Του Παναγιώτη Μήλα
«Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη». Έτσι άρχιζαν κάποτε τα παιδικά παραμύθια. Έτσι αρχίζω κι εγώ σήμερα το κομμάτι αυτό όχι ως…εύρημα κάποιου προλόγου αλλά επειδή το επιβάλουν τα γεγονότα.
Είμαστε στο Θέατρο Βρετάνια, στην οδό Πανεπιστημίου, που βρίσκεται δίπλα στο δίδυμο αδελφάκι του, το Θέατρο Αθηνών, στην οδό Βουκουρεστίου. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα δίπλα ακριβώς στο Petit Palais, το σημερινό ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», ήταν μια πολυτελής νεοκλασική κατοικία. Από εκεί ξεκινάει η «κόκκινη κλωστή» που βρίσκεται στα χέρια της ιδιοκτήτριας του σπιτιού, της Ολλανδέζας με το όνομα Μαργκρέτε, την οποία έφερε στην Ελλάδα ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄ ια να ράβει τα πουκάμισα και τις δαντέλες του παλατιού μιας και ήταν δεξιοτέχνης της ραπτικής.
Ο βασιλιάς δολοφονήθηκε το 1913 και το 1923 γκρεμίζεται το νεοκλασικό, ενώ δύο χρόνια μετά ξεκινά η κατασκευή του κτηρίου με τη μορφή που έχει μέχρι σήμερα.
* Η ανοικοδόμηση ολοκληρώθηκε το 1932 με την υπογραφή του Βασίλη Τσαγκρή (*) ο οποίος ήταν ένας από τους σπουδαιότερους αρχιτέκτονες του Μεσοπολέμου.
* Ένας άλλος Βασίλης, ο μεγάλος κωμικός Αργυρόπουλος, ήταν ο πρώτος θιασάρχης στο θέατρο «Βρετάνια».
* Τέλος, ένας τρίτος Βασίλης, ο επίσης μεγάλος κωμικός Λογοθετίδης, ήταν ο πρώτος θιασάρχης στο θέατρο «Αθηνών».
Εκεί, στο κτήριο των δύο θεάτρων, είχε στεγαστεί πριν από τον πόλεμο το βιεννέζικο καμπαρέ «Femina». Εδώ η «κόκκινη κλωστή» από τα χέρια της Ολλανδέζας ράφτρας πέρασε στα χέρια της Ελληνίδας Ποθητής Τζερέτα που ήταν δεξιοτέχνης της ραπτικής. Η Ποθητή με τις αδελφές της Δέσποινα (εξαιρετική κεντήστρα) και Βασιλική (παιδί για όλες τις δουλειές) έραβαν τα εντυπωσιακά θεατρικά κοστούμια των ξένων ηθοποιών και τραγουδιστών που εμφανίζονταν στο «Femina». Μετά τον πόλεμο, όταν έκλεισε το καμπαρέ, το δεύτερο κτήριο μετατράπηκε σε θέατρο από τον Γιώργο Βέμπο, αδελφό της Σοφίας.
Η «κόκκινη κλωστή» παρέμεινε δεμένη, πάνω από 100 χρόνια, σε έμπειρα χέρια. Πρώτα στη Μαργκρέτε, μετά στην Ποθητή και σήμερα σε μια μοντέρνα στυλίστρια -με τολμηρές επιλογές- η οποία όμως δεν παύει να είναι και δεξιοτέχνης στο είδος της.
Η στυλίστρια αυτή έχει ένα μοναδικό στόχο: Να αναδείξει τα όποια αριστοκρατικά στοιχεία έχει ο κύριος Ιορδάνης. Ο «Αρχοντοχωριάτης» ο οποίος θέλει να μπει στα μεγάλα σαλόνια παριστάνοντας τον αριστοκράτη. Δεν περιορίζεται όμως στο να φοράει μοδάτα ρούχα. Παράλληλα μαθαίνει να χορεύει μενουέτο και παίρνει μαθήματα ξιφασκίας ή φιλοσοφίας. Μέχρι τότε όλα πάνε καλά, αφού ό, τι κάνει αφορά μόνο τον εαυτό του. Όμως, όλα παίρνουν διαφορετική τροπή από τη στιγμή που ο κύριος Ιορδάνης θέλει να ρυθμίζει και τη ζωή των μελών της οικογένειάς του.
Όπως καταλάβατε, είμαστε μπροστά στην περίφημη κωμωδία του Μολιέρου «Ο Αρχοντοχωριάτης» που έχει ήδη ανέβει στη σκηνή του Θεάτρου Βρετάνια με τον Γιάννη Μπέζο να σκηνοθετεί και να ερμηνεύει τον απολαυστικό ρόλο του Ιορδάνη σε παραγωγή του Κάρολου Παυλάκη.
Λόγος, μουσική, τραγούδι και χορός
Ο Αρχοντοχωριάτης, που έχει χαρακτηριστεί από τον ίδιο τον συγγραφέα ως κωμωδία – μπαλέτο, γράφτηκε κατά παραγγελία του Λουδοβίκου ΙΔ’ το 1670. Πρόκειται για ένα είδος ψυχαγωγίας που ανθούσε ιδιαίτερα στη βασιλική αυλή, ένα κράμα λόγου, μουσικής, τραγουδιών και χορού, στο οποίο συνήθως συμμετείχαν ο «Βασιλιάς Ήλιος» και οι αυλικοί του.
Ο Γάλλος κωμωδιογράφος (1622-1673), που σε λιγότερο από είκοσι χρόνια οδήγησε το γαλλικό θέατρο της εποχής του στην κορυφή της πυραμίδας του ευρωπαϊκού θεάτρου, προσέφερε στις επερχόμενες γενιές έργα μοναδικά και αξεπέραστα. Προϋπόθεση για κείνον ήταν το έργο να αρέσει στο κοινό που συνήθιζε να πηγαίνει θέατρο για να διασκεδάσει, αλλά συχνά και για να εκτονωθεί από τα καθημερινά προβλήματα.
Ο Μολιέρος γεννήθηκε στο Παρίσι και το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Βαπτιστής Ποκελέν. Έλαβε σπουδαία μόρφωση, γιατί ο πατέρας του, που ήταν πλούσιος και είχε σχέσεις με το παλάτι, τον προόριζε για θαλαμηπόλο του βασιλιά. Αντί γι’ αυτό όμως ο Μολιέρος έφτιαξε ένα θίασο από ηθοποιούς που τον ονόμασε «Λαμπρό Θέατρο» και από το 1645 ως το 1658 γύριζε στις γαλλικές επαρχίες δίνοντας παραστάσεις με έργα δικά του και άλλων συγχρόνων του. Από το 1659 και ως το θάνατο του Μολιέρου (1673) το θέατρο είναι εγκατεστημένο στο Παρίσι και παρουσιάζει πάνω από είκοσι έργα του. Τα πιο γνωστά είναι: Σχολείο Γυναικών, Δον Ζουάν, Μισάνθρωπος, Φιλάργυρος, Ταρτούφος, Αρχοντοχωριάτης, Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής. Τα έργα του καθρεφτίζουν την κοινωνία της εποχής του και διακωμωδούν διάφορα πάθη: ζήλια, φιλαργυρία, υποκρισία, εγωισμό κ.τλ. Η κωμωδία του Μολιέρου αποβλέπει στη βελτίωση των ηθών.
Σάτιρα για τον νεοπλουτισμό της αστικής τάξης
Με καυστικό τρόπο ο Μολιέρος σατιρίζει στον “Αρχοντοχωριάτη” τον νεοπλουτισμό της αστικής τάξης που προσπαθεί να μιμηθεί την υψηλή κοινωνία, μαϊμουδίζοντας συνήθειες, τρόπους, και συμπεριφορές στα όρια του γελοίου που φυσικά προκαλούν το γέλιο στο κοινό. Ο σημερινός θεατής μέσα από τη σάτιρα, που παραμένει αναλλοίωτη, δεν θα δυσκολευτεί ν’ αναγνωρίσει στο πρόσωπο του κυρίου Ιορδάνη πολλά ομοιότυπα της σύγχρονης πραγματικότητας.
Η συνομιλία των δημιουργών με τον χρόνο
«Οι μεγάλοι δημιουργοί δεν συνομιλούν με το κοινό της εποχής. Συνομιλούν με το χρόνο. Ο Μολιέρος -πατέρας της ευρωπαϊκής κωμωδίας- δεν ανήκει σε καμία σχολή. Δεν τη χρειάζεται. Γνήσιος ποιητής – θεατρίνος τοποθετεί απέναντί μας έναν καθρέφτη για να δούμε τις αδυναμίες μας κι εμείς γελάμε διότι νομίζουμε ότι καθρεφτίζεται ο διπλανός μας. Ο “Αρχοντοχωριάτης”, ίσως η πιο ισχυρή κωμωδία του, ζωντανεύει τη βαθιά επιθυμία του ανθρώπου για αλλαγή. Για κοινωνική καταξίωση χωρίς κόπο. Η γελοιοποίηση καραδοκεί. Και φυσικά θριαμβεύει! Ο μεγάλος Μολιέρος είναι πάντα παρών. Και το γέλιο πηγαίο και αποκαλυπτικό», δηλώνει ο Γιάννης Μπέζος.
Αποκαλυπτικό όμως είναι και το αποτέλεσμα της δουλειάς των συντελεστών του φετινού «Αρχοντοχωριάτη». Εδώ την «κόκκινη κλωστή» κρατά και πάλι ένας δεξιοτέχνης, ο Γιάννης Μπέζος, που με αυτήν «κεντάει» περίτεχνα ενώ για άλλη μια φορά φωτίζει το ταλέντο των συνεργατών του.
Παραμυθένιες καταστάσεις στο ιστορικό θέατρο
Στην ιστορική σκηνή του «Βρετάνια» αμέσως μετά το τρίτο κουδούνι όλα παίρνουν παραμυθένιες διαστάσεις από την πρώτη μέχρι και την τελευταία αυλαία από τους φωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκα. Με τα σκηνικά της η Ιωάννα Πανταζοπούλου δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον για τις παραμυθένιες καταστάσεις που εκτυλίσσονται με πρωταγωνιστή τον κύριο Ιορδάνη και την παρέα του. Όμως και τα κοστούμια της είναι το ίδιο εντυπωσιακά. Πολύχρωμα, ευφάνταστα και λειτουργικά μας μεταφέρουν με επιτυχία στο ονειρικό πλαίσιο, στο οποίοι κινούνται οι ήρωες του Μολιέρου, με τη δημιουργική παρέμβαση του Γιάννη Μπέζου. Εδώ πρέπει να πω ότι τόσο η μετάφραση όσο και η διασκευή που έκανε ο Μπέζος έφεραν τον Αρχοντοχωριάτη στις μέρες μας. Αυτό δεν στέρησε σε τίποτα τη σπιρτάδα του πρωτότυπου αφού όλα έγιναν με σεβασμό και χωρίς ακρότητες. Το γέλιο έρχεται αυθόρμητα μέσα από τις καταστάσεις που δημιουργούνται και που αναδεικνύονται με απλό και καθαρό τρόπο. Τονίζω τον απλό τρόπο επειδή αυτό είναι και το δύσκολο στην προκειμένη περίπτωση. Ο Μπέζος θα μπορούσε να κερδίσει το γέλιο του κοινού με εύκολα τρικ. Το απέφυγε επιλέγοντας τον δρόμο της απλότητας του λόγου. Το ίδιο ακριβώς έκανε και με τη σκηνοθετική γραμμή που ακολούθησε. Ενώ έχει τον ίδιο του τον εαυτό ως μηχανή παραγωγής γέλιου εκείνος προτιμά και πάλι τα δύσκολα. Κάνει κάτι σπάνιο στις μέρες μας. Μοιράζει το παιχνίδι στους 11 συμπαίκτες του. Έτσι δεν μπορείς να πεις πως «πήγα και είδα τον Μπέζο». Το σωστό είναι πως «πήγα και είδα την ομάδα του Μπέζου».
Από ’κει και πέρα λοιπόν δεν ξέρεις ποιον να πρωτοθαυμάσεις:
– Η Φιλιώ Φωτιάδη, η στυλίστρια (που λέγαμε στην αρχή του κειμένου), δυναμική, χωρίς υπερβολές και με αέρινη κίνηση.
– Η Ελένη Τσιμπρικίδου, ως Νικολέτα, το παιδί για όλες τις δουλειές. Εξαιρετική ερμηνεία. Στιβαρή. Ειδικά στις δύσκολες σκηνές της σιωπής. Μιλούσε με τα μάτια και τη γλώσσα του σώματος.
– Η Ντένια Στασινοπούλου, ως Δοριμένη. Ξέφυγε με επιτυχία από την παγίδα του να είναι μόνο κινούμενος πειρασμός και κατάφερε νε περπατήσει με επιτυχία πάνω στο τεντωμένο σχοινί του ρόλου της. Πατάει γερά.
– Ακολουθούν τρεις πραγματικοί δάσκαλοι. Ο Θανάσης Ισιδώρου, ως δάσκαλος χορού. Ο Δημήτρης Λιόλιος, ως δάσκαλος μουσικής και ο Δημήτρης Κανέλλος, ως δάσκαλος Φιλοσοφίας. Είναι σκέτη απόλαυση να τους παρακολουθείς. Μολιερικές καρικατούρες με μοναδικές σωματικές και φωνητικές ικανότητες. Και οι τρεις τους μια ομάδα ειδικών αποστολών. Ομάδα κρούσης.
– Ο Αλμπέρτο Φάις, ως Κλεάνθης Κλεάνθης του Κλεάνθους. Ο γαμπρός που κερδίζει τις εντυπώσεις με τη σοβαρότητά του αλλά κυρίως με την απολαυστική ερμηνευτική ανατροπή στο φινάλε της παράστασης.
– Η Αμαλία Νίνου, ως Λουσίλ. Μια ηθοποιός – πλαστελίνη. Είναι τόσο εύπλαστη που προσαρμόζεται σε κάθε κατάσταση. Τώρα και λαμπερή. Ζει το ρόλο. Δεν τον διεκπεραιώνει.
– Τους επόμενους τέσσερις ηθοποιούς τους έχουμε αγαπήσει – ίσως – πιο πολύ από την τηλεόραση. Όμως εδώ είναι το λάθος όλων μας. Οι τέσσερις αυτοί ηθοποιοί δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που μας δείχνουν στη μικρή οθόνη. Εδώ, στη σκηνή του θεάτρου, παρουσιάζουν μια άλλη πλευρά του εαυτού τους. Και μόνο γι’ αυτό αξίζει να τους δείτε:
-Ο Κώστας Φλωκατούλας, ως Κοβιέλος. Έχοντας γνωριστεί με τον Αρχοντοχωριάτη του 1992, ερμηνεύοντας τότε το δάσκαλο χορού, τώρα χαρίζει ιδιαίτερες στιγμές με την παρουσία του. Χάρμα οφθαλμών.
– Ο Τάσος Γιαννόπουλος, ως Δοράντης. Και μόνο αν περιοριστείς στο να παρακολουθήσεις τις λεπτομέρειες της ερμηνείας του είναι κέρδος. Ξέρει να κερδίζει το κοινό.
– Η Άννα – Μαρία Παπαχαραλάμπους, ως κυρία Ιορδάνη. Ο σωστός και απαραίτητος επαγγελματίας για κάθε σκηνοθέτη. Και μόνο το γεγονός ότι είχε το ψυχικό σθένος να κάνει πράξη το «γέλα παλιάτσο» την ημέρα που την είδα είναι αρκετό. Κατάφερε άψογα να σηκώσει το βαρύ φορτίο και μας έδωσε την ευκαιρία να χαρούμε το ταλέντο της. Και μόνο η παρουσία της γέμιζε τη σκηνή και χάριζε εμπιστοσύνη στους συναδέλφους της. Λαμπερό παιδί.
– Ο Γιάννης Μπέζος, ως κύριος Ιορδάνης. Λαμπερό παιδί επίσης. Έπαιζε με τον ενθουσιασμό του πρωτόβγαλτου και το μεγαλείο του πολύπειρου. Αν δει κανείς το έργο και δεύτερη ή τρίτη φορά σίγουρα θα ανακαλύψει νέα στοιχεία στην ερμηνεία του. Σαρωτικός σε κάθε του εμφάνιση και έχοντας πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων τις όποιες ευκολίες του είναι δάσκαλος για τους συνεργάτες του και θείο δώρο για τους θεατές. Άξιος συγχαρητηρίων κυρίως επειδή πάντα δίνει χώρο στους ηθοποιούς του. Ξέρει και φτιάχνει την ομάδα που κερδίζει. Κυριολεκτικά άρχοντας…
Η ομάδα του Αρχοντοχωριάτη
Οι συντελεστές
Μετάφραση – Διασκευή – Σκηνοθεσία: Γιάννης Μπέζος
Σκηνικά – Κοστούμια: Ιωάννα Πανταζοπούλου
Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας
Βοηθός σκηνοθέτη: Ντένια Στασινοπούλου
Παραγωγή: Κάρολος Παυλάκης
Τους ρόλους ερμηνεύουν
Γιάννης Μπέζος – κύριος Ιορδάνης
Άννα – Μαρία Παπαχαραλάμπους – κυρία Ιορδάνη
Τάσος Γιαννόπουλος – Δοράντης
Κώστας Φλωκατούλας – Κοβιέλος
Δημήτρης Κανέλλος – Δάσκαλος Φιλοσοφίας
Αλμπέρτο Φάις – Κλεάνθης
Δημήτρης Λιόλιος – Δάσκαλος μουσικής
Αμαλία Νίνου – Λουσίλ
Θανάσης Ισιδώρου – Δάσκαλος χορού
Ντένια Στασινοπούλου – Δοριμένη
Ελένη Τσιμπρικίδου – Νικολέτα
Φιλιώ Φωτιάδη – Στυλίστρια
Πληροφορίες για το θέατρο και τα εισιτήρια
Θέατρο Βρετάνια: Πανεπιστημίου 7, Αθήνα
Τηλέφωνο: 210-322.15.79
Ώρες ταμείου: Τρίτη έως Κυριακή: 10:30 – 13:30
και 17:00 – 21:30).
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη και Κυριακή: 19.15
Πέμπτη και Παρασκευή: 21:00
Σάββατο: 18:15 (λαϊκή) και 21:00.
Τιμές εισιτηρίων: Σάββατο βραδινή και εορτές: Α΄ ζώνη: 22 και 20 ευρώ, Β΄ ζώνη: 20 και 17 ευρώ, λαϊκή: 17 ευρώ, ανέργων (με κάρτα ανεργίας): 10 ευρώ (μόνο Τετάρτη και Παρασκευή), φοιτητικό: 14 ευρώ (όλες τις ημέρες, εκτός από Σάββατο βραδινή), νεανικό έως 26 ετών και άνω των 65 ετών: 14 ευρώ (μόνο Τετάρτη και Παρασκευή), οικονομικό εισιτήριο για τα θέατρα Βρετάνια, Αθηνών, Μουσούρη (εκτός βραδινής Σαββάτου και εορτών): 3 Χ 14 ευρώ = 42 ευρώ.
Φωτογραφίες
1. Ο Γιάννης Μπέζος ήταν πάλι Αρχοντοχωριάτης το 2005 σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου.
2. Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, Γιάννης Μπέζος. Πάντα στο ύψος τους…
3. Αλμπέρτο Φάις και Αμαλία Νίνου. Τι θα γίνει τελικά; Θα το πάρει το κορίτσι;
4. Ελένη Τσιμπρικίδου και Κώστας Φλωκατούλας. Πυλώνες της παράστασης.
5. Από αριστερά: Δημήτρης Λιόλιος, Δημήτρης Κανέλλος, Θανάσης Ισιδώρου: Εκρηκτικό μείγμα.
6. Φιλιώ Φωτιάδη. Η «κόκκινη κλωστή» σε καλά και επιδέξια χέρια.
7. Ντένια Στασινοπούλου και Τάσος Γιαννόπουλος. Τα νιάτα και εμπειρία στο καλύτερο πάντρεμά τους.
8. Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους. Ακατέργαστο διαμάντι. Πανάκριβο δηλαδή.
***
(*) Με καταγωγή από το Ναύπλιο, ο Βασίλης Τσαγκρής, (1882-1942) είχε σπουδάσει στην αρχή πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και μετά την αποφοίτησή του είχε δουλέψει για ένα διάστημα στην τεχνική υπηρεσία του Δήμου Αθηναίων. Το 1910 πήγε στη Βιέννη, όπου παρακολούθησε μαθήματα αρχιτεκτονικής και εργάστηκε σε σπουδαία γραφεία της αυστριακής πρωτεύουσας.
Επέστρεψε στην Αθήνα μετά μία δεκαετία και μετείχε στην επιτροπή για το νέο πολεοδομικό σχέδιο της πρωτεύουσας, που όπως και τα προηγούμενα -αλλά και τα επόμενα- έμεινε στα χαρτιά… Για περισσότερα από δέκα χρόνια ήταν ο πιο δραστήριος αρχιτέκτονας, έχοντας σχεδιάσει το κτήριο Ανταποκριτών Ξένου Τύπου, τα θέατρα «Βρετάνια» και «Αθηνών», τον αρχικό πυρήνα του Αντικαρκινικού Νοσοκομείου και τις πολυτελείς κατοικίες πολλών επωνύμων της εποχής, που καθιέρωσαν το περίφημο «στυλ Τσαγκρή» το οποίο χαρακτηρίζει την εποχή των «ανησυχιών» της ελληνικής αρχιτεκτονικής, λίγο πριν από το τέλος του νεοκλασικισμού και τη δυναμική εμφάνιση του μοντερνισμού, όπως επισημαίνει στη μονογραφία του για τον Τσαγκρή ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Νίκος Χολέβας.