12.5 C
Athens
Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια». Ευδαιμονία – Αρετή – Αγαθό

Τα Ηθικά Νικομάχεια είναι μία από τις τρεις πραγματείες που αναλύουν κυρίως τις μορφές και τις συνθήκες της ηθικής και διανοητικής αρετής του Αριστοτέλη. Επειδή εκείνη την εποχή δεν συνηθιζόταν να δίνεται στα διδακτικά έργα τίτλος που αποτελούσε αφιέρωση στα πρόσωπα, πιθανολογείται ότι οι τίτλοι των Ηθικών Νικομαχείων και των Ηθικών Ευδημείων προήλθαν από το όνομα του εκδότη τους. Στην πρώτη περίπτωση είναι ο Νικόμαχος, ο γιος του Αριστοτέλη και στη δεύτερη ο Εύδημος ο Ρόδιος, πρόσωπο διαφορετικό από το ομώνυμο του πρώιμου διαλόγου. Το τρίτο σχετικό έργο είναι τα Ηθικά Μεγάλα.

Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι οι Αρετές είναι δύο ειδών: η διανοητική και η ηθική αρετή. Η διανοητική προκύπτει από τη διδασκαλία και θέλει χρόνο και πείρα για να αποκτηθεί. Η ηθική αρετή είναι αποτέλεσμα του “έθους” (συνήθεια). Το ήθος και το έθος έχουν ένα γράμμα διαφορά.

 

Αριστοτέλης και προτομή του Ομήρου. Ρέμπραντ

 

Σύνοψη

Ο Αριστοτέλης απαντά με ειλικρινή απλότητα ότι η καλή ζωή είναι η ευτυχισμένη ζωή. Εξετάζει στα «Ηθικά» του όχι πώς να γίνονται οι άνθρωποι καλοί άνθρωποι, όπως ο Πλάτων, αλλά πώς να γίνονται ευτυχείς. Όλα τα άλλα πράγματα εκτός της ευδαιμονίας, αναζητούνται με κάποιο άλλο σκοπό. Μόνο η ευτυχία αναζητείται για τον εαυτόν της. Ορισμένα πράγματα είναι αναγκαία για τη διαρκή ευτυχία: η καλή γέννηση, η καλή υγεία, το κάλλος, η καλή τύχη, η καλή υπόληψη, οι καλοί φίλοι, τα καλά χρήματα και η καλοσύνη. «Όσοι λένε ότι ο βασανιζόμενος στον τροχό ή αυτός που υπόκειται σε μεγάλες συμφορές, είναι ευτυχής, αρκεί να είναι καλός, λένε ανοησίες».

Θεμελιώδεις έννοιες

Η έννοια του αγαθού

Κατά τον Πλάτωνα (Φαίδων και Πολιτεία) απαιτείται συγκεκριμένη γνώση του αγαθού που ενδιάθετα συνδέεται με τη σαφή κατανόηση των πραγμάτων και υπαγορεύει ένα δίκαιo τρόπο ζωής. Δυνάμει ενυπάρχει στην ψυχή και δεν ταυτίζεται με τα οικονομικά αγαθά. Ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει τα αγαθά που είναι από μόνα τους αγαθά, από τα δευτερεύοντα, δηλαδή τα μέσα που μας οδηγούν στα απόλυτα αγαθά. Επίσης χωρίζει τα αγαθά σε τρεις κατηγορίες, στα επαινετά, στα τίμια και στις δυνάμεις που αντιστοιχούν τα εξωτερικά αγαθά (τα εκτός αγαθά). Τα αγαθά είναι εκείνα που εξασφαλίζουν το «ζην»: κοινωνική θέση, περιουσία, σωματική ακεραιότητα και ασφάλεια.

Αρετή

Για τον Αριστοτέλη η αρετή είναι ύψιστο αγαθό, ενώ οι τιμές, τα πλούτη και τα παρόμοια δεν ξεπερνούν απαραίτητα ένα αναγκαίο όριο. Ενέργεια του νου και σκοπός της πράξης είναι αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα κατ’ αναλογία στο βαθμό πραγμάτωσης. Η ενέργεια του νου είναι λοιπόν ο σκοπός της πράξης, αλλά και το μέσον που πραγματώνει το σκοπό. Η ενέργεια έχει δύο όψεις· είναι και σκοπός και μέσον. Ως σκοπός η ενέργεια είναι ευδαιμονία, ως μέσον η ενέργεια ονομάζεται αρετή, έτσι, αρετή είναι η ενέργεια που υποκινείται από το νου και γι’ αυτό είναι σύμφωνη με την έλλογη φύση, που είναι το ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου. Η αρετή δεν είναι φυσική προδιάθεση, αλλά κάτι που προκύπτει από δραστηριότητα και επίμονη άσκηση και δεν αποκτιέται με τη διδασκαλία, αλλά με την πρακτική. Το παιδί μπορεί να μάθει μαθηματικά, αλλά δεν μπορεί να διδαχτεί την ηθική, αφού δεν έχει πείρα από τη ζωή και τις πράξεις. Επειδή οι αρετές σχετίζονται με την ανθρώπινη δραστηριότητα, η κατάταξή τους θα πρέπει να γίνει με βάση το πόσες είναι οι βασικές ανθρώπινες δραστηριότητες. Δύο είναι οι βασικές ανθρώπινες δραστηριότητες: η λογική και η δραστηριότητα που συμμορφώνεται με τη λογική. Η πρώτη αντιστοιχεί με τη διανοητική ενέργεια και η δεύτερη με την ηθική βούληση.

«Tῆς τελείας ἀρετῆς εἴδη ἐστὶ τέτταρα· ἓν μὲν φρόνησις͵ ἓν δὲ δικαιοσύνη͵ ἄλλο δ΄ ἀνδρεία͵ τέταρτον σωφροσύνη. τούτων ἡ μὲν φρόνησις αἰτία τοῦ πράττειν ὀρθῶς τὰ πράγματα· ἡ δὲ δικαιοσύνη τοῦ ἐν ταῖς κοινωνίαις καὶ τοῖς συναλλάγμασι δικαιοπραγεῖν· ἡ δὲ ἀνδρεία τοῦ ἐν τοῖς κινδύνοις καὶ φοβεροῖς μὴ [ἐξίστασθαι] τρεῖν(δεν το βάζω στα πόδια)͵ ἀλλὰ μένειν· ἡ δὲ σωφροσύνη τοῦ κρατεῖν τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ὑπὸ μηδεμιᾶς ἡδονῆς δουλοῦσθαι͵ ἀλλὰ κοσμίως ζῆν. τῆς ἀρετῆς ἄρα τὸ μέν ἐστι φρόνησις͵ ἄλλο δικαιοσύνη͵ τρίτον ἀνδρεία͵ τέταρτον σωφροσύνη.
Περί διαιρέσεων, λατ. (De divisiones)

Η θεωρία του Αριστοτέλη ότι η αρετή αποτελεί μεσότητα βρήκε πολλούς επικριτές που ισχυρίστηκαν αν η αρετή αποτελεί μεσότητα, αν παρεκκλίνει προς τα δύο άκρα, την έλλειψη ή την υπερβολή, μπορεί να μετατραπεί σε κακία. Την απάντηση τη δίνει ο Αριστοτέλης στο 1107a.6: ως προς την ουσία και τον ορισμό, η αρετή είναι μεσότητα, ως προς το άριστο όμως και το καλό είναι ακρότητα. Δεν επιδέχεται δηλαδή μεταβολή προς τα άκρα.

Διανοητική αρετή

Οι αρετές κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες (Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς), τις διανοητικές, δηλαδή τη σοφία και τη φρόνηση και τις ηθικές που συνδέονται με τη βούληση και γενικά τον ηθικό βίο. Οι διανοητικές αρετές δημιουργούνται από τη διδασκαλία, ενώ οι ηθικές από τον συνεχή εθισμό, εξ έθους, γι’ αυτό ονομάζονται και ηθικές. Ο εθισμός είναι χαρακτηριστικό μόνο του ανθρώπου. Δεν μπορούμε να συνηθίσουμε την πέτρα να μην πέσει κάτω, υποστηρίζει ο Αριστοτέλη. Αλλά ο άνθρωπος έχει έμφυτη την προδιάθεση για τον εθισμό, όπως και για την αρετή.

Ευδαιμονία

Ο Αριστοτέλης δίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ευδαιμονία γιατί σε τελική ανάλυση κανείς δεν θέλει να είναι δυστυχής. Οι δραστηριότητες που αποτελούν την ευδαιμονία απαιτούν ανθρώπινη νόηση που έχει ωριμάσει μέσα από την πρακτική. Πράγματι: «Η ευδαιμονία μπορεί να είναι και κάτι κοινό σε όλους τους ανθρώπους, γιατί είναι δυνατόν να υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, που δεν είναι ανίκανοι να φτάσουν στην αρετή με τη βοήθεια κάποιας εκμάθησης και επιμέλειας». Έπειτα λοιπόν, ότι η ευδαιμονία είναι ταυτόχρονα και το άριστο και το πιο ωραίο και το πιο ευχάριστο, κι αυτά τα χαρακτηριστικά της δεν διαχωρίζονται σύμφωνα με το Δηλιακό επίγραμμα, που λέει ότι:

Το πιο δίκαιο είναι το πιο ωραίο απ’ όλα και η υγεία το πιο ευάρεστο, κι από τη φύση το πιο ευχάριστο το να βρει κανείς εκείνο που αγαπά.

Το χωρίο επιχειρεί να δείξει πως είναι λογικό να υποθέτουμε ότι η ευδαιμονία είναι αποτέλεσμα προσπάθειας μάλλον παρά τύχης. Ο γενικός κανόνας στη φύση είναι ότι τα καλύτερα αποτελέσματα σε κάθε τομέα, προκύπτουν πάντα από κάποιο είδος σκόπιμης προσπάθειας. Αν λοιπόν υποθέτει κανείς ότι η ευδαιμονία, το καλύτερο πράγμα στον τομέα της ανθρώπινης ζωής, οφείλεται στην τύχη, θα πρέπει ταυτόχρονα να αποδέχεται και την ύπαρξη μιας σημαντικής εξαίρεσης στον γενικό κανόνα του φυσικού νόμου. Πολλές, πράγματι, μεταβολές συμβαίνουν στη ζωή του ανθρώπου και κάθε είδους διακυμάνσεις και ενδέχεται στη γεροντική ηλικία να πέσει σε μεγάλες συμφορές εκείνος που διέθετε την πιο μεγάλη ευημερία, όπως διηγούνται για τον Πρίαμο τα ηρωικά έπη. Κανείς δεν μακαρίζει εκείνον που τον βρήκαν τέτοιου είδους δυστυχίες και τέλειωσε άθλια τη ζωή του. Πέραν αυτών ο Αριστοτέλης εξετάζει τα εξωτερικά αγαθά, το ρόλο που μπορεί να παίζουν στην ανθρώπινη ζωή, τον τρόπο και τον βαθμό που η ευ-τυχία ή η δυσ-τυχία καθορίζουν την ευδαιμονία. Η άποψη του Αριστοτέλη είναι πως εκείνο που καθορίζει την αξία της ζωής είναι οι πράξεις. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να πετύχει το «ευ ζην» χωρίς κανένα υλικό, όπως ο υποδηματοποιός δεν μπορεί να φτιάξει υποδήματα χωρίς δέρμα.

Χαρακτήρες

Τις πρώτες αναφορές για τους ανθρώπινους χαρακτήρες πρέπει ν’ αναζητήσουμε στα Ηθικά Νικομάχεια (Δ΄) του Αριστοτέλη όπου αναπτύσσεται το Αριστοτελικό αξίωμα της μεσότητας. Πάντα, κατά τον Αριστοτέλη, η υπερβολή και η έλλειψη είναι δύο ακρότητες ανάμεσα στις οποίες πρέπει να εφαρμόζουμε το σωστό μέτρο. Για παράδειγμα η ανδρεία είναι το σωστό μέτρο ανάμεσα στο θράσος (παράτολμο) και στη δειλία, η σωφροσύνη ανάμεσα στην αναισθησία (απάθεια, αδιαφορία) και στην ακολασία, η γενναιοδωρία ανάμεσα στη φιλαργυρία (τσιγκουνιά) και στη σπατάλη. Η πραότητα είναι μεσότητα ως προς την οργή. Επειδή όμως το μέσον ως προς την οργή δεν έχει ιδιαίτερο όνομα, σχεδόν δεν έχουν και τα δύο άκρα, αποδίδουμε ως ιδιαίτερη ονομασία την πραότητα, αν και αυτή αποκλίνει προς την έλλειψη οργής που κι αυτή είναι χωρίς όνομα. Η υπερβολική οργή θα μπορούσε να ονομασθεί οξυθυμία, όπως οι πικρόχολοι που είναι αδιάλλακτοι και κρατούν την οργή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ ονομάζουμε δύστροπους τους ανθρώπους εκείνους που στενοχωριούνται και οργίζονται για πράγματα που δεν πρέπει. Επομένως οι αναφορές του Αριστοτέλη στους ανθρώπινους χαρακτήρες αφορούν την άσκηση της αρετής σχετικά με τον πλούτο, τα περιουσιακά στοιχεία, τις εν γένει συναναστροφές, τη συμβίωση και την επικοινωνία με λόγια και πράξεις (ἐν δὲ ταῖς ὁμιλίαις καὶ τῷ συζῆν καὶ λόγων καὶ πραγμάτων κοινωνεῖν).

Γενναιοδωρία

Η γενναιοδωρία, γνωστή στην αρχαιοελληνική γραμματεία ως «ελευθεριότης» που αναφέρεται και από τον Πλάτωνα, αλλά και από τον Ξενοφώντα είναι μεσότητα που αφορά τον πλούτο. Ο γενναιόδωρος, επαινείται όχι σχετικά με τον πόλεμο, ούτε για όσα επαινείται ο εγκρατής, ούτε άλλωστε για τις δικαστικές του αποφάσεις, αλλά σχετικά με θέματα παροχής και απολαβής πλούτου και κυρίως παροχής. Πλούτο εννοούμε όλα όσων η αξία τους μετριέται με νομίσματα. Η ασωτία και η φιλαργυρία αποτελούν αντίστοιχα υπερβολή και έλλειψη που αφορούν στον πλούτο.

Μεγαλοψυχία – Μικροψυχία

Ένα μεγάλο μέρος του τετάρτου κεφαλαίου αφιερώνεται στην έννοια της μεγαλοψυχίας.(1123a – 1125a.36) Η μεγαλοψυχία φαίνεται ότι έχει σχέση με μεγάλα πράγματα και σε αυτό συνηγορεί και το όνομά της. Θεωρείται λοιπόν μεγαλόψυχος ο άνθρωπος που διεκδικεί μεγάλα πράγματα και είναι πραγματικά άξιος αυτών. Εκείνος που κάνει αυτό παρ’ αξία είναι ηλίθιος, κανείς όμως ενάρετος άνθρωπος δεν είναι ηλίθιος, ούτε ανόητος. Εκείνος όμως που αξίζει μικρά πράγματα και γι’ αυτά μόνο θεωρεί άξιο τον εαυτό του, είναι απλά σώφρων, όχι όμως μεγαλόψυχος, γιατί η μεγαλοψυχία προϋποθέτει μεγαλοσύνη, όπως ακριβώς και η ομορφιά προϋποθέτει ανάστημα, αφού οι μικρόσωμοι είναι μεν κομψοί (αστείοι εκ του άστεως) και συμμετρικοί, όχι όμως όμορφοι.

Ο μικρόψυχος παρ’ όλο που του αξίζουν αγαθά, αποστερεί τον εαυτόν του από τα αγαθά που του αξίζουν πραγματικά και φαίνεται πως έχει ένα κακό που τον χαρακτηρίζει, επειδή δεν θεωρεί τον εαυτό του άξιο ων αγαθών που πραγματικά αξίζει κι ότι μάλιστα δεν γνωρίζει τον εαυτό του και την αξία του· διότι, αλλιώς, θα αισθανόταν κλίση για όσα θα ήταν άξιος, αφού θα ήσαν αγαθά. Τέτοιοι άνθρωποι δεν δίνουν την εντύπωση ότι είναι ανόητοι, αλλά μάλλον διστακτικοί. Οι ματαιόδοξοι όμως είναι ηλίθιοι και δεν γνωρίζουν τους εαυτούς τους και το αποδεικνύουν περίτρανα, γιατί ενώ δεν είναι άξιοι, επιχειρούν πράγματα άξια τιμής και έπειτα αποκαλύπτονται ανάξιοι. Καλλωπίζονται με επιδεικτικά ενδύματα και προσπαθούν με τη στάση τους κι άλλα παρόμοια να επιβληθούν. Επιθυμούν να μαθαίνουν όλοι τα όσα καλά τους συμβαίνουν και μιλούν γι’ αυτά, επειδή νομίζουν ότι έτσι θα τιμηθούν. Η μικροψυχία είναι περισσότερο αντίθετη με τη μεγαλοψυχία απ’ όσο η ματαιοδοξία, διότι όχι μόνον αναπτύσσεται περισσότερο αλλ’ είναι και χειρότερη. Επομένως η μεγαλοψυχία έχει να κάνει με τη μεγάλη τιμή.

Αιδώς

Στον Όμηρο η λέξη αιδώς έχει δύο βασικές σημασίες, του σεβασμού και της ντροπής. Μετά τον Όμηρο ο όρος εξακολουθεί σε πολλές περιπτώσεις να σημαίνει και τον σεβασμό (αιδώς θεών, γονέων κτλ.). Η λέξη αιδώς στην κλασική εποχή περιορίζεται όλο και περισσότερο στη σημασία «ντροπή» χωρίς όμως να χάσει εντελώς την έννοια του σεβασμού. Επομένως η αιδώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον φόβο, τον σεβασμό και τη νέμεση.

«Σεβασμός και φόβος επιβάλλουν μια απόσταση, κι αυτό το θεωρούν μερικοί σαν ένα κοινό σημείο των δύο εννοιών. Η βασική διαφορά είναι ότι τον φυσικό φόβο τον προκαλεί η αίσθηση μιας απειλής, η παρουσία ενός κινδύνου, ενώ τον σεβασμό τον δημιουργεί η παρουσία μιας αξίας. Αν όμως παρατηρήσουμε προσεκτικότερα, θα δούμε ότι η απόσταση έχει διαφορετικό νόημα και ουσία στον φόβο και διαφορετικό στον σεβασμό. Τον φόβο τον προκαλεί μια γνωστή ή άγνωστη δύναμη, που απειλεί να μας εκμηδενίσει ή τουλάχιστον να μας βλάψει. Αυτός που αισθάνεται ισχυρός θα προσπαθήσει να πολεμήσει και να εκμηδενίσει την απειλητική δύναμη· ο αδύναμος θα κοιτάξει να την αποφύγει».

Κατά τον Αριστοτέλη υπάρχουν μεσότητες και στα συναισθήματα και σχετικά με τα συναισθήματα διότι για παράδειγμα επαινούμε την ντροπή ενώ δεν είναι αρετή, όπως επαινούμε και τον ντροπαλό. Και σε αυτές τις περιπτώσεις ο ένας ονομάζεται μέσος, ο άλλος υπερβολικός μιας και είναι σεμνότυφος και τα ντρέπεται όλα, κι αυτός που υπολείπεται ή δεν ντρέπεται τίποτα απολύτως αδιάντροπος κι ο μέσος ντροπαλός. Η νέμεση, τέλος, στέκεται στο μέσον μεταξύ φθόνου και της χαιρεκακίας και έχει σχέση με τη λύπη και την ηδονή που προέρχονται απ΄όσα συμβαίνουν στους άλλους ανθρώπους.

Η δικαιοσύνη ως γενική και ειδική έννοια

Η δικαιοσύνη ορίζεται ως αγαθό που δεν στοχεύει στην ευδαιμονία όποιου την ασκεί, αλλά στον άλλον άνθρωπο. O Αριστοτέλης διακρίνει τη δικαιοσύνη σε τρία είδη:

το διανεμητικό
το διορθωτικό δίκαιο
το δίκαιο της αμοιβαιότητας.

Στη διανεμητική δικαιοσύνη η διανομή γίνεται με γεωμετρική αναλογία, με βάση δηλαδή την αξία του προσώπου. Αντίθετα στη διορθωτική δεν λαμβάνεται υπόψη η αξία του ατόμου, αλλά η αρχή σύμφωνα με την οποία όλα τα άτομα είναι ίσα μεταξύ τους, ενώ η δικαιοσύνη της αμοιβαιότητας είναι ανεξάρτητη από τις δύο προηγούμενες, γιατί, ενώ εκείνες απονέμονται από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας, η διανεμητική οφείλεται στην ελεύθερη βούληση των μελών της πολιτικής κοινωνία και είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της ενότητάς της, όταν αποδίδεται με ανάλογο μέτρο. Στη συνέχεια ο Αριστοτέλης προχωρεί και στη διάκριση γενική-ειδική αδικία και δικαιοσύνη από τη νομική πραγματικότητα, όπως φαίνεται, της αθηναϊκής Πολιτείας. Τα αγαθά στα οποία αναφέρεται η ειδική δικαιοσύνη είναι εκείνα που γενικά εξασφαλίζουν την ευτυχία, τα υλικά αγαθά, όπως αξίωμα, περιουσία, ζωή ή σωματική ασφάλεια, αγαθά περιορισμένα ποσοτικά και επομένως επιδεκτικά κατανομής και για τον λόγο αυτό, αντικείμενα ανταγωνισμού μεταξύ των ανθρώπων. Η γενική δικαιοσύνη αντίθετα αναφέρεται στα αγαθά που υπάρχουν σε αφθονία, για την απόκτηση των οποίων δεν προκαλούνται διαμάχες, όπως η γνώση, η ενάρετη πράξη, η προσφορά υπηρεσιών, η τεκνοποίηση κ.λπ. Η διαφορά μεταξύ γενικής και ειδικής δικαιοσύνης επικεντρώνεται σε τέσσερα σημεία: φύση, πηγή, αιτιολογική βάση και αντικείμενο. Η γενική δικαιοσύνη ταυτίζεται με το νόμιμο, συμπίπτει με τη γενική αρετή, οφείλεται σε διάφορα ηθικά κίνητρα και περικλείει το ποινικό δίκαιο και τη ποινική δικονομία. Η ειδική δικαιοσύνη αναφέρεται στο ίσο, αποτελεί ιδιαίτερη αρετή, οφείλεται στην πλεονεξία και καλύπτει το ιδιωτικό (αστικό) δίκαιο και την πολιτική δικονομία. Σχετικά με το διανεμητικό δίκαιο πρέπει να εξετασθούν το υποκείμενο, το αντικείμενο και το κριτήριο αυτού του είδους της δικαιοσύνης. Υποκείμενο του διανεμητικού είναι ο πολίτης (οι κοινωνούντες της πολιτείας), εξαιρούνται επομένως, προκειμένου για την Αθηναϊκή Πολιτεία που έχει στο νου του ο Αριστοτέλης, εκτός από τους δούλους, τις γυναίκες και τα παιδιά, οι ξένοι, οι μέτοικοι και κάθε άλλος που δεν έχει δικαίωμα να λέγεται πολίτης ή που έχει εκπέσει απ’ αυτό το δικαίωμα. Τα αγαθά που υπάγονται στο διανεμητικό δίκαιο ανήκουν στο δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (εταιρείες, ενώσεις, σύλλογοι), είναι οικονομικά, πολιτικά (αξιώματα) ή γενικά κοινωνικά (τιμές, τίτλοι κ.λπ.)

Η ανισότητα των ανίσων
«πανταχοῦ γὰρ διὰ τὸ ἄνισον ἡ στάσις. Πολιτικά Ε΄ 1301b 27».

Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται άνισοι. «Η ισότητα είναι δίκαιη, αλλά μόνο μεταξύ ίσων». Και οι ανώτερες τάξεις θα εξεγερθούν εξίσου εύκολα, αν επιβληθεί αφύσικη ισότητα, όσο και οι κατώτερες τάξεις, όταν η ανισότητα επενεργεί ως αφύσικη ακρότητα. Όταν η δημοκρατία διέπεται από τις κατώτερες τάξεις, οι πλούσιοι φορολογούνται για να προμηθεύσουν χρήματα στους πτωχούς. «Οι πτωχοί τα παίρνουν και τα ζητούν και πάλι και είναι σαν να χύνει κανείς νερό μέσα σε ένα κόσκινο». Και όμως ένας φρόνιμος συντηρητικός δεν αφήνει τον λαό να πεινά. «Ο αληθινός πατριώτης στη δημοκρατία πρέπει να φροντίζει με τέτοιο τρόπο ώστε η πλειοψηφία να μην είναι πτωχοί… πρέπει να φροντίζει να υπάρχει παντοτινή αφθονία. Και αυτό είναι επίσης προς όφελος των πλουσίων». Εκείνο που μπορεί να εξοικονομηθεί από το δημόσιο χρήμα να κατανέμεται μεταξύ των πτωχών, σε τέτοιες ποσότητες, ώστε να μπορεί ο καθένας από αυτούς να αγοράσει ένα μικρό αγρό. Επειδή όλοι είναι με τον ίδιο τρόπο ελεύθεροι, θεωρούν πως είναι με τον ίδιο τρόπο ίσοι. Η ισότητα είναι ισότητα προς την αξία του καθενός, όχι ισότητα μεταξύ στοιχείων με διάφορη αξία.

Επιείκεια

Στη σύγκρουση δικαιοσύνης αδικίας, η επιείκεια λειτουργεί ως εφεδρεία που εξασφαλίζει την επικράτηση της δικαιοσύνης. Οι λόγοι που επιβάλλουν την ύπαρξη της επιείκειας είναι η ύπαρξη κενών στον νόμο εξαιτίας τόσο της σύγκρουσης φυσικού και θετικού δικαίου όσο και της αναπόφευκτης γενικότητας των νόμων καθώς και την ανάγκη γενικής βελτίωσης το δικαίου στο σύνολό του. Από άγνοια ή κακοβουλία συμβαίνει ορισμένος νόμος να συγκρούεται με το φυσικό δίκαιο-δικαιοσύνη. Το παράδειγμα της Αντιγόνης, που αναφέρει ο Αριστοτέλης, είναι χαρακτηριστικό. Η λειτουργία της επιείκειας συνίσταται επομένως στο να διορθώνει το θετικό δίκαιο κάθε φορά που αυτό αποδεικνύεται ελαττωματικό (αντινομίες, αντιφάσεις, δικαιοσύνη, κενά). Όπως το διορθωτικό δίκαιο παρεμβαίνει στη συναλλακτική πρακτική με σκοπό να αποκαταστήσει, εκεί όπου έχει παραβιαστεί, την αναλογική ισότητα, έτσι και η επιείκεια παρεμβαίνει σ’ έναν άλλο χώρο, στο χώρο των κανόνων του θετικού δικαίου, των νόμων, για να πραγματοποιήσει τον ίδιο αντικειμενικό σκοπό, την εφαρμογή χωρίς εξαίρεση της αναλογικής ισότητας, πράγμα το οποίο επιτυγχάνει διορθώνοντας το νόμο ή τον κανόνα δικαίου που βρίσκεται στην αφετηρία της παραβίασης της ισότητας αυτής σε σχέση με τη συγκεκριμένη περίπτωση.

Δίκαιο

Εκτός από τη γενική ιδέα ότι το δίκαιο έχει χαρακτήρα επιτακτικό, δίνει ο Αριστοτέλης και μια σημαντική πληροφορία σχετικά με τη «γλώσσα» του δικαίου, ότι δηλαδή διατυπώνεται καταφατικά σε προστακτική έγκλιση (ό,τι δέ μή κελεύει, απαγορεύει). Πρόκειται επομένως για επιτακτικό δίκαιο (jus cogens) κι όχι για επιτρεπτικό (jus dispositivum). Στη σημερινή εποχή που οι κανόνες δικαίου δεν εκφράζονται προστακτικά, αμφισβητείται ο προστακτικός χαρακτήρας της «γλώσσας» του δικαίου, αδικαιολόγητα όμως, γιατί η απουσία της γραμματικής προστακτικής εξουδετερώνεται από την παρουσία της λειτουργικής προστακτικής, που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει το σύγχρονο δίκαιο.

Αυτοαδικία

Οι νόμοι σ’ ένα σημαντικό ποσοστό, επιτάσσουν στους πολίτες να συμπεριφέρονται κατά ορισμένο τρόπο, να πράττουν ορισμένες πράξεις. Κανείς νόμος δεν επιτάσσει, για παράδειγμα την αυτοκτονία. Έπειτα και στις περιπτώσεις όπου ο νόμος απαγορεύει κάτι, αυτό προσδιορίζεται κατά τρόπον ώστε αποκλείεται να είναι ένα και το αυτό πρόσωπο δράστης και θύμα, για παράδειγμα, μοιχείας ή κλοπής. Άλλωστε, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου ενεργεί κανείς σε βάρος του εαυτού του και αντίθετα προς το νόμο, θεωρείται ότι αδικεί όχι τον εαυτόν του αλλά την πολιτεία. Εκεί τέλος, όπου φαίνεται να υπάρχει περίπτωση αυτοαδικίας, όπως στο δεσποτικό ή οικονομικό δίκαιο, πρόκειται στην πραγματικότητα για πλασματική αυτοαδικία, γιατί οι σχέσεις που διέπονται από τα δίκαια αυτά προϋποθέτουν ύπαρξη δύο τουλάχιστον προσώπων, πλην όμως, το ένα απ’ αυτά υπάγεται ιεραρχικά στο άλλο. Όταν λοιπόν, ο δεσπότης αδικεί τον δούλο ή ο σύζυγος τη σύζυγο, φαίνεται να αδικεί τον ίδιο τον εαυτόν του, αφού ο δούλος και η σύζυγος αποτελούν συνέχεια, επέκταση του προσώπου, αντίστοιχα, του δεσπότη και του συζύγου.

Αδικία

Η αδικία είναι ο νόμος της φύσης και η δικαιοσύνη το προϊόν ενός συμβολαίου ανάμεσα στους ανθρώπους. Η σύγκρουση φύσης – νόμου ήταν βασική ιδέα της σοφιστικής. Η αδικία, που αντιπροσωπεύει τα άκρα, ενώ η δικαιοσύνη αποτελεί κι αυτή ένα είδος μεσότητας, ως εφαρμογή του αδίκου έγκειται ακριβώς στη δυσανάλογη υπερβολή και έλλειψη του ωφέλιμου ή βλαβερού.

Εκούσιες και ακούσιες πράξεις
«καὶ ἐν μὲν τέχνῃ ὁ ἑκὼν ἁμαρτάνων αἱρετώτερος (προτιμότερος), περὶ δὲ φρόνησιν ἧττον»

Η διάκριση ανάμεσα σ’ εκούσιες κι ακούσιες πράξεις, όσο κι αν είναι στοιχειώδης ο νόμος δεν λογάριαζε τα διάφορα τα διάφορα ελαφρυντικά στοιχεία είναι πολύ σημαντική για την ιστορία του πολιτισμού, τη φιλοσοφία του δικαίου όσο και για την ηθική. Πράξεις άξιες και ανάξιες μόνο στον άνθρωπο μπορεί να ανήκουν, γιατί μονάχα αυτός διαθέτει τη διάνοια και μπορεί ανάμεσα σε αυτήν και την επιθυμία με δική του πρωτοβουλία να αποφασίσει. Αλλά και αυτού όλες οι ενέργειες δεν είναι πράξεις, δεν είναι δηλαδή γεννήματα της πηγαίας του απόφασης. Η αρετή έχοντας να κάνει με συναισθήματα και πράξεις και επειδή τα εκούσια είναι αξιέπαινα ή κατακριτέα και τα ακούσια συγχωρητέα και κάποτε μας προκαλούν και οίκτο, είναι ίσως αναγκαίο, για τους μελετητές της αρετής, να ορίσουν το εκούσιο και το ακούσιο. Υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις, όπου δεν είναι δυνατός ο εξαναγκασμός και όπου ίσως είναι προτιμότερος ο θάνατος έπειτα από φρικτές δοκιμασίες. Τα αίτια που ανάγκασαν τον Αλκμαίωνα (χαμένη τραγωδία του Ευριπίδη) να σκοτώσει τη μητέρα του φαίνονται γελοία. Είναι δύσκολο σε μερικές περιπτώσεις να ξεχωρίσουμε, ποιο πρέπει να προτιμήσουμε από ποιο άλλο και τι να υπομένουμε αντί κάποιου άλλου, όμως ακόμη πιο δύσκολο είναι να εμμείνουμε στις αποφάσεις μας, διότι κατά κανόνα αυτό που μας περιμένει είναι οδυνηρό κι εκείνο που εξαναγκαζόμαστε να κάνουμε αισχρό. Γι’ αυτό τον λόγο έπαινοι και κατακρίσεις γίνονται ανάλογα με το αν εξαναγκάστηκε κάποιος ή όχι. Το λεγόμενο (το δε λέγειν) [κατά τον Πλάτωνα η κακία είναι κάτι ακούσιο ή αποτέλεσμα ελλιπούς γνώσης] κανείς δεν είναι χωρίς τη θέλησή του ευτυχισμένος, φαίνεται ότι είναι το πρώτο ψευδές και το δεύτερο αληθές. Πραγματικά, κανείς δεν είναι χωρίς τη θέλησή του ευτυχισμένος, η κακία όμως προέρχεται από τη θέλησή μας. Διαφορετικά θα πρέπει να αμφισβητήσουμε τα όσα είπαμε προηγουμένως και να πούμε τώρα ότι ο άνθρωπος δεν είναι ούτε αρχή, ούτε αιτία των πράξεών του, όπως ακριβώς είναι ο γεννήτορας σε σχέση με παιδιά του.

Μεικτές πράξεις

Όσα όμως πράττονται από φόβο μήπως αλλιώς γίνουν μεγαλύτερα κακά ή χάριν κάποιου καλού σκοπού, όπως, για παράδειγμα, αν ένας τύραννος προστάζει κάποιον να πράξει να πράξει κάτι άσχημο, επειδή είναι κύριος της ζωής των γονιών του και των παιδιών του, κι αν σώζονται, αν όχι θα πεθάνουν. Γι’ αυτές τις πράξεις υπάρχει αμφιβολία, αν είναι ακούσιες ή εκούσιες. Κάτι ανάλογο συμβαίνει όταν ρίχνεται στη θάλασσα το φορτίο πλοίου σε περίπτωση μεγάλης θαλασσοταραχής. Διότι κανένας δεν πετά εκούσια την περιουσία του, πλην όμως αυτό το κάνουν όλοι ανεξαιρέτως οι νουνεχείς άνθρωποι όταν πρόκειται να σώσουν τη ζωή τους και τη ζωή του πληρώματος. Οι πράξεις αυτού του είδους είναι μεικτές, μοιάζουν όμως περισσότερο με τις εκούσιες. Διότι την ώρα που γίνονται, αποτελούν έκφραση ελεύθερης επιλογής (προαίρεση). Η προαίρεση διαφέρει από το εκούσιες της πράξης. Υπάρχουν πράξεις που μπορεί να είναι εκούσιες, δεν είναι όμως αποτέλεσμα προαίρεσης, δηλαδή ελεύθερης επιλογής μετά από σκέψη και απόφαση.

Άγνοια

Οι πράξεις από άγνοια είναι όλες γενικά μη εκούσιες, ακούσιες όμως είναι όταν προκαλούν λύπη και μεταμέλεια. Για εκείνον που πράττει οτιδήποτε από άγνοια και δεν αισθάνεται καμιά δυσαρέσκεια όταν ενεργεί, δεν μπορούμε να πούμε ότι έπραξε εκούσια μια πράξη για την οποία δεν είχε γνώση, ούτε πάλι ότι την έπραξε ακούσια, αν βέβαια δεν στενοχωρείται γι’ αυτήν. Για τις πράξεις λοιπόν από άγνοια, εκείνος που αισθάνεται μεταμέλεια, φαίνεται ότι ενεργεί ακούσια. Ακούσιο δεν σημαίνει να αγνοεί αυτός που πράττει τα συμφέροντά του, γιατί η επιλογή από άγνοια δεν είναι αιτία του ακούσιου αλλά της κακίας, ούτε η άγνοια του όλου πράγματος γι’ αυτή κατακρίνονται οι άνθρωποι, αλλά η άγνοια των επί μέρους πραγμάτων, εν τω μέσω των οποίων συντελείται η πράξη και στα οποία αυτή αναφέρεται· διότι σε σχέση με αυτά ακριβώς νοείται συγγνώμη και συμπάθεια, επειδή όποιος αγνοεί κάτι γι’ αυτά πράττει ακούσια.

Προαίρεση

Αλλά και μέσα στις εκούσιες πράξεις πρέπει να γίνει κάποια διάκριση, ειδικά για τις πράξεις που πηγάζουν από την προαίρεση εκείνου που πράττει. Όλες οι πράξεις με προαίρεση είναι εκούσιες, αλλά το αντίθετο δεν συμβαίνει «… το δέ εκούσιον ου παν προαιρετέον». Και τα παιδιά και τα ζώα ακόμη κάνουν εκούσιες πράξεις, αλλά τους λείπει ο διαλογισμός, το «βουλευτόν», που είναι η ουσία της προαίρεσης. Ο διαλογισμός όμως αυτός στρέφεται μόνο προς εκείνο το οποίο είναι πρακτικά ανέφικτος. Γι’ αυτό η προαίρεση αφορά κυρίως την εκλογή των μέσων, όχι του σκοπού, που έχει ορισθεί από την τελική πρόθεση της θέλησης. Η προαίρεση, σαν έργο διαλογισμού, είναι έργο του νου που κάνει τη βούληση πραγματοποιήσιμη. Η λογικότητά της περιορίζεται στο να ορίσει τα πρόσφορα μέσα ενός δοσμένου ήδη σκοπού. Δεν μπορεί να υπάρχει προαίρεση εκεί όπου ο σκοπός είναι απραγματοποίητος, εκεί όπου ανάμεσα στη βούληση και το σκοπό δεν υπάρχει μια λογική συνέχεια. Ο νους, όταν στρέφεται στον προσδιορισμό του μέσου, γίνεται φρόνηση.

Πολιτικό και φυσικό δίκαιο

Θεωρώντας το πολιτικό δίκαιο στην ολότητά του ο Αριστοτέλης το διατέμνει κατά τρεις κατευθύνσεις. Κατ’ αρχήν το χωρίζει σε φυσικό και νομικό δίκαιο. 1134 κ.ε. Η έννοια του φυσικού δικαίου στον Αριστοτέλη είναι ιδιότυπη, γιατί με τη ρήση ότι το φυσικό δίκαιο είναι το «πανταχού την αυτήν έχον δύναμιν». Το νομικό (θετικό) δίκαιο είναι κατά τον Αριστοτέλη, έργο της ελεύθερης πρωτοβουλίας του ανθρώπου και μπορεί να νομιστεί ότι το φυσικό δίκαιο είναι ένα σύνολο από αμετάβλητους κανόνες, που από τη φύση των πραγμάτων παντού και πάντοτε επιβάλλονται ως δίκαιο. Εν τούτοις ο Αριστοτέλης παραδέχεται ότι αυτό είναι πλάνη, διότι και οι κανόνες του φυσικού δικαίου είναι μεταβλητοί. Ο λόγος της ισχύος του φυσικού δικαίου είναι μια ηθική και λογική αναγκαιότητα, ενώ ο λόγος της ισχύος του νομικού δικαίου είναι «κατά συνθήκην». Ειδικότερα ξεχωρίζει από το φυσικό δίκαιο τριπλά: Ενώ εκείνου η εγκυρότητα θεμελιώνεται στην ελεύθερη βούληση του νομοθέτη, αυτή του φυσικού δικαίου θεμελιώνεται σ’ ένα είδος ηθικής και λογικής επιταγής· ενώ το φυσικό δίκαιο βρίσκει γενική εφαρμογή, αυτό έχει χρονικά και τοπικά περιορισμένη ισχύ. Και τρίτον ενώ αυτό είναι είτε γραπτό είτε άγραφο, το φυσικό δίκαιο είναι πάντοτε άγραφο. Η έννοια επομένως του θετικού δικαίου, κατά τον Αριστοτέλη, παρουσιάζει την ευρύτητα που του αναγνωρίζεται και σήμερα, περιλαμβάνει δηλαδή, όλους τους γραπτούς και άγραφους κανόνες δικαίου εν ισχύει που δεν αποτελούν φυσικό δίκαιο. Παραμένει παρ’ όλα αυτά ανοικτό το θέμα της σύγκρουσης, σε μια δεδομένη πολιτική κοινωνία, θετικού και φυσικού δικαίου. Το πρόβλημα αυτό δεν φαίνεται να απασχόλησε τον Αριστοτέλη.

Ο θεός ως νόησις νοήσεως

Καθαρή ενέργεια και καθαρή μορφή δεν είναι τίποτε άλλο από τη νόηση. Όλα τα άλλα δεν έχουν την απόλυτη καθαρότητα· είναι και ύλη, είναι και δύναμη.·είναι και γένεση. Η νόηση είναι το απόλυτα άυλο, το νοητό. Κάθε πρακτική και ποιητική λειτουργία, κάθε πράξη, αναφέρεται σε κάποιον σκοπό, που είναι πέρα από αυτήν. Γι’ αυτό η μόνη λειτουργία που αρμόζει στο πρώτο κινούν, στο θεό, είναι η καθαρή νόηση. Γι’ αυτό, ούτε φιλία δεν μπορεί να έχουν οι θεοί. Ο θεός είναι νόησις νοήσεως. Ο θεός ως νους νοεί τον εαυτό του «αὑτὸν ἄρα νοεῖ, εἴπερ ἐστὶ τὸ κράτιστον».

Νόμισμα

Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη είναι η περί νομίσματος αντίληψη του Αριστοτέλη. Το νόμισμα δεν είναι φυσικό προϊόν αλλά ανθρώπινη επινόηση την οποία υπαγόρευσε η ανάγκη τού να καταστούν τα διάφορα αγαθά συγκρίσιμα μεταξύ τους, προκειμένου να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγής εκεί που υπάρχει ζήτησή τους. Το νόμισμα ως όργανο ικανοποίησης της ζήτησης είναι η βάση της οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Με την αγοραστική δύναμη που εξασφαλίζει καθίσταται σημαντική εγγύηση για τις συναλλαγές. Αν η αξία του υπόκειται σε διακυμάνσεις η τάση αυτή είναι αναμφίβολα να καταστεί σταθερό.

«ὑπὲρ δὲ τῆς μελλούσης ἀλλαγῆς, εἰ νῦν μηδὲν δεῖται, ὅτι ἔσται ἂν δεηθῇ, τὸ νόμισμα οἷον ἐγγυητής ἐσθ’ ἡμῖν: δεῖ γὰρ τοῦτο φέροντι εἶναι λαβεῖν. πάσχει μὲν οὖν καὶ τοῦτο τὸ αὐτό: οὐ γὰρ ἀεὶ ἴσον δύναται: ὅμως δὲ βούλεται μένειν μᾶλλον. διὸ δεῖ πάντα τετιμῆσθαι».

Δοκιμάζεται πάντως κι αυτό από την αστάθεια (δεν έχει δηλαδή πάντοτε την ίδια αξία τείνει όμως στη μεγαλύτερη δυνατή σταθερότητα). Πρέπει τα πάντα άρα να διατιμηθούν, γιατί έτσι μόνο θα εξασφαλιστούν οι συναλλαγές και συνεπώς η κοινωνία, το νόμισμα, δηλαδή, σαν άλλο μέτρο που κάνει σύμμετρα τα ασύμμετρα κάνει τα άνισα ίσα· γιατί χωρίς συναλλαγές δεν νοείται κοινωνία, ούτε συναλλαγές χωρίς ισότητα, αλλά ούτε και ισότητα χωρίς συμμετρία. Στην πραγματικότητα βέβαια δυσμεγέθη πράγματα δεν γίνονται σύμμετρα, στην ανάγκη καθίσταται αυτό αρκετά πιθανό. Πρέπει τότε να υπάρχει ένα κάποιο μέτρο, συμβατικά καθοριζόμενο (διό νόμισμα καλείται), γιατί αυτό είναι που κάνει σύμμετρα τα πάντα, αφού κάθε τι μετριέται σε νόμισμα.

Σημειώσεις

α: Κατά τον Αριστοτέλη μεσότητα είναι το σωστό μέτρο που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ακρότητες, από τις οποίες η μια είναι έλλειψη και η άλλη υπερβολή. Για παράδειγμα, η ανδρεία είναι το σωστό μέτρο ανάμεσα στη δειλία και στο θράσος, η σωφροσύνη ανάμεσα στην αναισθησία και στην ακολασία, η γενναιοδωρία ανάμεσα στην τσιγκουνιά και στη σπατάλη.

β: Η μέθοδος, η πορεία και τα μέσα πρόσβασης στο αντικείμενο κάθε έρευνας, προσδιορίζονται γενικώς από το θεματικό περιεχόμενο κάθε αντικειμένου. Προκειμένου επομένως για την ηθική και τις αξίες η σχετική αποδεικτική συλλογιστική δεν διακρίνεται για την επιστημονική της αυστηρότητα ούτε τα συμπεράσματά της έχουν το καθολικό κύρος και τη σχεδόν απόλυτη εγκυρότητα που έχουν τα συμπεράσματα των θετικών, ιδίως, επιστημών.

γ: Οι Πυθαγόρειοι υποστηρίζουν πως υπάρχουν δέκα ζεύγη αρχών: ίσο και άνισο, πεπερασμένο και άπειρο, ακινησία και κίνηση, αρσενικό και θηλυκό, μονάδα και πλήθος, περιττό και άρτιο, δεξί κι αριστερό, ευθύ και καμπύλο, φως και σκοτάδι, αγαθό και κακό.

δ: Πρόκειται για ένα Σωκρατικό παράδοξο που ο Πλάτων κάνει συχνές αναφορές, περισσότερο όμως στον «Ιππίας ελάσσων». Ο λόγος όμως για τον οποίο ο εκών αμαρτάνων είναι αιρετώτερος είναι γιατί αυτός έχει δύναμη, ενώ ο άκων αμαρτάνων δεν έχει. Ο φρόνιμος έχει καλή προαίρεση και γι’ αυτό δεν μπορεί να κάνει κακό εν γνώσει του.

ε: Το γένος αρχικά δεν έκαμνε διάκριση ανάμεσα σ’ εκούσιες και ακούσιες πράξεις. Έπρεπε να εκδικηθεί έτσι κι αλλιώς για το χυμένο αίμα που είχε εξασθενίσει τη δύναμή του. Εφόσον όμως τα ήθη μαλάκωναν και βρέθηκαν τρόποι ν’ αναπληρωθεί η απώλεια, δεν αποκλείονταν ο συμβιβασμός, που απέτρεπε τη εξασθένηση της κοινότητας με τους αλλεπάλληλους φόνους από αντεκδίκηση. Έτσι το γένος, σε περίπτωση κυρίως ακούσιου φόνου είχε τη δυνατότητα να δεχτεί μια χρηματική αποζημίωση.

στ: Διαφέρουν από το πολιτικό δίκαιο οι άλλες υποδεέστερες μορφές δικαίου, οι οποίες συνυπάρχουν μαζί του στο σύστημα της πόλης (δεσποτικό, πατρικό και οικο-νομικό δηλαδή οικιακό) δίκαιο. Το κριτήριο της διαφοράς στα δύο πρώτα δίκαια βρίσκεται στο γεγονός ότι τα δίκαια αυτά δεν είναι δυνατό να παραβιάζονται από την πλευρά του δεσπότη ή του πατέρα διότι ο δούλος και τα παιδιά αποτελούν πλασματική επέκταση αντίστοιχα, του δεσπότη και του πατέρα· κανείς όμως δεν μπορεί να αδικεί τον εαυτόν του. To Οικονομικό δίκαιο με την παραπάνω έννοια το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις των συζύγων πλησιάζει περισσότερο προς το Πολιτικό δίκαιο χωρίς όμως να ταυτίζεται με αυτό. Είναι κι αυτό δίκαιο μεταξύ ανίσων, άνδρα και γυναίκας.

***

Στο Α’ βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων του, που οφείλουν το όνομά τους στον πατέρα ή στον γιο (Νικόμαχο) του Αριστοτέλη που πέθανε έφηβος, ο φιλόσοφος μίλησε διεξοδικά για το πιο μεγάλο αγαθό που επιδιώκουν με τις πράξεις τους οι άνθρωποι (τὸ ἀκρότατον πάντων τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν). Έδωσε στο αγαθό αυτό την ονομασία εὐδαιμονία και προσπάθησε να καθορίσει τη φύση του και το περιεχόμενο του.

Στην πραγματικότητα, με την πραγματεία του αυτή ο Αριστοτέλης εντάχθηκε στη χορεία εκείνων των στοχαστών που από τα μέσα περίπου του 5ου αιώνα π.Χ. προσπάθησαν —με συζητήσεις και με γραπτές πραγματείες— να ορίσουν το περιεχόμενο και τους στόχους δύο “επιστημών” (τεχνῶν έλεγαν ακόμη εκείνοι) που άρχισαν να κάνουν, τότε για πρώτη φορά, την εμφάνισή τους: της ηθικής και της αγωγής. Όπως η αρχιτεκτονική, η ιατρική και οι άλλες τέχνες ήταν σε θέση να δηλώνουν ποια ήταν ακριβώς η συμβολή τους, είχαν και οι καινούργιες αυτές τέχνες την υποχρέωση να δηλώσουν τους δικούς τους στόχους και τις δικές τους επιδιώξεις (με άλλα λόγια: να πουν τι ήταν σε θέση να διδάξουν στους ανθρώπους).

Άρχισαν έτσι να κάνουν την εμφάνισή τους διάφορες λέξεις-όροι, με τις οποίες απαντούσαν στα ερωτήματα αυτά οι στοχαστές που τις εισηγούνταν. Ο σοφιστής Πρωταγόρας λ.χ. υποστήριζε (όπως μαθαίνουμε από τον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο) πως ήταν σε θέση να διδάσκει στους μαθητές του την εὐβουλίαν, να τους μεταδίδει δηλαδή την ικανότητα να σκέφτονται σωστά α) για τις υποθέσεις του σπιτιού τους (=πώς να κυβερνούν με τον καλύτερο τρόπο το νοικοκυριό τους) και β) για τις υποθέσεις της πολιτείας (=πώς να γίνουν ασυναγώνιστοι πολιτικοί και στα έργα και στους λόγους).

Ένας σωκρατικός, πάλι, φιλόσοφος, ξεκινώντας αυτός από άλλη βάση και πολεμώντας αυτού του είδους τους όρους-αντιλήψεις, πρόβαλε τον όρο εὐτυχία, διακηρύσσοντας —προφανώς— ότι δεν έχει καμιά σημασία ποιες ικανότητες έχει ο κάθε άνθρωπος, αφού —στο τέλος— το παν εξαρτάται από την καλή του τύχη. Και άλλοι όμως —καθόλου λίγοι— φιλόσοφοι πρόβαλαν, ο καθένας με τη δική του ορολογία, τις προσωπικές τους απόψεις για το σημαντικό αυτό θέμα.

Ένας λοιπόν από τους όρους αυτούς ήταν και ο όρος εὐδαιμονία. Η λέξη, όπως βέβαια δείχνουν τα συστατικά της, σήμαινε αρχικά την εύνοια του δαίμονος, του θείου, βρισκόταν επομένως ο όρος αυτός πολύ κοντά, θα λέγαμε, στον όρο εὐτυχία, αφού, όπως εκεί (στην εὐτυχία), έτσι και εδώ (στην εὐδαιμονία) εννοείται κάτι που δεν το πετυχαίνει ο άνθρωπος από μόνος του, αλλά κάτι που για να το αποκτήσει, πρέπει να το ζητήσει με προσευχή από τον θεό. Είμαστε, από την άλλη, σε θέση να βεβαιωθούμε πως η λέξη αυτή είχε μια περίεργη σημασιακή εξέλιξη.

Ήδη ο Ηράκλειτος, ο μεγάλος Εφέσιος σοφός που έζησε γύρω στο 500 π.Χ., είχε πει ότι «ἦθος ἀνθρῴπω δαίμων» (=δαίμων για τον άνθρωπο δεν είναι παρά ο χαρακτήρας του). Το ίδιο είχε πει και ο Δημόκριτος, ο μεγάλος ατομικός φιλόσοφος του 5ου/4ου αι. π.Χ., αυτός μάλιστα με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια· «εὐδαιμονίη ψυχῆς καὶ κακοδαιμονίη» διαβάζουμε σε ένα απόσπασμα από έργο του, και θέλει να πει: «είναι υπόθεση της ψυχής η ευδαιμονία και η κακοδαιμονία», ενώ σε ένα άλλο απόσπασμα διαβάζουμε ότι «εὐδαιμονίη οὐκ ἐν βοσκήμασιν οἰκεῖ οὐδὲ ἐν χρυσῷ· ψυχὴ οἰκητήριον δαίμονος», που πάει να πει: «η ευδαιμονία δεν κατοικεί =δεν έχει να κάνει με τα πλούσια κοπάδια και με το χρυσάφι· η ψυχή είναι η κατοικία του δαίμονος = με την ψυχή έχει να κάνει ο δαίμων» (ίσως ήθελε να πει: η ευδαιμονία και η κακοδαιμονία). Όλα αυτά θέλουν να πουν πως αυτό ακριβώς που ο άνθρωπος περιμένει από τον δαίμονα, από το θείον, το έχει, στην πραγματικότητα, μέσα στον ίδιο τον εαυτό του· με άλλα λόγια: όλοι οι άνθρωποι επιζητούν την ευδαιμονία, μόνο όμως από τις δικές τους πράξεις εξαρτάται αν θα φτάσουν κάποτε ή όχι σ’ αυτήν. Όλες λοιπόν αυτές οι ιδέες πρέπει, στο τέλος, να έγιναν καθοριστικές για του Αριστοτέλη τη σκέψη· το αποτέλεσμα ήταν ο ορισμός του της εὐδαιμονίας όπως τον διαβάζουμε στο τέλος του Α’ βιβλίου των Ηθικών Νιχομαχείων του: «ἡ εὐδαιμονία ἐστὶ ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ’ ἀρετὴν τελείαν». Ενέργεια λοιπόν, κατά τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία του ανθρώπου, όχι κατάσταση, και πάντως ενέργεια της ψυχής του, με τους κανόνες της τέλειας αρετής.

Το τελευταίο μέρος του ορισμού αυτού δείχνει καθαρά τη βαθιά πίστη του Αριστοτέλη πως την ευδαιμονία τους οι άνθρωποι μόνο με την κατάκτηση της αρετής μπορούν τελικά να την εξασφαλίσουν. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Αριστοτέλης αναζήτησε με πολλή επιμονή, αλλά και με πολύν, όπως θα δούμε, ρεαλισμό τον ορισμό της αρετής· στην πραγματικότητα τα Ηθικά Νικομάχεια είναι, σχεδόν στο σύνολό τους, μια διεξοδικότατη διερεύνηση του ενδιαφέροντος αυτού θέματος.

Πριν από όλα όμως ο Αριστοτέλης χρειαζόταν να κάνει μια σημαντικότατη διάκριση. Ας παρακολουθήσουμε πώς οδηγήθηκε στη διάκριση αυτή: Η ψυχή του ανθρώπου, είπε ο Αριστοτέλης, αποτελείται κατ’ αρχήν από δύο μέρη, από το λόγον ἔχον μέρος και από το ἄλογον (με δική μας διατύπωση: ο άνθρωπος ως ζωντανός οργανισμός λειτουργεί με δύο τρόπους: α) με βάση τη λογική του, β) με τρόπους που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με το λογικό του). Η αρχική όμως αυτή διμερής “διαίρεση” κατέληξε σε μια τριμερή “διαίρεση”, αφού ο Αριστοτέλης διέκρινε τελικά α) ένα καθαρά ἄλογον μέρος της ψυχής, β) ένα καθαρά λόγον ἔχον μέρος της, και γ) ένα μέρος που μετέχει και του ἀλόγου και του λόγον ἔχοντος μέρους της ψυχής. Το πρώτο, είπε, έχει σχέση με τη διατροφή και την αύξηση του ανθρώπινου οργανισμού και άρα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την αρετή· το τρίτο (ο ίδιος το ονόμασε ἐπιθυμητικόν) έχει σχέση με τις αρετές που περιγράφουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου (ηθικές αρετές), ενώ το δεύτερο, που αφορά απόλυτα και καθαρά το λογικό μας, έχει σχέση με τις διανοητικές μας αρετές (με τη σοφία λ.χ. ή τη φρόνηση). Έτσι ο Αριστοτέλης κατέληξε να διακρίνει τις ανθρώπινες αρετές σε ηθικές και διανοητικές.

 

Κώδικας CCC 112 (15ος αι., Corpus Christi, Οξφόρδη).

 

 

Αριστοτέλης «Ηθικά Νικομάχεια» [Βιβλίο 1ο] Ευδαιμονία – Αρετή – Αγαθό

Μετάφραση, σχολιασμός αποσπασμάτων: Κωνσταντίνος Μάντης

Σύνδεση αρετής ευδαιμονίας

Διαφέρει δ᾽ οὐδὲν τὰς ἐνεργείας αὐτὰς εἶναι τὰ τέλη τῶν πράξεων ἢ παρὰ ταύτας ἄλλο τι, καθάπερ ἐπὶ τῶν λεχθεισῶν ἐπιστημῶν. [1.1094 a16-18]

Μετάφραση:
Δεν έχει καμία σημασία αν οι ενέργειες αυτές συνιστούν οι ίδιες τον σκοπό των πράξεων ή πέρα από αυτές επιδιώκεται και κάτι άλλο, όπως συμβαίνει με τις επιστήμες που αναφέραμε.

Η διάκριση των ανθρώπινων ενεργειών ανάλογα με τον ειδικότερο σκοπό τους, δημιουργεί ένα εκτενές πλέγμα που καλύπτει την ευρύτατη ανθρώπινη δράση. Ωστόσο, όπως γίνεται σαφές με τα παραδείγματα που έχουν προηγηθεί, οι επιμέρους σκοποί των διαφόρων πράξεων που ενδεχομένως προεκτείνονται σ’ έναν πολύ μεγάλο αριθμό, δεν αποτελούν αντικείμενο της μελέτης που θα ακολουθήσει. Το αν, επομένως, ο σκοπός μιας ενέργειας είναι αυτή καθαυτή η ενέργεια ή μια επιδιωκόμενη δραστηριότητα ή ένα προϊόν, δεν θα απασχολήσει περαιτέρω αυτή τη διερεύνηση, καθώς εκείνο που ζητείται είναι ο απώτερος σκοπός που υπερκαλύπτει όλους τους μερικότερους, και στον οποίο εν τέλει συντείνουν όλοι οι υπόλοιποι.

Χρωμένης δὲ ταύτης ταῖς λοιπαῖς [πρακτικαῖς] τῶν ἐπιστημῶν, ἔτι δὲ νομοθετούσης τί δεῖ πράττειν καὶ τίνων ἀπέχεσθαι, τὸ ταύτης τέλος περιέχοι ἂν τὰ τῶν ἄλλων, ὥστε τοῦτ᾽ ἂν εἴη τἀνθρώπινον ἀγαθόν. [2.1094 b4-11]

Μετάφραση:
Εφόσον η πολιτική χρησιμοποιεί τις υπόλοιπες πρακτικές επιστήμες, κι εφόσον νομοθετεί σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε και από τι πρέπει να απέχουμε, ίσως ο σκοπός αυτής να εμπεριέχει τους σκοπούς των άλλων, ώστε ο σκοπός της μπορεί να συνιστά το ανθρώπινο αγαθό.

Η πολιτική επιστήμη αξιοποιεί τις υπόλοιπες πρακτικές επιστήμες είτε αυτές αφορούν τη στρατιωτική και οικονομική οργάνωση της πολιτείας είτε την υγεία των πολιτών, προκειμένου να υπηρετήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το κοινωνικό σύνολο. Ενώ, λοιπόν, οι άλλες επιστήμες καλύπτουν επιμέρους πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας κι έχουν άρα μια εξειδικευμένη στόχευση, η πολιτική επιστήμη λειτουργεί ως ιθύνων νους που κατευθύνει τα μερικότερα αυτά επιτεύγματα προς μια ευρύτερη επιδίωξη. Απώτερος σκοπός της πολιτικής επιστήμης είναι η διασφάλιση της ευδαιμονίας των πολιτών, για χάρη του οποίου απαιτείται, όχι μόνο η συνέργεια των υπόλοιπων επιστημών, αλλά και η καθοδήγηση των μελών της πολιτείας προς έναν τρόπο διαβίωσης αμιγώς ενάρετο.
Τα στοιχεία αυτά που σχετίζονται με το σκοπό, αλλά και τα μέσα, της πολιτικής επιστήμης, ωθούν τον Αριστοτέλη να εκφράσει την άποψη πως ίσως εν τέλει η επιστήμη αυτή να αποσκοπεί στο ανθρώπινο αγαθό. Με δεδομένη, δηλαδή, την καθοδήγηση των πολιτών σύμφωνα με τα κελεύσματα της αρετής, καθώς και το τελικά επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, τη συλλογική ευδαιμονία, η σκέψη του φιλοσόφου είναι πως η καθολικότητα αυτής της επιδίωξης, που τείνει να υπηρετήσει όλους τους πολίτες, και όχι μεμονωμένα άτομα, τη φέρνει πλησιέστερα σε ό,τι συνιστά αγαθό για τους ανθρώπους.

Κάλλιον δὲ καὶ θειότερον ἔθνει καὶ πόλεσιν. ἡ μὲν οὖν μέθοδος τούτων ἐφίεται, πολιτική τις οὖσα. [1094b10-12]

Μετάφραση:
Είναι καλύτερο όμως και πιο θεϊκό όταν ενυπάρχει στο έθνος και στην πόλη. Σε αυτά αποβλέπει η έρευνά μας, η οποία είναι κατά ένα τρόπο πολιτική.

Η επιδίωξη του αγαθού, που σαφώς αποτελεί αναζήτηση και των μεμονωμένων ατόμων, μπορεί να βρει τη δικαίωσή της στον ύψιστο βαθμό όταν επιτευχθεί στο πλαίσιο μιας ολόκληρης πολιτείας ή ενός έθνους. Ο Αριστοτέλης, άλλωστε, διερευνά την έννοια του αγαθού και τους πιθανούς τρόπους διασφάλισής του, έχοντας κατά νου την ευρύτερη δυνατή επικράτησή του, υπό την έννοια πως ακόμη κι αν λίγα ή μεμονωμένα άτομα φτάσουν στο ύψιστο γι’ αυτούς αγαθό, η επίτευξή τους υπονομεύεται και τίθεται υπό αίρεση, αν το σύνολο της πολιτείας βρίσκεται υπό καθεστώς ανηθικότητας ή ελλιπούς εν γένει ηθικής αγωγής. Η εξέταση, επομένως, που γίνεται από τον Αριστοτέλη έχει πολιτικό χαρακτήρα, καθώς ζητούμενό της είναι η καθοδήγηση συλλογικά των μελών μιας πολιτείας στους τρόπους ζωής, παιδείας και σκέψης που θα καταστήσουν εφικτή τη γνώση και διασφάλιση του αγαθού. Καθίσταται, άρα, σαφές πως το αγαθό λαμβάνει εδώ την έννοια μιας συλλογικά ευνοϊκής κατάστασης, και όχι των επιμέρους ατομικών επιδιώξεων, που ενδεχομένως ενέχουν διαφορετική υφή για κάθε πολίτη χωριστά.

τὰ μὲν γὰρ ἡμῖν τὰ δ᾽ ἁπλῶς [1095b3]

Μετάφραση:
Άλλα σ’ εμάς κι άλλα χωρίς περιορισμούς.

Τα δεδομένα της πραγματικότητας που είναι γνωστά ή προσιτά στην ανθρώπινη σκέψη διακρίνονται από τον Αριστοτέλη σε δύο κατηγορίες, σε αυτά που είναι γνωστά σε υποκειμενικό επίπεδο (ἡμῖν) και σ’ αυτά που είναι αντικειμενικώς γνωστά (ἁπλῶς). Τα γνωστά σε υποκειμενικό επίπεδο είναι όσα επιζητούν λογική σκέψη, η οποία σαφώς επηρεάζεται από υποκειμενικούς παράγοντες, που έχουν να κάνουν με το ήδη υπάρχων γνωστικό επίπεδο του ατόμου, καθώς και με τις προγενέστερες εμπειρίες του, αλλά και την αγωγή του.
Η δοτική ἡμῖν, επομένως, υποδηλώνει αφενός την ενεργητική συμμετοχή του ατόμου στη συλλογιστική διαδικασία κι αφετέρου τις πιθανές επιδράσεις που αυτή δέχεται τόσο από το ήδη διαμορφωμένο είναι του ατόμου, όσο και από το εν δυνάμει διαμορφούμενο είναι, που βρίσκεται υπό την επίδραση εμφυσημένων ηθικών αρχών, καθώς και ειδικότερων ατομικών επιδιώξεων. Βρίσκουμε, έτσι, τη διττή εξάρτηση της συλλογιστικής ικανότητας του ατόμου από την υπάρχουσα πνευματική υπόστασή του (εμπειρίες, αντιληπτική ικανότητα), καθώς κι από την ηθική αγωγή του, η οποία καθιστά πιο δεκτική τη σκέψη στην απόδοση συγκεκριμένου στόχου στη δράση του ατόμου. Η έλλειψη, άλλωστε, της αναγκαίας ηθικής αγωγής οδηγεί σε μια θέαση των πραγμάτων περισσότερο υποκινούμενη από εγωιστικές επιδιώξεις, που επηρεάζουν αναλόγως τη συλλογιστική πορεία.

διὸ δεῖ τοῖς ἔθεσιν ἦχθαι καλῶς [5.1095 b4]

Μετάφραση:
Γι’ αυτό πρέπει να έχει ανατραφεί με καλές συνήθειες.

Ο Αριστοτέλης θεωρεί πως η προϋπάρχουσα καλή ανατροφή των νέων που επιθυμούν να ασχοληθούν με την πολιτική επιστήμη συνιστά ένα καίρια επωφελές στοιχείο, διότι τους καθιστά πιο δεκτικούς στις βασικές αρχές της επιστήμης αυτής. Ένας νέος, που έχει μεγαλώσει με καλές συνήθειες και ορθά πρότυπα, δε θα χρειαστεί από την αρχή των μαθημάτων κάποια εξήγηση σχετικά με την αναγκαιότητα της αρετής στη διαβίωση των πολιτών. Δε θα απορήσει σχετικά με την αξία της ηθικής, και θα μπορέσει ευκολότερα να παρακολουθήσει τη σταδιακή ταύτιση του ανθρώπινου αγαθού με τον κατά την τέλεια αρετή βίο. Ο ήδη εμφυσημένος σε αυτόν σεβασμός προς τις ενάρετες πράξεις, θα αποτελέσει κατ’ αυτό τον τρόπο μια ικανή βάση ώστε να κατανοήσει πληρέστερα τις επιδιώξεις της εξεταζόμενης επιστήμης.

τἀγαθὸν δὲ οἰκεῖόν τι [1095 b24-25]

Μετάφραση:
Το αγαθό όμως είναι κάτι που αρμόζει.

Το επιδιωκόμενο αγαθό συνιστά μια ιδιότητα που μόλις επιτευχθεί αποτελεί πια αρμόζον και βασικό στοιχείο της προσωπικότητας και της φύσης του ατόμου. Δεν είναι κάτι εξωγενές που αποδίδεται στον άνθρωπο, όπως είναι οι τιμές των συμπολιτών του, τις οποίες μπορούν εύκολα να του τις στερήσουν σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο. Συνεπώς, το αγαθό δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως κάτι το επιφανειακό, ως κάτι το παροδικά επίκτητο, αλλά ως ένα ουσιαστικότερο γνώρισμα που θα συνοδεύει στη συνέχεια αδιαχώριστα την ιδιαίτερη ψυχική ποιότητα του ανθρώπου. Διαπίστωση που καθιστά φανερή την ενεργή και επίμονη επιδίωξη που θα απαιτηθεί από τη μεριά του ατόμου για να φτάσει στην επίτευξη του αγαθού.

Εἰ γὰρ καὶ ἔστιν ἕν τι τὸ κοινῇ κατηγορούμενον ἀγαθὸν ἢ χωριστὸν αὐτό τι καθ᾽ αὑτό, δῆλον ὡς οὐκ ἂν εἴη πρακτὸν οὐδὲ κτητὸν ἀνθρώπῳ∙ νῦν δὲ τοιοῦτόν τι ζητεῖται. τάχα δέ τῳ δόξειεν ἂν βέλτιον εἶναι γνωρίζειν αὐτὸ πρὸς τὰ κτητὰ καὶ πρακτὰ τῶν ἀγαθῶν∙ [7.1097 a34-36]

Μετάφραση:
Ακόμη κι αν υπάρχει ένα στοιχείο που αποτελεί καθολικό γνώρισμα του αγαθού ή κι αν αυτό μπορεί να χωριστεί και να υπάρξει καθεαυτό, είναι φανερό πως αυτό δεν θα μπορεί να επιτευχθεί ή να αποκτηθεί από τον άνθρωπο∙ ενώ τώρα ζητούμε κάτι τέτοιο. Ίσως, όμως, μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι καλύτερα να το γνωρίσουμε αυτό σε σχέση πάντα με τα αγαθά που μπορούν να αποκτηθούν και να επιτευχθούν.

Ο Αριστοτέλης επιχειρεί εύλογα να φέρει την έννοια του αγαθού σε προσιτά για τον πολίτη μέτρα, ερχόμενος έτσι σε αντίθεση με την απρόσωπη και απροσέγγιστη οριοθέτηση της πλατωνικής Ιδέας. Η ύπαρξη ενός πλήρως εξιδανικευμένου, αλλά και ακαθόριστου αγαθού, το οποίο υπερέχει όλων και ενυπάρχει σε όλα, καθίσταται αυτομάτως ανεπίτευκτο για το άτομο, και άρα ελάχιστα ελκυστικό. Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, δεν επιθυμεί να δημιουργήσει μια θεωρητική σύλληψη που να ξεπερνάει την αντιληπτική ικανότητα των ανθρώπων. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι μια ουσιαστική προσέγγιση της έννοιας του αγαθού, με τέτοιο τρόπο, ώστε να έχει πραγματική επίδραση στη συμπεριφορά και στη ζωή των πολιτών. Δεν απορρίπτει, βέβαια, πλήρως την πλατωνική προσέγγιση, τη θέτει όμως και πάλι στην υπηρεσία των εφικτών επιδιώξεων, υπό την έννοια πως λαμβάνει υπόψη του το ενδεχόμενο η θεώρηση του ιδεατού αυτού αγαθού να είναι εν δυνάμει ωφέλιμη στη βαθύτερη γνώση των προσεγγίσιμων και πιο απτών αγαθών.

Φαίνεται δὲ ἀτελεστέρα καὶ αὕτη∙ δοκεῖ γὰρ ἐνδέχεσθαι καὶ καθεύδειν ἔχοντα τὴν ἀρετὴν ἢ ἀπρακτεῖν διὰ βίου, καὶ πρὸς τούτοις κακοπαθεῖν καὶ ἀτυχεῖν τὰ μέγιστα∙ [8.1095 b31-1098 a1.]

Μετάφραση:
Φαίνεται όμως πως κι αυτή είναι ελλιπής∙ γιατί μοιάζει πιθανή η ύπαρξη της αρετής ακόμη κι όταν κάποιος κοιμάται ή παραμένει αδρανής δια βίου, και επιπλέον με τις μεγαλύτερες δυστυχίες και ατυχίες.

Η απλή ύπαρξη της αρετής ως ποιότητας του χαρακτήρα ενός ανθρώπου δεν είναι επαρκής για τον Αριστοτέλη, καθώς είναι σαφές πως δεν προκύπτει κανένα όφελος ούτε για το ίδιο το άτομο, ούτε για την πολιτεία, αν αυτή υφίσταται στο επίπεδο της ανενεργούς κατοχής. Ένας ενάρετος άνθρωπος που περνά τη ζωή του απέχοντας από την ενεργή δράση και αφήνοντας έτσι αναξιοποίητο ένα βασικό γνώρισμα της υπόστασής του, δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε το ουσιαστικό. Είναι σαν να βρίσκεται σε μια κατάσταση πλήρους απραξίας, όπως όταν κάποιος κοιμάται, ενώ, συνάμα, η σε αδράνεια αρετή του, καθίσταται ανώφελη, όταν το άτομο αυτό έρχεται αντιμέτωπο με ατυχείς περιστάσεις που του φέρνουν μεγάλη δυστυχία. Εύλογα, επομένως, ο Αριστοτέλης θεωρεί πως η στατική ύπαρξη της αρετής είναι ελάχιστα επωφελής και πως δεν επαρκεί ώστε να προσφέρει την επιζητούμενη πληρότητα στη ζωή ενός ανθρώπου.

Τοῖς μὲν οὖν λέγουσι τὴν ἀρετὴν ἢ ἀρετήν τινα συνῳδός ἐστιν ὁ λόγος∙ ταύτης γάρ ἐστιν ἡ κατ᾽ αὐτὴν ἐνέργεια. διαφέρει δὲ ἴσως οὐ μικρὸν ἐν κτήσει ἢ χρήσει τὸ ἄριστον ὑπολαμβάνειν, καὶ ἐν ἕξει ἢ ἐνεργείᾳ. τὴν μὲν γὰρ ἕξιν ἐνδέχεται μηδὲν ἀγαθὸν ἀποτελεῖν ὑπάρχουσαν, οἷον τῷ καθεύδοντι ἢ καὶ ἄλλως πως ἐξηργηκότι, τὴν δ᾽ ἐνέργειαν οὐχ οἷόν τε∙ πράξει γὰρ ἐξ ἀνάγκης, καὶ εὖ πράξει. ὥσπερ δ᾽ Ὀλυμπίασιν οὐχ οἱ κάλλιστοι καὶ ἰσχυρότατοι στεφανοῦνται ἀλλ᾽ οἱ ἀγωνιζόμενοι (τούτων γάρ τινες νικῶσιν), οὕτω καὶ τῶν ἐν τῷ βίῳ καλῶν κἀγαθῶν οἱ πράττοντες ὀρθῶς ἐπήβολοι γίνονται.Ἔστι δὲ καὶ ὁ βίος αὐτῶν καθ᾽ αὑτὸν ἡδύς. [9.1098 b30-1099 a7]

Μετάφραση:
Ο λόγος μας είναι σύμφωνος με αυτούς που ταυτίζουν την ευδαιμονία με την αρετή ή με κάποια αρετή. Γιατί γνώρισμα αυτής είναι η σύμφωνη προς την αρετή ενέργεια. Έχει, όμως, μεγάλη διαφορά το αν θα εκλάβουμε ως καλύτερο την κατοχή ή τη χρήση, την κατάσταση ή την ενέργεια. Γιατί η κατάσταση μπορεί να υπάρχει, χωρίς να προκύπτει κανένα καλό από αυτή, όπως σε αυτόν που κοιμάται ή με κάποιο άλλο τρόπο παραμένει αδρανής, ενώ αυτό δεν μπορεί να συμβεί με την ενέργεια∙ γιατί εάν κάποιος δράσει κατ’ ανάγκη θα πράξει κάτι καλό. Όπως συμβαίνει και στην Ολυμπία, όπου δεν βραβεύονται οι καλύτεροι και οι πιο δυνατοί, αλλά όσοι αγωνίζονται (κι από αυτούς κάποιοι νικούν), έτσι και στη ζωή αυτοί που πράττουν καλά κερδίζουν τα καλά και τα ενάρετα. Κι είναι η ζωή τους αυτή καθαυτή ευχάριστη.

Η εξέταση του θέματος της αρετής δεν αποτελεί για τον Αριστοτέλη ένα θεωρητικό σχήμα, χωρίς ουσιαστική σύνδεση με την πραγματική ζωή των πολιτών. Η άσκηση της αρετής, όπως και η προκύπτουσα από αυτή κατάσταση της ευδαιμονίας, πρέπει να αποτελέσει μια συνήθεια, μια έξη, για τους πολίτες, ώστε τόσο το ατομικό όσο και το συλλογικό όφελος να είναι διαρκή. Το να ιδωθεί η αρετή ως μια κατάσταση, που προσφέρει αυτόματα και χωρίς κάποια ενεργή προσπάθεια, ευδαιμονία στο άτομο, συνιστά μια δίχως όφελος διαπίστωση για τον Αριστοτέλη. Η ζητούμενη ευδαιμονία θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως απόρροια μιας συνεχούς ενέργειας σύμφωνα με την αρετή.
Η διαφορά ανάμεσα στην κατοχή και τη χρήση έχει ουσιώδη σημασία, καθώς η εν αδράνεια ύπαρξη της αρετής δεν μπορεί να αποδώσει τίποτε καλό για το άτομο, ενώ η χρήση αυτής συνεισφέρει διττά, καθώς οδηγεί στη συνειδητοποίηση πως η ευδαιμονία του ενός προκύπτει μέσα από την προσφορά στους άλλους. Μέσα από την ενέργεια, επομένως, ο πολίτης μπορεί να ωφελήσει και να ωφεληθεί, φέρνοντας έτσι στην επιφάνεια την πραγματική αξία της αρετής. Όπως, άλλωστε, παρουσιάζει με παραστατικότητα ο Αριστοτέλης με το παράδειγμα των αγώνων της Ολυμπίας, το να είναι κανείς ενάρετος, όπως και το να είναι καλός σ’ ένα άθλημα, δεν έχει ουσιαστικό όφελος χωρίς την ενεργή αξιοποίηση των προτερημάτων του. Μόνο ο ενάρετος που δρα θα αντλήσει τα οφέλη των καλών πράξεων και της συνεπαγόμενης για τον ίδιο ευδαιμονίας, όπως ακριβώς μόνο εκείνοι από τους αθλητές που συμμετέχουν στους αγώνες μπορούν να διεκδικήσουν τη νίκη.

Ἀργία γάρ ἐστιν ὁ ὕπνος τῆς ψυχῆς ᾗ λέγεται σπουδαία καὶ φαύλη. [1102 b7-8]

Μετάφραση:
Ο ύπνος συνιστά αδράνεια της ψυχής, η οποία αποκαλείται καλή και κακή.

Η αναγκαστική αδράνεια στην οποία περιέρχεται το άτομο κατά τη διάρκεια του ύπνου, καθιστά επί της ουσίας ανενεργές τις ψυχικές του ποιότητες, και άρα το φέρνει σε μια ουδέτερη κατάσταση από άποψη ηθικής. Έτσι, είτε το άτομο είναι ενάρετο είτε όχι, κατά τη διάρκεια αυτής της στάσιμης κατάστασης, δεν έχει ουσιαστική σημασία, υπό την έννοια πως δεν αξιοποιεί τις προδιαθέσεις του. Η ψυχική αυτή αδράνεια, μάλιστα, ενέχει διττό χαρακτήρα, καθώς μπορεί να εκληφθεί ως κάτι καλό, αλλά και ως κάτι κακό. Αν θεωρηθεί ως ανάπαυση που θα προσφέρει στη συνέχεια ανανεωμένη τη διάθεση επιδίωξης της αρετής, επιτελεί ένα θετικό ρόλο. Ωστόσο, η ίδια αυτή κατάσταση μπορεί να ιδωθεί ως σκόπιμη αδρανοποίηση, ως τρόπος αποχής δηλαδή, από την ενεργή ενάρετη δράση, στοιχείο που της προσδίδει τότε αρνητικό χαρακτήρα.

ΠΩΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΥΨΙΣΤΟ ΑΓΑΘΟ

Τὸ δὲ καθόλου βέλτιον ἴσως ἐπισκέψασθαι. [10.1096 a11]

Μετάφραση:
Είναι ίσως καλύτερα να εξετάσουμε την καθολική έννοια του αγαθού.

Ο Αριστοτέλης επιδιώκει να περιορίσει το πολυδιάστατο της έννοιας του αγαθού, το οποίο κατά περίσταση μπορεί να ταυτίζεται με κάθε πιθανή έκφανση της ανθρώπινης δράσης. Εκείνο που τον ενδιαφέρει κυρίως είναι το αγαθό στην πλέον καθολική και αμιγή του διάσταση, το οποίο δεν μπορεί παρά να έχει ηθικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, το αγαθό θα γίνει αντιληπτό ως ενέργεια της ψυχής, ως κατάσταση ευδαιμονίας, η οποία θα αντλείται και θα διατηρείται μέσω της συνεχούς επιδίωξης των ενάρετων τρόπων διαβίωσης και των ενάρετων πράξεων. Το αγαθό, επομένως, δε θα περιοριστεί στα στατικά πλαίσια μιας οριστικής επίτευξης, αλλά θα λάβει ένα πιο δυναμικό χαρακτήρα, που θα απαιτεί μια διαρκή επιδίωξη, μια συνεχή αποζήτηση της αρετής.

Ἄριστον ἄρα καὶ κάλλιστον καὶ ἥδιστον ἡ εὐδαιμονία, καὶ οὐ διώρισται ταῦτα κατὰ τὸ Δηλιακὸν ἐπίγραμμα∙
κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ᾽ ὑγιαίνειν∙
ἥδιστον δὲ πέφυχ᾽ οὗ τις ἐρᾷ τὸ τυχεῖν.
Ἅπαντα γὰρ ὑπάρχει ταῦτα ταῖς ἀρίσταις ἐνεργείαις∙ ταύτας δέ, ἢ μίαν τούτων τὴν ἀρίστην, φαμὲν εἶναι τὴν εὐδαιμονίαν. [11.1099 a24-31]

Μετάφραση:
Η ευδαιμονία, επομένως, είναι το καλύτερο, το ευγενέστερο και το πιο ευχάριστο, κι αυτά δεν διαχωρίζονται, όπως στο Δηλιακό επίγραμμα:
ευγενέστερο είναι το πιο δίκαιο, κι η υγεία το καλύτερο∙
αλλά το πιο ευχάριστο είναι να πετυχαίνει κανείς αυτό που αγαπά.
Γιατί όλα αυτά ενυπάρχουν στις καλύτερες ενέργειες∙ αυτές λοιπόν ή μία από αυτές, η ευγενέστερη, λέμε πως είναι η ευδαιμονία.

Η ευδαιμονία θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως η εν ενεργεία εκείνη κατάσταση που εμπεριέχει όλες τις ποθητές για τον άνθρωπο επιμέρους συνθήκες. Ένα αύταρκες συναίσθημα που εν δυνάμει προσφέρει ολοκλήρωση στη ζωή του πολίτη και την καθιστά αυτοτελώς ευχάριστη, χωρίς την ανάγκη άλλων εξωγενών πηγών ηδονής. Τα στοιχεία εκείνα που διακρίνονται στο Δηλιακό επίγραμμα και αποδίδονται σε διαφορετικές καταστάσεις, βρίσκονται σε παράλληλη συνύπαρξη στην ευδαιμονία. Είναι, ωστόσο, καίριας σημασίας να τονιστεί πως τόσο η επίτευξη όσο και η διατήρηση της ευδαιμονίας προκύπτουν μέσα από την ενέργεια, η οποία εδώ ταυτίζεται με την ευγενέστερη από τις καλύτερες ενέργειες του ανθρώπου, κι η οποία μπορεί ίσως να ιδωθεί ως η εμπεριέχουσα ως κίνητρο και ως ουσία την αρετή.

Τὸ δ᾽ ἀγαθὸν λέγεται καὶ ἐν τῷ τί ἐστι καὶ ἐν τῷ ποιῷ καὶ ἐν τῷ πρός τι, τὸ δὲ καθ᾽ αὑτὸ καὶ ἡ οὐσία πρότερον τῇ φύσει τοῦ πρός τι (παραφυάδι γὰρ τοῦτ᾽ ἔοικε καὶ συμβεβηκότι τοῦ ὄντος). [12.1096a19-22]

Μετάφραση:
Η έννοια του αγαθού χρησιμοποιείται και ως προς την ουσία, και ως προς την ποιότητα, και ως προς το αναφορικά με τι, το καθεαυτό μάλιστα και η ουσία είναι προγενέστερα στη φύση από το αναφορικά με τι (το οποίο μοιάζει να είναι παρακλάδι και τυχαία απόρροια της ύπαρξης).

Ο Αριστοτέλης προχωρά σε μια κριτική θέαση της πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών, επισημαίνοντας το πλήθος των επιμέρους εννοιών που καλύπτει με τρόπο μονοδιάστατο η Ιδέα του ενός κυρίαρχου αγαθού. Θα πρέπει, όπως αναφέρει, να ληφθεί υπόψη πως η θεωρία αυτή περικλείει στον όρο αγαθό τόσο τις έννοιες της ουσίας και της ποιότητας, όσο και την αναφορά, που προφανώς έπεται των προηγούμενων χαρακτηριστικών του αγαθού. Το αγαθό, εντούτοις, παρουσιάζει ποικίλες εκφάνσεις, αντίστοιχες προς το πολυδιάστατο της ανθρώπινης δράσης. Άρα, το τι είναι κάθε φορά το αγαθό, με ποιες δράσεις εκδηλώνεται, αλλά και σε τι αποσκοπεί, δεν μπορεί παρά να λαμβάνει διαφορετικές κάθε φορά απαντήσεις. Ιδιαίτερη, μάλιστα, έμφαση δίνει ο Αριστοτέλης στο στοιχείο της αναφοράς, στο ως προς τι, της έννοιας του αγαθού∙ στοιχείο το οποίο εύλογα είναι μεταγενέστερο της ύπαρξης, καθώς οι άνθρωποι δίνουν ιδιαίτερο νόημα και θέτουν συγκεκριμένους στόχους αφότου κάτι λάβει μορφή και υπόσταση. Επομένως, η έννοια της αναφοράς δεν μπορεί να λογίζεται ως ενιαία και ταυτόχρονη με την έννοια της ύπαρξης. Η αναφορά καθορίζεται κατόπιν και μπορεί ως προς αυτό να θεωρηθεί σαφώς τυχαία απόρροια της ύπαρξης.

Τιμῆς δὲ καὶ φρονήσεως καὶ ἡδονῆς ἕτεροι καὶ διαφέροντες οἱ λόγοι ταύτῃ ᾗ ἀγαθά. οὐκ ἔστιν ἄρα τὸ ἀγαθὸν κοινόν τι κατὰ μίαν ἰδέαν. [1096b23-26]

Μετάφραση:
Στην τιμή, τη σύνεση και την ευχαρίστηση η έννοια του αγαθού αποδίδεται για διαφορετικούς και διακριτούς λόγους. Δεν είναι επομένως το αγαθό κάτι κοινό, σύμφωνο προς μία ιδέα.

Ο Αριστοτέλης, έχοντας κατά νου την οριοθέτηση ενός επιδιωκόμενου αγαθού που να είναι εύληπτο και άρα προσεγγίσιμο από τους πολίτες, αποφεύγει τη γενίκευση που χαρακτηρίζει το θεωρητικό σχήμα του Πλάτωνα. Η Ιδέα του ενός ιδανικού και ενιαίου αγαθού στο οποίο εμπεριέχονται και προς το οποίο συντείνουν όλα τα επιμέρους, δημιουργεί μια σύλληψη που συμπαρασύρει τις αναγκαίες εκείνες διακρίσεις που θα καθιστούσαν την έννοια του αγαθού πιο προσιτή στη σκέψη των πολιτών. Για το λόγο αυτό ο Αριστοτέλης προχωρά πιο προσεκτικά στη δική του προσέγγιση, ώστε να καταστεί σαφές πως ό,τι συνιστά το ανθρώπινο αγαθό είναι κάτι που μπορεί και πρέπει να επιδιωχθεί από τους πολίτες.

ΟΡΙΣΜΟΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΣ

Τὸ ἀνθρώπινον ἀγαθὸν ψυχῆς ἐνέργεια γίνεται κατ᾽ ἀρετήν, εἰ δὲ πλείους αἱ ἀρεταί, κατὰ τὴν ἀρίστην καὶ τελειοτάτην. [14.1098 a16-18]

Μετάφραση:
Το ανθρώπινο αγαθό είναι ενέργεια της ψυχής που γίνεται σύμφωνα με την αρετή, κι αν υπάρχουν περισσότερες αρετές σύμφωνα με την καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη.

Το ανθρώπινο αγαθό, όπως κατ’ επέκταση και η ευδαιμονία, χαρακτηρίζεται από την εξελικτική διάσταση της σύλληψής του. Το αγαθό δε συνιστά έναν πνευματικό και ηθικό αναβαθμό που ορίζει το τέρμα της κίνησης, αλλά μια κατάσταση που καλεί συνεχώς σε ενεργητική συμμετοχή προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρησή του. Πρόκειται για μια ενέργεια της ψυχής, για μια αενάως επαναλαμβανόμενη δράση εσωτερική, αλλά και εξωτερική, με γνώμονα πάντα την αρετή. Με δεδομένη, μάλιστα, την ύπαρξη πολλών εκφάνσεων της αρετής, ο Αριστοτέλης διευκρινίζει πως ως ιδανικό πρότυπο καθορισμού της ανθρώπινης δράσης θα πρέπει να τίθεται η τελειότερη μορφή της αρετής. Με τη διευκρίνιση αυτή ο Αριστοτέλης επιχειρεί να φέρει το αγαθό σε ένα καθολικό επίπεδο και να το αποδεσμεύσει από τις επιμέρους μερικότερες μορφές που μπορεί να λάβει.

Τῷ μὲν γὰρ ἀληθεῖ πάντα συνᾴδει τὰ ὑπάρχοντα, τῷ δὲ ψευδεῖ ταχὺ διαφωνεῖ τἀληθές. νενεμημένων δὴ τῶν ἀγαθῶν τριχῇ, καὶ τῶν μὲν ἐκτὸς λεγομένων τῶν δὲ περὶ ψυχὴν καὶ σῶμα, τὰ περὶ ψυχὴν κυριώτατα λέγομεν καὶ μάλιστα ἀγαθά, τὰς δὲ πράξεις καὶ τὰς ἐνεργείας τὰς ψυχικὰς περὶ ψυχὴν τίθεμεν. ὥστε καλῶς ἂν λέγοιτο κατά γε ταύτην τὴν δόξαν παλαιὰν οὖσαν καὶ ὁμολογουμένην ὑπὸ τῶν φιλοσοφούντων. ὀρθῶς δὲ καὶ ὅτι πράξεις τινὲς λέγονται καὶ ἐνέργειαι τὸ τέλος∙ οὕτω γὰρ τῶν περὶ ψυχὴν ἀγαθῶν γίνεται καὶ οὐ τῶν ἐκτός. συνᾴδει δὲ τῷ λόγῳ καὶ τὸ εὖ ζῆν καὶ τὸ εὖ πράττειν τὸν εὐδαίμονα∙ σχεδὸν γὰρ εὐζωία τις εἴρηται καὶ εὐπραξία. φαίνεται δὲ καὶ τὰ ἐπιζητούμενα τὰ περὶ τὴν εὐδαιμονίαν ἅπανθ᾽ ὑπάρχειν τῷ λεχθέντι. τοῖς μὲν γὰρ ἀρετὴ τοῖς δὲ φρόνησις ἄλλοις δὲ σοφία τις εἶναι δοκεῖ, τοῖς δὲ ταῦτα ἢ τούτων τι μεθ᾽ ἡδονῆς ἢ οὐκ ἄνευ ἡδονῆς∙ ἕτεροι δὲ καὶ τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν συμπαραλαμβάνουσιν. [15.1098 b11-26]

Μετάφραση:
Γιατί η αλήθεια εναρμονίζει όλα τα στοιχεία της πραγματικότητας, ενώ το ψέμα έρχεται γρήγορα σε διαφωνία με την αλήθεια. Έχοντας μοιράσει τώρα τα αγαθά σε τρεις κατηγορίες, κάποια τα αποκαλούμε εξωτερικά, άλλα ψυχικά και άλλα του σώματος∙ αυτά που σχετίζονται με την ψυχή τα θεωρούμε τα κυριότερα και τα κατ’ εξοχήν αγαθά, τις δε ψυχικές πράξεις και δραστηριότητες τις κατατάσσουμε σε αυτά που σχετίζονται με την ψυχή. Τα λόγια μας, μάλιστα, θα πρέπει να είναι σωστά, καθώς συμφωνούν με μιαν άποψη παλιά και κοινά αποδεκτή από τους φιλοσόφους. Σωστό πρέπει να είναι και πως κάποιες πράξεις τις εκλαμβάνουμε ως ενέργειες με σκοπό∙ καθώς έτσι εντάσσονται στα ψυχικά αγαθά και όχι στα εξωτερικά. Σε συμφωνία με τα λόγια μας είναι και το γεγονός ότι γνώρισμα του ευτυχισμένου ανθρώπου είναι ότι ζει καλά και πράττει καλά. Γιατί έχει σχεδόν ειπωθεί πως η ευτυχία είναι ένας τρόπος καλής ζωής. Φαίνεται, μάλιστα, πως όλα τα ζητούμενα στοιχεία σχετικά με την ευδαιμονία ενυπάρχουν σε ό,τι έχουμε ήδη ορίσει, καθώς κάποιοι την ταυτίζουν με την αρετή, άλλοι με τη σύνεση κι άλλοι μ’ ένα είδος σοφίας, για κάποιους δε είναι όλα αυτά ή κάποια από αυτά, συνοδευόμενα με την ευχαρίστηση ή έστω με ελάχιστη ευχαρίστηση∙ ενώ άλλοι συμπεριλαμβάνουν και την εξωτερική ευημερία.

Η εξέταση όσων σχετίζονται με την ευδαιμονία, την αρετή, καθώς και τα ανθρώπινα αγαθά, δεν μπορεί να έχει την εγκυρότητα ενός μαθηματικού υπολογισμού. Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, θεωρεί πως η αλήθεια μιας άποψης βεβαιώνεται, όταν σε αυτή εναρμονίζονται τα δεδομένα της πραγματικότητας∙ κάτι που δεν μπορεί να συμβεί όταν αυτή βασίζεται σε αναληθείς προκείμενες. Ειδικότερα, μάλιστα, για την ορθότητα της διάκρισης των ανθρώπινων αγαθών σε εξωγενή, ψυχικά και σωματικά, λειτουργεί ενισχυτικά το γεγονός πως αυτή βασίζεται σε μια παλαιότερη άποψη που είναι αποδεκτή από τους φιλοσόφους. Διάκριση που εντάσσει στα ψυχικά αγαθά όλες εκείνες τις ενέργειες που συνιστούν φανερώματα της ψυχικής προδιάθεσης του ατόμου, όπως άλλωστε και τις ενέργειες που γίνονται με ορισμένο σκοπό.
Οι σκόπιμες αυτές ενέργειες αποτελούν βασικό στοιχείο της ανθρώπινης ευδαιμονίας, καθώς ευδαίμων είναι ο άνθρωπος που επιδιώκει τις ενάρετες πράξεις στη ζωή του. Η σκέψη αυτή, καθώς και ο γενικότερος ορισμός της ευδαιμονίας, όπως έχει επιχειρηθεί από τον Αριστοτέλη, εμπεριέχει τις διάφορες απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί. Στις επιμέρους αυτές προσεγγίσεις η ευδαιμονία συνάπτεται διακριτά είτε με την αρετή, είτε με τη σύνεση, είτε με ένα είδος σοφίας, στοιχεία μάλιστα που ενδεχομένως συνοδεύονται για τον κατέχοντα από κάποια ευχαρίστηση, ενώ συμπληρωματικά κάποιοι προσθέτουν στην έννοια της ευδαιμονίας και τον παράγοντα της ευημερίας.

Ο Αριστοτέλης συνεχίζοντας τη διερεύνηση του θέματος της ευδαιμονίας και της αρετής, επιθυμεί να τονίσει πως παρόλο που κινείται σ’ ένα θεωρητικό πλαίσιο, ευάλωτο στην πιθανότητα της αβάσιμης εικασίας, ακολουθεί και βασίζει το λόγο του σε σκέψεις ήδη αποδεκτές από προγενέστερους μελετητές. Η προσέγγισή του επομένως δεν συνιστά μια εξ ολοκλήρου νέα θέαση του ζητήματος∙ είναι περισσότερο μια προσεκτική επανεξέταση των ήδη δεδομένων, με απώτερο σκοπό να δοθεί μια ευκρινέστερη αποτύπωση του καίριου θέματος της ανθρώπινης ευδαιμονίας.

Τοῖς μὲν οὖν πολλοῖς τὰ ἡδέα μάχεται διὰ τὸ μὴ φύσει τοιαῦτ᾽ εἶναι, τοῖς δὲ φιλοκάλοις ἐστὶν ἡδέα τὰ φύσει ἡδέα∙ τοιαῦται δ᾽ αἱ κατ᾽ ἀρετὴν πράξεις, ὥστε καὶ τούτοις εἰσὶν ἡδεῖαι καὶ καθ᾽ αὑτάς. οὐδὲν δὴ προσδεῖται τῆς ἡδονῆς ὁ βίος αὐτῶν ὥσπερ περιάπτου τινός, ἀλλ᾽ ἔχει τὴν ἡδονὴν ἐν ἑαυτῷ. πρὸς τοῖς εἰρημένοις γὰρ οὐδ᾽ ἐστὶν ἀγαθὸς ὁ μὴ χαίρων ταῖς καλαῖς πράξεσιν∙ οὔτε γὰρ δίκαιον οὐθεὶς ἂν εἴποι τὸν μὴ χαίροντα τῷ δικαιοπραγεῖν, οὔτ᾽ ἐλευθέριον τὸν μὴ χαίροντα ταῖς ἐλευθερίοις πράξεσιν∙ ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων. εἰ δ᾽ οὕτω, καθ᾽ αὑτὰς ἂν εἶεν αἱ κατ᾽ ἀρετὴν πράξεις ἡδεῖαι. ἀλλὰ μὴν καὶ ἀγαθαί γε καὶ καλαί, καὶ μάλιστα τούτων ἕκαστον, εἴπερ καλῶς κρίνει περὶ αὐτῶν ὁ σπουδαῖος∙ [16.1099 a11-24]

Μετάφραση:
Στους περισσότερους οι ηδονές είναι σε σύγκρουση μεταξύ τους γιατί δεν είναι από τη φύση τους ευχάριστες, ενώ γι’ αυτούς που αγαπούν το καλό ηδονικά είναι αυτά που είναι από τη φύση τους ευχάριστα. Τέτοιου είδους είναι οι ενάρετες πράξεις, ώστε αυτές είναι ευχάριστες και σ’ αυτούς, αλλά και καθ’ εαυτές. Καθόλου, λοιπόν, δεν έχει ανάγκη περισσότερης ηδονής η ζωή τους, σαν κάτι το πρόσθετο, αλλά περιέχει την ηδονή μέσα της. Γιατί, εκτός από όσα είπαμε, δεν είναι ενάρετος αυτός που δε χαίρεται με τις καλές πράξεις∙ ούτε θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει δίκαιο αυτόν που δε χαίρεται όταν πράττει δίκαια, ούτε φιλελεύθερο αυτόν που δεν απολαμβάνει τις φιλελεύθερες πράξεις∙ το ίδιο και για τις υπόλοιπες. Εάν αυτό είναι έτσι, οι σύμφωνες με την αρετή πράξεις θα πρέπει να είναι ευχάριστες αφ’ εαυτές. Αλλά είναι ενάρετες και καλές, και μάλιστα είναι τέτοιες στο μεγαλύτερο βαθμό, αν ο σημαντικός άνθρωπος κρίνει σωστά σχετικά με αυτές.

Η ευχαρίστηση που αντλούν οι άνθρωποι από την τέλεση καλών και δίκαιων πράξεων αποτελεί μέτρο για τη διαπίστωση του ενάρετου της φύσης τους. Αν, επομένως, κάποιος πολίτης κάνει καλές πράξεις, χωρίς ωστόσο να βιώνει θετικά συναισθήματα μέσα από αυτές, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ενάρετος. Αντίστοιχα, δίκαιος ή φιλελεύθερος είναι μόνο ο πολίτης που αποκομίζει ευχαρίστηση από τις δίκαιες ή φιλελεύθερες πράξεις. Η διαπίστωση αυτή είναι εξαιρετικής σημασίας, καθώς ζητούμενο και επιδιωκόμενο για τον Αριστοτέλη είναι η επίτευξη της ευδαιμονίας μέσα από τους ενάρετους τρόπους διαβίωσης, και όχι μια εξωγενώς επιβεβλημένη, και άρα ανεπιθύμητη, ώθηση προς τις ενάρετες και δίκαιες πράξεις. Οι ενάρετες πράξεις θα πρέπει να συνιστούν απόρροια εσωτερικής ανάγκης του ατόμου, το οποίο θα βιώνει την απόλυτη εκείνη ευχαρίστηση της ευδαιμονίας μόνο μέσω της ενεργούς αποζήτησης της αρετής. Αν δεν υπάρξει η ταύτιση αυτή ευδαιμονίας και αρετής στη σκέψη και στην ψυχή του ανθρώπου, τότε δεν μπορεί να αναμένεται μια μόνιμη και ασφαλής στροφή του προς τον ενάρετο βίο.
Το γεγονός, άλλωστε, πως οι περισσότεροι άνθρωποι στο πλαίσιο μιας πολιτείας δυσανασχετούν ή βιώνουν ως καταπιεστικές τις απαιτήσεις της κοινωνίας, όπως αυτές εκφράζονται συνήθως και μέσω των νόμων, για μια ενάρετη και σύννομη διαγωγή, υποδηλώνει πως η ταύτιση της αρετής με την ευδαιμονία δεν μπορεί να προκύψει εξίσου εύκολα για όλους. Ωστόσο, η επίτευξη αυτού του ιδανικού θα μπορούσε να καταστήσει συλλογικά τη ζωή των πολιτών ευδαιμονική, καθώς θα πρυτάνευε σε αυτή ένας αμοιβαίος σεβασμός και μια συνεχής επιθυμία προς τις ενάρετες πράξεις. Το ποιες πράξεις, μάλιστα, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως άριστες και ενάρετες -στοιχείο που υπενθυμίζει τη σχετικότητα της ηθικής και του κοινωνικά αναμενόμενου, ανάλογα με το πνευματικό και πολιτισμικό επίπεδο κάθε κοινωνίας- θα οριζόταν από τους σημαντικότερους πολίτες. Από εκείνους δηλαδή που κατέχουν την αναγκαία ηθική και πνευματική συγκρότηση, ώστε να διακρίνουν ποιες θα πρέπει να είναι οι επιδιωκόμενες πράξεις στο πλαίσιο μιας αρμονικής κοινωνικής συνύπαρξης.

Τὸ δὲ μέγιστον καὶ κάλλιστον ἐπιτρέψαι τύχῃ λίαν πλημμελὲς ἂν εἴη. Συμφανὲς δ᾽ ἐστὶ καὶ ἐκ τοῦ λόγου τὸ ζητούμενον· εἴρηται γὰρ ψυχῆς ἐνέργεια κατ᾽ ἀρετὴν ποιά τις. τῶν δὲ λοιπῶν ἀγαθῶν τὰ μὲν ὑπάρχειν ἀναγκαῖον, τὰ δὲ συνεργὰ καὶ χρήσιμα πέφυκεν ὀργανικῶς. ὁμολογούμενα δὲ ταῦτ᾽ ἂν εἴη καὶ τοῖς ἐν ἀρχῇ· τὸ γὰρ τῆς πολιτικῆς τέλος ἄριστον ἐτίθεμεν, αὕτη δὲ πλείστην ἐπιμέλειαν ποιεῖται τοῦ ποιούς τινας καὶ ἀγαθοὺς τοὺς πολίτας ποιῆσαι καὶ πρακτικοὺς τῶν καλῶν.
Εἰκότως οὖν οὔτε βοῦν οὔτε ἵππον οὔτε ἄλλο τῶν ζῴων οὐδὲν εὔδαιμον λέγομεν· [1099 b24-31]

Μετάφραση:
Γιατί το να αφήσουμε στην τύχη το σημαντικότερο και το καλύτερο θα ήταν εξαιρετικά λανθασμένο. Προκύπτει, άλλωστε, το ζητούμενο κι από τα όσα ορίσαμε. Ειπώθηκε, δηλαδή, πως είναι μια συγκεκριμένη ενέργεια της ψυχής σύμφωνα με την αρετή. Από τα υπόλοιπα αγαθά κάποια υπάρχουν ως αναγκαίες προϋποθέσεις και κάποια είναι από τη φύση τους απλώς βοηθητικά και χρήσιμα. Κι αυτά ίσως συμφωνούν με όσα είπαμε στην αρχή. Καθώς ορίσαμε ότι ο σκοπός της πολιτικής είναι ο άριστος σκοπός, γιατί αυτή αφιερώνει τη μεγαλύτερη φροντίδα της στο να προσδώσει στους πολίτες μια συγκεκριμένη ποιότητα, να τους καταστήσει δηλαδή ενάρετους και ικανούς να πράττουν το καλό.
Εύλογα, λοιπόν, δε θα χαρακτηρίζαμε ούτε το βόδι, ούτε το άλογο, ούτε οποιοδήποτε άλλο από τα ζώα ευτυχισμένο.

Η πρόσκτηση ενός τόσο σημαντικού αγαθού, όπως είναι η ευδαιμονία, δε θα πρέπει να αφήνεται στην τύχη, και πολύ περισσότερο δε θα πρέπει να θεωρείται ως αποτέλεσμα παραγόντων που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχο του ίδιου του ατόμου. Η ευδαιμονία, όπως έχει ήδη τονιστεί, αποτελεί μια ενέργεια της ψυχής σύμφωνα πάντα προς την αρετή∙ προκύπτει δηλαδή ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής προσπάθειας του ατόμου. Συνιστά, μάλιστα, απολύτως σημαντικό αγαθό, κάτι που σημαίνει πως τα υπόλοιπα αγαθά της ανθρώπινης φύσης μπορούν να ιδωθούν και να κατηγοριοποιηθούν σε συνάρτηση με το πόσο ωφέλιμα ή απαραίτητα είναι στην προσπάθεια του ατόμου να φτάσει στο ύψιστο αυτό αγαθό της ευδαιμονίας. Υπάρχουν, οπότε, τα αγαθά που κρίνονται απολύτως αναγκαία για την απόκτηση της ευδαιμονίας, αλλά και αγαθά τα οποία είναι απλώς επικουρικά στη διεκδίκησή της.
Με βάση αυτή την άποψη η ευδαιμονία μπορεί να συσχετιστεί με την πολιτική επιστήμη, η οποία επίσης τίθεται πάνω απ’ όλες τις άλλες επιστήμες και τις αξιοποιεί για την επίτευξη των ειδικότερων στόχων της. Είναι, λοιπόν, η ευδαιμονία το ανώτερο αγαθό και ως προς αυτό συντείνουν όλα τα υπόλοιπα, όπως είναι κι η πολιτική η άριστη επιστήμη που περικλείει και χρησιμοποιεί τα επιτεύγματα όλων των άλλων. Ο σκοπός, άλλωστε, της πολιτικής επιστήμης αποτελεί έναν ακόμη συνεκτικό δεσμό με την ευδαιμονία, καθώς λειτουργεί ενισχυτικά προς αυτήν. Η προσπάθεια, δηλαδή, της πολιτικής να καταστήσει τους πολίτες ενάρετους και ικανούς για την τέλεση και την επιδίωξη του καλού, τη φέρνει ακριβώς σε ό,τι αποτελεί την ουσία και το μέσο επίτευξης της ευδαιμονίας.
Επιπλέον, η ευδαιμονία απαιτεί συνειδητή και αυτόβουλη προσπάθεια, καθώς για την επίτευξή της το άτομο οφείλει να επιδιώκει τις ενάρετες πράξεις. Κι είναι, άλλωστε, αυτό το στοιχείο της συνειδητής και ενεργούς προσπάθειας του ατόμου, που αποκλείει από την ευδαιμονία τόσο τα ζώα, όσο και τα μικρά παιδιά, τα οποία δεν έχουν βέβαια συνείδηση των πράξεών τους, ούτε επιδιώκουν με δική τους θέληση το αγαθό και την αρετή.

Ἐπεὶ δ᾽ ἐστὶν ἡ εὐδαιμονία ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ᾽ ἀρετὴν τελείαν. [18.1102 a5-6]

Μετάφραση:
Επειδή η ευδαιμονία είναι ενέργεια της ψυχής σύμφωνα με την τέλεια αρετή.

Η ευδαιμονία δεν είναι μια στατική κατάσταση στην οποία περιέρχεται το άτομο και παραμένει αδρανώς σε αυτή. Η επίτευξή της συνίσταται σε μια συνεχή αποζήτηση της αρετής τόσο σε πνευματικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο δράσης. Η αρετή αυτή, μάλιστα, χαρακτηρίζεται ως τέλεια για να διακριθεί από τις πιθανές επιμέρους αρετές που συνιστούν ιδανικούς βαθμούς επίτευξης σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης δράσης. Η αρετή, εδώ, λαμβάνει περισσότερο ηθική διάσταση και σχετίζεται με τις ανθρωπιστικές αρχές που διέπουν τη στάση του ατόμου απέναντι στους άλλους.
Ψυχική, επομένως, ενέργεια η ευδαιμονία που αντλείται και διατηρείται μέσα από τη συναισθηματική ευχαρίστηση που προκύπτει από τις ενάρετες πράξεις. Δεν αποτελεί έτσι ένα τέλος που συνιστά παύση της δράσης, αλλά μια δυναμική κατάσταση που επιδιώκει μια συνεχή επαναβεβαίωση με την επιδίωξη της τέλειας αρετής.

Ἔοικε δ᾽ οὕτως ἔχειν καὶ διὰ τὸ εἶναι ἀρχή∙ ταύτης γὰρ χάριν τὰ λοιπὰ πάντα πάντες πράττομεν, τὴν ἀρχὴν δὲ καὶ τὸ αἴτιον τῶν ἀγαθῶν τίμιόν τι καὶ θεῖον τίθεμεν. [19.1102 a2-4]

Μετάφραση:
Φαίνεται πως αυτό συμβαίνει και επειδή αποτελεί πρώτη αρχή∙ καθώς για χάρη αυτής πράττουμε όλοι όλα τα υπόλοιπα, και γι’ αυτό την πρώτη αρχή και το αίτιο των αγαθών τα εκλαμβάνουμε ως κάτι το πολύτιμο και θεϊκό.

Η ευδαιμονία ενέχει πολλαπλή αξία και λογίζεται ως κάτι το θεϊκό, καθώς αποτελεί κάτι περισσότερο από μια απλή κατάσταση ή ένα αγαθό, αποτελεί ένα πρωταρχικό αίτιο για τη δράση των ατόμων. Λειτουργεί ως κίνητρο και ως γενεσιουργός αιτία των ανθρώπινων πράξεων, υπό την έννοια πως αποσκοπώντας σε αυτή και προσπαθώντας να την κατακτήσουν, οι άνθρωποι διευθύνουν προς αυτήν τις πράξεις τους. Έτσι, η ευδαιμονία ακόμη και προτού επιτευχθεί προσφέρει στους ανθρώπους ένα βασικό λόγο δράσης, προσδίδει ένα σκοπό στη ζωή τους, κι αυτό έχει ουσιώδη σημασία.
Τη δυναμική αυτή, άλλωστε, της ευδαιμονίας επιδιώκει να αξιοποιήσει ο Αριστοτέλης, φανερώνοντας στους πολίτες πως η επίτευξή της είναι ουσιαστικά εφικτή μόνο μέσω της αρετής και του δίκαιου βίου.

ΣΥΝΔΕΣΗ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑΣ – ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΣ

Ἀλλὰ τοῦτο μὲν εἰσαῦθις ἐπισκεπτέον∙ τὸ δ᾽ αὔταρκες τίθεμεν ὃ μονούμενον αἱρετὸν ποιεῖ τὸν βίον καὶ μηδενὸς ἐνδεᾶ∙ τοιοῦτον δὲ τὴν εὐδαιμονίαν οἰόμεθα εἶναι∙ ἔτι δὲ πάντων αἱρετωτάτην μὴ συναριθμουμένην – συναριθμουμένην δὲ δῆλον ὡς αἱρετωτέραν μετὰ τοῦ ἐλαχίστου τῶν ἀγαθῶν∙ ὑπεροχὴ γὰρ ἀγαθῶν γίνεται τὸ προστιθέμενον, ἀγαθῶν δὲ τὸ μεῖζον αἱρετώτερον ἀεί. τέλειον δή τι φαίνεται καὶ αὔταρκες ἡ εὐδαιμονία, τῶν πρακτῶν οὖσα τέλος.
Ἀλλ᾽ ἴσως τὴν μὲν εὐδαιμονίαν τὸ ἄριστον λέγειν ὁμολογούμενόν τι φαίνεται, ποθεῖται δ᾽ ἐναργέστερον τί ἐστιν ἔτι λεχθῆναι. τάχα δὴ γένοιτ᾽ ἂν τοῦτ᾽, εἰ ληφθείη τὸ ἔργον τοῦ ἀνθρώπου. [20.1097 b14-17, 20-25]

Μετάφραση:
Αλλά αυτό θα το εξετάσουμε μετά. Ως αυτάρκεια ορίζουμε εκείνο που από μόνο του καθιστά τη ζωή προτιμότερη και χωρίς να της λείπει τίποτα. Έτσι θεωρούμε πως είναι και η ευδαιμονία∙ η οποία επιπλέον είναι προτιμότερη από κάθε τι άλλο, χωρίς να συμψηφίζεται με τίποτε∙ κι αν συμψηφιζόταν θα γινόταν ακόμη πιο προτιμητέα, έστω και με την προσθήκη ενός ελάχιστου αγαθού, γιατί αυτό που τυχόν προστεθεί θα δώσει ένα πλεόνασμα καλού, και το περισσότερο καλό είναι πάντοτε προτιμότερο. Η ευδαιμονία, λοιπόν, φαίνεται ότι είναι κάτι το ολοκληρωμένο και αύταρκες, και αποτελεί το σκοπό των πράξεων.
Ίσως, όμως, το να λέμε πως η ευδαιμονία είναι κάτι το άριστο μοιάζει κάπως τετριμμένο, κι είναι επιθυμητό να ειπωθεί κάτι πιο σαφές. Ίσως, λοιπόν, συμβεί αυτό, αν εξετάσουμε ποιο είναι το έργο του ανθρώπου.

Ο σαφής καθορισμός της ευδαιμονίας κατέχει ιδιαίτερη σημασία για τον Αριστοτέλη, καθώς η ιδανική αυτή κατάσταση θα αποτελέσει εν δυνάμει το κίνητρο για τους πολίτες, ώστε να επιδιώξουν συνειδητά τους ενάρετους τρόπους. Βασικό, λοιπόν, χαρακτηριστικό της ευδαιμονίας είναι και το γεγονός πως αυτή αποτελεί ένα αύταρκες συναίσθημα, το οποίο έχει αυτό καθαυτό τη δυνατότητα να καθιστά τη ζωή του ανθρώπου ευχάριστη και πλήρη. Το άτομο που μέσα από την ενεργή επιδίωξη της αρετής φτάνει στην ευδαιμονία συνειδητοποιεί πως αυτή είναι από μόνη της αρκετή για να καλύψει κάθε συναισθηματική του ανάγκη, και πως δεν απαιτείται πλέον η αναζήτηση κάποιας άλλης ηδονής ή ευχαρίστησης. Ωστόσο, παρά την αυτάρκεια που διακρίνει την ευδαιμονία, αυτή δεν αποκλείει την παράλληλη ύπαρξη κι άλλων θετικών στοιχείων στη ζωή του ατόμου, τα οποία μάλιστα θα του προσφέρουν ακόμη μεγαλύτερη ευχαρίστηση, καθώς θα βιώνει έτσι ένα πλεόνασμα καλού στη ζωή του.
Ο Αριστοτέλης, βέβαια, δεν αρκείται στην περιγραφική αυτή απόδοση της ευδαιμονίας, καθώς γνωρίζει πως έτσι κινείται σ’ ένα θεωρητικό επίπεδο που δεν απαντά επακριβώς στις εύλογες απορίες των ακροατών του. Έτσι, προτίθεται να προχωρήσει σε μια διεξοδικότερη εξέταση της ανθρώπινης δράσης, που θα φανερώσει σε τι συνίσταται εν τέλει η ευδαιμονία.

Εἰ δ᾽ εἰσὶν αἱ ἐνέργειαι κύριαι τῆς ζωῆς, καθάπερ εἴπομεν, οὐδεὶς ἂν γένοιτο τῶν μακαρίων ἄθλιος∙ οὐδέποτε γὰρ πράξει τὰ μισητὰ καὶ τὰ φαῦλα. τὸν γὰρ ὡς ἀληθῶς ἀγαθὸν καὶ ἔμφρονα πάσας οἰόμεθα τὰς τύχας εὐσχημόνως φέρειν καὶ ἐκ τῶν ὑπαρχόντων ἀεὶ τὰ κάλλιστα πράττειν, καθάπερ καὶ στρατηγὸν ἀγαθὸν. [1100 b37-1101a42]

Μετάφραση:
Εάν οι πράξεις κυριαρχούν στη ζωή, όπως είπαμε, κανείς από τους ευτυχείς δε θα μπορούσε να γίνει δυστυχισμένος∙ γιατί ποτέ δε θα πράξει τα απεχθή και τα ευτελή. Γιατί αυτός που είναι πραγματικά ενάρετος και συνετός, θεωρούμε ότι υπομένει όλες τις μεταβολές της τύχης με ευπρέπεια και στις εκάστοτε περιστάσεις πράττει πάντοτε το καλύτερο, όπως ακριβώς και ο καλός στρατηγός.

Οι πράξεις και τα γεγονότα, κατά τον Αριστοτέλη, βαρύνουν περισσότερο από τις προθέσεις ή τις εσωτερικές διαθέσεις των ανθρώπων. Υπ’ αυτή την έννοια ένας άνθρωπος πραγματικά ενάρετος, ακόμη κι όταν έρχεται αντιμέτωπος με καταστάσεις δυσάρεστες ή δύσκολες, θα φανεί αξιοπρεπής και θα ακολουθήσει τις επιταγές της αρετής. Ενώ, οι ίδιες ακριβώς συνθήκες, θα φανερώσουν γρήγορα τον άνθρωπο που ακολουθεί επιφανειακά μόνο τους ενάρετους τρόπους, χωρίς επί της ουσίας η αρετή να συνιστά πραγματική έκφανση της ψυχικής του ποιότητας.
Οι δυσκολίες έτσι αποτελούν μια σαφή δοκιμασία και εν τέλει επικύρωση του πραγματικά ενάρετου ανθρώπου, καθώς αυτός δε θα καταφύγει σε ανήθικες ή ευτελείς πράξεις. Σε πράξεις, δηλαδή, που θα τον ζημίωναν πολύ περισσότερο κι από τις τρέχουσες δυσκολίες, αφού θα του αφαιρούσαν τη βαθιά εκείνη ευδαιμονία που αποκομίζεται από τη συνεπή ενάρετη στάση και διαβίωση. Μολονότι, επομένως, η συσσώρευση πολλαπλών ατυχιών μπορεί να μειώσει την ευτυχία του ανθρώπου και να του προκαλέσει συναισθήματα απελπισίας, ωστόσο δεν μπορεί να τον οδηγήσει στην αθέτηση της ίδιας του της φύσης∙ δεν μπορεί να τον εξωθήσει σε επιλογές και πράξεις που θα αναιρέσουν τη μέχρι τότε σταθερή του επιλογή υπέρ της αρετής.

Ἔστι δὲ καὶ ὁ βίος αὐτῶν καθ᾽ αὑτὸν ἡδύς. τὸ μὲν γὰρ ἥδεσθαι τῶν ψυχικῶν, ἑκάστῳ δ᾽ ἐστὶν ἡδὺ πρὸς ὃ λέγεται φιλοτοιοῦτος. [21.1099 a7-9]

Μετάφραση:
Κι είναι η ζωή τους ευχάριστη αφ’ εαυτής. Γιατί η ευχαρίστηση είναι ψυχική κατάσταση, και για τον καθένα ευχάριστο είναι αυτό για το οποίο λέμε ότι είναι φίλος.

Η επίτευξη της ψυχικής εκείνης κατάστασης κατά την οποία ο άνθρωπος αισθάνεται ευχαριστημένος και αντλεί συναισθηματική ικανοποίηση από τις ενασχολήσεις, αλλά και από τις πράξεις του, σηματοδοτεί πως έχει εντοπίσει ακριβώς εκείνους τους τρόπους ζωής που βρίσκονται σε αρμονία με την εσωτερική του ποιότητα. Η εναρμόνιση αυτή στους ενάρετους ανθρώπους σημαίνει πως ο σύμφωνος προς την αρετή βίος τους προσφέρει ευδαιμονία και τους διασφαλίζει από την ανάγκη περαιτέρω και πιθανώς επισφαλών αναζητήσεων. Η ζωή τους, όχι μόνο εμπεριέχει την επιθυμητή ευχαρίστηση, αλλά και χαρακτηρίζεται από επιλογές που συνάδουν με τις ευρύτερες επιδιώξεις της πολιτείας.
Το επίπεδο ευχαρίστησης που βιώνουν οι ενάρετοι άνθρωποι και η αυτοτέλεια που διακρίνει τη ζωή τους, συνιστά το δίχως άλλο τον επιδιωκόμενο στόχο των πολιτικών για το σύνολο των πολιτών. Μια δυσεπίτευκτη επιδίωξη βέβαια, η οποία μπορεί να βρει την πλήρωσή της μόνο με την κατάλληλη αγωγή των νέων, ώστε να αντλούν από τις ενάρετες πράξεις ικανή ευχαρίστηση και ψυχική ηδονή.

Τοῖς μὲν οὖν πολλοῖς τὰ ἡδέα μάχεται διὰ τὸ μὴ φύσει τοιαῦτ᾽ εἶναι, τοῖς δὲ φιλοκάλοις ἐστὶν ἡδέα τὰ φύσει ἡδέα∙ τοιαῦται δ᾽ αἱ κατ᾽ ἀρετὴν πράξεις, ὥστε καὶ τούτοις εἰσὶν ἡδεῖαι καὶ καθ᾽ αὑτάς. οὐδὲν δὴ προσδεῖται τῆς ἡδονῆς ὁ βίος αὐτῶν ὥσπερ περιάπτου τινός, ἀλλ᾽ ἔχει τὴν ἡδονὴν ἐν ἑαυτῷ. [22.1099 a11-16]

Μετάφραση:
Στους περισσότερους οι ηδονές είναι σε σύγκρουση μεταξύ τους γιατί δεν είναι από τη φύση τους ευχάριστες, ενώ γι’ αυτούς που αγαπούν το καλό ηδονικά είναι αυτά που είναι από τη φύση τους ευχάριστα. Τέτοιου είδους είναι οι ενάρετες πράξεις, ώστε αυτές είναι ευχάριστες και σ’ αυτούς, αλλά και καθ’ εαυτές. Καθόλου, λοιπόν, δεν έχει ανάγκη περισσότερης ηδονής η ζωή τους, σαν κάτι το πρόσθετο, αλλά περιέχει την ηδονή μέσα της.

Η ηδονή, η αίσθηση ευχαρίστησης, που αντλούν οι ενάρετοι άνθρωποι από την τέλεση πράξεων σύμφωνων με τα κελεύσματα της αρετής, συνιστά καθοριστικό στοιχείο επικύρωσης του ενάρετου της φύσης τους. Σε αντίθεση με την πλειονότητα των ανθρώπων που βιώνουν συγκρουσιακές καταστάσεις, καθώς η πραγματική τους φύση αποζητά διαφορετικές επιλογές και όχι τους περιορισμούς που θέτει η αρετή, οι ενάρετοι άνθρωποι βρίσκουν το καλό και το ενάρετο ως καθαρή πηγή ευχαρίστησης. Είναι, μάλιστα, τέτοια η γνησιότητα του συναισθήματος που τους διακατέχει, ώστε γι’ αυτούς είναι περιττή η αναζήτηση άλλων μορφών ηδονής, ιδίως ευτελέστερης ποιότητας, καθώς η ζωή τους είναι πλήρης αληθινής και ουσιαστικής ηδονής.
Το πώς βιώνουν ωστόσο την επαφή τους με την αρετή, οι περισσότεροι από τους ανθρώπους, αποτελεί καίριο ζήτημα σχετικά με την παιδεία, αλλά και την προσωπικότητα των πολιτών, καθώς φανερώνει πως πολλοί από αυτούς οδηγούνται σε ενάρετες πράξεις, όχι γιατί αυτό αποτελεί προσωπική τους επιλογή, αλλά λόγω εξωγενών παραγόντων. Ωστόσο, οι εξωγενείς αυτοί παράγοντες -νόμοι, κοινωνικά αναμενόμενη συμπεριφορά- δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ατομική βούληση, ούτε να οδηγήσουν στην πολιτειακή εκείνη υπόσταση που θα είναι σε θέση να διασφαλίσει την ευδαιμονία των μελών της. Το γεγονός, επομένως, πως για πολλούς ανθρώπους η άσκηση της αρετής αποτελεί παράγοντα δυσαρέσκειας, και δε τους προσφέρει μια ικανή αίσθηση ευχαρίστησης, υποδηλώνει πως είναι αναγκαία μια έγκαιρη παρέμβαση στην αγωγή των πολιτών.

ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗΣ

Δοκεῖ δὲ καὶ ὁ κατ᾽ ἀλήθειαν πολιτικὸς περὶ ταύτην μάλιστα πεπονῆσθαι∙ βούλεται γὰρ τοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ποιεῖν καὶ τῶν νόμων ὑπηκόους. [1102 a9-12]

Μετάφραση:
Φαίνεται, λοιπόν, ότι και ο πραγματικός πολιτικός πρέπει να έχει ασχοληθεί πολύ κυρίως με αυτήν (την αρετή)∙ εφόσον θέλει να κάνει τους συμπολίτες του ενάρετους και ευπειθείς απέναντι στους νόμους.

Η ευδαιμονία των πολιτών, η οποία και αποτελεί απώτερο στόχο της πολιτικής επιστήμης, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια της αρετής, καθώς μόνο μέσω αυτής μπορεί να επιτευχθεί η αρμονική συμβίωση στο πλαίσιο της πολιτείας. Η κατάλληλη αγωγή των πολιτών, ώστε αυτοί να επιλέγουν σταθερά την αρετή στη ζωής τους και συνάμα να λειτουργούν με σεβασμό απέναντι στους νόμους, οδηγεί στην ιδεατά επιθυμητή κοινωνική συνύπαρξη. Εκείνο, άλλωστε, που οφείλει να αποζητά ο πολιτικός δεν είναι η ευδαιμονία των λίγων, αλλά μια συλλογική ευδαιμονία ισότιμα μοιρασμένη σε όλα τα μέλη της πολιτείας. Ζητούμενο, όμως, που δεν μπορεί να καταστεί εφικτό, χωρίς τη συλλογική συμμετοχή στους ενάρετους και έντιμους τρόπους διαβίωσης.
Ο πολιτικός άρα που επιθυμεί να προσφέρει στους συμπολίτες του τους όρους εκείνους που θα διασφαλίσουν την απρόσκοπτη διεκδίκηση της ευδαιμονίας, οφείλει να εκλαμβάνει την αρετή ως βασικό μέσο για την πραγμάτωση του στόχου του. Γεγονός που καθιστά τη γνώση όσων σχετίζονται με την αρετή -μαζί με τη μελέτη της ανθρώπινης ψυχής- κεντρικό κομμάτι του επιδιωκόμενου επιστητού για κάθε μελλοντικό πολιτικό. Γνώση, βέβαια, που θα πρέπει να προκύπτει όχι ως προϊόν απλής ή θεωρητικής ενασχόλησης, αλλά ως προσωπικό βίωμα του ίδιου του πολιτικού, ο οποίος θα πρέπει να θέτει την αρετή ως στόχο της ίδιας του της ζωής.

Τῶν δ᾽ ἰατρῶν οἱ χαρίεντες πολλὰ πραγματεύονται περὶ τὴν τοῦ σώματος γνῶσιν. [1102 a25-27]

Μετάφραση:
Κι από τους γιατρούς οι πιο μορφωμένοι φροντίζουν πολύ σχετικά με τη γνώση του σώματος.

Οι νέοι που θέλουν να ασχοληθούν με τη σημαντικότερη επιστήμη, την πολιτική, οφείλουν να αντιληφθούν πως θα πρέπει να αφιερώσουν πολύ χρόνο στη μελέτη της ψυχής, μιας και αυτή ρυθμίζει και ελέγχει τη συμπεριφορά και τις πράξεις των ανθρώπων. Εκείνο, άλλωστε, που καθιστά ορισμένους επιστήμονες καλύτερους των άλλων, είναι πως έχουν κοπιάσει πολύ για να μάθουν στον αρτιότερο δυνατό βαθμό το αντικείμενό τους. Οι άριστοι ανάμεσα στους γιατρούς είναι εκείνοι που δαπάνησαν πολύ χρόνο στη μελέτη και άρα στη γνώση του ανθρώπινου σώματος και των λειτουργιών του. Ό,τι τους ξεχωρίζει από τους άλλους δεν είναι κάποια ιδιαίτερη ικανότητα που κατέχουν προνομιακά, αλλά η σταθερή αφοσίωση στη γνώση του αντικειμένου τους.
Σε ό,τι αφορά μάλιστα την πολιτική επιστήμη είναι σημαντικό να διαπιστωθεί πως το βασικό αντικείμενο γνώσης δεν είναι άλλο από την ανθρώπινη ψυχή. Αν, επομένως, οι μελλοντικοί πολιτικοί θέλουν να διακριθούν στην επιστήμη τους, θα πρέπει να κατανοήσουν πως βασικό τους αντικείμενο είναι ακριβώς η γνωριμία με το τι κινεί τη δράση των ανθρώπων. Εφόσον σκοπός τους είναι η σωστή καθοδήγηση των συμπολιτών τους προς έναν ενάρετο τρόπο διαβίωσης, θα πρέπει να γνωρίζουν άριστα τις εκφάνσεις και ιδιαίτερες λειτουργίες της ανθρώπινης ψυχής.

Ταῦτα δὲ πότερον διώρισται καθάπερ τὰ τοῦ σώματος μόρια καὶ πᾶν τὸ μεριστόν, ἢ τῷ λόγῳ δύο ἐστὶν ἀχώριστα πεφυκότα καθάπερ ἐν τῇ περιφερείᾳ τὸ κυρτὸν καὶ τὸ κοῖλον, οὐθὲν διαφέρει πρὸς τὸ παρόν. [1102 a33-37]

Μετάφραση:
Το αν αυτά είναι διακριτά όπως τα μέλη του σώματος και ό,τι άλλο μπορεί να διαιρεθεί, ή έχουν χωριστεί σε επίπεδο λόγου, ενώ είναι από τη φύση τους αδιαίρετα, όπως στον κύκλο η κυρτότητα και η κοιλότητα, δεν έχει καμία σημασία σε σχέση με το παρόν θέμα.

Ο Αριστοτέλης προχωρώντας στη διάκριση των μερών της ψυχής, το λόγον ἔχον και το ἄλογον, αποσκοπεί στο να επεκτείνει τη διερεύνηση του θέματος της αρετής, θέτοντας τη σημασία που κατέχουν οι ιδιαίτερες ψυχολογικές λειτουργίες στη στάση και συμπεριφορά του ατόμου. Αντιλαμβάνεται, ωστόσο, πως η αναφορά αυτή θα μπορούσε να δημιουργήσει εύλογες απορίες σχετικά με τη φύση και την υπόσταση της ψυχής. Είναι η ψυχή κάτι το απτό, με σαφώς διακριτά μέρη, όπου το καθένα από αυτά επιτελεί μια διαφορετική λειτουργία ή τα μέρη αυτά δεν είναι παρά η διττή έκφανση ενός ενιαίου και σαφώς αδιαίρετου οργάνου. Ο Αριστοτέλης, εντούτοις, δεν επιθυμεί να παρεκκλίνει η εξέταση του θέματος σε ειδικότερες αναφορές σχετικά με την εικαζόμενη φυσιολογία της ψυχής. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να γίνει αντιληπτό πως η συμπεριφορά και οι επιλογές κάθε ανθρώπου δεν είναι έρμαια μιας ανεξέλεγκτης και ζωώδους ψυχικής ορμής, αλλά υπόκεινται σ’ ένα διαρκή εσωτερικό έλεγχο από ό,τι μπορεί μόνο να εκληφθεί ως το έλλογο μέρος της ψυχής. Η ύπαρξη του οποίου καθιστά εφικτή την άσκηση θετικής επίδρασης στη δράση του ατόμου, μέσω της παιδείας.
Η διλημματική στάση των ανθρώπων απέναντι σε καθημερινές επιλογές, κι ο δισταγμός που διακρίνει ορισμένες πράξεις τους, υποδεικνύουν την παρουσία του εσωτερικού εκείνου ελέγχου που είτε τους αποτρέπει είτε έστω καθιστά δυσκολότερη την άνευ όρων παράδοσή τους σε κατώτερα ένστικτα. Ο έλεγχος αυτός μπορεί να θεωρηθεί δεδομένος, κι η λειτουργία του αποφασιστικής σημασίας για τη συνολική δράση του ατόμου. Στοιχείο που δίνει ικανή βάση στον Αριστοτέλη για να εξετάσει στην πορεία την αξία που έχει η κατάλληλη και έγκαιρη αγωγή για τη θεμιτή διαμόρφωση των νέων ανθρώπων. Το αν αυτός ο έλεγχος προκύπτει από ένα διακριτό μέρος της ψυχής ή αν ενυπάρχει ως αδιαίρετο στοιχείο της ενιαίας ψυχής που ταυτόχρονα επιθυμεί, αποζητά την ελεύθερη δράση, αλλά και αυτοελέγχεται, δεν έχει σημασία ως προς την ουσία του ζητήματος.

 

The School of Athens. Raffaello

 

Ο Αριστοτέλης διακρίνει στο 1ο βιβλίο τρεις διαφορετικούς τύπους ζωής: αυτόν την απόλαυσης, τον πολιτικό και τον θεωρητικό.

Ο Αριστοτέλης σε σχέση με τον πολιτικό βίο σχολιάζει την ήδη υπάρχουσα κατάσταση, αποσκοπώντας σε μια βελτίωσή της. Υπάρχει σαφής διάσταση ανάμεσα στο υπάρχον και στο εν δυνάμει διαμορφούμενο, όπως το επιζητά ο Αριστοτέλης.
Η στάση των τότε πολιτικών να επιδιώκουν τις τιμές των συνανθρώπων τους ως επικύρωση της αγαθοσύνης τους, κρίνεται ως επιφανειακή καθώς φανερώνει υψηλή εξάρτηση από την εξωγενή έγκριση και επιβράβευση.
Ο θεωρητικός βίος, όπως σχηματίζεται σταδιακά από τις παρατηρήσεις του Αριστοτέλη, δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην εσωτερική επιζήτηση της αρετής∙ σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε η πράξη θα πρέπει να αποτελεί αμιγή έκφανση της ψυχικής ποιότητας του ατόμου. Οι πράξεις αρετής, θα πρέπει να συμφωνούν με τις εσωτερικές διαθέσεις του ατόμου, ώστε να του αποδίδουν την ευχαρίστηση εκείνη που θα το οδηγήσει στην ευδαιμονία.
Ο θεωρητικός βίος αποκλείει τον πολιτικό, μόνο αν κριθεί με τα δεδομένα της μέχρι τότε υπάρχουσας κατάστασης. Αν, όμως, ο άνθρωπος κατορθώσει να φτάσει στην εξίσωση της εσωτερικής σκέψης και διάθεσης με τις πράξεις του, τότε το ένα δεν θα αποκλείει το άλλο.
Ο Αριστοτέλης, οπότε, κρίνει αυτό που ήδη υπάρχει και σε αυτό εντοπίζει μια ελλιπή κατάσταση. Άλλωστε, η θεωρητική ή φιλοσοφική διάσταση της αρετής είναι ξεκάθαρα ανεπαρκής να επιφέρει την ευδαιμονία, εφόσον μόνο μέσω της έμπρακτης εφαρμογής της μπορεί ο άνθρωπος να βιώσει την ηθικής σύστασης ηδονή.
Σε ό,τι αφορά την αδυναμία επίτευξης ενός καθαρά θεωρητικού βίου στο περιορισμένο πλαίσιο της ανθρώπινης ζωής, με δεδομένο το πλήθος των αναζητήσεων που απασχολούν την ανθρώπινη σκέψη και δράση, θα πρέπει να σημειωθεί πως, ενώ αποτελεί μια εύλογα λογική διαπίστωση, δεν έρχεται σε αντίφαση, ούτε αναιρεί την επιδίωξη του Αριστοτέλη. Ο θεωρητικός βίος δίνεται και πάλι από τον Αριστοτέλη περιγραφικά ως μία από τις τρεις υπάρχουσες συνήθεις επιλογές των ανθρώπων. Περιγράφεται, βέβαια, αλλά δεν προκρίνεται. Είναι σαφές, επομένως, πως ζητούμενο είναι ένας νέος τρόπος διαβίωσης στον οποίο θα συνδυάζεται το θεωρητικό πλέγμα με την πράξη. Η εσωτερική αποζήτηση της αρετής με την στην πράξη εφαρμογή της.
Ο Αριστοτέλης περιγράφει τι υπάρχει, μόνο και μόνο για να δώσει μια νέα κατεύθυνση στο πώς θα πρέπει οι άνθρωποι -και δη οι πολιτικοί, αφού αυτοί έχουν την κύρια ευθύνη να ωθήσουν τους πολίτες στον ενάρετο βίο- να αντικρίζουν τον επιδιωκόμενο στόχο τους, που δεν είναι άλλος από την ευδαιμονία. Επομένως, η επίτευξη της ευδαιμονίας καλεί σε σύζευξη του θεωρητικού με τον πολιτικό βίο. Αποζήτηση της αρετής, όχι για την επιβράβευση των άλλων, αλλά γιατί αυτή θα συνιστά μια καθαρά εσωτερική ανάγκη. Νοητική και φιλοσοφική προσέγγιση της αρετής, αλλά όχι σε θεωρητικό επίπεδο μόνο. Η αρετή θα πρέπει να κυριαρχεί παράλληλα και στη σκέψη και στις πράξεις του ατόμου.
Η θέση αυτή, άλλωστε, είναι σαφής από το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης ορίζει την ευδαιμονία ως ενέργεια, και όχι ως απλή κατάσταση. Στην ενέργεια, στη συνεχή δράση, εντοπίζεται η ευδαιμονία, κι όχι σε μια θεωρητική θέαση απέχουσα από την πράξη. Άρα, ο Αριστοτέλης δεν παρουσιάζει το θεωρητικό βίο ως την ιδανική επιλογή. Επιχειρεί να εντάξει αρετές του θεωρητικού στον πολιτικό, ώστε να προκύψει ένας ενεργητικός βίος μια στερεή θεωρητική στήριξη της αρετής. Η ενάρετη πράξη, οφείλει να είναι φανέρωμα ψυχικών αποζητήσεων, και όχι προϊόν υπολογισμού ή σκοπιμότητας. Η ύπαρξη υπολογισμού, αναιρεί αυτομάτως την ευδαιμονία.

  • Αρχική εικόνα: Ρέμπραντ, Αριστοτέλης με προτομή του Ομήρου, 1653 (τμήμα του έργου)

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -