Δεξιότητα στις δολοφονίες είχαν πάμπολλοι πριν από τους Ασσασίνους, αλλά αυτοί ήταν οι πρώτοι τρομοκράτες με τη σύγχρονη πολιτική έννοια.
Οι Ασσασίνοι δεν επινόησαν τη δολοφονία, απλώς της δάνεισαν το όνομά τους. Διάσημες πολιτικές δολοφονίες προηγήθηκαν της ύπαρξης των Ασσασίνων, όπως η δολοφονία του τυράννου Ιππία στην αρχαία Αθήνα, οι δολοφονίες του Φιλίππου Β’ του Μακεδόνα, του Τιβέριου Γράκχου και του Ιουλίου Καίσαρα. Η εξιδανίκευση της τυραννοκτονίας απαντάται τόσο στην κλασική αρχαιότητα όσο και στην εβραϊκή παράδοση, αλλά και στην πολιτική και θρησκευτική ιστορία του Ισλάμ: η ισλαμική παράδοση αναγνωρίζει την αρχή της δίκαιης εξέγερσης. Επιδεξιότητα στους φόνους είχαν πάμπολλοι πριν από τους Ασσασίνους, γράφει ο συγγραφέας Μπέρναρντ Λιούις, το βιβλίο του οποίου «Οι Ασσασίνοι» είχε πρωτοκυκλοφορήσει στο Λονδίνο το 1967 και έκτοτε θεωρείται η κορωνίδα της σχετικής φιλολογίας. Αν κάποιου πράγματος μπορούμε να τους αποδώσουμε την πατρότητα, είναι «η σχεδιασμένη, συστηματική και μακρόχρονη χρήση του τρόμου ως πολιτικού όπλου». Θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε «πρώτους τρομοκράτες της Ιστορίας».
Περνώντας από την Περσία ο Μάρκο Πόλο το 1273 δεν μπορούσε παρά να συναντήσει το φρούριο και την κοιλάδα του Αλαμούτ, έδρα του φοβερού Γέροντα του Βουνού και των Ασσασίνων του. Το κάστρο του Αλαμούτ πέρασε στην ισλαμική ιστορία ως «αετοφωλιά» και οι Ασσασίνοι έδωσαν το όνομά τους στην πράξη της δολοφονίας, αφού ήταν οι πρώτοι κατά παραγγελίαν δολοφόνοι της Ιστορίας. Τα όσα έκανε ο Γέρος του Βουνού συντηρώντας ατμόσφαιρα τρόμου στη Μέση Ανατολή αλλά και στην Ευρώπη αφηγείται ο Μάρκο Πόλο μεταξύ άλλων περιηγητών της εποχής του ύστερου Μεσαίωνα.
Ποιοι ήταν όμως οι Ασσασίνοι;
Οι Ασσασίνοι (περσ.: حشیشیون, χασισιγιούν, αραβ.: الحشاشين, χασασίν) υπήρξαν στρατιωτικό και θρησκευτικό τάγμα Νιζαριτών Ισμαηλιτών με διάρκεια ύπαρξης περίπου από το 1092 μέχρι το 1265. Αν και ξέρουμε ότι ήταν Νιζαρίτες, δεν είναι γνωστές οι ακριβείς θρησκευτικές τους δοξασίες, αλλά είναι βέβαιο ότι είχαν τυφλή υπακοή στον αρχηγό τους. Κύρια προπύργιά τους υπήρχαν στην Περσία και τη Συρία, ενώ ήταν κύριοι εχθροί των Σουνιτών ηγεμόνων, τους οποίους θεωρούσαν εχθρούς χειρότερους και από τους χριστιανούς Σταυροφόρους.
Την προσοχή της Ευρώπης τράβηξε αρχικά η τυφλή αφοσίωση των Ασσασίνων στον αρχηγό τους, αφού ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν για χάρη του κυρίου τους. Ήταν εκπαιδευμένοι ώστε να ξέρουν ξένες γλώσσες και να περνούν απαρατήρητοι στις αυλές άλλων ηγεμόνων, οπότε όταν πλησίαζαν τον στόχο τους σε απόσταση αναπνοής -δολοφονούσαν μόνο με μαχαίρι!- ήταν επόμενο ότι και οι ίδιοι δεν είχαν πιθανότητες διαφυγής. Και παρ’ όλα αυτά πήγαιναν!
Η οργάνωση έδρασε κυρίως μεταξύ του 11ου και του 14ου αιώνα και το όνομά της σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, εξαιτίας των σταυροφόρων, κατέστη συνώνυμο της δολοφονίας για πολιτικούς ή θρησκευτικούς λόγους (assassin, assassinate, assassination). Διέθετε δύο κλάδους, έναν στην Περσία και έναν στη Συρία, και ανακήρυξε την πολιτική δολοφονία, ενίοτε μαζική, ως το μοναδικό μέσο κατατρομοκράτησης του αριθμητικά υπέρτερου εχθρού –ιδιαίτερα των αμάχων– και επίτευξης των πολιτικών της στόχων.
Ετυμολογία του όρου
Οι Ασσασίνοι υπήρξαν η εξτρεμιστική-φανατική πτέρυγα του σιιτικού κλάδου των Ισμαηλιτών. Για την ονομασία τους υπάρχουν διάφορες απόψεις. Η επικρατέστερη συνδέει την ονομασία Ασσασίνοι με το χασίς (hashish), το οποίο κατανάλωναν (έτρωγαν, έπιναν ή κάπνιζαν) λίγο πριν τους ανατεθεί κάποιο τολμηρό εγχείρημα (Hashishin=αυτοί που καταναλώνουν χασίς). Κάποιοι, Άραβες κυρίως, συγγραφείς συνδέουν την ονομασία με το αραβικό ρήμα Hass που σημαίνει θανατώνω, εξολοθρεύω. Ο όρος “ασσασίνοι” (αγγλ. assassins) προήλθε από παραφθορά της λέξης “χασασίν” ή “χασισίν”, δηλαδή “αυτός που τρώει χασίς”, από τους Σταυροφόρους. Οι δολοφόνοι εκτελούσαν τις πράξεις τους υπό την επήρεια χασίς, το οποίο τους δινόταν ως μια πρόγευση για τις απολαύσεις που θα γεύονταν στους ουράνιους κήπους που περιγράφει το Κοράνιο, μετά την εκτέλεση της αποστολής τους.
Στις λατινογενείς γλώσσες και στα αγγλικά, από την παραφθορά του όρου προήλθαν οι λέξεις για τον “δολοφόνο”.
Ιδρυτής
Η μυστική ένωση ή τάγμα των Ισμαηλιτών Ασασίνων ιδρύθηκε γύρω στο 1090 στην Περσία από τον Χασάν ιμπν Σαμπάχ. Ο Σαμπάχ, ο οποίος καταγόταν από την πόλη Κουμ του Κχορασάν της Περσίας, υπήρξε νταής ή δαής (=ιεραπόστολος) στη μεγάλη επιστημονική σχολή του Καΐρου, την περίφημη «Στοά της Σοφίας», έδρα του ισμαηλισμού που αποτελεί παρακλάδι του σιιτισμού. Επειδή, σύμφωνα με την παράδοση, κίνησε το φθόνο των αντιπάλων του, εξορίστηκε στην Περσία. Εκεί εργάστηκε ως ιεροκήρυκας και απέκτησε πολλούς οπαδούς με τη βοήθεια των οποίων κατέλαβε το περσικό φρούριο Alamut (βορειοδυτικό Ιράν) ή αλλιώς «Φωλεά των Αετών». Η κατάκτηση αυτή του επέτρεψε να επιβάλει μια ιδιότυπη τρομοκρατική κυριαρχία. Ο Σαμπάχ, ο περίφημος «Γηραιός Άνθρωπος» ή «Ηγεμών των Ορέων» (Sheik-al-Jebal), πάντα κατά την παράδοση, δεν κατέβηκε ποτέ από το ορεινό φρούριο μέχρι το θάνατό του, συγγράφοντας και ασχολούμενος με τη διοίκηση της επικράτειάς του.
Λίγα χρόνια αργότερα, μια ομάδα ξεκίνησε από το Αλαμούτ και κατευθύνθηκε προς τη Συρία, την οποία απειλούσαν σοβαρά πλέον οι Σουνίτες Σελτζούκοι. Εκεί δημιούργησαν πάνω στα όρη της κεντρικής κυρίως Συρίας μικρούς οχυρωμένους θύλακες –κατά το πρότυπο του Αλαμούτ– υπό τη διοίκηση του Ρασίντ αντ Ντιν ή Σινάν και εξαπέλυσαν κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων εναντίον των Σελτζούκων. Η δράση των Ασασίνων της Συρίας είναι αυτή που έκανε γνωστό το τάγμα μέσω των σταυροφόρων και των διηγήσεων του Μάρκο Πόλο στην Ευρώπη.
Η δράση τους τερματίστηκε στην Περσία το 1256, όταν το Αλαμούτ καταστράφηκε από τους Μογγόλους και οι Ισμαηλίτες σκορπίστηκαν στην Περσία, το Αφγανιστάν και το Τουρκμενιστάν, έχοντας πάντα όμως δικό τους ιμάμη συνεχιστή του Ισμαήλ (γιος του έκτου ιμάμη μετά τον Άλι, γαμπρού του Προφήτη, Τζαφάρ ασ Σαντίκ) και των διαδόχων του. Σήμερα, ως γνωστόν, οι Ισμαηλίτες αποδέχονται ως ιμάμη τους τον πασίγνωστο για τη φιλανθρωπική του δράση Σαντρουντίν Αγά Χαν. Όμως και οι Ασσασίνοι της Συρίας δεν είχαν καλύτερη τύχη. Το 1273 τα κάστρα τους κυριεύτηκαν από το Μαμελούκο σουλτάνο της Αιγύπτου Μπαϊμπάρς. Η αυτόνομη δράση τους τερματίστηκε και άρχισε η περίοδος κατά την οποία παρείχαν τις δολοφονικές τους υπηρεσίες στον Αιγύπτιο σουλτάνο («τα βέλη με τα οποία ο σουλτάνος πιάνει τους εχθρούς του»), ενώ το 14ο αιώνα δεν αποτελούσαν πλέον παρά μια μικρή ομάδα αιρετικών του Ισλάμ. Μια πρόσκαιρη εμφάνισή τους στο προσκήνιο στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν χωρίς σημασία και σίγουρα δεν είχε καμιά σχέση με το ένδοξο και αιματοβαμμένο παρελθόν τους.
Οι Ασσασίνοι έμειναν στην ιστορία ως δολοφόνοι, αλλά σίγουρα δεν είναι αυτοί που επινόησαν την πολιτική δολοφονία. Ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ βρισκόταν σε σύγκρουση τόσο με τους Σουνίτες όσο και με τους Σελτζούκους, οι οποίοι εκείνη την εποχή διεύρυναν συνεχώς την κυριαρχία τους. Για να μπορέσει να τους αντιμετωπίσει, ο Σαμπάχ δημιούργησε μικρές ομάδες πιστών απόλυτα αφοσιωμένων, έτοιμων να διαπράξουν οποιαδήποτε δολοφονία, ακόμη και μαζική, προκειμένου να σπείρουν τον τρόμο στις τάξεις του εχθρού. Οι πιστοί αυτοί δεν υπολόγιζαν ούτε τη ζωή τους προκειμένου να επιτύχουν το στόχο τους, προσδοκώντας βέβαια την ανάλογη ανταμοιβή για τις ιερές πράξεις τους στον παράδεισο. Απώτερος στόχος αυτών των ενεργειών ήταν η εγκαθίδρυση της εξουσίας του «αληθινού ιμάμη» Νιζάρ και μετά το θάνατο αυτού, των διαδόχων του Νιζαριτών, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι Ασασίνοι.
Η κατήχηση
Τα θύματά τους ανήκαν στο σουνιτικό κατεστημένο, είτε αραβικό είτε περσικό είτε ακόμη και σελτζουκικό, και ήταν ηγεμόνες, ιεροδικαστές, θρησκευτικοί αξιωματούχοι κ.ά. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για επιθέσεις εναντίον χριστιανών, Εβραίων ή ακόμα και εναντίον άλλων σιιτών. Κάποιες σποραδικές επιθέσεις εναντίον σταυροφόρων πρέπει να αποδοθούν σε μυστικές συμφωνίες του τάγματος με ομάδες σταυροφόρων που ήθελαν να εξολοθρεύσουν αντιπάλους τους. Γι’ αυτό η ομοιότητά τους με τον Μοχάμεντ Άτα και τους τρομοκράτες της 11ης Σεπτεμβρίου δεν είναι απόλυτη.
Οι Ασσασίνοι ήταν κάτοχοι πολλών μαθηματικών και φιλοσοφικών γνώσεων και οπωσδήποτε ασχολήθηκαν με τις μεταφυσικές επιστήμες, ενώ η παλιά άποψη ότι ήταν απλώς μια εταιρεία δολοφόνων πρέπει να εγκαταλειφθεί. Η κατήχηση των Ασσασίνων, σύμφωνα με το τυπικό που συνέγραψε ο ίδιος ο Χασάν, προέβλεπε επτά βαθμούς. Στον πρώτο ο Χασάν συνιστούσε στον ιεραπόστολο να παρατηρεί προσεκτικά τις ιδιότητες του υποψήφιου πριν από την εισδοχή του στην ένωση. Στο δεύτερο βαθμό επιβαλλόταν να εξασφαλίσει ο ιεραπόστολος την εμπιστοσύνη του υποψήφιου συμμεριζόμενος τις κλίσεις και τα πάθη του.
Στον τρίτο βαθμό ο νταής έπρεπε να ενσταλάξει την αμφιβολία στην ψυχή του υποψήφιου για κάποια σημεία του Κορανίου. Στον τέταρτο βαθμό ο κατηχητής αποσπούσε την υπόσχεση του υποψήφιου ότι θα εκθέσει τις αμφιβολίες του στο δάσκαλο και ότι θα δώσει όρκο πίστης και υποταγής. Στον πέμπτο βαθμό όφειλε να ανακοινώσει ο ιεραπόστολος στο μαθητή τα ονόματα των διάσημων αντρών του κράτους που ανήκαν στο τάγμα. Στον έκτο ο νταής έπρεπε να ελέγξει εάν ο μαθητής του έχει εμπεδώσει τις αποκτηθείσες γνώσεις. Τέλος, στον έβδομο βαθμό γινόταν η «ανάπτυξη της αλληγορίας», δηλαδή η αποκάλυψη των μυστικών της ένωσης. Οι επτά αυτοί βαθμοί οδηγούσαν το μαθητή από την τάξη του «υποψήφιου» σε αυτή του «αυτοθυσιαζόμενου» που περιφρονούσε τον κάματο, τα βασανιστήρια και τους κινδύνους και ήταν έτοιμος να προσφέρει τη ζωή του στον «Ηγεμόνα των Ορέων», είτε προς υπεράσπισή του είτε προς εκπλήρωση των δολοφονικών του διαταγών. [….] Λίγο προτού κάποιος αυτοθυσιαζόμενος αναλάμβανε την εκτέλεση μιας αποστολής, μεθούσε πίνοντας ένα ποτό φτιαγμένο με βάση το χασίς. Στη συνέχεια μισολιπόθυμος μεταφερόταν στο μεγαλοπρεπές παλάτι του Mulebat (Περσία). Εκεί, όταν συνερχόταν, απολάμβανε τη φυσική ομορφιά του τοπίου και τις περιποιήσεις ωραίων γυναικών, οι οποίες φρόντιζαν να τον διαβεβαιώνουν ότι βρισκόταν στον παράδεισο. Έπειτα από αρκετούς μήνες παραμονής στον επίγειο παράδεισο μεθούσαν και πάλι τον αυτοθυσιαζόμενο και τον μετέφεραν μπροστά στον «Ηγεμόνα», από τον οποίο λάμβανε την υπόσχεση ότι θα επέτρεπε σε αυτόν αιώνια παραμονή στον παράδεισο, εάν έφερνε εις πέρας το τολμηρό δολοφονικό εγχείρημα. Έτσι, ήταν πλέον έτοιμος να εκτελέσει την αποστολή του θυσιάζοντας ακόμη και την ίδια του τη ζωή, με την προσδοκία της μετάβασης στον παράδεισο, τον ουράνιο αυτή τη φορά.
Ιστορία
Ιδρυτής του τάγματος ήταν ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ, άνθρωπος με εντυπωσιακή καλλιέργεια και ανελέητο χαρακτήρα. Απογοητευμένος από τον ευνουχισμό του σιιτικού κινήματος από τους ομόδοξους Φατιμίδες χαλίφηδες της Αιγύπτου, ίδρυσε το τάγμα με σκοπό την προώθηση της υπόθεσης των σιιτών με τα υπάρχοντα μέσα. Συγκρότησε ένα μικρό στρατό από φανατικούς οπαδούς, με στόχο την εξαπόλυση μιας τρομοκρατικής εκστρατείας κατά των Σουνιτών Σελτζούκων, τους οποίους και θεωρούσε τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του σιιτισμού. Τα μέλη του τάγματος, που ανέλαβαν να εκτελούν πολιτικές δολοφονίες, ονομάστηκαν “αυτοθυσιαζόμενοι” (فدائي fidā’ī).
Το 1090 οι Ασασίνοι κατέλαβαν το φρούριο Αλαμούτ, στα όρη Ελμπούρζ, νότια της Κασπίας Θάλασσας, το οποίο έγινε κύριο ορμητήριό τους. Δύο χρόνια αργότερα είχαν το πρώτο σπουδαίο θύμα τους: τον ισχυρό Σελτζούκο βεζίρη Νιζάμ αλ-Μουλκ, χαρισματικό προοδευτικό ηγέτη και συμμαθητή του Χασάν-ι-Σαμπάχ στην παιδική τους ηλικία.
Στις αρχές του 12ου αιώνα, οι Ασσασίνοι εγκαταστάθηκαν σε κάστρα ανάμεσα στους λόφους της βόρειας Συρίας, όπου και είχαν την υποστήριξη της τοπικής σιιτικής μειονότητας. Η ύπαρξή τους έγινε γνωστή στους Σταυροφόρους το 1103, όταν ο άρχοντας της συριακής Έμεσας μαχαιρώθηκε καθώς αποχωρούσε από τέμενος της πόλης.
Οι χριστιανοί ηγεμόνες θεωρούσαν τους Ασσασίνους θανάσιμη απειλή, αλλά και πιθανό περιστασιακό σύμμαχο. Ωστόσο, για να διαφυλάξουν τη ζωή τους, πλήρωναν ετήσιο φόρο στους Ασσασίνους. Μονάχα οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες αρνήθηκαν, καθώς δεν τους ήταν επιτρεπτό να υποκύψουν σε τέτοιο εκβιασμό. Όταν απέκτησαν δύο μεγάλες εκτάσεις γης στη νότια Συρία, που γειτόνευαν με το οχυρό των Ασσασίνων, τότε ήταν οι Ασσασίνοι που κατέβαλαν εισφορά στους Ναΐτες και Ιωαννίτες.
Για ενάμιση αιώνα και πλέον, το τάγμα των Ασσασίνων σκόρπιζε το φόβο στη Μέση Ανατολή. Ανάμεσα στα θύματά τους ήταν θρησκευτικοί και πολιτικοί ηγέτες των εχθρών τους.
Στα μέσα του 13ου αιώνα, οι επιδρομές των Μογγόλων εξολόθρευσαν τους Ασασίνους της Περσίας. Πάνω από εκατό κάστρα τους καταστράφηκαν, ενώ το φρούριο Αλαμούτ έπεσε στα χέρια του Ουλαγκού Χαν και λεηλατήθηκε τη διετία 1256-1257. Οι βιβλιοθήκες των Ασσασίνων καταστράφηκαν και μαζί τους χάθηκαν πολλές σημαντικές πηγές πληροφοριών για αυτούς.
Αργότερα, ο Μαμελούκος σουλτάνος Μπαϊμπάρ κήρυξε τζιχάντ εναντίον των Μογγόλων εισβολέων, των Σταυροφόρων και των Ασασίνων. Τελικά, γύρω στο 1265 υπέταξε τους Ασασίνους. Ωστόσο, δεν διέλυσε ολοκληρωτικά το τάγμα τους: εφεξής θα προσέφεραν σε αυτόν τις υπηρεσίες τους.
Στρατιωτικές τακτικές
Οι Ασασίνοι πολεμούσαν κατά προτίμηση όχι στο πεδίο της μάχης, αλλά με την επιμελώς σχεδιασμένη δολοφονία των ηγετών των εχθρών τους. Ποτέ τους δεν στόχευσαν πολίτες. Δολοφονίες σχεδιάζονταν κατά εκείνων που είχαν διαπράξει σφαγές κατά των Ισμαηλιτών ή γενικότερα κατά αυτών των οποίων η εξάλειψη θα μείωνε την εχθρότητα προς την κοινότητα. Κατείχαν την τέχνη παρασκευής ναρκωτικών και δηλητηρίων, ήταν ευφυείς και πολύγλωσσοι. Οι Ασασίνοι οργάνωναν τις δολοφονίες συνήθως σε δημόσιους χώρους, με σκοπό τον εκφοβισμό των εχθρών τους.
Σημαντικότερα Θύματα
• 1092: Νιζάμ αλ-Μουλκ (Σελτζούκος βεζίρης)
• 1123: Ιμπν αλ-Χασάμπ (Καδής του Χαλεπιού)
• 1124: Αμπού Σαάντ αλ-Χαραουί (Καδής)
• 1126: Πορσουκί (Εμίρης του Χαλεπιού και της Μοσούλης)
Απόπειρες
Οι Ασασίνοι αποπειράθηκαν δύο φορές να δολοφονήσουν τον Σαλαντίν. Η πρώτη φορά ήταν τον χειμώνα του 1175, κατά την πολιορκία του Χαλεπιού. Οι επίδοξοι δολοφόνοι εισχώρησαν στο στρατό του, αλλά συνελήφθησαν πριν προφθάσουν να τον βλάψουν. Η δεύτερη απόπειρα έγινε το 1176 στη διάρκεια μιας εκστρατείας στη Συρία. Μεταμφιεσμένοι σε στρατιώτες του Σαλαντίν, του επιτέθηκαν με μαχαίρια, αλλά δεν μπόρεσαν να τρυπήσουν την πανοπλία του. Σε μια άλλη περίπτωση, ο Σαλαντίν που είχε εφιάλτες, ξύπνησε και βρήκε ένα δηλητηριασμένο στιλέτο στο προσκέφαλό του, σαφή προειδοποίηση για επικείμενο φόνο. Ωστόσο, φαίνεται πως αργότερα ο Σαλαντίν ήλθε σε μυστική συμφωνία με τους Ασασίνους και δεν ξανακινδύνευσε.
Επίσης, εκατοντάδες Ασσασίνοι στάλθηκαν να φονεύσουν τον Ουλαγκού Χαν, μέσα στο παλάτι του. Αυτό εξόργισε τον Μογγόλο πολέμαρχο, που αποφάσισε να επιφέρει βαρύ πλήγμα στο τάγμα τους, όπως και τελικά έκανε.
Οι Ασσασίνοι μπορεί να εξέλιπαν κάποια στιγμή από το ιστορικό προσκήνιο και η δράση τους να εξασθένησε σταδιακά, αλλά ο ρόλος και η ιστορική σημασία των ισμαηλιτών μέσα στο Ισλάμ παραμένει. Διαβάζουμε ότι ο επικεφαλής της αίρεσης είχε διοριστεί κυβερνήτης του Μαχαλλάτ και της Κουμ από τον σάχη της Περσίας το 1818, και τότε ο σάχης τού έδωσε τον τίτλο του Αγά Χαν. Με αυτόν τον τίτλο είναι γνωστοί αυτός και οι απόγονοί του.
Αλαμούτ (κάστρο)
Το κάστρο του Αλαμούτ (Περσικά: الموت, μεταγραμματισμός Alamūt) ήταν ορεινό φρούριο του Αλαμούτ, περιοχή της Ν. Κασπίας επαρχίας του Νταϊλάμ κοντά στο Ρουντμπάρ του Ιράν, περίπου 100 χλμ (60 μιλ.) από τη σημερινή Τεχεράνη. Το όνομά του σημαίνει η “Φωληά του Αετού”.
Αναφέρεται ότι χτίστηκε το 189/805 από τον Βαχσουντάν μπιν Μαρζουμπάν, κυβερνήτη της δυναστείας των Ιουστανιδών. Σύμφωνα με την παράδοση ο κυβερνήτης ακολούθησε ένα αετό κατά τη διάρκεια του κυνηγιού, που τον οδήγησε στον βράχο.
Αναγνωρίζοντας τη στρατηγική σημασία της τοποθεσίας, εκείνος έκτισε οχυρό στην κορυφή του βράχου, που ονομάστηκε στη διάλεκτο Νταϊλαμί aluh amut, που σημαίνει “φωλιά του αετού”. Η ίδια άποψη υπάρχει στο Σαρ Γκουζάστ-ι Σαγιντά (Sar Guzasht-i Sayyidna), ενώ ο Ιμπν Αθίρ (θ. 630/1234) αναφέρει μια διαφορετική παράδοση στο Καμίλ Φι’τ Ταρίκ, σύμφωνα με την οποία ο αετός δίδαξε και καθοδήγησε τον βασιλιά στην τοποθεσία, που ονομάστηκε ταλίμ αλ-ακάμπ (η διδασκαλία ή καθοδήγηση του αετού). Η απόδοση του ονόματος στη διάλεκτο Νταϊλαμί είναι αλούχ αμούτ (aluh amut). Η λέξη αλούχ σημαίνει “αετός” και το αμούτ προέρχεται από το αμουκχάτ, που σημαίνει “διδασκαλία”.
Στη λογοτεχνία
Το κάστρο αναφέρεται στα μυθιστορήματα «Το εκκρεμές του Φουκώ» και «Μπαουντολίνο» του Ουμπέρτο Έκο και «Τα παιδιά του Γκράαλ» του Πέτερ Μπέρλινγ.