Αν θυμάμαι καλά, κάποτε η ζωή μου ήταν ένα ξεφάντωμα όπου άνθιζαν όλα τα αισθήματα κι έρεε κάθε λογής οίνος. Μια βραδιά κάθισα στα γόνατά μου την Ομορφιά – Και τη βρήκα αφόρητη. – Και τη λοιδόρησα. Ξεσηκώθηκα ενάντια στην εξουσία.
Αρθούρος Ρεμπώ, «Μια εποχή στην κόλαση», μετάφραση Χριστόφορος Λιοντάκης
***
Στα δεκαεννιά του ο Ρεμπώ κλείνει τους λογαριασμούς του με την ποίηση. Μια μηχανή φτιαγμένη ίσως να τρέχει με εκατό ή το πολύ με διακόσια, ο Ρεμπώ την τρέχει με χίλια και την καίει στα είκοσί του χρόνια. Τερματίζει πάντως πρώτος και αλλάζει την εικόνα και την πορεία της ποίησης.
Ρεμπώ: ένα πρόσωπο στην αχλή του μύθου. Το μόνο ολοκάθαρο, η αστραπή της ποίησής του.
«Μια εποχή στην κόλαση»: Ένα κείμενο αναμφίβολα διαχρονικό, αλλά ιδιαίτερα κοντινό στην εποχή μας. Σήμερα που όλα παγκοσμιοποιούνται κι οι αποχρώσεις σβήνουν στη μεταμοντέρνα ύφεση και αφωνία το “Μια εποχή στην κόλαση” ίσως να είναι το κατεξοχήν όχημα για μια καινούργια περιπέτεια, κολασμένη ή παραδείσια, διόλου πάντως χλιαρή και γκρίζα.
Ένα κείμενο που δεν εντάσσεται πουθενά: ποίηση, μαρτυρία, αφήγημα, θεατρικός μονόλογος, φιλοσοφικό δοκίμιο, αυτοβιογραφία, χρονικό, ποιητική τέχνη, εξομολόγηση, ασκητική, προφητεία. Όλα αυτά και τίποτα απ’ όλα αυτά.
Μια πορεία από την απόλυτη λάμψη στην αμείλικτη πραγματικότητα, που καταλήγει στην απόλυτη σιωπή. Το παρανάλωμα. Η αλχημεία του βίου και του λόγου. Η αναίρεση. Το ψύχος της φλόγας και το καύμα του χιονιού. […]
(Από τον πρόλογο του Χριστόφορου Λιοντάκη)
Jean Arthur Rimbaud, 1854 – 1891
Ο Arthur Rimbaud γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1854 στη Charleville κοντά στα βελγικά σύνορα. Από μικρός εκφράζεται με ωριμότητα σπάνια για την ηλικία του· μόλις δέκα χρονών γράφει το κείμενο «Ο ήλιος ήταν ακόμα ζεστός…». Γύρω στα δεκατέσσερα, συνθέτει τέλειους στίχους στα λατινικά που δημοσιεύονται και βραβεύονται. Το 1869 γράφει το πρώτο του ποίημα στα γαλλικά «Τα πρωτοχρονιάτικα δώρα των ορφανών», που δημοσιεύεται σε περιοδικό.
Το 1870 γράφει πολλά ποιήματα σε στίχο, που προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον στους γνωστούς ποιητές της εποχής. Το καλοκαίρι αυτής της χρονιάς το σκάει από το σπίτι του για το Παρίσι, ελπίζοντας να δει από κοντά την πτώση του Ναπολέοντα του τρίτου· στο τρένο συλλαμβάνεται γιατί δεν έχει να πληρώσει το εισιτήριο και φυλακίζεται. Λίγες μέρες μετά γυρίζει σπίτι του, απ’ όπου ξαναφεύγει αμέσως για το Βέλγιο με τα πόδια, θέλοντας να δουλέψει σαν δημοσιογράφος. Φτάνει μέχρι τις Βρυξέλλες, αλλά απογοητευμένος από τη δημοσιογραφία την εγκαταλείπει. Στο διάστημα αυτό γράφει μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του. Το 1871 διαβάζει βιβλία μαγείας και σοσιαλιστικά συγγράμματα. Τρίτη φυγή· στο Παρίσι όπου τριγυρίζει για δεκαπέντε μέρες. Καταστρώνει ένα σχέδιο κομμουνιστικού συντάγματος που το χειρόγραφό του χάθηκε. Την άνοιξη αυτής της χρονιάς αναπτύσσει σε δύο γράμματα σε φίλους του, τις επαναστατικές ιδέες του για την ποίηση.
Περνά μια έντονη κρίση αντιχριστιανισμού. Αρχίζει να γράφει πεζά ποιήματα. Αυτό το χρόνο (1871), γράφονται «Οι ερημιές του έρωτα» που περιέχουν τρία μόνο κομμάτια. Το Σεπτέμβριο του 1871 ο Verlaine τον καλεί να μείνει μαζί του στο Παρίσι και ο δεκαπεντάχρονος ποιητής έρχεται παίρνοντας μαζί τα ποιήματά του· μέσα σ’ αυτά είναι το «Μεθυσμένο καράβι» που μόλις έγραψε. Ένα διάστημα μένει στο σπίτι του. Οι δύο ποιητές συνδέονται στενά· ο δεσμός τους είναι πολυτάραχος. Το Μάρτιο του 1872 ο Rimbaud γυρίζει στη Charleville όπου γράφει τα τελευταία του ποιήματα σε στίχο· Τον Ιούλιο φεύγει για το Βέλγιο και ο Verlaine τον ακολουθεί, εγκαταλείποντας τη γυναίκα του. Το Δεκέμβριο ο Rimbaud γυρίζει στο πατρικό του σπίτι. Οι μελετητές διαφωνούν σχετικά με τη χρονολόγηση της συλλογής Φωτισμοί. Κατά τον Verlaine που τη δημοσίευσε πρώτος το 1886, γράφτηκε μεταξύ 1873-1875. Κατά τον Ernest Delahaye μεταξύ 1872-1873, πριν από τη συλλογή Μια εποχή στην κόλαση σύμφωνα με μια τρίτη άποψη (Gustave Kahn), ένα μέρος της γράφτηκε πριν και το υπόλοιπο μετά. Ο τίτλος Φωτισμοί αποδίδεται από τον Verlaine στον Rimbaud, αλλά στο χειρόγραφο δεν είναι γραμμένος με το χέρι του ποιητή. Τον Ιούλιο του 1873, στις Βρυξέλλες, ο Rimbaud δηλώνει στον Verlaine ότι θέλει να διακόψει το δεσμό τους, αυτός τον πυροβολεί τραυματίζοντάς τον ελαφρά και καταδικάζεται σε δύο χρόνια φυλακή. Η συλλογή Μια εποχή στην κόλαση γράφεται μεταξύ Απριλίου – Αυγούστου του 1873. Τυπώνεται στις Βρυξέλλες τον ίδιο χρόνο σε 500 αντίτυπα. Στον ποιητή έστειλαν μερικά που έδωσε σε φίλους του και επειδή δεν πλήρωσε τα έξοδα της έκδοσης, τα υπόλοιπα έμειναν στο τυπογραφείο. Βρέθηκαν το 1901 και προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση, γιατί κυκλοφορούσε η φήμη ότι τα είχε κάψει ο ίδιος ο ποιητής. Ο Rimbaud δε γράψει πια. Ταξιδεύει από την Κύπρο στο Άντεν και από τις Σκανδιναβικές χώρες στην Αβησσυνία· κάνει όλες τις δουλειές από εργάτης μέχρι έμπορος όπλων. Είναι ο πρώτος Ευρωπαίος που φτάνει στη Bubassa της ανατολικής Αφρικής και εξερευνά τις γύρω περιοχές της Σομαλίας.
Το 1883 η Γαλλική Γεωγραφική Εταιρία δημοσιεύει τις ανακαλύψεις του. Διασχίζοντας την Αβησσυνία φτάνει το 1887 στο Harrar δίνοντας σημαντικά στοιχεία για τις εξερευνήσεις του. Έπειτα από συνεχείς περιπέτειες, κακουχίες και στερήσεις, του παρουσιάζεται ένας όγκος στο δεξί πόδι και γυρίζει στη Γαλλία, βαριά άρρωστος. Πεθαίνει στις 10 Νοεμβρίου 1891, τριάντα επτά χρονών.
***
Οι μορφές του Πωλ Βερλαίν και του Αρθούρ Ρεμπώ ενσαρκώνουν τον τύπο του καταραμένου ποιητή τόσο με τη ζωή τους, που ήταν έξω από τα κοινωνικά πρότυπα όσο και με το έργο τους. Ο Αρθούρ Ρεμπώ με έργα όπως Μια Εποχή στην Κόλαση (Une Saison en Enfer,1873) και Οι Εκλάμψεις (Les Illuminations, 1873-75) είναι ο «κλέφτης της φωτιάς», ο οραματιστής και εφήμερος τυχοδιώκτης της ποίησης με τις αναλαμπές και τις εξάρσεις του. Προχώρησε σε τολμηρές συνθέσεις εικόνων και στη χρήση μιας γλώσσας που υπερέβαινε τα λεκτικά παραδεδεγμένα. Το έργο του επηρέασε σημαντικά τη σύγχρονη ποίηση. Ο Πωλ Βερλαίν, με μεγαλύτερο έργο, συνδέει τη μουσικότητα και τον μελαγχολικό λυρισμό με ένα είδος ιμπρεσιονισμού στην ποίησή του. Ο Βερλαίν χαρακτηρίζεται ως ένας καθαρά λυρικός ποιητής που σημάδεψε τη μετάβαση από το ρομαντισμό στο κίνημα του συμβολισμού, αν και ο ίδιος αργότερα αποκήρυξε το συμβολισμό, καθώς το κίνημα απέκλινε ακόμα περισσότερο από τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, την αναγκαιότητα ορισμένων ο ποιητής υποστήριζε, όπως για παράδειγμα την ομοιοκαταληξία του στίχου. Το 1871 γνωρίστηκε με τον Ρεμπώ, η δε θυελλώδης σχέση τους έληξε όταν τον τραυμάτισε πυροβολώντας τον και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση. Ποιήματά του: Κρόνια ποιήματα ((Poèmes saturniens, 1866), Ερωτικοί εορτασμοί ( Les Fêtes galantes, 1869), Ελεγεία χωρίς λόγια ( Romances sans paroles,1874), Σοφία (Sagesse,1881), Οι καταραμένοι ποιητές (Les poètes maudits, 1884).
Αν θυμάμαι καλά, κάποτε η ζωή μου ήταν ένα ξεφάντωμα όπου άνθιζαν όλα τα αισθήματα κι έρεε κάθε λογής οίνος.
Μια βραδιά κάθισα στα γόνατά μου την Ομορφιά – Και τη βρήκα αφόρητη. – Και τη λοιδόρησα.
Ξεσηκώθηκα έναντι στην εξουσία.
Πήρα τους δρόμους. Αχ, μάγισσες, δυστυχία, μίσος, σε σας εμπιστεύτηκα τον θησαυρό μου!
Κατάφερα να σβήσω από τη σκέψη μου κάθε ανθρώπινη ελπίδα. Όρμησα ύπουλα, σαν άγριο θηρίο, να πνίξω κάθε χαρά. Κάλεσα τους δήμιους, να δαγκώσω πεθαίνοντας το κοντάκι των τουφεκιών τους. Κάλεσα τις συμφορές, να πνιγώ μέσα στην άμμο και το αίμα. Θεός μου η δυστυχία. Ξάπλωσα στη λάσπη. Στέγνωσα στον αέρα τής αμαρτίας. Κι έπαιξα ωραία παιχνίδια με την τρέλα.
Και η άνοιξη μου χάρισε το φριχτό γέλιο του ηλίθιου.
Τον τελευταίο καιρό λοιπόν, καθώς ήμουν έτοιμος να τα τινάξω, σκέφτηκα να αναζητήσω το μυστικό του παλιού ξεφαντώματος, μήπως και ξαναβρώ το κέφι μου.
Το μυστικό είναι η φιλανθρωπία. – Αυτή η έμπνευση δείχνει πως ονειρευόμουν!
«Θα είσαι πάντα ύαινα, κλπ.» διαμαρτύρεται ο δαίμονας, που με στεφάνωσε με τερπνές μήκωνες υπνοφόρους. «Μέχρι να πεθάνεις θα σ’ ακολουθούν όλα σου τα πάθη, ο εγωισμός σου και όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα».
Αχ! η δόση ήταν μεγάλη: – Μα σε εξορκίζω καλέ μου Σατανά, μη με κοιτάς τόσο άγρια! Και καθώς αργότερα κάποιες μικροατιμίες δεν θα τις αποφύγω, αποσπώ για σένα, για σένα που εκτιμάς τους συγγραφείς χωρίς περιγραφές και διδαχές, αυτά τα ειδεχθή φύλλα από το σημειωματάριο ενός κολασμένου.
Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης
***
- Αρχική εικόνα: Mathieu Laca, Arthur Rimbaud