και γράφουν τόσες πολλές λέξεις που δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Δοκιμάστε το κάποια μέρα. Είναι σχεδόν αδύνατον να γράψετε κάτι που να μην σημαίνει απολύτως τίποτα, αλλά εκείνοι το καταφέρνουν, και το εξασκούν ασταμάτητα και επίμονα.
[…]Κάποιος με ρώτησε, «Μπουκόβσκι, εάν έκανες ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής τι θα έλεγες στους μαθητές;» Του απάντησα, «θα τους έστελνα όλους στον ιππόδρομο και θα τους ανάγκαζα να ποντάρουν πέντε δολάρια σε κάθε κούρσα». Ο μαλάκας αυτός πίστεψε ότι αστειευόμουν.
CHARLES BUKOWSKI: ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΩΡΑ (ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ 1944-1990) – Εκδόσεις Ηριδανός
Ήμουν παιδί ακόμα, με πιάνεις, και ήμουν εκεί… καθόμουν στον ίδιο χώρο με τον Σινκλέρ Λιούις… του πήγαν ένα μπουκάλι κρασί κι εκείνος και οι γυναίκες που ήταν μαζί του σερβιρίστηκαν. Ήταν εκεί, μπροστά μου, ο Μπιγκ Ρεντ. Μου φαινόταν απίστευτο. Δεν ήθελα να φανώ ενοχλητικός. Προσπάθησα να κοιτάζω αλλά δεν γινόταν. Ήμουν ολομόναχος εκεί. Είχα μαζί μου ένα σημειωματάριο και μου φαινόταν ότι έγραφα ένα πραγματικό σενάριο με όλα αυτά. Το απεχθανόμουν όμως. Είχε κάμποσες λευκές σελίδες. Έκοψα μία και κατευθύνθηκα προς τον Σινκλέρ Λιούις…
Ο Σινκλέρ Λιούις αντέδρασε λες και δεν ήμουν εκεί. Αγνόησε το χαρτί που κρατούσα στο χέρι μου και συνέχισε να συζητά σε μια από τις γυναίκες. “Τον άτιμο”, είπα. “Γύρισα ξανά στο τραπέζι μου και ξανασκέφτηκα όλο το σκηνικό από την αρχή. Όσο το σκεφτόμουν τόσο πιο άσχημα ένιωθα. Ο Μπιγκ Ρεντ με είχε αφήσει άναυδο. Φώναξα τον σερβιτόρο και πλήρωσα. Τότε πήγα ξανά στο τραπέζι του Λιούις. Με κοίταξε και του είπα. “Άκουσε ρε μπάσταρδε, έχουμε εκδοθεί και ο δύο στον ίδιο εκδότη. Ίσως ο κύριος Ρένκιν θα ήταν καλό να μάθει πόσο μαλάκας είσαι!”…
Ο Χάινριχ Καρλ (Χένρι Τσαρλς) Μπουκόφσκι γεννήθηκε στο Άντερναχ της Δυτικής Γερμανίας, στις 16 Αυγούστου του 1920. Η Γερμανίδα μητέρα του, Καταρίνα Φεττ, και ο πατέρας του, Χένρι Μπουκόφσκι, Αμερικανός στρατιώτης πολωνικής καταγωγής, γνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια της αμερικανικής κατοχής στη Γερμανία, στα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1922, το ζευγάρι και ο μικρός Τσαρλς μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν στο Λος Άντζελες. Στην “πόλη των αγγέλων”, ο Μπουκόφσκι έμελλε να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Η παιδική και εφηβική ηλικία του σημαδεύτηκαν από την προκατάληψη των Αμερικανών για τη γερμανική καταγωγή του, την αδιάκοπη κακοποίησή του από τον πατέρα του και την παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του από μια επώδυνη μορφή ακμής -βιώματα τα οποία κατέγραψε πολύ αργότερα στη νουβέλα “Ham on Rye” (1982).
Από το 1939 έως το 1941 παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας στο Los Angeles City College. Το 1941 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να γίνει συγγραφέας. Ωστόσο, το εγχείρημά του δεν απέδωσε… Το 1944, δημοσίευσε την πρώτη του ιστορία “Aftermath of a Lengthy Rejection Slip” στο περιοδικό “Story” και επέστρεψε στο Λος Άντζελες. Εκεί γνώρισε μία από τις σημαντικότερες γυναίκες της ζωής του, την Τζάνετ Μπέικερ, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του και αλκοολική, όπως κι ο ίδιος. Μαζί της μοιράστηκε τα επόμενα δέκα χρόνια της πορείας του.
Στο ίδιο διάστημα περιπλανήθηκε σ’ όλη τη χώρα, δουλεύοντας ως οδηγός φορτηγού, χειριστής ασανσέρ, σε εργοστάσιο παρασκευής σκυλοτροφών κι άλλες “δουλειές του ποδαριού”, που θα του εξασφάλιζαν τα προς το ζην και, κυρίως, το αλκοόλ, το οποίο κατανάλωνε σε μεγάλες ποσότητες. Οι εμπειρίες που αποκόμισε απ’ αυτές τις περιπλανήσεις τού χρησίμευσαν ως υλικό για τα έργα του. Αρκετές, μάλιστα, περιλαμβάνονται στο σενάριο της ταινίας “Βarfly” (1987), όπου τον Χένρι Τσινάσκι (ή Χανκ), δηλαδή το λογοτεχνικό alter ego του Μπουκόφσκι, υποδύεται ο Μίκι Ρουρκ.
Το 1955, ο Μπουκόφσκι, παντρεμένος ήδη με την Μπάρμπαρα Φράι, εκδότρια ενός μικρού περιοδικού, γράφει για πρώτη φορά ποίηση, έπειτα από μια περιπέτεια της υγείας του, που λίγο έλειψε να αποβεί μοιραία. Ο γάμος του με τη Φράι δεν κράτησε ούτε δύο χρόνια. Το 1958, πιάνει και πάλι δουλειά, αυτήν τη φορά ως υπάλληλος στο Ταχυδρομείο τους Λος Άντζελες. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα δέκα, περίπου, χρόνια που πέρασε εκεί ήταν, από δημιουργική άποψη, τα πλέον στείρα και αδρανή. Σύμφωνα όμως με άλλες πηγές, δημοσίευσε διαρκώς κείμενα σε μικρά περιοδικά κι έγινε γνωστός στους ποιητικούς κύκλους ως “ο βασιλιάς των μικρών εντύπων”.
Από το 1960, μάλιστα διατηρούσε την εβδομαδιαία στήλη “Notes of a Dirty Old Man” (“Σημειώσεις ενός πορνόγερου”) στην περιθωριακή εφημερίδα “Open City”.
Στη ζωή του ο Μπουκόφσκι είχε αναρίθμητους δεσμούς κι εφήμερες σχέσεις. Το 1964, γεννιέται η κόρη του Μαρίνα Λουίζ, καρπός της σχέσης του με τη θαυμάστριά του Φράνσις Σμιθ. Παρά το γεγονός ότι ο δεσμός με τη μητέρα δεν διήρκεσε πολύ, ο Μπουκόφσκι διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του μια ιδιαίτερη σχέση με την κόρη του.
Το 1966, ο εκδότης Τζον Μάρτιν ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Black Sparrow Press, με βασικό συγγραφέα του τον Μπουκόφσκι. Η γνωριμία των δύο ανδρών έμελλε να σημαδέψει ανεξίτηλα τη ζωή του Μπουκόφσκι: το 1970, ο Μάρτιν του προσφέρει 100 δολάρια την εβδομάδα εφ’ όρου ζωής, προκειμένου να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή. Έχοντας κατακτήσει πλέον την οικονομική ανεξαρτησία του, ο Μπουκόφσκι παραιτήθηκε από το ταχυδρομείο. Η παραγωγικότητά του αυξήθηκε κατακόρυφα και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσε την πρώτη του νουβέλα “Post Office” (1971). To 1985 παντρεύτηκε τη Λίντα Λι Μπέιλε, με την οποία έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Μπουκόφσκι πέθανε από λευχαιμία το Μάρτιο του 1994, στο αγαπημένο του Λος Άντζελες, περιβεβλημένος τον μανδύα ενός μεγάλου συγγραφέα που τα βιβλία του αγαπήθηκαν στην Ευρώπη, αλλά κι από μια σημαντική μερίδα του αμερικανικού κοινού.
Το έργο του, σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, περιλαμβάνει περισσότερα από σαράντα πέντε βιβλία ποίησης και πρόζας καθώς και μυθιστορήματα. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Πέρα από τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα, στα έργα του Μπουκόφσκι αντικατοπτρίζεται η περιθωριακή, αναρχική πλευρά της αμερικανικής πραγματικότητας, την οποία, μέχρι πρόσφατα, η αμερικανική λογοτεχνία είτε καταδίκαζε είτε, ηθελημένα, αγνοούσε. Αντίθετα, η υποδοχή που του επιφύλαξε, από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε, το ευρωπαϊκό κοινό ήταν εντυπωσιακά θερμή. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από δώδεκα γλώσσες. Παρ’ όλα αυτά μεγάλο μέρος παρέμενε ανέκδοτο μέχρι πρόσφατα.